Μια αυτοσχέδια βακτηρία χτυπούσε ρυθμικά, μαρμάρινα βήματα μετρώντας.
Ταπ..Ταπ..ταπταπ.... Ταπ...Ταπ...ταπταπ....
Μισοκρυμμένος πίσω απ' το τοίχο ο "νεαρός" υποστηριζόμενος, με κάλεσε να τον βοηθήσω στο τελευταίο σκαλοπάτι..
" Σίμωσε κοπελιά μου, γιάντα δε με καλοβοηθά η κατσούνα "
Πλησίασα, το σαν σε προσκυνητάρι γαζωμένο από τη ζωή πρόσωπο, με ρυτίδες ωραία κεντίδια και δύο μάτια λίμνες γαλάζιες άπατες!
Στάθηκε μπροστά μου και όλο απορία με ρώτησε;: " ' ντα θες απατή σου, στο σπίτι με τα ΄ρφανά "
Πρώτη φορά συναντούσα τον εκφραστικό γέροντα, στον Οίκο Ευγηρίας, που ήταν εγκαταστημένη η μητέρα μου, τους τελευταίους μήνες.
" Ήρθα να δω τη μητέρα μου" του εξηγούσα, καθώς τον συνόδευε προς το θάλαμο, που υπέδειξε με τη " κατσούνα"...
"Πως σας λένε" ρώτησα, τη ζωντανή αγιογραφία που συνόδευα.
" Ηρακλή" απάντησε χωρίς περιστροφές " και πάω εδά να σκοτώσω την Υδρα "
Το νησί; Τον ρώτησα κρυφογελώντας...
" Τη Λερναία μαθές!
Να! Θα στέκω μπροστά στο καρφίχτη ( καθρέφτη) και θα τσι μιλιώ, θα τσι μιλιώ όσο να τηνε καταφέρω! "
Και πως θα την καταφέρετε να πεθάνει μόνο με την κουβέντα;
Αρπάχτηκα για να του λύσω τη γλώσσα.
" Όφου κοπελιά μου κι είσαι μικιό. Ανε τσι ξιστορίσω τσι πόνους και τσι καημούς μου,θα ποθάνει...
Κατέεις εδά, κοτζάμ Ηρακλή απατή μου και εκαταφέρανέ με...
Μόνο απατή σου, γλάκα(τρέξε) μακρυά, μη σαν ανιστορώ τζη, ξυπνήσουνε οι δαιμονοί και μακελέψουσι σε..... Σάλευγε κοπελιά μου και τσι κρατώ με το ζόρε..."
Με έσπρωξε μαλακά με την κατσούνα και μπήκε στο θάλαμο, κλείνοντας την πόρτα με θόρυβο σαν να σφράγιζε την πύλη του Άδη.
Λίγο αργότερα στο δωμάτιο της μάνας μου, εξιστορώντας της το συναπάντημά μου με τον αξιαγάπητο γέροντα, μου έδωσε την πιο πικρή κι αληθινή απάντηση..
" Μα κοπελιά μου, εδώ που με φέρατε, τι θαρρείς πως είναι; Ορφανοτροφείο ανηλίκων γερόντων! " είναι. Είπε και χαμήλωσε το κεφάλι.
Το επόμενο πρωί με βρήκε ξάγρυπνη σε υγρό μάξιλάρι.
Όλη νύχτα μιλούσα με τσι δαιμόνους του μπάρμπα Ηρακλή.
Μα σάμπως το ξημέρωμα, καθώς ανασήκωσε το φως της σκοτεινιάς τον πέπλο, σε κάποιον ν' αναγνώρισα έναν μέγαλο φόβο μου...Κι άλλος, μύριζε νυχτερινό μου εφιάλτη!
Ξαμόλησε ο γέροντας, τους δαίμονες του στο κατόπι μου...
Η ψυχή του κόσμου ( Αnima munti) γεννά τους εφιάλτες μας, στ' απόσκια των ονείρων, στου ασυνείδητου τη χώρα...
Πρώτη φορά δεν κράτησα υπόσχεση.
Όσο κι αν το προσπάθησα εκείνο το βράδυ, δεν τηνε σκότωσα την " Υδρα!"
Ε.Π
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου