Είδα στα μάτια σου, τον ξένο,
βιαστικό, που ερχόταν να πιάσει τον τόπο μου
και πιο μέσα τους τον κουρνιαχτό
ν' αχνίζει, πάνω από το πιάτο της νύχτας.
Αύριο, είπα, να μην ξεχάσω να ζωγραφίσω
μια περασμένη μέρα στην πόρτα για ξόρκι
Κι αποκοιμήθηκα ξανά.
Κι έμεινα εκεί, ως φαίνεται, άπειρο χρόνο
γιατί οι κλειδαριές σκούριασαν και άλλαξαν.
Κι έμεινα απών, άπειρες νύχτες.
μ’ ένα κλειδί στο χέρι
να απαστράπτουν πάνω του οι περασμένες μας δόξες.
βιαστικό, που ερχόταν να πιάσει τον τόπο μου
και πιο μέσα τους τον κουρνιαχτό
ν' αχνίζει, πάνω από το πιάτο της νύχτας.
Αύριο, είπα, να μην ξεχάσω να ζωγραφίσω
μια περασμένη μέρα στην πόρτα για ξόρκι
Κι αποκοιμήθηκα ξανά.
Κι έμεινα εκεί, ως φαίνεται, άπειρο χρόνο
γιατί οι κλειδαριές σκούριασαν και άλλαξαν.
Κι έμεινα απών, άπειρες νύχτες.
μ’ ένα κλειδί στο χέρι
να απαστράπτουν πάνω του οι περασμένες μας δόξες.
Κι εκείνη η ψευδαίσθησή σου να κρέμεται σα χειρολαβή
πως φεύγοντας, συνεχώς φεύγοντας, ποτέ δεν θα βραδιάσει….
Με ποιον τρόπο άραγε να στο εξηγήσω....
πως φεύγοντας, συνεχώς φεύγοντας, ποτέ δεν θα βραδιάσει….
Με ποιον τρόπο άραγε να στο εξηγήσω....
Βασίλης Παπαμιχαλόπουλος
Ευχαριστώ πολύ Γεωργία για τη φιλοξενία σου στο Ιστολόγιό σου!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή