Μωροί, υπέρμαχοι της στασιμότητος, φονεύσετε αν θέλετε τον καινοτόμον. Αλλά να ξεύρετε ότι ο φόνος του καινοτόμου είναι η εγκαινίαση των αρχών του. Πειστική διά σας απόδειξη ο φόνος του καινοτόμου Ιησού.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ “ΙΔΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ”
Ο Ανδρέας Λασκαράτος (1 Μαΐου 1811 - 24 Ιουλίου 1901) ήταν αξιόλογος σατιρικός ποιητής και πεζογράφος από την Κεφαλλονιά. Αφορίστηκε από την Εκκλησία εξ αιτίας των σατιρικών βελών του κατά των κληρικών.
Ο Ανδρέας Λασκαράτος γεννήθηκε το 1811 στο Ληξούρι και συγκεκριμένα στην εξοχική τοποθεσία Ριτσάτα, σε μία περίοδο που τα Επτάνησα περνούσαν από τη γαλλική στην αγγλική προστασία. Από τη φύση του ήταν ενα σπινθηροβόλο πνεύμα, άνθρωπος ιδιαίτερα ανήσυχος, έξυπνος και ετοιμόλογος. Υπήρξε έντονα σατιρικός και αμετακίνητος στις απόψεις του, παραδίδοντας έργα που έρχονται σε σύγκρουση με τις αντιλήψεις της εποχής του. Το γεγονός ότι δε δίσταζε να εκφράζει ελεύθερα και ανεπηρέαστα τις απόψεις του στηλιτεύοντας την υποκρισία, αποτέλεσε την κύρια αιτία για τη φυλάκιση, τους διωγμούς και τους αφορισμούς που υπέστη κυρίως από την εκκλησία αλλα και από τους διάφορους θιγόμενους της εποχής του.
Έζησε ολόκληρη τη διαδικασία της Ενωσης με την Ελλάδα, και μάλιστα αγωνίστηκε σκληρά με την πέννα του ενάντια στα πιστεύω των ριζοσπαστών για άνευ όρων παράδοση των Ιονίων Νήσων στην Ελλάδα. Διέμεινε κατά τη διάρκεια των διωγμών του ανά περιόδους στην Κέρκυρα, τη Ζάκυνθο και το Λονδίνο, ενώ τα τελευταία του χρόνια βρέθηκε στο Αργοστόλι.
Ως γόνος πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων, σπούδασε νομικά στο Παρίσι, όμως το επάγγελμα του νομικού το εξάσκησε μόνο όταν είχε οικονομική ανάγκη. Υπήρξε μαθητής του Ανδρέα Κάλβου, ενώ γνώρισε και τον Διονύσιο Σολωμό, κάτι που ασφαλώς επηρέασε τη μετέπειτα πορεία του. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, την ποίηση, ενώ είναι πιο γνωστός ως λιβελογράφος. Ήταν παντρεμένος με την Πηνελόπη Κοργιαλένειου, από γνωστή και εύπορη οικογένεια του νησιού, με την οποία απέκτησε δύο γιους και εφτά κόρες.
Εξέδωσε αρκετές σατιρικές εφημερίδες όπως ο «Λύχνος», καυτηριάζοντας αδιακρίτως την ανηθικότητα, την αδικία, την υποκρισία. Πολλές φορές καταφέρθηκε εναντίον των πολιτικών και της ανικανότητάς τους, ενώ πολέμησε σκληρά τις θρησκευτικές προλήψεις και δοξασίες, κυρίως δε την αυθαιρεσία της θρησκευτικής αρχής. Στις 2 Μαρτίου 1856, ο μητροπολίτης Κεφαλλονιάς Σπυρίδωνας Κοντομίχαλος, στην αγγλοκρατούμενη τότε Κεφαλονιά, αφορίζει τον Ανδρέα Λασκαράτο λόγω του βιβλίου του «Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς» και φυσικά το βιβλίο. Ο αφορισμός είχε προαποφασιστεί και συνταχτεί νωρίτερα (φέρει την ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 1856)[1]. Ο Λασκαράτος καταφεύγει κυνηγημένος στη Ζάκυνθο, αλλά στις 16 Μαρτίου 1856 αφορίζεται και εκεί, από τον μητροπολίτη της, Νικόλαο Κοκκίνη.
*’ Στιχουργήματα’’,(1872)
* Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς,(1872)
* Ιδού ο άνθρωπος ή ανθρώπινοι χαρακτήρες’’,(1874)
* Ποιήματα και ανέκδοτα,(1884)
* Οι καταδρομές μου εξαιτίας του «Λύχνου»,(1888)
* Απόκριση στον αφορισμό,(1908)
* Αυτοβιογραφία,(1912)
Πέθανε στο Αργοστόλι, όπου διέμενε μετά από τους διωγμούς που υπέστη, στις 24 Ιουλίου 1901, αλλά το έργο του παραμένει διαχρονικό έως σήμερα. Όσοι το έχουν μελετήσει αντιλαμβάνονται ότι ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε ιδιαίτερα μπροστά για την εποχή του και σήμερα, όσα αυτός είχε προβλέψει και επιθυμούσε είτε αλλάξει είτε να εμποδίσει, έχουν κατά κανόνα επαληθευτεί.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Α - ΠΟΙΗΜΑΤΑ
i) ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΕΘΥΣΙ
Το πολιτικό μεθύσι μ’ έζησε και θα με ζήσει
μ’ ενθουσιάζει, με τραβάει και ζιζάνια μου φυσάει,
κι είναι μέθη αγαπητή που μου ευφραίνει την ψυχή.
Θέλω επιρροή στον Τόπο. Τήνε θέλω μ’ ό,τι τρόπο.
Να μπορώ να μεταθέτω δικαστάς, και να διαθέτω
θέσες στους ευνοϊκούς μου, και να διώχνω τους εχθρούς μου.
Θέλω να ‘χω κι εξουσία, πέτε τήνε και μανία,
μα γι’ αυτήνε ξεψυχώ θέλω να κυριαρχώ.
Τι τη θέλω τη ζωή αν δεν έχω επιρροή;
Τι την θέλω την Πατρίδα, χωρίς εξουσίας ελπίδα;
Να με δει εξουσιαστή η Πατρίδα, και ας χαθεί.
Λυτρωτή της να με κράξει, και, στο Διάολο, ας βουλιάξει.
Εμέ η δόξα μου να ζήσει, και το Έθνος ας ψοφήσει.
Τση εξουσίας το μεθύσι ως κ’ εκειό το θέλει η φύση
κι αν η φύση μας το θέλει, σαν το θέλω, τι σας μέλλει
ηθικοδιδάσκαλοί μας; Μήπως οι αντιπρόσωποί μας
ή όσοι άλλοι κυριαρχούνε άλλο μέτρο αυτοί βαστούνε;
Όλοι παν τον ίδιο δρόμο, με τον εδικό μου νόμο,
και σκουντρούνε τον πλησίον τους όλοι, για το μεγαλείον τους.
Ω θρησκεία σεβαστή, έλα βόηθα μου κι εσύ,
ν’ ανεβώ στην Εξουσία. Έλα, έλα, βόηθησέ με
και στον όχλο σύστησέ με δωσ’ μου βάιο ναν το βάλω
κια μ’ εκείνο να προβάλω χριστιανός λειτουργημένος
κι έτσι να ‘μαι ψηφισμένος, εις την πρώτη εκλογή,
για οποιαδήποτε Αρχή. Γιατί εγώ σε προσκυνώ,
και με ζήλο σε ακλουθώ για την μόνη επιθυμία
ν’ αξιωθώ την Εξουσία.
Τσ’ εξουσίας το μεθύσι, ως κ’ εκειό το θέλει η φύση.
Είναι η φύση που το θέλει κι ό,τι πείτε δε με μέλλει.
ii) Ἡ ἄνοιξη
Ἐδῶναι, ἐδῶναι, ἐπλάκωσε.
Γυναῖκες μαζωχτεῖτε.
Ὀμπρός, συναπαντῆστε τη
Ὀμπρὸς νὰν τὴ δεχτεῖτε.
Νά, νἄρχεται ἡ γλυκιὰ Ἄνοιξη
Λουλουδοστολισμένη,
Ἀπάνου σ᾿ ἕνα γαΐδαρο
Ἀντρίκια καθισμένη.
Κι ὀπίσωθέ της τρέχουνε
Κοπάδια γκαριστάδες,
Ὅλοι ζουρλοὶ ἀπὸ τὸ αἴσθημα,
Ὅλοι ζεστοὶ ἐραστάδες.
Κλοτσοῦν᾿ τετραποδίζοντες
Καὶ κλαῖν᾿ ὂχ τὴ χαρά τους,
Καὶ ζωντανὴ στὰ μάτια τους
Θωρεῖς τὴ βουρλισιά τους.
Καὶ ὁλόθερμα γκαρίζοντες
Τσὴ χάρες της πολλὴ-ὥρα,
Τὴ φέρνουνε ἀλοτρίγυρα
Νὰν τήνε ἰδῇ ὅλ᾿ ἡ χώρα.
Καὶ αὐτὴ στὸ δρόμο ἐρχόμενη,
Φυσώντας ἀέρα χλιόνε
Γιομίζει ζέστα ἀπάντεχα
Τσὴ πόρτες τῶν σπητιῶνε.
Ὥστε καψιόνει ἡ νηόνυφη
Στὸ χλιούτσικο ἀγεράκι,
Κι ενδύνεται ἀλαφρότερο
Λινὸ φορεματάκι.
Καὶ ᾿βγαίνει καὶ δροσίζεται,
Καὶ βλέπεις τὸ αἴσθημά της,
Ποῦ ἀκούει νὰν τῆς ἐδρόσισε
Ὁ ἀγέρας τὴν καρδιά της.
Ἄχ! Ἄνοιξη, γλυκιὰ Ἄνοιξη!
Συντρόφισα τοῦ νηῶνε,
Ἴστρε κοινὲ ἀξεχώριστα
Σερνικοθυλίκωνε!
Ἂν ἐσὺ τώρα ἐγύριζες
Κι ἀλλοῦ τὰ βήματά σου,
Πόσους στὸν κάμπο ἀκόλουθους
Ἤθελε εἰδεῖς κοντά σου!
Ναί, κι ἦθε᾿ εἰδεῖς ποὺ οἱ γέροντες
᾿Σὰ δὲ ᾿μποροῦν᾿ νὰ ἐλθοῦνε,
Μένουν᾿ ξοπίσω, κι ἄδικα
Τοὺς νηοὺς κατηγοροῦνε.
Καὶ δὲ ᾿θυμόντ᾿ ὅσα ἔκαναν
Κι ἐκεῖνοι στὸν καιρό τους,
Ὄντις ἀκούανε δύναμες
Ζεστὲς εἰς τὸν ἑαυτό τους.
Μὰ ἔτσ᾿ εἶν... τώρ᾿ ἂς τ᾿ ἀφήσωμε.
Νά, ἰδέτε τί κακὸ
Χωριατοποῦλες ὤμορφες
Ποὺ κάνουνε χορό.
Ἂχ Ἄνοιξη, ἂς γυρίσωμε
Σ᾿ ἐκεῖνες τὸ ποδάρι,
Μὰ βάστα τοῦ γαϊδάρου σου
Σφιχτὰ τὸ χαλινάρι.
Νά, ἰδέτες ποὺ ἀγκαλιάζουνται
ἡ πουλιὸ νηότερεςτους,
Κι ἀμπόνουνται, καὶ πέφτουνε
Καὶ φαίνουντ᾿ οἱ ὠμορφιές τους.
Ἂχ Ἄνοιξη, βαστηόσουνε
Ἀπάνου στὸ σαμάρι,
Καὶ τράβαε τοῦ γαϊδάρου σου
Σφιχτὰ τὸ χαλινάρι.
Ἄνοιξη, γλυκιά μου Ἄνοιξη,
Συντρόφισα τοῦ νηῶνε,
Ἴστρε κοινὲ ἀξεχώριστα
Σερνικοθηλυκῶνε!...
iii) Σοβαρὰ κάποια
1851 Λονδίνο
Εἰκώνα ἀγαπητὴ τῆς γυναικός μου,
Τώρα ἔλα καν᾿ ἐσὺ στὴ συντροφιά μου.
Κατοίκα πάντα μέσα στὴν καρδιά μου,
Καὶ φύλαμε ὂχ τσὴ πλάνεσες τοῦ κόσμου.
Ἐσὺ γιὰ ῾μὲ Προστάτης Ἄγγελός μου,
Ἄμεμπτα φύλαε τὰ πατήματά μου
Καὶ προτοῦ σκοτισθοῦν᾿ τὰ λογικά μου,
Πρόλαβε, τρέξε σὺ καὶ λάμψε ἐμπρός μου.
Ναί, τὸ φῶς σου ᾿ξυπνάει τὴν ἀρετή μου,
Καὶ πιστόνε σ᾿ ἐσένα μὲ βαστένει.
Γιατὶ τόσο σ᾿ αἰσθάνομαι ᾿δική μου,
Τόσο μὲ τὴ ψυχή μου ζυμωμένη,
Ποῦ δὲν ἠξέρω πλέον στὴ διαλογή μου
Πῶς νὰ σὲ ῾πῶ: γυναίκα μου ἢ ψυχή μου.
i) Ιδού ο άνθρωπος
Ο δοκησίσοφος
Ο δοκησίσοφος έλαβε από τη φύση του το χάρισμα του να έχη μεγάλην ιδέαν δια τον εαυτόν του, δια τας γνώσεις του. Ο δε τοιούτος και ζη μεγάλος με τη φαντασία του, έως ότου η περίστασες του το επιτρέπουνε, έως ότου απαντήματα με ανυπομόνους δεν τον εχθέτουνε σε δυσάρεστα ξεγελάσματα.
Καλά γεμάτος από την ιδέα του, και συνηθισμένος ακολούθως να μιλή ως από καθέδρας δια πράγματα που κάπως εννοεί, ξεθαρρεύει αγάλι΄ - γάλι, και απλώνεται να φλυαρή με τον ίδιον διδαχτικόν τρόπον και δια πράγματα εις τα οποία δεν έχει διόλου γνώριση.
Ότι δε η μεγάλη ιδέα του εαυτού του φυσικώ τω λόγω τόνε φέρνει στη φλυαρία, ευκόλως ημπορεί να εννοηθή· επειδή, αφού έφθασε να πείση τον εαυτόν του ότι είναι κάτοχος μιας σπανίας νοημοσύνης, μιας σωστότητος κρίσεως αλανθάστου, ενός πνεύματος οπού από λίγο εννοεί πολύ... από τότε δεν αμφιβάλλει πλέον ότι τον φθάνει ν΄ απαντήθηκε κάπου και να ομίλησε με τον Αραγγό, δια να μπορή να εξηγή τες περιοδείες των κομήτων· να εχαιρετήθηκε με τον Βίσμαρκ, δια να ημπορεί να αποφθέγγεται στα πολιτικά· να επισκέφθηκε το Παρίσι, δια να εξευγενίσθηκε· να είδε τη Σμύρνη, δια να γνωρίζη την Ασία· ότι έχει γνώσες ανώτερες από τους άλλους· ότι ακολούθως είναι άνθρωπος με βάρος· και έτσι, εκεί κοντά σοφός και αλάνθαστος να νομίζη ότι μπορεί να μιλή από καθέδρας δια κάθε πράγμα.
Εις την διεξαγωγήν όμως της δοκησισοφίας του, απαντά κάθε τόσο χάσματα εις τα οποία και αυτή του η οίηση πρέπει να σταματήση. Φιλονεικώντας τότε με άλλους, και αντιπαθώντας να ομολογήση αμάθειαν, ριψοκινδυνεύει να περάση το χάσμα δια πηδήματος, εις το οποίον ενδέχεται και να πέση μέσα.
— Ναι, κύριε Χ, αλλά σεις βέβαια θα γνωρίζετε με πόσην επιτυχίαν ο Dnieper καταπολεμεί αυτά τα οποία πρεσβεύετε.
— Α, τον Dnieper εγώ τον εδιάβασα απ΄ αρχής έως τέλους· αλλά τα επιχειρήματά του είναι σαθρά.
— Έχετε υπομονήν, κ. Χ, αλλά ο Dnieper δεν είναι συγγραφεύς. Είναι ποταμός εις την Ρωσίαν.
Και ιδού ο δοκησίσοφος εις την ξυλόγατα!...-
ii) Ο λογιώτατος
Ο λογιωτατισμός είναι χαραχτήρας κ΄ εκείνος. Δεν είναι βέβαια φυσικός χαραχτήραςּ είναι τεχνητός, και μόνον στερεωμένος εις το πνεύμα του λογιώτατου δια πολυχρονίου προσπαθείας και κόπου. Συνίσταται δε ο περίεργος τούτος χαραχτήρας εις το εκούσιο προσπαθησμένο σκότισμα και στρέβλωμα της εκφράσεως των ιδεών του.
Ο λογιώτατος από τρυφερό ακόμη παιδάκι, βαλμένο υπό τη διεύθυνση λογιώτατου παιδαγωγού, εχρειάσθηκε ν΄ αρχίση να ξεμαθαίνη τη γλώσσα που έως τότε είχε μάθει από τη μάνα του, δια να βάλη στη θέση της και να μεταχειρίζεται άλλη γλώσσα λογιωτατίστικη. Εχρειάσθηκε να εξαλείψη από το πνεύμα του τα φυσικά χυτήρια της γλώσσας του έθνους του, δια να σκαλίση εκεί τεχνητά άλλα, μπερδεμένα και αφύσικα.
Ημπόρεσε όμως ναν το κατορθώσηּ επειδή αγωνίσθηκε σε τούτο το έργον από την πρώτη μέρα που τον επήγανε εις το στρεβλωτήριον του παιδαγωγού λογιώτατου, έως την ύστερη που έμεινε εις το γυμνάσιον. Οι κόποι του σ΄ εκείνα τα εκστρεβλωτήρια εσταθήκανε μεγάλοι και πολυχρόνιοι, μα τέλος πάντων εκατόρθωσε το σκοπούμενό του, και τώρα μπορεί να γράψη σε γλώσσα γαϊτανόπλεχτη και δυσκολονόητη. Ημπορεί να συγγράψη σε τρόπο που το έθνος ναν τον εννοήση ως έγγιστα, αλλ΄ όχι και να ιδή ευθύς-ευθύς τη διάνοιά τουּ πράγμα που ήθελε τον καταβιβάσει έως εις τους αλογιωτατώτερους χυδαίους.
Έτσι, από τα υστερόγονα τούτα χυτήρια του πνεύματός του σήμερα βγαίνουνε τα – «προς την δια των της αφροδισίας ηδονής δελεάτων και προαγωγής απογύμνωσην» – «το ένεκα της υπό του πρώην διευθυντού της αστυνομίας κυρίου Βρατσάλη προσβολής του Μαλαβάζη ζήτημα» – τα «δια της κατά των προ της Ποδγορίτσας και Σουντς προσβολής», – τα «επί τη προς την ευρωπαϊκήν ετυμηγορίαν επιδειχθείση υπό της Αγγλίας περιφρονήσει»... κλ. κλ. όσα τέτοια.
Εννοείται δε ότι δια να καταλάβης τα γαϊτανόπλεχτα τούτα, πρέπει να ξεπλέξης το γαϊτάνι! Έτσι ο λογιώτατος διακρίνεται εις το έθνος δια το προκομμένο στρέβλωμα της εκφράσεως των ιδεών του!...
Υπόθεσέ τον τώρα τον λογιώτατον σε κυβερνητική κάποια θέση. Υπόθεσέ τον νομάρχην. Του πας μιαν αναφορά δια σπουδαίαν υπόθεσήν σου; Την ξετάζει προσεχτικά, σημειώνοντάς σου τες ανορθογραφίες, και ζητώντας να εύρη την παραγωγήν κάποιων λέξεων οπού δεν τες άκουσε στον τόπο του. Καμωμένη τούτη η εργασία, μόνη ενδιαφέρουσα δι΄ αυτόν, το σπουδαιότερο της υποθέσεώς σου έγινε!...
Υπόθεσέ τον ποιητή. Αν η συλλαβές, μετρημένες απάνου στα δάχτυλα, ήναι σωστές, η στιχουργία πηαίνει καλά. Αν εις το κείμενον ήναι λέξεις αισχυλικές, και δημοσθενική σύνταξη, η ποίηση είναι λαμπρή. Το όλον... σε πρώτο Οικονόμειον Διαγώνισμα βραβεύεται!...
Υπόθεσέ τονε κήρυκα σε πλειστηριασμό. Μαθαίνει θροπάρι και το φωνάζει. Οι άνθρωποι τρέχουνε. Ήθελε νομίσεις πως εννοούν τι λέει!... Εννοούν μόνον ότι είναι πλειστηριασμός.
Εξέτασέ τονε σ΄ όλες του τες φάσες τον λογιώτατον. Κρίνε τόνε στο σύνολό τουּ και θέλει τον εύρεις να ήναι η στασιμότης καμωμένη σώμαּ και η καταδίκη του ελληνικού έθνους.
Ο νους του λογιώτατου έπαθε στην εχπαίδευσήν του ό,τι έπαθε και το πόδι το κινέζικο στο σιδερένιο παπούτσι.-
Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς
[απόσπασμα]
Στο παραπάνω βιβλίο που εκδόθηκε το 1856 ο συγγραφέας παρουσιάζει τα κοινωνικά ήθη της πατρίδας του και προτείνει μεταρρυθμίσεις τολμηρές για την εποχή του. Οι σκέψεις του είναι διατυπωμένες σε άρθρα που αναφέρονται στην οικογένεια, τη θρησκεία και την πολιτική. Οι αντίπαλοί του έπεισαν το δεσπότη της Κεφαλλονιάς να τον αφορίσει.
Η ΠΡΟΙΚΑ
Τίποτις πουλιό ενάρετο από τες θυσίες ενός γονή, για να πανδρέψει τη θυγατέρα του· μα κάθε αρετή έχει και τα όριά της, περασμένα τα οποία η αρετή εκείνη χάνει το χαρακτήρα της, και βαθμηδόν προχωρώντας γένεται έγκλημα. Ο Κεφαλονίτης εις τες θυσίες οπού κάνει για να παντρέψει τη θυγατέρα του προσθέτει και τη θυσία της θυγατέρας του·επειδή θυσιάζει τη θυγατέρα του την ίδια εις την απόφαση τού να την υπανδρέψει!
Το προικιό είναι η αιτία της θυσίας. Ένα προικιό είναι απαραίτητο, ένα προικιό πρέπει να υπάρξει, επειδή τούτο είν' εκείνο που στην Κεφαλονιά κάνει τον κύριο σκοπό του γάμου· οι γονείς ως επί το πλείστον δεν ημπορούνε ναν το δώσουνε χωρίς μεγάλες θυσίες. Βαλμένοι ανάμεσα στο Πρέπει και την αδυναμίαν της εκτελέσεως, νομίζουνε ναν τους είναι συγχωρημένο ν' απανωτιάσουνε το προικιό, λείποντες από τα χρέη τους τα πλέον ιερά με τες θυγατέρες τους.
Έτσι, ο γονής αρνείται κάθε έξοδο δια την ανατροφήν της κόρης του· κάθε έξοδο δια την ψυχαγωγίαν της· κάθε έξοδο δια την ευπρέπειαν των φορεμάτων της. Η θροφή της είναι από τες φθηνότερες· και ο γιατρός δεν έρχεται ποτέ στην αρχή της αρρώστιας της!... Μα δε φθάνει· ετούτη έχει χρέος να δουλέψει το σπίτι!... και ο γονής οικονομάει κι εδώθε το έξοδο της δούλας, κάνοντας δούλα τη θυγατέρα του, δια να προσθέσει στο προικιό της και τούτηνε την οικονομία!
Οι ελεεινές τούτες οικονομίες, οι οποίες δια να γενούνε τάλαρα εζουπήξανε τες ψυχικές δύναμες του παιδιού μας, μαζώνουνται όμως εις το ύστερο, και κάνουν' ένα ποσόν, αρκετό να κινήσει την κερδοσκοπία ενός γαμπρού. Ο γαμπρός μας έρχεται τότε και παίρνει τα αργύρια εκείνα, τιμή της ψυχοχτονίας οπού ο γονής έκαμε εις τη θυγατέρα του, και τα οποία παρασταίνουνε στο γαμπρό την αξία της ανθρωπιάς οπού ήθελ' έχει η γυναίκα του, αν ήθελε ξοδευθούνε σ' εδαύτη!
Έτσι, το θηλυκό τούτο το αδικημένο ξαναρχίζει ως και στο σπίτι του ανδρός της την παλιά της τέχνη, και βάνεται κι εκεί να κάμει τη δούλα!..
Προς τι λοιπόν η παντρειά της; Προς τι οι τόσες θυσίες; Προς τι η απανθρωπία των γονέων;
«Ναι, ήθελε μου πούνε οι γονείς, αλλ' αν δεν κάμομε έτσι, οι θυγατέρες μας, μένουν ανύπανδρες· επειδή ο μόνος όρος οπού μας βάνουνε οι γαμπροί είναι τα χρήματα, και όποια δεν έχει χρήματα δεν 'πανδρεύεται.
Όταν ήθελε ανασταίνομε γουρούνια για πούλημα, ήθελ' είναι λογικό το φοβέρισμα και ο φόβος. Ο πουλητής, τω όντι, πρέπει να κοιτάει την ευχαρίστηση του αγοραστή. Και τότες, αν ο αγοραστής ήθελ' έχει χρεία για γουρούνια παχιά, παχιά έπρεπε να 'ναι τα γουρούνια μας· αν ήθελε τα χρειάζεται μεγάλα, μεγάλα· και αν, για μία περίσταση εξαιρετική, ήθελε τα χρειάζεται στραβά και κουτσά, τα γουρούνια μας έπρεπε να 'ναι στραβά και κουτσά. Πραγματικώς, η αρρώστια του σκοτιού δίνει περσότερη τιμή εις τες χήνες· και όποιος έχει χήνες για πούλημα κάνει καλά ναν τους προμηθεύει την αρρώστια εκείνη· το ευνούχισμα περσότερη τιμή στους κοκόρους· και όσοι ανασταίνουνε κοκόρους για δόσιμοκάνουν καλά ναν τους καπονίζουνε, κτλ. Τέτοια είναι η φύση και οι όροι του εμπορίου.
Αλλ' όταν πρόκειται δια τα παιδιά μας, το πράμα αλλάζει. Τα παιδιά μας δεν πρέπει ναν τα μεταχειριζόμασθε ως πράγματα εμπορεύσιμα. Εμείς δεν πρέπει ν' ανασταίνομε τα παιδιά μας για το κόμοδο ενός τρίτου. Εμείς πρέπει ν' ανασταίνομε τα παιδιά μας για τον εαυτό τους. Ο γάμος είναι βέβαια ένα από τα συμβάντα τα πλέον αξιοσημείωτα, ίσως κιόλας το πλέον αξιοσημείωτο της ζωής τους· ακολούθως πρέπει πάντα να 'χομε κατά νουν ως και τούτο στην ανατροφή που τους δίνουμε· λέω ακόμη περσότερο, λέω ότι πρέπει ναν τα αναθρέφομε διά τον γάμον αλλά καθόσον ο γάμος ημπορεί ναν τα ωφελήσει· καθόσον ο γάμος ημπορεί να καλυτερέψει ακόμη περσότερο την καλή θέση εις την οποία χρεωστούμε ναν τα βάλομε, διαμέσου μιας ανατροφής όσο 'μπορούμε καλύτερης.
Και όμως δεν κάνουμ' έτσι. Εμείς εξεναντίας θυσιάζουμε την ανατροφή, δηλαδή την ανθρωπιά των παιδιώνε μας, εις την ιδέα της υπανδρείας τους!...
Εμείς χτηνοποιούμε το παιδί μας, για να σωρέψομε τάλαρα, ναν τα δώσομε, μαζί με το παιδί μας το χτηνοποιημένο, εις όποιονε θέλει ναν τα πάρει και τα δύο!...
Θυσιάζοντες την ανθρωπιά στην ιδέα του γάμου, θυσιάζουμε εκείνο που δε δίνει καιρό, σ' εκείνο που δίνει καιρό· εκείνο που αν δεν το κάμομ' εμείς δε γένεται, εις άλλο που 'μπορεί να γένει και χωρίς εμάς. Θυσιάζουμε το βέβαιο εις το αβέβαιο· το κύριον εις το εξαρτούμενο. Θυσιάζουμε τέλος πάντων το παιδί μας και τη συνείδησή μας εις την χτηνώδη φιλαργυρία ενός κερδοσκόπου αγνώστου!... και όλο τούτο γιατί; Γιατί έτσι εσυνηθίστηκε!...
Έτσι εσυνηθίστηκε!... Μα κάποτε οι συνήθειες έχουνε μιαν αιτία, και στην περίστασή μας αιτία είναι η καμία συμπάθεια μεταξύ θηλυκών και γονέων! Ένα θηλυκό παιδί ήθελε προτιμήσει να πεθάνει καλύτερα παρά να μείνει να περάσει τη ζωή του με τους γονέους του!... Ένας πατέρας, μία μάνα, ήθελε προτιμηθούνε κάθε άλλο δυστύχημα παρά ναν τους μείνει ένα θηλυκό στο σπίτι!...
Και γιατί πάλε τούτο;
Επειδή ένας κύκλος φαύλος προλήψεων κάνει το σύστημα των οικογενειών μας. Ο γονής, για να πανδρέψει τη θυγατέρα του, νομίζει ναν του είναι συγχωρημένο να 'βγάλει το προικιό της έως μέσα από τα σπλάγχνα της. Ενώ το θηλυκό εκείνο το τυραννεμένο, το κακοβλεμμένο, το υβρισμένο, δεν βλέπει άλλο μέσος ελευθερώσεως από τη σκλαβιά του παρά το γάμο!... Έτσι, η τυραννία γένεται αιτία της απαιτήσεως της υπανδρείας, ενώ η απαίτηση τούτη γένεται πάλιν αιτία της τυραννίας!...
Εγώ πιστεύω ότι, αν εμεταχειριζόμεθα τες θυγατέρες μας με περσότερην αγάπη, το σπίτι μας ήθελε πάψει να είναι ωθηστικό για δαύτες. Τότες με το πνεύμα τους αναπτυγμένο καλύτερα, ήθελ' έχουνε γνώριση και πείρα του κόσμου, κι ερχόμενη η ώρα της υπανδρείας τους, ήθελ' έχουν υπομονή και γνώση διά να διαλέξουν το σύντροφό τους. Ήθελε δεχτούν εκείνον, οπού ήθελε κρίνουνε κατάλληλον να κάμει την ευδαιμονίαν τους, και ήθελε απορρίψουνε τον κερδοσκόπο που δεν ήθελε βλέπει σ' εδαύτες παρά το προικιό τους...
http://ebooks.edu.gr/
Συμβουλές προς νέο πρωθυπουργό”
Στις 18 Ιουνίου 1892 ο Ανδρέας Λασκαράτος δημοσίευσε επιστολή προς τον Χαρίλαο Τρικούπη, που μόλις είχε κερδίσει θριαμβευτικά τις εκλογές, γράφοντας μεταξύ άλλων:
Καλεσμένος όθεν ως τοιούτος σήμερον να κυβερνήσης το Έθνος σου, δεν σου πρέπει κόμμα. Το κόμμα ήθελε σε καταβιβάσει. Δεν σου πρέπουν ρουσφέτια. Τα ρουσφέτια ήθελε σε αμαυρώσουν.
Γνωρίζω καλά ότι κυβερνάς Ρωμηούς, οι οποίοι βάνουν όρο της υποστηρίξεώς των τα ρουσφέτια. Αλλά οι αδιαφορούντες άφινε να σε ρίχνουνε. Κάθε σου πτώση θέλ’ είναι πρόδρομος μεγαλειτέρας ανυψώσεώς σου, και κάθε πτώση και ανύψωσή σου θέλ’ είναι μάθημα διά το ανήλικον Έθνος μας. (…)
Οι Ρωμηοί δεν είναι όλοι διεφθαρμένοι. Είναι μεταξύ τους και έντιμες εξαιρέσεις. Συ δε τώρα -πλέον με πείραν αρκετήν των συνεθνήτων σου- μπορείς εύκολα να εκλέξης όχι πλέον μεταξύ του πρώην κόμματος, αλλά μεταξύ των πολιτευομένων συνεθνήτων σου τους ικανώτερους και τιμιώτερους, οι οποίοι θεμένοι στην κυβερνητικήν σου μηχανήν, ήθελ’ είναι ζωοδότειρο δρόσισμα στη μαραμένη και ταπεινωμένην Ελλάδα.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ εφημερίδα ΑΣΤΥ, 18/6/1892
(από την ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ του ΣΠ. Β. ΜΑΡΚΕΖΙΝΗ – Εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου