Πασχίζουν να μιλήσουν οι μικροί άνθρωποι
ανάμεσα στ' αναφιλητά τους
να καταλάβεις τι λένε
είναι το ζητούμενο.
Πάλλεται δύστροπα ο αέρας μιας καταπιεσμένης θλίψης
στα δύσμοιρα πνευμόνια
ψάχνει διαφυγή ανάμεσα σε πνιγμένες κραυγές
που δεν θα ακουστούν παραδίπλα
και σε διακεκομμένες δύσκολες αναπνοές
που ο κόμπος στο λαιμό
έτσι όπως πονάει
δεν επιτρέπει να βαθύνουν.
Το αίμα πρήζεται και θολώνει τα μάτια
και οι λέξεις ψάχνουν τα μισά τους γράμματα
και τ' άλλα μισά λιποθυμούν καθ' οδόν.
Μου είπες ότι μάζευες κάτι ψίχουλα
και δίπλωνες μερικά σεντόνια μέρα παραμέρα
και, όταν περίσσευε ο χρόνος, κοιτούσες
από το παράθυρο τη μακρινή σκοτεινιά.
Τα βράδια έσφιγγες τις γροθιές για μαξιλάρι
και αφουγκραζόσουν τη φωνή κάποιου θεού
όταν είχε όρεξη να ψιθυρίσει.
Μου είπες και για τα πρωινά σου
που πάσχιζαν να δουν λίγο ξύπνιο φως
μες τη μισοριξιά μιας καλημέρας.
Χαμένες μέρες
άδικες νύχτες
και ο χρόνος ύπουλα να σκίζει τα χρόνια
που σταμάτησες κάποια στιγμή να τα μετράς.
Δεν είχες άλλο τοίχο να σ' ακούσει
και ζήτησες να σταθώ όρθια σαν τοίχος εγώ
ψυχρός κι αμίλητος
να πεις λίγα απ' τα τόσα μυστικά σου.
Κάποιες φορές
εκείνες τις φορές που οι άλλοι γιόρταζαν τριγύρω
έμπηγες τα ξεφτισμένα νύχια μέσα σου
να νιώσεις το σπαραγμό σαν εραστή σου.
Βούιζε τότε το δωμάτιο από κύματα νερού
ανακατεμένα με λάσπες
και πήγαινες βιαστικά, για να πλυθείς
μη σε παρεξηγήσει το σιέλ σεντόνι σου.
Έκλαιγες ήσυχα μετά
και σιχαινόταν, μου' λεγες, η σιωπή
την κουλουριασμένη μοναξιά σου.
Άλλες φορές
σήκωνε το κεφάλι του ψηλά ο φοβισμένος πόνος
κύρτωνες τη ραχοκοκαλιά εσύ
υποτελώς να φορέσεις τα καινούργια σημάδια
του φραγγελίου.
Ενίοτε, κεντούσες το ημιδιάφανο δέρμα σου
επειδή είχες την ψευδαίσθηση
ότι κάποιος θα προσέξει τα κεντίδια
όταν γεννούσαν πάνω σου εμφανείς πληγές.
Άλλες φορές με ψέματα ευφάνταστα
χόρταινες τον υποκριτή καθρέφτη σου
κι εκείνος σου κρεμούσε στα μαλλιά
το ψήγμα ενός ψευδεπίγραφου χαμόγελου.
Τοίχος εγώ
διακεκομμένα σφάλματα εσύ
και διπλωμένα γράμματα
να απαυγάζουν απώλεια στη μυρωδιά της μούχλας.
Τι θα κάνεις αν γκρεμιστούν όλοι οι τοίχοι,
ευθαρσώς σε ρώτησα.
Μην περιγελάς τον δύστυχο λυγμό μου, είπες.
Κι όταν σου έδειξα ότι έξω απ' το παράθυρο
τα παιχνίδια είναι καθαρά
και τα ψεύδη τα ξεπλένει η βροχή,
μου είπες ότι με ψυχή ρακένδυτη σαν βγεις
ο καθαρός ουρανός θα σε χλευάσει.
Κι όταν σου έγνεψα
με ψυχή γυμνή να βγεις να τον ξαφνιάσεις
πήρες το αδίστακτο κοπίδι
και μαζί με τα κουρέλια ξήλωσες και την άμοιρη ψυχή σου.
ανάμεσα στ' αναφιλητά τους
να καταλάβεις τι λένε
είναι το ζητούμενο.
Πάλλεται δύστροπα ο αέρας μιας καταπιεσμένης θλίψης
στα δύσμοιρα πνευμόνια
ψάχνει διαφυγή ανάμεσα σε πνιγμένες κραυγές
που δεν θα ακουστούν παραδίπλα
και σε διακεκομμένες δύσκολες αναπνοές
που ο κόμπος στο λαιμό
έτσι όπως πονάει
δεν επιτρέπει να βαθύνουν.
Το αίμα πρήζεται και θολώνει τα μάτια
και οι λέξεις ψάχνουν τα μισά τους γράμματα
και τ' άλλα μισά λιποθυμούν καθ' οδόν.
Μου είπες ότι μάζευες κάτι ψίχουλα
και δίπλωνες μερικά σεντόνια μέρα παραμέρα
και, όταν περίσσευε ο χρόνος, κοιτούσες
από το παράθυρο τη μακρινή σκοτεινιά.
Τα βράδια έσφιγγες τις γροθιές για μαξιλάρι
και αφουγκραζόσουν τη φωνή κάποιου θεού
όταν είχε όρεξη να ψιθυρίσει.
Μου είπες και για τα πρωινά σου
που πάσχιζαν να δουν λίγο ξύπνιο φως
μες τη μισοριξιά μιας καλημέρας.
Χαμένες μέρες
άδικες νύχτες
και ο χρόνος ύπουλα να σκίζει τα χρόνια
που σταμάτησες κάποια στιγμή να τα μετράς.
Δεν είχες άλλο τοίχο να σ' ακούσει
και ζήτησες να σταθώ όρθια σαν τοίχος εγώ
ψυχρός κι αμίλητος
να πεις λίγα απ' τα τόσα μυστικά σου.
Κάποιες φορές
εκείνες τις φορές που οι άλλοι γιόρταζαν τριγύρω
έμπηγες τα ξεφτισμένα νύχια μέσα σου
να νιώσεις το σπαραγμό σαν εραστή σου.
Βούιζε τότε το δωμάτιο από κύματα νερού
ανακατεμένα με λάσπες
και πήγαινες βιαστικά, για να πλυθείς
μη σε παρεξηγήσει το σιέλ σεντόνι σου.
Έκλαιγες ήσυχα μετά
και σιχαινόταν, μου' λεγες, η σιωπή
την κουλουριασμένη μοναξιά σου.
Άλλες φορές
σήκωνε το κεφάλι του ψηλά ο φοβισμένος πόνος
κύρτωνες τη ραχοκοκαλιά εσύ
υποτελώς να φορέσεις τα καινούργια σημάδια
του φραγγελίου.
Ενίοτε, κεντούσες το ημιδιάφανο δέρμα σου
επειδή είχες την ψευδαίσθηση
ότι κάποιος θα προσέξει τα κεντίδια
όταν γεννούσαν πάνω σου εμφανείς πληγές.
Άλλες φορές με ψέματα ευφάνταστα
χόρταινες τον υποκριτή καθρέφτη σου
κι εκείνος σου κρεμούσε στα μαλλιά
το ψήγμα ενός ψευδεπίγραφου χαμόγελου.
Τοίχος εγώ
διακεκομμένα σφάλματα εσύ
και διπλωμένα γράμματα
να απαυγάζουν απώλεια στη μυρωδιά της μούχλας.
Τι θα κάνεις αν γκρεμιστούν όλοι οι τοίχοι,
ευθαρσώς σε ρώτησα.
Μην περιγελάς τον δύστυχο λυγμό μου, είπες.
Κι όταν σου έδειξα ότι έξω απ' το παράθυρο
τα παιχνίδια είναι καθαρά
και τα ψεύδη τα ξεπλένει η βροχή,
μου είπες ότι με ψυχή ρακένδυτη σαν βγεις
ο καθαρός ουρανός θα σε χλευάσει.
Κι όταν σου έγνεψα
με ψυχή γυμνή να βγεις να τον ξαφνιάσεις
πήρες το αδίστακτο κοπίδι
και μαζί με τα κουρέλια ξήλωσες και την άμοιρη ψυχή σου.
Σίση Σιακαβάρα
03.10.2016.
03.10.2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου