Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

ΙΩΑΝΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ " ΠΑΤΡΙΔΑ "


Χώρα ονειρεμένη, γεμάτη ακρογιάλια,
λαός ξεχασμένος στου ήλιου τις άκρες.
Ο τόπος ξερόβραχος, πουλιών η λατρεία,
μαγνήτης περίσσιος, καθρέφτισμα θρύλων.

Ιδρώνουν τα σύννεφα να φέρουν ειρήνη,
τα σύνορα άβατα, λευκά, σιωπηλά.
Ψυχώνονται τ’ άψυχα με χρώμα του ήλιου,
ελπίδα και όραμα στα βράχια κυλά.
Ο μόχθος του κύματος αγιάζει τ’ αγέρι,
η αντάρα κοιμήθηκε, ροδίζει η αυγή.

Αιώνες διαβήκανε τα χώματα τ’ άγια,
αγάπη φυτέψανε σε στήθη αγνά.
Παράδεισος κι όνειρο αγκαλιά με την πλάση,
ο άνεμος σύριζα στους λόφους φυσά.

Γλυκά τα περάσματα, αναίτια ωραία,
ο τόπος, μυριόχρονος, ζωή μαρτυρά.
Πνοή, που αγκάλιασες τη γη την αγία
κι ανάστησες έρωτα, θυσίες γεμάτο!
Ορίστηκαν σύνορα με αίμα κι αγώνα,
νικήθηκαν σύγκορμα θεριά φοβερά!

Διαβαίνουν τ’ αδέρφια μας τη μνήμη πονώντας,
υπέροχα κι άσπιλα κορμιά των νεκρών!
Ψυχές που εγίνανε αεράκι των βράχων,
η ανάσα τους μέσα μας, η γη μας, αυτοί.

Πατρίδα του θάνατου, αθάνατη μένεις,
οι πέτρες οι ασήμαντες πονούν περισσά.
Ματιές μαυρομάντηλες, καημούς ραντισμένες,
κουρνιάζουνε γύρω μας σαν δάκρυα μεγάλα.

Τη λήθη ξορκίζουνε, οι όρκοι πληθαίνουν,
το αίμα στις φλέβες μας, προγόνων ματιά...

Οι ρίζες μας άνυδρες εδρεύουν στο χώμα,
λατρεύουν απέραντα τη γη την τρανή.

Λατρεία που εσπίλωσαν οι ορδές των α-λόγων,
που Λόγο δεν γνώρισαν και πόνο πατρίδας.
Και γίνανε μέδουσες στις πρύμνες τ’ ανέμου,
φριχτές κι ασυντρόφευτες που μόλεψαν αίμα.
Το αίμα τ’ αμόλυντο που αγιάζει τον τόπο,
τη χώρα την όμορφη κι αγνή σαν μια μέρα,
το λίκνο της θάλασσας, το θρόνο του ήλιου,
τ’ αστέρι τ’ ανέσπερο, την πούλια στο σύμπαν.
Που πόνος τα σπλάχνα της, θυσία τα παιδιά της.

Η μνήμη, ανελέητη, δεν ξέγραψε χρόνους,
το χρέος δεν πληρώθηκε, οι τάφοι βοούν.
Γυμνοί κι ασυγκίνητοι¸ ερήμωσαν μόνοι,
ο αγέρας τους άφθορος, το φως τους ακέριο.
Τον τόπο ομόρφυναν και λάτρεψαν τόσο,
τη γη την εψύχωσαν, αγάπη ζητούν.
Κι ελύγισαν γρήγορα πολέμους και τρόμους,
ετάφησαν εύκολα στη σιωπή του καιρού.

Κουρνιάζουνε ήσυχοι οι πόθοι στα νέφη,
ελάχιστα όνειρα, ειρήνη γεμάτα.
Λιμνάζουνε ήρεμα τα δάκρυα στα μάτια,
τη χώρα προστάτεψαν, το χθες δεν εχάθη.
Εδίδαξαν δύναμη, θεμέλιωσαν πίστη,
υπόσχονται όραμα, σαν ρίγη κυλούν.

Καημοί ανεξάντλητοι σε στήθη πανώρια!
Ερίζωσε ο πόνος σας κι οι ρίζες πονούν.
Οι ρίζες, οι ανέσπερες ελπίδες του ανέμου,
το χρώμα του γέλιου μας, η ηχώ της χαράς.

Αγγίζουνε ήρεμες το μέλλον στα μάτια
κι υπόσχονται ήσυχες αγγέλους μυρτιάς.

Αρχίζουν οι θάλασσες μ’ ειρήνη και ήλιο,
λαξεύουνε τ’ άδυτα του κόσμου αυτού.
Χαράζουν ολόλευκα τραγούδια του θρύλου,
κι ορίζουν ορίζοντες, λαούς οδηγούν.
(απ’ το ΨΙΘΥΡΟΙ ΣΤΑ ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ)










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου