''Χάρηκα πολύ, Γιάννη, με λένε Λητώ!'' του είπε με χαμόγελο και άνεση και έγινε ο Γιάννης ο τελευταίος επιζών από το πιο καταστροφικό και θανατηφόρο τσουνάμι στην ιστορία του κόσμου.
Είχε αποφασίσει καιρό πριν και είχε κανονίσει την πορεία του, με το που θα έβγαινε στη σύνταξη, θα αποτραβιόταν στο εξοχικό δίπλα στη θάλασσα, χωρίς παιδιά, χωρίς υποχρεώσεις και βαρίδια, με διάβασμα, βόλτες, χουζούρι και πολύ ψάρεμα. Τι το ήθελε το πάρτι του Νίκου για τη γιορτή του; ''Έλα, ρε, μην είσαι ανόητος, θα χαθούμε μετά, πότε θα μαζευτεί όλη η παρέα;''.
Ο Γιάννης ήταν πάντα χαμηλών τόνων: στις σχέσεις, στα λόγια, ντρέπεται ακόμα και να κοιτάξει γυναίκα πολλή ώρα στα μάτια, κάτι που τον έχει στιγματίσει, αλλά δεν του στοίχισε ιδιαίτερα. Δεν ξέρει πώς είναι το ''αλλιώς και αλλιώτικα'' των άλλων και εις άλλα με υγεία δηλαδή, μέχρι που έμαθε πώς είναι με το ''...με λένε Λητώ...'' Και να τος απόψε να μιλάει με τον καθρέφτη του, λίγο πριν τη συναντήσει με φλέβες φουσκωμένες από καυτό αίμα.
''Καλός είμαι και, για να μου ζητήσεις ραντεβού, μάλλον δεν σου είμαι αδιάφορος! Αλλά δεν ξέρω πώς να διαχειριστώ αυτό το ηφαίστειο που είσαι εσύ... Γιατί κακά τα ψέματα είσαι η επικείμενη έκρηξη του Βεζούβιου και όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε. Και αν δεν τον είδε, πάει αδιάβαστος και χωρίς εξομολόγηση, αλλά ο Άγιος Πέτρος θα τον συγχωρέσει, όταν του μιλήσει για τη Λητώ!''
Ο Γιάννης, καλοστεκούμενος για τα δεύτερα ''ήντα του'', που δεν έψαχνε για περιπέτειες και μπλεξίματα, ένας απλός μαθηματικός είναι και η μόνη δύσκολη σχέση του ήταν αυτή με συναρτήσεις και ολοκληρώματα. Και η Λητώ! Φοιτήτρια πάνω από τα εικοσιπέντε και κάτω από τα τριάντα, όμορφη, κοινωνική, καλλιεργημένη, με γλώσσες και μια γλώσσα...αχ, μια γλώσσα ροδαλή, να παίζει ανάμεσα στα δόντια της, να χορεύει σαν κλασική μπαλαρίνα. Και να χαμογελά και να τον συνεπαίρνει και ποιος να τον συνεφέρει τον Γιάννη. Το χαμόγελό της, άλλο μεγάλο κεφάλαιο που επιβάλλεται να αποτελέσει λήμμα στην εγκυκλοπαίδεια του έρωτα!
Όχι, δεν είναι ούτε ρηχός, ούτε επιπόλαιος ο Γιάννης, αντίθετα παραείναι σοβαρός, σχεδόν απρόσιτος στους πολλούς και στα πολλά πολλά, μια χαρά τετρακόσια και πεντακόσια τα έχει, αλλά, να μαζί της είναι όλα διαφορετικά, γαμώτο!...Λες να είναι αυτό που κορόιδευε ''γεροντοέρωτας;''. Ε, και; Γελάει και αυτοσαρκάζεται με την παράνοιά του. Του άρεσαν τα παπούτσια της και τα νύχια και η λεπτή γραμμή της μύτης της, ενώ χαμογελούσε και την πείραζε για τα δυο μπροστινά της δόντια, που άφηναν ένα συριστικό ήχο σε μερικές λέξεις. Μίλησαν για τις σπουδές της, τι θέλει να κάνει στο μέλλον και παρατήρησε ότι έχουν πάνω από είκοσι κοινές απόψεις για τη ζωή. Και τον ξετρέλανε πάνω από επτά φορές όλη νύχτα. Και ύστερα άρχισαν οι ενοχλήσεις στην καρδιά του Γιάννη. Και, ενώ κάθε φορά στο παρελθόν ανησυχούσε για έμφραγμα λόγω ηλικίας με κάθε περίεργο τσίμπημα, τώρα ήξερε ότι ήταν κάτι διαφορετικό.
'' Άραγε πώς να ήσουν στην πρώτη δημοτικού; Πώς φιλάς; Ανατριχιάζω...Πώς μυρίζει ο λαιμός σου; Τι σχήμα έχει ο αφαλός σου; Κλαις εύκολα σε μια ταινία; Δεν έχω ηλικία μαζί σου. Σου χρωστώ που ημερώνεις τα χειρότερα και τα ταπεινά...σου χρωστώ που χαμογελώ ξανά και ξαναμπήκα στις ράγες!....''. Ρούχα, παπούτσια, κλειδιά, έτοιμος και βγήκε στο δρόμο. Για πρώτη φορά περπατά στο δρομάκι αυτό, κι ας το έχει περπατήσει χιλιάδες φορές. Ακατάλυτο, επουράνιο συναίσθημα. Ζωή. Χλευασμός και διασυρμός; ''Πού πάω; Ούτε τα μισά μου χρόνια δεν έχει!''. Αγωνίζεται να διώξει τις σκιές, λες και παλεύει να ξεφύγει μέσα από ιστούς αραχνών σαρκοβόρων.
Σκέφτεται σαδιστικά και βρόμικα για κείνη, όλα όσα δεν έχει σκεφτεί κανείς να της κάνει στον έρωτα, να πάρει έτσι την εκδίκηση για την παραφροσύνη που του έφερε στο μυαλό. Μετά λυγίζει και γονατιστός της ζητά συγνώμη μέσα στην τρέλα του, που βεβηλώνει την άγια εικόνα της: ''Σε θέλω... μα είμαι λίγος, τόσο μπορώ... Ούτε λέξη δε μπορώ να αρθρώσω, έπαθα δέκα εγκεφαλικά, τι να με κάνεις έτσι σακάτη;''
Μπήκε στο αυτοκίνητο, τα χέρια του έπιασαν το πρόσωπο, τα δάχτυλα χτένισαν τα γκρίζα του μαλλιά και ενώ τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, παρέμενε ανέκφραστος: ''Δε θα έρθω, δεν αντέχω τα άγνωστα και αχαρτογράφητα ύδατά σου, Λητώ. Κρατώ το μοναδικό βράδυ μας και μια λεπτομέρεια που σου έκλεψα, που δε θα μάθεις, αλλά θα με κρατήσει για πολλά ακόμη χρόνια ζωντανό! Δε θα σε ξαναδώ, είναι οριστικό και φαινόμενο αχανούς αοριστίας, πλήρης υποταγή στο πεπρωμένο''.
Ο Γιάννης δεν πήγε στο ραντεβού με τη Λητώ, ούτε έμαθε ποτέ αν τον περίμενε. Του αρκούσε η φυλακισμένη εικόνα του κοριτσιού με το κελαρυστό γέλιο και τη ροδαλή γλώσσα. Την είδε μετά από πολλά χρόνια κάποια Χριστούγεννα στο κέντρο της πόλης. Ήταν τόσο όμορφη και φωτεινή, που σχεδόν ενοχλήθηκε. Ποια ήταν αυτή; Πήρε ''τη δική του Λητώ'' και με νευρικά βήματα και έστριψε βιαστικά στη γωνία μην τους δει κανείς. ''Είναι κακός ο κόσμος...'' σκέφτηκε.
Τίποτα πια δεν είχε σημασία. Την είχε κοντά του για πάντα και αυτό ήταν όλος του ο κόσμος. Η ευτυχία του είχε και γεύση και χρώμα και διάρκεια. ''Τι θα φάμε τη μέρα των Χριστουγέννων, Λητώ μου;''
(~_^)
ΑπάντησηΔιαγραφή