Στην οδό της ντροπής,
κραταίωσα τα απομεινάρια της θλίψης μου.
Σπούδασα τον πόνο
και ζωγράφισα σε φλούδες δέντρων την παραφροσύνη,
με χρώματα από κόρες ματιών που με κοίταζαν
με απορία.
Ένα « γιατί»
σκέπαζε φως .
Εκεί, στην οδό του παραλογισμού,
σε στάση προσοχής
έμπηξα τα νύχια μου στου Κέρβερου τις σάρκες,
με λύσσα.
Ένα κλαδί ελιάς, από την γη μου θα φυτέψω,
σιμά στις πικροδάφνες των δακρύων
και θα χτίσω το σπίτι της ελπίδας, με κόκκινες,
κατακόκκινες ανεμώνες.
Σκυφτή και δακρυσμένη η Ελευθερία
ανεβαίνει το δρόμο της συμφοράς,
ξυπόλητη, ψάχνοντας την δίδυμη αδερφή της
την Ανεξαρτησία.
Σκιές ξεπετιούνται πίσω από θάμνους,
ο Βασίλης , η Νίνα, η Άννα
και τόσοι άλλοι που χόρεψαν αθώοι,
το χορό του στημένου Ζαλόγγου.
Ο χρόνος μαρμάρωσε και έγινε απολίθωμα.
Ο χώρος σώπασε στα ρολόγια της γης.
Κι η μάνα του άγνωστου φίλου μου,
σαν Ανδρομάχη εκλιπαρεί για έλεος.
Πώς να σαβανώσεις ένα λουλούδι
με μια παλιά κουβέρτα ματωμένη;
Οι σφαίρες σώπασαν πια.
Τα φαντάσματα στοιχειώνουν
την απελπισίας.
Όμως ο δρόμος…
Θα μυρίζει πάντα θάνατο.
Οι ψυχές…
Θα πλανιούνται μονάχες, στο δρόμο του αίματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου