Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό. Σάββατο θαρρώ. Στην παιδική χαρά της γειτονιάς μου βρήκαν καταφύγιο κάποια παιδιά. Από τις λίγες φορές που είχα κατέβει κι εγώ και καθισμένη σ’ ένα παγκάκι αναπολούσα τα παιδικά μου αθώα παιχνίδια. Είχα συμπάθεια σ΄ένα κοριτσάκι, καθόμουν και το χάζευα αρκετές φορές. Μου θύμιζε πολύ τον εαυτό μου…. Γελαστή, φωνακλού, ένα αγοροκόριτσο που πάντα φρόντιζε τα πιο αδύναμα παιδιά.
Κάποια στιγμή την πλησίασε ένα αγοράκι. Κι αυτό σύχναζε στην παιδική μας χαρά. Στάθηκε απέναντι της και σχεδόν μέσα απ το δόντια του της είπε ‘’ θέλεις να παίξουμε ;’’
Τον κοίταξε στα μάτια. Πάντα κοιτούσε τα άλλα παιδιά στα μάτια. Εμπιστευόταν το ένστικτο της…
Είχε όμορφα μάτια το αγόρι, γελαστά, καθαρά, με ένα ίχνος παιχνιδίσματος μέσα τους… το συμπάθησε.
‘’ θέλω να παίξουμε ‘’ της είπε…
‘’ μα σαν τι παιχνίδι θα θελες; ‘’
‘’ την κλεμμένη ψυχή ‘’ της αποκρίθηκε.
Πάγωσα …
‘’ πρώτη φορά ακούω τέτοιο παιχνίδι, πως το παίζουν ; ‘’ αναρωτήθηκε το κορίτσι όλο περιέργεια.
‘’ Να της είπε το αγόρι, έχουμε όλοι μια ψυχή. Δεν μας χρειάζεται πάντα, ίσως και ποτέ να μη μας χρειαστεί. ‘’
‘’ και που υπάρχει αυτή η ψυχή ; ‘’ ρώτησε το κορίτσι που όλο αυτό της είχε εξάψει την φαντασία.
‘’ μέσα μας είναι, πολύ βαθιά. Θα μου δώσεις τη δική σου να στην φυλάω κι όταν την χρειαστείς θα σου τη δώσω πάλι πίσω ‘’
‘’ και πως θα στη δώσω; ‘’
‘’ θα τη φυσήξεις μέσα στο στόμα μου, θα πάρεις μια βαθιά αναπνοή και μετά θα φυσήξεις πολύ δυνατά, μέχρι να αδειάσουν τελείως τα πνευμόνια σου’’
‘’ Και που θα σε βρω να την πάρω πίσω όταν την χρειαστώ ; ‘’ είπε η μικρή μας φίλη.
‘’ να εκεί μένω … κοντά στο σπίτι σου, ότι ώρα τη χρειαστείς μπορείς να με βρεις … με τον ίδιο τρόπο θα στη δώσω πίσω ‘’.
Η μικρή μας τον ξανακοίταξε στα μάτια και σίγουρη πως δεν πέφτει έξω πήρε μια πολύ δυνατή ανάσα και με όση δύναμη είχε τη φύσηξε στο στόμα του μικρού αγοριού.
Ένοιωσε τόσο όμορφα η φίλη μας λες και της έφυγε ένα βάρος, πανάλαφρη ένιωσε και ύστερα σκέφτηκε..τι να την κάνει τη ψυχή;
Που να της χρειαζόταν; Κι ο φίλος της έμενε τόσο κοντά της που όποτε τη χρειαζόταν θα την είχε πάλι πίσω.
Πέρασε αρκετός καιρός, τα δυο παιδιά είχαν γίνει αχώριστα…
Μεγάλωναν στην ίδια γειτονιά, έγιναν έφηβοι πια. Όπως ίσως ήταν φυσικό γεννήθηκε μια βαθιά αγάπη μεταξύ τους, που όσο περνούσε ο καιρός τόσο ρίζωνε βαθιά μέσα τους.
Ένα βραδάκι, από το μπαλκόνι του σπιτιού της, και στο παγκάκι που περνούσαν ώρες πολλές μαζί είδε το φίλο της να κάθεται λυπημένος, κάνοντας της νόημα να κατέβει.
Έτρεξε κοντά του κι όλο αγωνία ρωτούσε να μάθει τι συμβαίνει.
‘’ Ξέρεις είναι καιρός τώρα που θέλω να σου πω κάτι. Αγαπώ άλλην.
Ατάραχη η μικρή μας φίλη προσπάθησε να τον ησυχάσει λέγοντας του πως αυτά συμβαίνουν.
Δεν ένοιωσε τίποτα. Ούτε λύπη, ούτε πόνο, ούτε απογοήτευση. Μια παγωνιά απλώθηκε μέσα της μόνο.
Ανέβηκε στο σπίτι της και παραπονέθηκε στη μητέρα της πως κρυώνει.
‘’ Μα γιατί κρυώνεις ψυχούλα μου; Αφού καλοκαιράκι έχουμε ΄΄
΄΄ ψυχούλα ;’’
Κάτι της θύμισε αυτή η λέξη…. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει μα δεν ένοιωθε τίποτα άλλο παρά την παγωνιά στο κορμί της.
‘’ Δεν έχω ψυχούλα μανούλα. Κάποτε την έδωσα σ ένα αγόρι να μου την φυλάει. Νομίζω πως τώρα πρέπει να τη ζητήσω πίσω. Έτσι είχαμε συμφωνήσει. Νομίζω τώρα τη χρειάζομαι πια ‘’
Κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά, έτρεξε, τον αναζήτησε παντού. Μάταια….
Θα συνεχίσει να ζει, να χτυπά η καρδιά της μα κείνη η παγωνιά δεν θα φευγε ποτέ από μέσα της. Τίποτα δεν θα κατάφερνε να τη ζεστάνει, γιατί χωρίς ψυχή τώρα το ήξερε πια…. Μόνο παγωνιά νιώθεις..
Δήμητρα Καββαδία 25/04/2014 ( για όλες τις κλεμμένες ψυχές )
Σ ευχαριστώ μέσα από την ψυχή μου, που ακόμη ζεστή είναι Γιωργία μου..!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕτσι πρέπει να είναι οι ψυχές Δήμητρά μου ..πάντα ζεστές ,να μην αφήνουμε ποτέ κανέναν να μας τις ψυχράνει ..φιλιά
Διαγραφή