Είναι κάτι μέρες που ο νους μου, ταξιδεύει μακριά ,ως εκεί που δεν αντέχει άλλο και επιστρέφει, μαζεύεται στην καθημερινότητα και πάλι ,σαν κάτι να τον σπρώχνει, ξαναπετάει στους ουρανούς, για να συναντήσει τους ανθρώπους μου, που έφυγαν, άλλος πιο μπροστά κι άλλος πιο πίσω.
«Σε πονάει στα κατάβαθα της ψυχής η απώλεια», μου είπες, όταν έχασες το παιδί σου κι εγώ ήθελα , έψαχνα να βρω τρόπο , λόγια να σε κάνω να ξεχάσεις ,να ξεφύγεις από την φυλακή του πόνου, της θλίψης, που κάθε μέρα που περνά γίνεται περισσότερη και βαθύτερη. Προσποιήθηκα με ένα κουμπωμένο χαμόγελο να σου πω για τις εκδηλώσεις στην πόλη αλλά εσύ εκεί , πού να έχεις μυαλό για τέτοια πράγματα , εσύ εκεί, παρέα με τον πόνο σου ,να φαντάζεσαι ότι του μιλάς κι ότι λιγοστεύει και δεν τον αισθάνεσαι σχεδόν, όταν τα μάτια σου ορθάνοιχτα, βλέπουν τάχα, τη μορφή του στο δωμάτιο και σηκώνεσαι να αγγίξεις ό,τι άγγιζε .
«Αφήνουν το αποτύπωμά τους ,τα χνάρια τους όσοι εκδημούν» συμπλήρωσες, «δεν θέλεις να σκουπίσεις ,να καθαρίσεις ούτε τη σκόνη από τα έπιπλα, γιατί με το πανί θα σβήσεις τα χνάρια απ’ τ’ ακροδάχτυλα ,που άγγιζαν από συνήθεια ίσως, τα πάντα στο πέρασμά του» .
Εγώ που είχα χάσει κοντά τους γονείς μου , τη μάνα τελευταία, ήθελα -τόσο πόνεσα , επηρεάστηκα- να γυρίσω στο σπίτι και να καθίσω στο κρεβάτι που τη φιλοξενούσε να περάσω τα χέρια μου πάνω από το κεφαλάρι ,να αγγίξω τον σταυρό τον ξύλινο, που έμεινε ακόμη εκεί κρεμασμένος δίπλα στην εικόνα του Αγίου Πορφυρίου. Όσο ζούσε τον ευλαβούνταν και κοιτάζοντας την, με προσήλωση άκουγα να λέει μια προσευχή για όλους, εκτός από τον εαυτό της. Επέστρεψα γρήγορα στο σαλόνι. Έκλαψα τόσο πολύ, ξέσπασα και συνήλθα από την θλίψη, όταν η βροχή των δακρύων σταμάτησε και στέγνωσε το πρόσωπό μου .
Τι είναι ο άνθρωπος , αναρωτήθηκα. Ένα βαγόνι που κάνει ένα σύντομο ταξίδι, κουβαλώντας κάποιες πραμάτειες, για να τις αφήσει να τις παραλάβουν κάποιοι άλλοι. Είναι μια βάρκα που περνάει από την μια ακτή στην άλλη, ίσως με θαλασσοταραχή, αλλά περνάει. Είναι αποδημητικό πουλί ; Με τι τάχα να τον παρομοιάσω;
Έτσι, σηκώθηκα και, μες στα ερωτηματικά μου,βγήκα στο μπαλκόνι.
Στεκόμουν στη γωνία του μπαλκονιού και παρατηρούσα τα πουλιά που έφευγαν, εγκατέλειπαν τούτο τον τόπο, που τους φιλοξένησε για λίγο καιρό. Τώρα είχαν ένα μεγάλο ταξίδι να κάνουν!
«Του χρόνου» , είπα και πνίγηκα .Ένας κόμπος κάθισε στον λαιμό μου. Ήταν σαν να έχανα πάλι, έναν δικό μου άνθρωπο.Εκείνα, γρήγορα πέταξαν και τα ίχνη τους έσβησαν στα σύννεφα.Ένα χελιδόνι , μοναχό κάθισε στο σύρμα, του ηλεκτρικού ρεύματος, σα να ‘θέλε να μου πει «αντίο».Αλήθεια πώς ξέμεινε , πώς αποκόπηκε από τα άλλα;
Ω Θεέ, τα πάντα εν σοφία εποίησας και η φύση, μας δείχνει τον δρόμο.
Οι άνθρωποι «αποδημούν» όχι όλοι μαζί ,πάντως όλοι, μια μέρα «αποδημούν» γιατί η ζωή είναι πεπερασμένη.
Μαζεύτηκα στο δωμάτιο να ξανασκεφτώ εκείνους που έφυγαν. Ω, και να ξαναγύριζαν σαν τα πουλιά ,να μου χτυπούσαν το τζάμι, για το καλωσόρισμα. Αλλά η ψυχή του ανθρώπου,η ταξιδιάρα , βρίσκει φαίνεται γαλήνη στην αιωνιότητα . Αυτό με παρηγόρησε .
Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Φιλόλογος,συγγραφέας,ποιήτρια,κριτικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου