Μεγάλη στεναχώρια ένοιωσα σήμερα. Πέρασα έξω από ένα σπίτι πεθαμένο.
«Μα, πεθαίνουν τα σπίτια;», θα μου πεις.
Ναι, πεθαίνουν. Άμα τα έχεις γνωρίσει τον καιρό που είχαν ζωή, που μπαινόβγαιναν άνθρωποι, που ακούγονταν γέλια, φωνές, καυγάδες, κλάματα, θρήνοι, και περνάς μετά από χρόνια και τα αντικρίζεις βουβά, έρημα, με χορταριασμένες τις αυλές τους, τότε συνειδητοποιείς πως πεθαίνουν και τα σπίτια.
Συνήθως δεν δένομαι με τα πράγματα. Μπορεί να νοσταλγήσω κάτι που με είχε συγκινήσει ή με είχε βολέψει παλιότερα. Μπορεί να αναπολήσω ένα ωραίο πουλόβερ, μια όμορφη κούπα, το πρώτο μου αυτοκίνητο. Αλλά δεν θα κλάψω κιόλας αν το χάσω απότομα.
«Αγοραστή ζωή, μην την κλαις», έλεγε η γιαγιά μου, όταν της ψόφαγε κάποιο ζώο, μια γίδα ή μια προβατίνα. Πολύ περισσότερο μην κλαις αν σου σκιστεί το ωραίο σου πανταλόνι ή σπάσει το αγαπημένο σου βάζο, που μπορεί να είναι και κάποιας αξίας. Αγοραστά πράγματα, άψυχα. Όσο ακριβά και να είναι, δεν είναι και άνθρωποι. Θα τα αντικαταστήσεις με άλλα. Και εγώ αυτής της άποψης είμαι. Αγοραστή ζωή, δεν την κλαίω.
Παρόλα αυτά σήμερα δάκρυσα μόλις είδα το σπίτι της κυρά-Βαγγέλας. Το πεθαμένο σπίτι, που λέγαμε. Η αυλή του χορταριασμένη. Η κληματαριά ακλάδευτη, έτοιμη να σωριαστεί στο έδαφος από το βάρος. Πυκνόφυλλες συκιές κάλυπταν όλο το χώρο μπροστά στην πόρτα. Τα παράθυρα σφραγισμένα ή με σπασμένα τζαμόφυλλα. Οι κάσες ξεθωριασμένες, σαρακοφαγωμένες, λερές και σάπιες. Οι τοίχοι ξεφλουδισμένοι από την υγρασία. Το πιθάρι στην αυλή σκεπασμένο με χώματα, ξερά φύλλα και ακαθαρσίες σκύλων. Το μαγκάνι στο πηγάδι ξεχαρβαλωμένο. Η ξύλινη αυλόπορτα γερμένη πάνω στον ένα μεντεσέ.
«Ε, και;», θα πει κάποιος. «Πόσα και πόσα σπίτια τέτοια υπάρχουν».
Αλήθεια είναι αυτό. Όμως, εγώ δάκρυσα. Όχι δεν ήταν δικό μου σπίτι. Ούτε ανήκε σε κάποιον στενό ή μακρινό συγγενή μου. Ήταν όμως το σπίτι της κυρά-Βαγγέλας.
Έκλεισα τα μάτια και μου φάνηκε πως καθώς περνούσα, με φώναξε:
«Καλώς ορίσατε κυρ-Θόδωρα. Κοπιάστε για έναν καφέ».
Την είδα να φροκαλίζει την αυλή, να στρώνει το πετσετάκι στο τραπεζάκι, να μου φέρνει το γλυκό ντοματάκι από το φωκά, να ψήνει τις τηγανόπιτες στο φούρνο, να αλέθει τον άφκο στο χερόμυλο, να γυρίζει το φλιτζάνι του καφέ.
«Έτσι, για να κοροϊδέψουμε τη μοίρα», έλεγε.
«Να, κοίτα εδώ, έχεις ένα δρόμο. Θα ακούσεις και μια καλή κουβέντα. Δυο πρόσωπα είναι στην πόρτα σου, βρε παιδί μου. Νάτα, φαίνονται καθαρά. Και λεφτά, λεφτά θα πάρεις! Τώρα, κοντά ή μακριά δεν φαίνεται. Πάντως έχεις λεφτά να λαβαίνεις, κυρ-Θόδωρα».
Και ύστερα το ζύγιζε με το χέρι της:
«Είναι καλό το φλιτζάνι σου, αλαφρύ. Και καθαρό, πολύ καθαρό».
Μετά το άφηνε στο πιατάκι. Ποτέ δεν έλεγε κάτι να σε κακοκαρδίσει. Πάντα έφευγα ξαλαφρωμένος και συχνά παραζαλισμένος, γιατί μόλις τελείωνε ο καφές, έπρεπε να πιω και μια ρακή.
«Ε, πώς; Θα φύγεις χωρίς ρακή; Δεν γίνεται!», με αφόπλιζε, όταν διαμαρτυρόμουνα.
Έπινε και κείνη μία. Και άρχιζε τις παλιές ιστορίες. Άπειρες ιστορίες. Χρόνια την ήξερα. Ποτέ δεν μου ξαναείπε την ίδια ιστορία. Ατελείωτο αρχείο το μυαλό της. Ιστορίες από γλέντια, από γάμους, αρραβωνιάσματα, χορούς, ιστορίες για θανατικά, για δυστυχίες, για κακορίζικα σπιτικά, για παλιούς συγγενείς και χωριανούς. Ιστορίες για ζώα, για σπορές, για αργασές, για αλώνια και για τρύγους. Ανεξάντλητη. Κι όσο έβλεπε πως μου άρεσαν και τις κατέγραφα, τόσο συνέχιζε να λέει. Τραγούδια, παροιμίες, παραμύθια, αστεία και σοβαρά, συνταγές, ό,τι βάνει ο νους σου. Μάζευε και άλλες: γειτόνισσες, ξαδέρφες, κουμπάρες.
«Ελάτε να πούμε κανένα παλιό. Στον κυρ-Θόδωρα αρέσουν οι παλιές ιστορίες».
Γινόταν η αυλή της ρούγα. Και εγώ σημείωνα. Νόμιζα πως θα σώσω κάτι από τις παλιές συνήθειες, πως θα νικήσω το χρόνο. Τότε ήμουν νέος, δεν ήξερα.
Μόνο τις αγητειές δεν μου έλεγε.
«Α, όλα κι όλα κυρ-Θόδωρα. Αυτά δεν λέγονται σ’ όποιον νάναι», απαντούσε όταν της ζητούσα να μου πει την αγητειά για το ξεμάτιασμα ή για το κακό συναπάντημα ή για τις καρναβίτσες που είχα βγάλει στα δάχτυλά μου.
«Όσον ζεις, φαίνου», είχα διαβάσει σε ένα αρχαίο επιτύμβιο ρητό. «Όσο είσαι ζωντανός, να φέγγεις». Και η κυρά-Βαγγέλα έφεγγε. Όσο ζούσε χάριζε ζωντάνια και χαρά στους γύρω της, «λόγω και έργω».
Ώσπου ένα καλοκαίρι που ήρθα στο χωριό, δεν ήταν πια εκεί. Είχε διαβεί την Αχερουσία.
-ο-ο-ο-
«Μα τι έγινες;».
Η γυναίκα μου, που είχε ανησυχήσει και είχε βγει γυρεύοντας, με επανέφερε στο παρόν.
«Να, κοιτούσα το πεθαμένο σπίτι της Βαγγέλας», απάντησα.
«Μα τα σπίτια δεν πεθαίνουν», απάντησε εκείνη. «Κάποια στιγμή θα το ανοίξουν τα παιδιά, τα εγγόνια της, κάποιος τέλος πάντων».
«Αυτό θα είναι άλλο σπίτι», της απάντησα. «Το σπίτι της Βαγγέλας πέθανε. Το πήρε μαζί της!».
«Ο χρόνος το τέλος απαιτεί», έγραφε το υπόλοιπο μισό του αρχαίου επιτύμβιου στίχου.
Θοδωρής Μπελίτσος
Καμίνια Λήμνου, Ιούλιος 2016.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://belitsosquarks.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου