Photography: Brian Oldham |
Καλά είναι και τα τριαντάφυλλα, δεν αντιλέγω, μου είπες, ωραία λουλούδια, αλλά δεν μπορώ να πω ότι με συγκινούν, ούτε χαρά μου δίνουν, ούτε ταιριάζουν με την ασήκωτη συννεφιά μου. Σε ρώτησα τότε ποιο λουλούδι θα σου άρεσε, να πάω να το βρω και να σ'το φέρω, ξέρεις, από εκείνα που καταπίνουν συννεφιές τα μοναχικά βράδια. Φόρεσες τα μάτια τα σκεπτικά, αυτά που γέρνουν κατά το ταβάνι, και ακουμπούν στην παλάμη του δεξιού χεριού και τον χρόνο ροκάνιζες αδιάφορα, για να μου πεις ότι υποψιάζεσαι μια κάποια αλλεργία στα άνθη, δηλαδή δεν ήξερες τι ήθελες, για να μιλάμε την απλή αλήθεια.
- Εκνευρισμός, εγρήγορση, θέριεψε ο πόθος τριαντάφυλλα να σε ταΐσω μαζί με τα αγκάθια τους, να σου σκιστούν τα σωθικά, πόνος να καταλάβεις τι σημαίνει. - Επανέρχομαι. Διακριτική και εγκρατής παρέμεινα, γιατί τέτοιες δουλειές μπορώ απ' ότι φαίνεται να κάνω, και ξεκίνησα να σου προσφέρω τσάι με μπισκοτάκι αλμυρό, μετά σε κέρασα από εκείνα τα γλυκά που παλιά, θυμάμαι, είχα φτιάξει, ύστερα σε τραπέζωσα, μήπως και χόρταινες την άδεια συννεφιά με πιάτα πληρότητας και εν τέλει σε κρεβάτωσα, αφού είχες για να καλά πλέον αρρωστήσει.
Με την αρρώστια αν κοιμάσαι, βλέπεις όνειρα πολλά και θαυμαστά, θέλω να σημειώσω.
Έφτιαξα αναρρωτήριο για σένα. Με τοίχους τρεις και μία τζαμαρία εντελώς διάφανη και αυστηρώς πεντακάθαρη, τον ουρανό και τα άλλα τα όμορφα να βλέπεις. Λάθος ο ουρανός. Στον τοίχο τον πρώτο κρέμασα δυο πίνακες, έναν με οδηγίες χρήσεως να βλέπω και να βλέπεις - για να χειριστούμε καλύτερα το όλο πράγμα, σου είχα πει βιαστικά και χαριτολογώντας - και τον άλλον έναν δεν μπόρεσα να βρω, κι έτσι η κορνίζα έμεινε στη μοναξιά της κρεμασμένη. Λάθος οι οδηγίες, να διαβάζεις δεν ήξερες. Στον δεύτερο τοίχο όρισα τη σκιά του πάνοπλου φρουρού να σε φυλάει τις ώρες που θα φεύγω, να μαζεύω καθαρό αέρα και φως αγνό και να σου φέρνω στο προσκέφαλο. Λάθος και το φως, τα μάτια σου κατάπιες. Κρέμασα και δυο κόκκινες κουρτίνες για μένα, επειδή το χρώμα αυτό υπέροχο το βρίσκω. Μέρες, νύχτες και ώρες πολλές περίμενα να δω να σκιρτά το πρόσωπό σου, κινούμενα τα χέρια σου τα ήλπιζα, τραγουδιστά τα χείλη σου ποθούσα. Πίστεψα ακόμη ότι θα γινόταν ένα βράδυ μια λέξη, ό,τι να' ναι, να μου πεις. Κάτι μικρό, έτσι, για να πιάσουμε κουβέντα, έτσι, για να φανεί πρωτότυπο αυτό που σκέφτομαι να πω, ή μήπως αλλάξουμε εν τέλει αυτήν την ιστορία. Σιωπή ριζωμένη με ρίζες ως τα απύθμενα της γης, με ρίζες ατελείωτες διακλαδώσεις, σιωπή αθάνατη και παντοδύναμη θεά.
Τον τρίτο τοίχο τον κράτησα καθαρό και ιδιωτικό, για να μπορώ σ' αυτόν να πάω, όταν θα έρθει η ώρα να κρυφτώ, να τα φυλάξω. Η ώρα, σκιά γυναίκας υπέργηρης, διέταξε, όταν το είχε πια αποφασίσει, και άρχισα να μετρώ. Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, είκοσι πέντε, τριάντα, τριάντα πέντε, σαράντα και άλλα τόσα, και τόσα, και τόσα, ξέρεις πόσα χρειάζονται μέχρι την αιωνιότητα; Κι όσο μετρούσα εσύ άρχισες να μιλάς. Μιλούσες, ναι μιλούσες. Τώρα πια μιλούσες ακατάπαυστα, σχεδόν κουραστικά.
Τι μιλάς; Ε; Δεν βλέπεις ότι είσαι πεθαμένος;
Σίση Σιακαβάρα
12.07.2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου