ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ ΡΕΠΑΝΗ : Το ημερολόγιο ενός ναυτικού
Εκδόσεις : Οστρια
Ετος Εκδοσης :2021
Είδος : Νουβέλα
Εξώφυλλο : Φωτεινή Παππά
Αποσπάσματα
1.
Ήθελα καιρό να πάω μια βόλτα στην θάλασσα. Οι δουλειές, η καθημερινότητα, το άγχος, αυτή η ρουτίνα που μας πνίγει, δεν μου το επέτρεπαν. Ώσπου μία Παρασκευή απόγευμα αποφάσισα να τ' αφήσω όλα πίσω μου, ήταν ευκαιρία το διήμερο ρεπό του Σαββατοκύριακου. Δύο ρούχα στην τσάντα, πετσέτα, μαγιό, αντιηλιακό, καπέλο, γυαλιά, το κινητό μου, κλείδωσα το σπίτι και βγήκα. Όταν έβαλα μπροστά την μηχανή του αυτοκινήτου, δεν ήξερα ακόμα που θα πήγαινα. Πήρα τον δρόμο για Επίδαυρο "τόσες όμορφες παραλίες έχει στην διαδρομή, κάπου θα σταματήσω" σκέφτηκα. Απ' το παράθυρο το αεράκι μου χάιδευε το πρόσωπο, ήταν σαν να συμφωνούσε μαζί μου ότι χρειαζόμουν αυτό το ταξίδι. Απαλή μουσική στο ράδιο και σιγοντάριζα, αφού ήξερα όλα σχεδόν τα τραγούδια. Σιγά σιγά έφτιαξε η διάθεσή μου. Έριχνα κλεφτές ματιές στην θάλασσα, που ξεδίπλωνε τον μανδύα της στ' αριστερά μου, αφήνοντας να ξετυλιχτούν όμορφες ακρογιαλιές, σαν κεντημένες κάτασπρο φίλντισι δίπλα στα βράχια και την άμμο.
Το σούρουπο έφτασα σ' ένα όμορφο χωριό, ένα γραφικό ψαροχώρι με μικρές ταβερνούλες πάνω στην παραλία, τον Κόρφο. Ρώτησα για δωμάτιο και μ' έστειλαν σε μια γυναίκα που νοίκιαζε δωμάτια στο σπίτι της, με θέα την θάλασσα. Άφησα τα πράγματά μου και κατέβηκα για να μην χάσω το μπάνιο μου. Το απόγευμα η θάλασσα είναι πιο ήρεμη και πιο ζεστή. Αφέθηκα στην αγκαλιά της για κάμποση ώρα, ένοιωσα να γαληνεύει η ψυχή, να ξεπλένονται οι σκέψεις και οι θύμισες να γυρίζουν χρόνια πίσω, τότε που σαν παιδιά ξένοιαστα όλο το Καλοκαίρι κολυμπούσαμε στο χωριό. Έβλεπα βαρκούλες να ξεμακραίνουν για ψάρεμα, κάποιοι θα έμεναν όλη τη νύχτα στην θάλασσα, άλλοι θα έριχναν δίχτυα στα βαθιά και θα γύριζαν. Βγήκα γιατί είχε νυχτώσει για τα καλά.
2.
Το μεσημέρι κατέβηκα στο γνωστό ταβερνάκι. Πεινούσα αρκετά αλλά και διψούσα να μάθω την ιστορία που μου είχε υποσχεθεί ο ταβερνιάρης. "Μου έχετε υποσχεθεί κάτι" του είπα όταν μου έφερε την παραγγελία. "Το θυμάμαι" μου απάντησε με χαμόγελο." Ίσως ήρθε η ώρα να μάθει ο κόσμος την ιστορία του παππού μου. Μου υπόσχεσαι ότι θα τα γράψεις όπως σου τα πω;" "Υπόσχομαι!" του απάντησα χωρίς δεύτερη σκέψη. Έφυγε να εξυπηρετήσει τους λιγοστούς πελάτες του, κάποιες οικογένειες. Η ώρα περνούσε μα έκανα υπομονή. Ο μπάτης μου φιλούσε το πρόσωπο. Η θάλασσα κυμάτιζε απαλά στο σούρουπο. Μπροστά μου απλωνόταν το απέραντο μπλε, που σιγά σιγά γινόταν γκρι καθώς έφευγε το φως, την ώρα που χάιδευε ο ουρανός την θάλασσα, λίγο πριν βγει το φεγγάρι. Έβγαλα το σημειωματάριό μου κι έγραφα ποιήματα καθώς κοιτούσα το δειλινό. Σε λίγο ήρθε ο μαγαζάτορας κρατώντας έναν δίσκο με κάποια πράγματα. Ακουμπώντας τον στο τραπέζι, άφησε ένα μπολ παγωτό μπροστά μου και ένα μεταλλικό κουτί, σαν τα κασελάκια που είχαν γεμάτα θησαυρούς οι κουρσάροι αλλά σε μικρογραφία. Με ένα μικρό κλειδί άνοιξε το λουκέτο που κρατούσε κλειστό το κουτί και εγώ περίμενα με ανυπομονησία να σηκώσει το καπάκι. Υπήρχε ένα παλιό βιβλίο μέσα με μία άγκυρα στο εξώφυλλό του. Τον κοίταξα. "Στο εμπιστεύομαι" μου είπε. "Είναι το ημερολόγιο του παππού μου από τα χρόνια που ήταν ναυτικός.
3.
Ἐν Πειραιά 23/2/1901 1.
Μόλις ρίξαμε ἄγκυρα στον Πειραιά και κατεβήκαμε στην στεριά, γονάτισα στο λιμάνι και φίλησα το χώμα της πατρίδας μου. Ύστερα με την παρέα μου πήγαμε φάγαμε σε ένα ταβερνάκι και κάναμε μια βόλτα στα μαγαζιά της περιοχής. Ανάμεσα στα πράγματα που αγόρασα είναι και το ημερολόγιο που κρατάω τώρα στα χέρια μου. Μου άρεσε το σκληρόδετο δερμάτινο εξώφυλλο και ιδιαίτερα η άγκυρα που το στολίζει. Αν και μικροκαμωμένο, έχει γύρω στις 500 σελίδες όπως μου είπαν. Είναι ο,τι χρειαζόμουν για να γράφω μέσα τα απομνημονεύματά μου!
Στο λιμάνι το καμάρι μας, το Εὔδρομο "Ναύαρχος Μιαούλης"! Με Κυβερνήτη τον Ἀντιπλοίαρχο του Βασιλικού Ναυτικού Παύλο Κουντουριώτη και εἰκοσιτρείς Ἀξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού, πραγματοποιήσαμε τον διάπλου του Ἀτλαντικού Ὠκεανού, για πρώτη φορά ἀπό συστάσεως του νέου Ἐλληνικού κράτους, με ἀποστολή την ἐπίδειξη της Ἐλληνικής Σημαίας στους ἐξήντα χιλιάδες ὀμογενείς των Η.Π.Α! Ἤταν ὄμως και ἐκπαιδευτικό το ταξίδι, ἔγιναν χαρτογραφήσεις και ἐκπαιδευτήκαμε ἔτσι ὤστε να πάρουμε το ἀξίωμα του Ἀξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού και οι διακόσιοι δεκαπέντε ἀργότερα!
4.
1 Ἰουνίου 1905 4.
Σήμερα γύρισα στο νησί μου. Δεν εἴχα εἰδοποιήσει τους γονείς μου, ἤθελα να τους κάνω ἔκπληξη. Βρήκα την μάνα μου να μαγειρεύει στον πέτρινο φούρνο μας στην αὐλή. Ἔκανε ζέστη, ἔβγαλε το μαντήλι της και σκούπιζε τον ἰδρώτα ἀπ' το μέτωπό της. Ἔβγαλα ἀπ' το πηγάδι λίγο νερό, ἔβαλα στην κούπα που εἴχε στο τραπέζι και την πλησίασα. Φτάνοντας κοντά της, την ἄκουσα να κάνει την προσευχή της και να λέει "Παναγιά μου, βόηθα τον γιό μου να εἴναι γερός και ας μας ξέχασε. Ὑπάρχει πάντα στην καρδιά μου. Νοιώθω ὄτι εἴναι καλά ο λεβέντης μου. Προστάτευέ τον". Τα μαλλιά της ἤταν σε χοντρή πλεξούδα πλεγμένα και χρύσιζαν στον ἤλιο. Μύριζε μάνα και λαχταρούσα τόσο την ἀγκαλιά της! Της ψιθύρισα στην πλάτη της να μην την τρομάξω "Ἐδώ εἴμαι μάνα μου, γύρισα". Γύρισε σιγά σιγά προς το μέρος μου κι ἔμεινε να με κοιτάει σαν να μην καταλάβαινε αν ἤταν ἀλήθεια. Τα πράσινα μάτια της κοιτούσαν τα δικά μου. Ώσπου ἔβγαλε μία φωνή κι ἄνοιξε την ἀγκαλιά της "Γιέ μου!" κι ἐγώ χάθηκα μέσα στην ἀγκαλιά της σαν μικρό παιδί. Μείναμε ὤρα ἔτσι ἀγκαλιασμένοι, χωρίς να μιλάμε, χωρίς να σκεφτόμαστε. Οι χτύποι ἀπό τις καρδιές μας εἴχαν ἐνωθεί σαν ἔνας χτύπος την κάθε φορά. Ἐκείνη συνήρθε πρώτη. Ἀπομακρύνθηκε λίγο, με ἔπιασε ἀπ' τους ὤμους και με περιεργαζόταν "Στάσου να σε δω λεβέντη μου. Ψήλωσες! Ὀμόρφυνες! Σου πάει πολύ η στολή! Γιέ μου!" Τότε ἀκούστηκε κι η φωνή του πατέρα! "Βρε καλώς τον! Εἴχε δίκιο ο Μανώλης που μου εἴπε ὄτι σε εἴδε! Καλώς ἤρθες γιέ μου!" και ἄνοιξε τα βαριά χέρια του σαν φτερούγες να μ' ἀγκαλιάσει. "Πατέρα!" Ἔκλαιγα με λυγμούς στην ἀγκαλιά του.Τότε ἐκείνος με ἔπιασε ἀπ' τα μπράτσα και μου εἴπε "Τώρα πιά εἴσαι ἄντρας! Οι ἄντρες δεν κλαίνε! Πόσο μάλλον οι ἀξιωματικοί! Για να σε καμαρώσω! Μπράβο λεβέντη μου! Εἴμαι περήφανος για σένα!"
5.
25 Ὀκτωβρίου 1912 30.
Ὄλοι οι ἀξιωματικοί νοιώθουμε ὑπερηφάνεια και τιμή μεγάλη που με τις ἐντολές του Ναυάρχου μας βοηθήσαμε στην ἀπελευθέρωση των νησιών Ίμβρου, Σαμοθράκης και Ψαρών! Η Ἐλληνική σημαία μας κυματίζει και πάλι σκορπώντας ἄρωμα ἐλευθερίας στα νησιά μας!
Σήμερα ο Ναύαρχος Κουντουριώτης ἔστειλε τηλεγράφημα στον Τούρκο Ναύαρχο: «Σας περιμένομεν» ἀπό την κυριευμένη Τένεδο!
21 Νοεμβρίου 1912 45.
Σήμερα πληροφορηθήκαμε ὄτι ο ὑποπλοίαρχος Π. Ἀργυρόπουλος, Κυβερνήτης του τορπιλοβόλου «14» κατάφερε να βυθίσει την κανονιοφόρο «Τραμπζόν» μέσα στο λιμάνι των Κυδωνιών (Αϊβαλί) στις Μικρασιατικές ακτές.
21 Νοεμβρίου 1913 200.
Ο Ναύαρχός μας μας ενημέρωσε ὄτι δεν συμφωνεί και γι' αὐτό δεν θα πάρει μέρος ὄπως και η Ἐλλάδα ὀλόκληρη στην ἀνακωχή της 20ης Νοεμβρίου 1913 και ὄτι θα συνεχίσουμε τον ἀποκλεισμό του Τουρκικού Ναυτικού στα Δαρδανέλια.
6.
Ξάπλωσα κάτω από ένα δέντρο στην αμμουδιά κι απλά κοιτούσα τα μικρά κύματα, που έρχονταν και φιλούσαν την ακτή απαλά κι ύστερα αποτραβιόντουσαν, αφήνοντας τόπο στα επόμενα κύματα. Θυμήθηκα τότε που ήμουν μικρή και έψαχνα στην άκρη της θάλασσας για κοχύλια. Ένας παλιός ναυτικός μου είχε πει για τον αγαπητικό της θάλασσας, το κύμα, που έρχεται, φιλάει την αμμουδιά και καθώς φεύγει, αφήνει πίσω του δώρα, κοχύλια και πολύτιμα βότσαλα, που φέρνει μαζί του απ' το βυθό. Της ψιθυρίζει φεύγοντας "θα ξανάρθω..." κι εκείνη του απαντάει "θα περιμένω..." H ζωή του καθενός θυμίζει τη θάλασσα που κάλλιστα μοιάζει μ' ένα βιβλίο. Τα κύματα είναι οι σελίδες του, ποτε απαλές με όμορφες αναμνήσεις μέσα και ποτε τσαλακωμένες, μαυρισμένες οι σελίδες με αντάρες, βρισιές και βάσανα φορτωμένες. Ίσως την ίδια ακτή κοιτούσε κι ο Νικολής κάποτε.
7.
Ήταν αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, όταν τον κάλεσε ο Κουντουριώτης δεν επιτρεπόταν να αρνηθεί. Αυτό τον κράτησε και στην ζωή. Πολέμησε με αυτοθυσία για να ξεχάσει, να κλείσει τις πληγές. Έτσι θεραπεύτηκε και γύρισε πίσω νικητής το 1917. Τον ξαναφώναξαν όμως να υπηρετήσει το 1918 και τελικά επέστρεψε το 1923. Ήταν τότε που ξεκίνησε να πραγματοποιεί ένα όνειρό του. "Αλήθεια; Ποιό;;" τον ρώτησα με ανυπομονησία. "Α, είπαμε, θα ξεδιπλώσεις μόνη σου το κουβάρι στην ιστορία. Δικό σου το καρούλι της πετονιάς, κοίτα να μη σου μπερδευτεί. Είπες πως ξέρεις από ψάρεμα, σωστά;" "Ναι!" απάντησα χωρίς δισταγμό. "Έχεις δίκιο!" και θυμήθηκα τις νικηφόρες ναυμαχίες που κατάφεραν.
8.
Λέγοντάς της αὐτά, το βλέμμα μου πλανήθηκε στην θάλασσα και οι μνήμες ἄρχισαν να ξετυλίγονται. Θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια, τότε που δεν εἴχαμε φαΐ, ούτε καν τον ἐπιούσιο. Ἤμουν ἀδύνατος και σκελετωμένος, ἀλλά παρ' ὄλη την δυσχέρεια της φτωχής μου διαβίωσης, ποτέ μου δεν ἔκλαψα ἤ παραπονέθηκα. Με παρηγοριά την ἀπέραντη και πανέμορφη θέα της θάλασσας, ξεχνιόμουν στις ἀναπολήσεις μου. Η βουή της και ο βρυχηθμός της ἔφταναν ὠς τα παράθυρα της μικρής παράγκας που κατοικούσα και διαπερνώντας τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, γέμιζαν φόβο την παιδική μου καρδιά. Ἔνας φόβος ὄμως που ὕστερα ὄσο μεγάλωνα, μου ἔγινε συνήθειο και η βουή του θαλασσινού ἀνέμου ἀπαραίτητη σαν γλυκό νανούρισμα. Ἔνα φύσημα ἀνέμου που ἄλλοτε με δύναμη και θυμό βρυχόταν και ἄλλοτε ἤρεμα και γαλήνια χάιδευε τα κύματα που ἀπαλά ἔσκαγαν στις ἀκτές. Στη μεγάλη σχόλη της παιδικής μου ἠλικίας πήγαινα και ἔστεκα στις πέτρινες ἀκτές και κοίταζα ὤρες ἀτέλειωτες τα ἄπλετα νερά. Και ο νους μου ἔτρεχε σε μύριες σκέψεις, χωρίς ὄμως να μπορεί να ἐννοήσει τα μεγάλα μυστήρια που φανερά ἔκρυβε στην ἐπιφάνεια και στο βυθό της. Με ἔκσταση την παρακολουθούσα να ἀπλώνεται ἐμπρός μου μεγαλόπρεπη και στο βάθος να ἐνώνεται με τον οὐρανό και να σχηματίζει τον κύκλο της γης. Και ἐγώ ο καημένος που σαν παιδί λίγα γράμματα ἀκόμα γνώριζα, δεν ηδυνόμουν να ἐννοήσω ὄλα τούτα τα μυστήρια. Νόμιζα πως ἔβλεπα την ἄκρη, ἐκεί που τελειώνει ο κόσμος... Και ἤμουν εὐχαριστημένος που ἔβλεπα την ἄκρια της γης.
9.
22 Μαρτίου 1924 392.
Ἠ «Φιλιώ» η νεόχτιστη βάρκα μου, φρεσκοβαμμένη, σημαιοστόλιστη, ἀρμένιζε με φλόκους και πανιά μέσα στο λιμάνι του Κόρφου. Ἔκανε το πρώτο ταξίδι της. Χθες μόλις πήρε τη σαβούρα της και ὄλες τις προμήθειες: ψωμί, τυρί, ἐλιές, παστά κρέατα, νερό, καφέ και ζάχαρη και με το χάραμα λύσαμε τα πρυμόσχοινα. Οι συντοπίτες ὄλοι ἄντρες, γυναίκες και παιδιά χυμένοι ἔξω στο ἀκρωτήρι κοίταζαν, την καμάρωναν και μας κατευόδωναν με την ψυχή τρεμάμενη. Ἐμείς ἀπό μέσα, ἐγώ κι ο γιός μου, ὀκτώ ναύτες, ο γραμματικός ἔντεκα, μια ρίχναμε στ' ἄρμενα και μια στη στεριά.
10.
18 Φεβρουαρίου 1930 500.
Να 'μαστε πάλι στην Μαύρη Θάλασσα Φιλιώ μου. Ἤρθαμε για ξιφίες πριν λίγες μέρες και τώρα με τ' ἀμπάρια γεμάτα, γυρίζουμε για την πατρίδα. Κάθε φορά που διαπλέουμε το Βόσπορο οι σκέψεις μου ταξιδεύουν, δίνοντας ὑπόσταση στις φανταστικές άυλες δοξασίες σαν να εἴναι πραγματικές, σαν να συμβαίνουν ἐμπρός μου. Εἰδικά τις νύχτες τις πανσέληνες που λένε ὄτι βγαίνουν οι σειρήνες ἀπ' τα νερά, κοιτάζω με προσοχή στα βάθη των ὀριζόντων μήπως δω κάποια ἀνεράδα να ἀναδύεται μέσα στο φως του φεγγαριού. Λένε πως ἀπ' τη μαύρη θάλασσα βγαίνουν γοργόνες μαύρες με μαύρη καρδιά και τραβούν τους ναύτες κάτω στο βυθό για να χαριεντιστούν μαζί τους. Λένε πως βγαίνουν στοιχειά και νεράιδες καλές που τραγουδούν στους ναύτες για παρηγοριά, βάλσαμο στην καρδιά καθώς εἴναι στα ξένα μέρη και ὄποιος τυχερός τις δει, η τύχη τον συνοδεύει στην ὑπόλοιπη ζωή του.
11.
Η Μαύρη θάλασσα στο όνομα και στο χρώμα είναι πολύ επικίνδυνη και οι περισσότεροι που ναυάγησαν δεν ξαναβρέθηκαν, γιατί λένε πως οι νηρηίδες τους παίρνουν στα απύθμενα σκοτεινά βάθη που ζουν για να τους έχουν συντροφιά. Και όταν τους βαριούνται, ησυχάζουν τη θάλασσα και βγαίνουν στην επιφάνεια για να κολυμπήσουν και να παιχνιδίσουν μαζί με τα δελφίνια. Στο παιχνίδι τους δημιουργούν αφρούς που την σκεπάζουν και είναι οι μόνες φορές που φωτίζεται το σκοτεινό της χρώμα και από μαύρη γίνεται ασπρόμαυρη. Η θάλασσα παιδί μου είναι όμορφη και μαγευτική. Είτε ησυχασμένη είτε τρικυμισμένη είτε κοιμισμένη είτε αγριεμένη. Είναι μυστήρια, επικίνδυνη και τρομακτική, είναι όμως και αγαπημένη. Μέσα στα σπλάχνα της κρύβει ναυάγια άγνωστα χαμένα και βυθισμένα, κρύβει ολόκληρη την ιστορία του κόσμου που την περιβάλλει από την κοσμογονία και την δημιουργία της γης. Χιλιάδες τα ναυάγια στους βυθούς των θαλασσών, μυριάδες τα είδη χλωρίδας και πανίδας στους ωκεανούς. Ποιός αλήθεια θα μπορέσει να τα εξερευνήσει; Να την φοβάσαι την θάλασσα και να την αγαπάς!"
12.
30 Νοεμβρίου 1930 510.
Πριν λίγες μέρες γυρίσαμε στο χωριό μας για να ξεχειμωνιάσουμε. Ο γιός μου ἔφυγε ἀμέσως μόλις φτάσαμε, τον φώναξε ο Πλωτάρχης Μιλτιάδης Ἰατρίδης, ὄπως και ἄλλους νέους ἀξιωματικούς του Ναυτικού να μιλήσουν. Κάτι ἐτοιμάζεται. Ὄπως μαθαίνουμε, ἐπικρατεί αναβρασμός σε ὄλο τον Κόσμο. Στην Ἀμερική ἔχουν οἰκονομική κρίση. Ἐδώ στην χώρα μας, ὑπάρχει ἀνάπτυξη μεν ἀλλά κρίση στο μυαλό. Οι κυβερνήσεις ἀλλάζουν πιο συχνά ἀπ' ὄ,τι ἀλλάζουμε τα πουκάμισά μας. Δεν ἀσχολούμαι χρόνια, το ἴδιο εἴπα και στον γιό μου να κάνει μα... εἴναι νέος, το αἴμα βράζει μέσα του. Πήγε και ο Βενιζέλος φέτος και ὑπόγραψε πενταμερές Σύμφωνο (Οἰκονομικών, Πρωτόκολλο για τους Ναυτικούς Ἐξοπλισμούς, Σύμφωνο Ἐγκαταστάσεως, Σύμβαση Ἐμπορίου και Σύμφωνο Φιλίας, Οὐδετερότητας, Συνδιαλλαγής και Διαιτησίας) με τον Ἰνονού ἐνώπιον του Κεμάλ. Αὐτό θα μπουρλοτιάσει τις ψυχές των προσφύγων, που πίστευαν πως θα τους βοηθήσει να γυρίσουν στην Σμύρνη ἤ τουλάχιστον να πάρουν πίσω μέρος των περιουσιών τους ἐκεί. Βασικά στους πρόσφυγες ὄφειλε την μεγάλη νίκη του στις ἐκλογές του 1928. Τι να πω... τρομάζω στα ὄσα ἔρχονται.
13.
Τα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων εἴναι δύο στενοί και ἐπιμήκεις πορθμοί μέσω των ὀποίων ἐπικοινωνεί ο Εὔξεινος Πόντος με τη Μεσόγειο, την Εὐρώπη και την Ἀσία. Εἴναι δύο ὀνομαστά στενά που ἀποτελούν το ἔνα συνέχεια του ἄλλου και ἐνώνουν τη Μαύρη θάλασσα με αὐτή του Μαρμαρά και ἀκολούθως με το Αἰγαίο Πέλαγος. Σαλπάραμε πριν δυο μέρες με το δείλι να γεμίζει πορφυρά χρώματα τον οὐρανό και τώρα ἐδώ, κοντά μεσημέρι εἴχαμε τον ἤλιο ὀλόλαμπρο ἀπό πάνω να ἀντανακλάται στα ἠσυχασμένα νερά δημιουργώντας φωτεινές ἴριδες. Ἐδώ στο τέρμα της Μαύρης θάλασσας, στήθηκα πρίμα κι ἀγνάντεψα τις στεριές δεξιά και ἀριστερά μου. Ἔνα θέαμα πανέμορφο που ὀποτε περνούσαμε τα στενά, στεκόμουν κι ἀποθαύμαζα ὄσα ὄμορφα χωράει ο νους, ὄλα ἀραγμένα ἐμπρός μου ὄμορφα και θαυμαστά. Οι ἀκτές πυκνοκατοικημένες με ὑπέροχα ἀρχοντικά και παλιά κτίρια, πύργους, παλάτια και μικρά νησάκια με πανέμορφα κτίσματα πάνω στημένα ἀθάνατα στο χρόνο.
14.
"Θα ήθελα να δω πάλι την βάρκα καπετάνιο" του είπα. "Θέλω μία φωτογραφία να την κάνω εξώφυλλο στο βιβλίο όταν το γράψω. Έχεις κάποια να φαίνεται καθαρά;" "Έχω κάτι πολύ καλύτερο!" μου απάντησε "Έλα μαζί μου" και μπήκαμε μέσα στο μαγαζί. Τον ακολούθησα συγκινημένη και κοιτούσα τις φωτογραφίες μία μία. "Νομίζω πως αυτό σου κάνει" τον άκουσα να λέει "Ποιά εννοείς; Δείξε μου" του είπα "Είναι τόσες πολλές και όλες όμορφες αλλά..." "Δεν εννοώ τις φωτογραφίες" μου απάντησε. Τον κοίταξα με απορία "Τότε τι;" παρατήρησα πως μου έδειχνε κάτι ψηλά. Ήταν ένα κάδρο, ένα όμορφο κάδρο με υπέροχη χρυσοσκαλισμένη κορνίζα, που κρεμόταν ψηλά από το μαδέρι μέσα στην ταβέρνα. "Αυτή είναι η βάρκα!" μου είπε καταλαβαίνοντας την αγωνία μου. Σε λίγο ήταν επάνω σε μία καρέκλα και πήρε το κάδρο από την θέση του. Το πήρα από τα χέρια του για να μπορέσει να κατέβει "Είναι τόσο υπέροχα όμορφος πίνακας" ψιθύρισα "Και είναι αυθεντικός" μου απάντησε.
Βιογραφικό
Γεννήθηκα στο Μώλο Φθιώτιδας. Έχω πτυχίο νοσηλευτικής. Συμμετέχω σε ανθολογίες ποιημάτων και παραμυθιών. Βιβλία μου : "Δροσοσταλίδες της ψυχής μου", "Επίσημη αγαπημένη", "Επίσημη αγαπημένη -οι μεγάλες επιτυχίες της στιχουργού".
Ευχαριστω πολυ αγαπημενη μου Γεωργια για την τιμη της δημοσιευσης!Την αγαπη μου παντα!
ΑπάντησηΔιαγραφή