Από το πολύ να κοιτάζομαι στον καθρέφτη, κατέληξα να πιστεύω ότι αυτό που έβλεπα ήμουν εγώ.
Ήταν προς τα τέλη της παιδικής ηλικίας.
Στον καθρέφτη της κομμώτριας. Λίγες ώρες πριν την γιορτή των Ανθεστηρίων. Χώρεσαν όλα σε κείνον τον καθρέφτη. Η μεγάλη πολυθρόνα. Η παιδική μου ηλικία. Η άχαρη κομμώτρια. Τα πικρά της σχόλια. Η μεγάλη μαύρη πυρωμένη μασιά της. Η μητέρα ανήσυχη. Οι φόβοι μου. Τα φτερά της πεταλούδας στην μικρή πλάτη – πεντάχρονη που χαίρεται τα φτερά της.
Κοιτάζομαι – ως τη μέση. Με γνωρίζω από το πρόσωπό μου. Η μητέρα χαμογελάει σ’ αυτό το πρόσωπο. Η κομμώτρια γεμίζει ανεμώνες τις μπούκλες μου. Κι εγώ μ’ αυτό το πρόσωπο χαμογελώ από την κορυφή της πυραμίδας, πάνω σ’ εκείνο το άρμα των Ανθεστηρίων.
Ο ήλιος κυλάει στον δρόμο. Ο Κόσμος χειροκροτεί. Τα φτερά μου θροίζουν. Από το μικρό μου πανέρι σκορπίζω πέταλα, σπόρους. Θροίζουν τα φτερά. Ταλαντεύεται το λεπτό κορμάκι. Ταλαντεύομαι πετάω. Ανάμεσα στα κεραμίδια, πάνω από τους ανθρώπους. Γλιστράω, ξεκολλάω αργά – αργά από αυτό που βλέπουν οι άλλοι, ισορροπώ. Απαλό πούπουλο στον αέρα της γιορτής.
-Το πρόσωπό σου δεν είναι ποτέ το πρόσωπό σου. Δεκαεπτάχρονη. Το στολίδι του καθρέφτη μου.
Βρες καιρό να γνωρίσεις τα χέρια σου. Μ’ αυτά θα πλύνεις τα κορμιά των νεκρών σου. Μ’ αυτά θα κουμπώσεις την μάλλινη ζακέτα σου τον βαρύ χειμώνα.
Το πρόσωπό σου δεν είναι ποτέ το πρόσωπό σου. Θυμάσαι το παιδικό σου πρόσωπο στον καθρέφτη της κομμώτριας την ημέρα των ανθεστηρίων ; Που πήγε ; Ποιά άγρια χειρονομία τό ’κανε να χαθεί ! Βρίσκεται κάτω από το πρόσωπο της δεκαεφτάχρονης. Σκαμμένο στην σάρκα της. Το βλέπεις ; Ακούς το θρόισμα των φτερών της μικρής πεταλούδας ;
Από το πολύ να κοιτάζομαι στον καθρέφτη, κατέληξα να πιστεύω ότι αυτό που έβλεπα ήμουν εγώ.
Δεκαεφτάχρονη στον καθρέφτη της μητέρας. Μεθυσμένη από την ομορφιά μου. Διψασμένη.
-Κορίτσι δεκαεφτάχρονο. Η φλουδίτσα των χειλιών της πέταλο από άγριο τριαντάφυλλο. Ένας μικρός στεναγμός της ραγίζει το κρυστάλλινο ποτήρι. Χύνεται το κόκκινο κρασί. Βάφονται βαθειά στο άσπρο λινό τραπεζομάντηλο τα ασπροκέντητα κρινάκια.
Ένας μικρός στεναγμός της άνοιξε την κλειδωμένη πόρτα στο βάθος του διαδρόμου. Την πόρτα που έκλεισε ο πατέρας πριν από χρόνια, όταν έφυγε η μητέρα με κείνον τον όμορφο άγγελο. Το παράθυρο ήταν κλειστό, όμως πέρασαν σαν νά ‘ταν ανοιχτό. Πέρασαν το παράθυρο γελώντας με οικειότητα, με γέλια δυνατά μα άηχα. Τον άγγελο αυτόν δεν τον ξανάδαμε στο σπίτι. Μόνον εγώ σ’ εκείνο το μοναστήρι τον είδα, στην πόρτα δεξιά της Ωραίας Πύλης.
Κάτι κρατούσε στο χέρι του, που τώρα δεν θυμάμαι. Τον ζωγράφισε ίδιον, όπως ήταν τότε που πέρασε από το σπίτι μας, ο αγιογράφος της πόλης.
Ούτε την μητέρα ξανάδαμε. Στο παράθυρο, όμως, σκάλωσε εκείνο το άηχο γέλιο. Κι αν σήκωνες το κεφάλι όταν καθόσουν στον κήπο, τα τζάμια άστραφταν περίεργα γαλάζια.
Κορίτσι δεκαεφτάχρονο. Μ’ εκείνο το κίτρινο φουστάνι με τους γυμνούς ώμους, μπροστά στον καθρέφτη της μητέρας. Μ’ εκείνο το φουστάνι, φορεμένο με υπεροψία, φοδραρισμένο με πέταλα από τις δυό ανθισμένες μυγδαλιές μας του πίσω κήπου, ραμμένο με μυρωδάτες βελόνες από θυμάρι που μεθάει τις μέλισσες που φροντίζει ο πατέρας.
-Δυό μπλε φιλιστρίνια τα μάτια σου καθρεφτίζουν τον πόθο του ταξιδιού, ενός ποταμόπλοιου αταξίδευτου ακόμα.
Σ’ αυτό το ποταμόπλοιο μπήκες μετά, μ’ ένα φιλί στο στόμα, κι εκείνο το μακρύ λευκό φόρεμα του γάμου σου.
Έγειρες επάνω στην ξύλινη κουπαστή, άκουσες τα ξεφωνητά του νερού, τα λαχανιάσματα των χόρτων, τις φωνές της Ιτιάς και των βούρλων. Είδες τα ασπρόψαρα να σπαρταρούν στην πετονιά των ψαράδων, τα σπήλαια μετέωρα στόματα μέσα και έξω απ’ τα νερά, τα πουλιά να παραμονεύουν την άνοιξη.
Είδες κάτω από κάθε πέτρα, πίσω από κάθε δέντρο, μέσα στο διάφανο νερό. Όπωε είδε η μητέρα κι έγινε προνοητική, και φόρεσε το μπλε φόρεμα με τα πολλά μικρά φιλντισένια κουμπιά στην πλάτη.
-Θυμάσαι πως γυάλιζαν στο μισοσκότεινο δωμάτιο, πριν κλείσει την βαρειά δρύινη πόρτα της κρεβατοκάμαρής σου εκείνα τα μικρά κουμπιά στην πλάτη της μητέρας ; Αστρουλάκια που οριοθετούσαν το τέλος της ημέρας.
Μιά φορά πήγε μπροστά το ποταμόπλοιο. Κι έπειτα, συνέχεια προς τα πίσω. Σ’ ένα ταξίδι ανεστραμμένο. Προς την εκβολή. Προς τα έθνη του παρελθόντος. Προς τις γλώσσες που χάθηκαν, γιατί οι άνθρωποι ξέχασαν να μιλάν. Και οι λέξεις τους έγιναν σκόνη πάνω σε άλλη σκόνη.
Κυλούσα προς τα πίσω. Ταξιδιώτης σε άλλων ταξίδια. Ήμουν παρούσα και διαρκώς μια άλλη.
.............
Άνοιγα το μπαούλο με τα ρούχα που δεν με χωρούσαν πια και με τα όνειρα, κι άκουγα το βουητό του ωκεανού. Τότε το ποτάμι ησύχαζε, κι άνοιγαν πόρτες αόρατες. Τις πέρναγα κι έμπαινα βαθειά στο νερό, στους κήπους του. Μάζευα κοχύλια, βότσαλα, μαργαριτάρια, πάντα μαύρα, μικρά αλογάκια της θάλασσας, κελύφη του τίποτα, σπασμένα λυασμένα γυαλιά, σκιές πνιγμένων και κομμάτια σκοταδιού απ’ τις γωνιές του ποταμού. Τ’ ανέβαζα επάνω, περπατούσα σιγά, μην ξυπνήσω τους άλλους. Ήτανε πάντα νύχτα, και στόλιζα τα φιλιστρίνια.
Οι βρεγμένες πατημασιές σαν αιχμάλωτα πουλιά, μένανε ώρες πάνω στα παλιά σανίδια του ποταμόπλοιου. Σαν σημάδια μιας άλλης ζωής. Κρυφής.
Για πάντα δικής μου, όσο κρατούσε το σκοτάδι, στίλβωνα τα βότσαλα, πέρναγα σε λεπτή κλωστή τα μαργαριτάρια και μπροστά στον μικρό σκουριασμένο καθρέφτη στόλιζα τα μαλλιά μου με φύκια και ιππόκαμπους, κοράλια και κορδέλες γαλανές. Έπειτα, έκλεινα το μπαούλο. Ξάπλωνα κατάκοπη στο κρεβάτι, κι αποκοιμιόμουν με τους ψιθύρους των κοχυλιών.
Όταν φανερωνόταν ο ήλιος από τα φιλιστρίνια, όλα ήταν όπως πριν. Το ποταμόπλοιο κυλούσε – κυλούσε προς τους προγόνους. Πάντα προς τα πίσω.
Κάποιο απόβραδο που πέταγα βιαστικά τα ρούχα μου να μπω στα νερά, από μιά μυστήρια όχθη, ανέβηκε στο πλοίο ο τελωνοφύλακας.
‘’ Σας περιμένουν καιρό τώρα σε κείνο το νεκρόδειπνο οι συγγενείς σας ‘’, είπε και μ’ ένα νεανικό πήδηγμα, βρέθηκε πάλι έξω.
Έπρεπε να πάω. Mα τι να φορέσω στο νεκρόδειπνο των προγόνων ! Τα μικρά μαύρα μαργαριτάρια, ναί !
Κι αν είναι η μητέρα εκεί, και με κοιτάξει με το αυστηρό της βλέμμα ; Στο μπαούλο έχω μόνον ρούχα φορεμένα που δεν με χωράνε πιά, και όνειρα πολυχρησιμοποιημένα. Παίρνεις όμως τα όνειρά σου σε τέτοιο κάλεσμα ; Κι έπειτα, τα δικά μου ποτέ δεν ταίριαζαν με τα βαριά ασημένια μαχαιροπήρουνα του σπιτιού κι εκείνο το βαθύ σκάλισμα : Δ. Τ.
Το σκάλισμα του Αρμένη ασημουργού στην Τσιμισκή. Από εκεί αγοράστηκε το χρυσοποίκιλτο ωρολόγι τσέπης του άντρα μου με την χοντρή χρυσή καδένα, εκεί φτιάχτηκε το δαχτυλίδι των αρραβώνων, μοναδικής τελειότητας, παραγγελία για το μικρό το δάχτυλο.
Φορώντας το μπήκα στους κόσμους που δεν ήξερα.
-Ώρες κοιτάζεται στον μικρό καθρέφτη της. Κοιτάζει το πρόσωπο εκεί μέσα. Αυτό που έβλεπε, δεν ήταν αυτή. Αυτό δεν ήταν το πρόσωπο που χάυδεψε η μητέρα τότε, που φίλησε με πάθος ο αγαπημένος εραστής ! Πού πήγε το πρόσωπο που ήξερε δικό της, το πρόσωπο που ήτανε αυτή;
Πενηντάχρονη στον καθρέφτη της. Το πρόσωπό σου δεν είναι ποτέ το πρόσωπό σου. Το αγγίζει. Βάζει τα δάχτυλα στον καθρέφτη. Στις παλιές φωτογραφίες.
Το πρόσωπό μου μεταμορφώνεται χωρίς εμένα. Αλλάζει παράξξενα. Θα με αναγνωρίσουν οι συγγενείς στο μεγάλο οικογενειακό Δείπνο ;
Καθόμαστε όλοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι. Κανένας δεν ρωτάει πως μεταφέρθηκε το βαρύ κάρινο τραπέζι της τραπεζαρίας μας σ’ αυτόν τον κήπο με τις βιολέτες. Το καλό σερβίτσιο με την μεγάλη σουπιέρα ν’ αχνίζει, τα βαριά ασημένια μαχαιροπήρουνα, το λινό τραπεζομάντηλο ν’ ακουμπάει στην χλόη – μόνον εκείνος ο παλιός λεκές από κόκκινο κρασί που στεναχωρούσε την μητέρα είχε χαθεί.
Το ποταμόπλοιο είχε φύγει. Αλλά εγώ είχα το πρόσωπο που είχα αγαπήσει στον καθρέφτη του πατρικού σπιτιού. Και οι άλλοι όμως. Όλοι είχαν τα παλιά τους πρόσωπα.
Άννα Δερέκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου