ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ - ΛΥΠΙΟΥ
{....}
Ο πιο όμορφος άντρας της Λυπιού
βρήκε μια μαύρη πεταλούδα νεκρή στα σεντόνια του.
Ήταν γυμνούλης, λίγο ιδρωμένος και γυάλιζε
αλλά όχι τόσο όσο εκείνη μ’ όλο το φως τ’ απροσμέτρητο
που ’βγαίνε απ’ το θάνατο.
Το φτερωτό σύμβολο της επιπολαιότητας, η πεταλούδα,;
ακίνητη, ντυμένη τα χρώματα της νύχτας
βρέθηκε ξαπλωμένη σαν να την είχε γλεντήσει ο χάρος
κι αμέσως μετά να την είχε απαρατήσει.
Ή σαν να ξεκουραζόταν πριν αρχίσει το δύσκολο
δρόμο της απ’ το μαύρο στο τέλειο.
Η πιο νέα γυναίκα στη Λυπιού είμαι γω
που κοιτώ, κοιτώ και δεν πιστεύω
πώς τόσος κουρνιαχτός συσσωρεύεται
στην οδό της χαράς.
Λέω: κάποιο λάθος έγινε δω
και δεν ακολούθησα το δρόμο του μεταξιού
ούτε άγγιξα ποτέ τον ήρωα του ποιήματος στο στήθος.
Την καρδιά του μόνο φαντάστηκα να στέκεται,
σαν κάτι Τράπεζες που περνάμε απ’ έξω και λέμε:
«Για φαντάσου πόσα εδώ, πόσα φυλάσσονται!»
Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα
κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα
για να ’μαι πάντα ένα μ’ αυτά που’ χω χάσει
όταν πιάνουν εκείνα τ’ αβάσταχτα σούρουπα
κείνα τα άφωνα ξημερώματα
κι είναι σαν να περιμένεις το κουδούνι του σχολείου
να χτυπήσει, το μάθημα πάλι ν’ αρχίσει
μια ακόμη άσκηση πάνω σε άγνωστο θέμα.
Κοιτάς χάμω της αυλής το τσιμέντο, τα χαλίκια
τινάζεις τα ψίχουλα απ’ το κουλούρι στην μπλε ποδιά
και μπαίνεις στην τάξη
μπαίνεις στη μονοτονία του άγευστου χρόνου
στην αοριστία της ύπαρξης
που ξέρω, λίγο αλλοιωμένη,
τη συναντάς πάλι προς το τέλος.
Η θρησκεία στη Λυπιού
είναι μια Έννοια Ακέφαλη.
Το άγαλμα της κάθεται φρόνιμα
στις αδελφές της δίπλα:
την Αρετή, την πιο ωραία, και τη Σοφία
με τις πιο σωστές αναλογίες.
Η Έννοια όμως λατρεύεται χωρίς κεφαλή
κι όταν εκείνος που θ’ αγαπούσα εάν…
έρχεται να προσκυνήσει, φοράει πουκάμισο ροζ
και βρίσκεται σε διέγερση
γιατί κάθε έννοια γι’ αυτόν σημαίνει κάτι
όπως και τ’ αντίθετο της.
Εδώ ο έρωτας κι ο θάνατος γίνηκαν ένα σώμα
και το χορτάρι που φυτρώνει
ανάμεσα στα ανάσκελα μέλη των αγαλμάτων
τα κάνει σαν ζωντανές ψυχές να μοιάζουν
που θλίβονται μες στο πράσινο και ναυαγούν
σε ξένα μάτια κι ερωτευμένες υποφέρουν.
Στη Λυπιού λατρεύεται ο έρωτας-θάνατος
σαν έννοια μία, ακέφαλη γιατί χωρίς ελπίδα.
Ο φανοστάτης του δρόμου
που γύρω του γυρνούν
οι πεταλούδες της νύχτας.
Όμοια σαν τις άλλες, τις πραγματικές
τις καίει, τις τσουρουφλίζει
τις ζαρώνει.
Κι εκεί στο φως
μπρος στα έκπληκτα μάτια όλων
τις εξαφανίζει.
Μόνο την ξαφνική
κάθετη πτώση τους βλέπεις
σαν αεροπλάνο που πέφτει
ή σαν αυτοκίνητο
που στριγκλίζοντας οι τροχοί
χάνεται στο σκοτάδι.
http://users.sch.gr/
Δύο πεταλούδες,
της πολύχρωμης γιορτής
είταν άγγελοι.
13.
Δύο πεταλούδες
σε κάθε που εκοίταζες
αναπαύονταν…
14.
Τρεις πεταλούδες
ω, κάθε που χάριζες
τα δυο σου μάτια!
89.
Στην απονιά σου
καρφωμένη η καρδιά του,
σαν πεταλούδα.
90.
Μια πεταλούδα
σπαρταρά καρφωμένη
στην απονιά της.
Βλ. Δ. Ι. Αντωνίου, Χάι Κάι και Τάνκα, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1972.
http://annagelopoulou.blogspot.com/
«Λατρεύω τις πεταλούδες. Με μαγεύουν
τα εκπληκτικά χρώματά τους,
οι θεσπέσιες κινήσεις τους,
το ανάλαφρο πέταγμά τους.
Είναι τόσο τρυφερές και τόσο αθόρυβες.
Σαν κινούμενα, διάστικτα ροδοπέταλα.
Σαν πολύχρωμες, πολύμορφες χιονονιφάδες.
Και μοιάζουν τόσο ευτυχισμένες…»
σου είπα – κάποια νύχτα – .
Θυμάσαι;
Τα μάτια σου μου χαμογέλασαν.
Κι εγώ συνέχισα:
«Όταν ήμουν κοριτσάκι,
έβγαινα στον κήπο του πατρικού μου σπιτιού
αναζητώντας πεταλούδες.
Ακόμα θυμάμαι τη χαρά μου,
όταν έβλεπα κάποια πεταλούδα
να πετάει και – ξαφνικά –
να σταματάει και να ξαποσταίνει
πάνω σε κάποιο λουλούδι.
Την πλησίαζα – αθόρυβα – ,
για να μη την ταράξω,
και άπλωνα το χεράκι μου, για να την πιάσω.
Την ήθελα δική μου.
Μόνο δική μου.
Να είναι κοντά μου.
Να ζει στο δωμάτιό μου.
Να παίζει με τα παιχνίδια μου.
Να διασκεδάζει τις κούκλες μου.
Να αποκοιμιέται στο μαξιλάρι μου.
Δεν ήξερα πως, για να ζήσει, έπρεπε
να βρίσκεται μέσα σε κήπους,
να τρέφεται από το νέκταρ των λουλουδιών.
Δεν φανταζόμουν πως
δεν άντεχε τη σκλαβιά…
Δεν καταλάβαινα πως,
για να την κατακτήσω, έπρεπε
να την πονέσω και – τελικά – να την πεθάνω
κλείνοντάς την μέσα σε κάποιο βιβλίο
(όπως έκλεινα φύλλα ή λουλούδια,
για να τα αποξηράνω).
Την έπιανα
κι έτσι όπως την κρατούσα – αιχμάλωτη –
πιέζοντας τα φτερά της
με τον δείκτη και τον αντίχειρα
της μικρής μου παλάμης
την ένοιωθα να τρέμει από φόβο.
Είχα την αίσθηση
πως με ικέτευε να την αφήσω.
Και τότε την άφηνα.
Εκείνη συνέχιζε να πετά.
Ανάλαφρη, ελεύθερη, ευτυχισμένη.
Κι εγώ επέστρεφα στο παιδικό μου δωμάτιο
έχοντας ακόμα
– στον δείκτη και τον αντίχειρα
της μικρής μου παλάμης –
τα ίχνη της…
Μια αδιόρατη χρυσόσκονη
από τα φτερά της.
Σαν γύρη…».
Αυτά σου είπα – εκείνη τη νύχτα – .
Θυμάσαι;
Όταν σώπασα, μ’ έσφιξες επάνω σου.
Το σώμα μου έλαμψε
από τη χρυσόσκονη των χαδιών σου.
Και τότε – σαν σε όνειρο –
σ’ άκουσα να μου λες:
«Υπάρχουν, μικρή μου,
κάποιες πεταλούδες – σπάνιο είδος – ,
που ζουν ελάχιστες ώρες…
Γεννιούνται το πρωί,
ζευγαρώνουν κατά τις έντεκα
και πεθαίνουν το απομεσήμερο…».
Όταν ξύπνησα – τα χαράματα – ,
δεν ήσουν πλάι μου.
Στο βαζάκι του κομοδίνου μου
βρήκα γιασεμιά
περασμένα σε πευκοβελόνες.
Και μια κάρτα σου.
Μου είχες γράψει «Σ’ Αγαπώ»
και μου είχες ζωγραφίσει μια μικρή πεταλούδα.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και βγήκα στη βεράντα.
Σε είδα να ποτίζεις τα γιασεμιά του κήπου μας.
Δεν σου μίλησα.
Μονάχα σκέφθηκα:
«Μακάρι να ήμουν πεταλούδα…
Θα γεννιόμουν – σήμερα το πρωί –
αντικρίζοντας το βαζάκι με τα γιασεμιά σου.
Θα ζευγαρώναμε – κατά τις έντεκα – .
Και θα πέθαινα από ευτυχία – το απομεσήμερο –
διαβάζοντας το “Σ’ Αγαπώ” της κάρτας σου…».
Κάθε γυναίκα κρύβει
Μια πεταλούδα στο στήθος της
Και κάθε φορά που την αφήνει ελεύθερη
Αναβιώνουν χιλιάδες όνειρα
Ιωάννης Βηλαράς -Σαν πεταλούδα στη φωτιά
Σαν πεταλούδα στη φωτιά, σ’ εσένα γύρες φέρω
κι οχ τη φωτιά που καίγομαι να φύγω δεν ηξέρω.
Και μόλο που φλογίζομαι, πετώ ολόγυρα σου,
να ξεμακρύνω δεν μπορώ στιγμήν από σιμά σου.
Τα μάγια δεν τα πίστευα και μάγια είσαι ατή σου·
τα μάγια είν’ τα θέλγητρα οπόχει το κορμί σου.
Γιατί με χέρι αλάθευτο ηθέλησεν η φύση
της νιότης τ’ άνθια ολόβολο προικιό να σου χαρίσει.
Και ποιος είν’ ο αναίσθητος που να σ’ αλησμονήσει,
αφού σε δει για μια φορά, μαζί σου σα μιλήσει;
Τ’ αηδόνι σόδωκε λαλιά, φωνή το καναρίνι,
τη χλωρασιά σου δάνεισαν των περβολιών οι κρίνοι.
Οι χάρες αναπαύουνται απάνω στη θωριά σου,
της άνοιξης τριαντάφυλλα ανθούν στα μάγουλά σου.
Λεν το κοράλλι κόκκινο, μόν’ δίχως νοστιμάδα·
δεν έχει σαν τ’ αχείλι σου βαφή και κοκκινάδα.
Δοξάρια είναι τα φρύδια σου και με πιτηδειοσύνη
βαρούν, πληγώνουν τις καρδιές, χωρίς ελεημοσύνη.
Στα δυο σου μάτια τα γλυκά ο έρωτας φωλιάζει
κι οχ ταύτα τις σαγίτες του στους νιους απάνω αδειάζει.
Το κοίτασμά σου το γλυκό είν’ των καρδιών ο κλέφτης·
αν δεν πιστεύεις, ρώτησε να σου το είπει ο καθρέφτης…
Πεταλούδα που χορεύει στο φως,
η ψυχή φτερουγίζει και λάμπει.
Ποια ανάσα την κρατά ζωντανή
Τι ορίζει την Ηώ, το σκοτάδι;
Πεταλούδα που κυκλώνει το φως,
η ζωή λαχταρά και ελπίζει.
Ποια μαγεία της δίνει αντοχή
Τι ελέγχει το γέλιο, το δάκρυ;
Πεταλούδα που ζηλεύεις το φως,
τα χρυσά σου φτερά να προσέχεις….
Είναι τα χείλη μου μια πεταλούδα
που ζυγιάζεται ανάλαφρα κι είναι ένα κόκκινο
λουλούδι στα χείλη σου που
σαλεύει ανεπαίσθητα.
………..Τα χέρια μου
πέφτουνε πίσω στις πλάτες σου σαν
καταρράχτες νερού. Τα δικά σου το ίδιο.
Καρφιτσωθήκαν θαρρείς στον αέρα
τα έντομα, μείναν ακίνητα.
Στεκόμαστε ασάλευτοι μέσα σ’ ένα
όρθιο στεφάνι σιωπής. Το αγεράκι
που ως λίγο πιο πριν ακουγόταν, ξεψύχησε.
Στα μαλλιά του ένα αηδόνι προσμένει
να βγει το φεγγάρι.
Από τη συλλογή Το βάθος του κόσμου (1961)
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
Κοίταγα με περιέργεια πώς κάνουν οι πεταλούδες
που τις αιφνιδίασε η βροχή στον κήπο.
Ματαίως γυρεύαν καταφύγιο μες στα φύλλα
και στων λουλουδιών τα βάθη.
Μια τους όμως ανέβηκε πετώντας
προς τα μαύρα ασήκωτα σύννεφα
επιλέγοντας να βρει τον θάνατο σε μιαν αχτίδα
και να χαθεί του είδους της η μνήμη.
Με καρτερία εκάπνιζα εγώ πίσω από το τζάμι
και επιζούσα ήρεμος, προβάροντας
την ενασχόλησή μου με τη σχόλη, τις μεταφυσικές διακοπές μου,
αλλά συνάμα και σκεπτόμενος
ποια κλάση θανάτου, ποιο μοντέλο τάφου
θα ταίριαζε στην αποκλειστική προσωπική μου ιστορία
και ποιο είδος πόνου θα μου πήγαινε εμένα καλύτερα.
Μετ: Γιώργος Κεντρωτής.
http://alonakitispoiisis.blogspot.com/
Η Πανέμορφη πεταλούδα
Με είκοσι χρώματα χαρά
Στα φτερά της.
Αρραβωνιαστικιά της άνοιξης
Μεσ’ στα πορτοκαλάνθια.
Και νύφη του καλοκαιριού
Με γύρη στολισμένες οι κοτσίδες της.
Μοσκοβολούσε χαμομήλι,
Αλυγαριά,
Ρίγανη,
Μολοχάνθι
Φρέσκο κερί
Και κίτρο.
Εχ! Πώς βαστάν την κάψα του μεσημεριού
Τα φουσκωμένα της στηθάκια.
Και εχ, τα τολμηρά της γόνατα
Πως τσαλαβουτάν στο καλοκαιριάτικο
Φως των λουλουδιών
Μεσ’ στα διπλοσέντονα της γύρης.
Εχ, με τις χρωματιστές κλωστές
Τους στήμονες
– Πώς παντρολογάει
Την άνοιξη;
Κι όλο το καλοκαίρι!
Απόσπασμα
Ταξιθέτριες πέτρες στο θέατρο.
Στη σειρά των επισήμων κάθονται θυμάρια.
Τζαμπατζήδες θεατρόφιλοι βράχοι τριγύρω
κρέμονται σκαρφαλωμένοι στον απόηχο.
Στον κορυφαίο ρόλο της η τραγωδός αυλαία.
Ενθουσιώδους παρακμής χειροκροτήματα∙
μπιζάρουν μέλισσες κι άλλα βομβώδη
μελιστάλακτα κεντριά, αιώρησης κάνιστρα
με φρεσκοκομμένες πεταλούδες
ραίνουν την πρωταγωνίστρια ερμηνεία μας.
ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ, 1988
Δύο συ και τρία γω πράσινο πεντόβολο μπαίνω μέσα στον μπαξέ γεια σου κύριε μενεξέ. Σιντριβάνι και νερό και χαμένο μου όνειρο. Χοπ αν κάνω δεξιά πέφτω πάνω στη ροδιά. Χοπ αν κάνω αριστερά πάνω στη βατομουριά. Το 'να χέρι μου κρατεί μέλισσα θεόρατη τ' άλλο στον αέρα πιάνει πεταλούδα που δαγκάνει
Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο σκοτάδι.
Μα η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μας αναγγέλει την
αυγή, σφαδάζουσα στο ράμφος της πρωίας.
Στο κύπελλο με το κρασί μια πεταλούδα πετά,
στο γλυκο χαμό της υποκύπτει μεθυσμένη,
λάμνει βρεγμένη να πεθάνει αποφασισμένη·
ώσπου στο τέλος το δάχτυλό μου από μέσα την τραβά.
Έτσι είναι κι η καρδιά μου, την έχουν τα μάτια σου τυφλώσει,
ευτυχισμένη στο ευωδιαστό κύπελλο της αγάπης βυθισμένη,
να πεθάνει αποφασισμένη, απ’ το κρασί της μαγείας σου μεθυσμένη,
αν μια κίνηση του χεριού σου την μοίρα μου δεν περατώσει.
6 Ιουλίου 1919
Μετάφραση: Σμαρώ Τάση
Νίκος Καρούζος - Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΚΑΡΦΙΤΣΩΜΕΝΗ
Τη μοίρα μου περιγέλασαν οι άνομοι
γιατί φανέρωσα τους ίσκιους και δείχνω το νερό
μέσ’ στη χερσαία πνιγμονή στα στήθη τους
θάμβος η δική μου ακινησία.
Λένε Ιδού αυτός ο νομάς
ένα σώμα σπιθίζοντας εργασία το θάνατο.
Μα η χαρά να είμ’ ακίνητος
τρέφει την ιστορία μου.
Φρέαρ είναι η Άνοιξη που βγάζει δροσιά και άστρα.
http://30fylla.blogspot.com/
Ασημένιο το μέτωπο. Και ωραία
τα μάτια σου εφωσφόριζαν γαλάζα.
Το πιάνο καθώς άνοιγες, δυο νέα
τριαντάφυλλα τρεμίζανε στα βάζα.
Μα οι κρόταφοί σου ρόδα πλέον ωραία.
Επάλευαν τα χέρια σου, εκερδίζαν·
τα πλήχτρα υποχωρούσανε· τις νότες,
τη μελωδία σαν έπαθλο εχαρίζαν.
Ακούαμε. Και τα αισθήματα, δεσμώτες
που την ελευτερία τους εκερδίζαν.
Δεν θυμούμαι καλά, περάσαν χρόνια,
πως είχες όμως λέω και τραγουδήσει·
εξόν αν εκελάδησαν αηδόνια.
Λάλο ή βουβό, το χείλο σου είναι βρύση,
ελάφια κουρασμένα εμέ τα χρόνια.
Η πεταλούδα πάντα θα πετάξει
αφήνοντας στα δάχτυλα τη γύρη.
Θρόισμα το αντίο, το χέρι σου μετάξι,
κι εχάθηκες. Από το παραθύρι
η πεταλούδα πάντα θα πετάξει…
(Καρυωτάκη άπαντα, Πέλλα)
Πάρε τη λέξη πεταλούδα.
Για να πεις αυτή τη λέξη δεν χρειάζεται να κάνεις τη φωνή σου πιο ελαφριά από ένα γραμμάριο, ούτε χρειάζεται να την εφοδιάσεις με μικρά σκονισμένα φτερά.
Δεν χρειάζεται να φανταστείς μιαν ηλιόλουστη ημέρα ή ένα χωράφι με ασφοδέλους.
Δεν είναι απαραίτητο να είσαι ερωτευμένη, ή να έχεις ερωτευτεί τις πεταλούδες.
Η λέξη πεταλούδα δεν είναι η πραγματική πεταλούδα.
Υπάρχει η λέξη μα υπάρχει και η πεταλούδα.
Αν μπερδέψεις αυτά τα δυο, οι άνθρωποι θα έχουν κάθε δικαίωμα να σε κοροϊδεύουν.
Μην το παρακάνεις με τη λέξη.
Μήπως προσπαθείς να υπονοήσεις ότι αγαπάς τις πεταλούδες τελειότερα από οποιονδήποτε άλλον, ή ότι πραγματικά αντιλαμβάνεσαι τη φύση τους;
Η λέξη πεταλούδα είναι απλά ένα δεδομένο.
Δεν είναι μια ευκαιρία για να πλανιέσαι στον αέρα, να πετάξεις ψηλά, να πιάσεις φιλία με τα λουλούδια, να συμβολίσεις την ομορφιά και το εύθραυστο, ή να υποδυθείς την πεταλούδα με οποιονδήποτε άλλον τρόπο.
Μην υποδύεσαι τις λέξεις.
Ποτέ μην προσπαθήσεις να υψωθείς από το πάτωμα, όταν μιλάς για πέταγμα.
Ποτέ μην κλείνεις τα μάτια, μην τινάζεις απότομα το κεφάλι σου στο πλάι, όταν μιλάς για θάνατο.
Μην καρφώνεις τα φλογισμένα σου μάτια πάνω μου όταν μιλάς για έρωτα.
Αν θέλεις να με εντυπωσιάσεις όταν μιλάς για έρωτα βάλε το χέρι σου στην τσέπη ή κάτω από το φόρεμά σου και χαϊδέψου.
Αν η φιλοδοξία σου και η πείνα σου για χειροκρότημα σε έκαναν να μου μιλήσεις για έρωτα, θα ‘πρεπε να μάθεις πώς να το κάνεις χωρίς να ξεφτιλίζεις τον εαυτό σου ή το κείμενο.
https://stasaart.wordpress.com/
ΓΚΙΟΥΡΚΕΝΤΣ ΚΟΡΚΜΑΖΕΛ - ΚΛΩΤΣΩΝΤΑΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ
Κλωτσάει πεταλούδες
φέροντας αφροδίσια φεγγάρια στο δέρμα της
Καθώς έρχεται όλο και πιο κοντά, το αριστερό μου γόνατο
Γίνεται καθάριο και ξέρω ότι είναι αυτή
Καταρρέω γιατί δεν μπορώ πια να της ξεφύγω.
Τα σιντριβάνια στρέφονται προς τη λάθος μεριά
τους θόλους και το κεφάλι μου
Καθώς έρχεται όλο και πιο κοντά, στη θέρμη.
Φαίνεται ξανθότερη, να Τη…
οι πεταλούδες πάνε και γυρίζει προς εμένα
Μετ: Αγγελική Δημουλή
Αλφόνς ντε Λαμαρτίν - Η πεταλούδα
Μα γεννηθείς την άνοιξη, με τ’ άνθη να πεθάνεις,
πάνω στης αύρας τα φτερά, στο φως να κολυμπήσεις,
το ρόδο το μισάνοιχτο κούνια σου να μην το κάνεις,
κι απ’ ουρανό κι απ’ ευωδιές κι αχτίδες να μεθύσεις.
Κι έτσι μικρή, τινάζοντας τη σκόνη απ’ το φτερό σου,
να φτερουγίσεις σαν πνοή για τον παράδεισο σου,
της πεταλούδας να η ζωή, να η τύχη η φωτεινή!
Μοιάζει τον πόθο που ποτέ, κανείς δε τον κοιμίζει,
που αχόρταστος το κάθε τι που τον μαγεύει αγγίζει,
και τέλος πάει στους ουρανούς να βρη την ηδονή.
(Από τη «Γαλλική ανθολογία», μετάφραση Γεώργιος Σημηριώτης)
Λιμπρέτο: Μιχάλης Γελασάκης (αποσπάσματα)
Με ασημένιο νήμα θα πετάξω.
Πέρα σε κάμπους μακρινούς
εκεί που τα παιδιά μου με προσμένουν
και με τις ρόκες τους μονάχα μένουν.
Εγώ είμαι το πνεύμα
κι η ψυχή τού μεταξιού.
Απʼ την αρχαία απόκρυφη έρχομαι κιβωτό
Και μέσα στην ομίχλη εγώ βουτώ.
Στη σπηλιά της η αράχνη ας υμνεί.
Κι ας σκεφτεί το θρύλο μου τʼ αηδόνι
Και η στάλα της βροχής που ʼναι γυμνή
Σαν πέσει πάνω θʼ αρχίσει να παγώνει.
Μα στο σώμα μου επάνω
Την καρδιά μου έχω υφάνει
Χίλιες προσευχές και άνω
Στα σκοτάδια έχω κάνει.
Δύο κατάλευκα φτερά μου έδωσε ο Θάνατος
Αυτός που είναι αθάνατος, αυτός που είναι αθάνατος
Και τύφλωσε του μεταξιού μου την πηγή
Γιʼ αυτό η χαρά μου αιμορραγεί, γιʼ αυτό η χαρά μου αιμορραγεί.
[Aπόσπασμα από το «Τραγούδι της Πεταλούδας»]
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι
στην πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα,
σαν νύφ᾿ ἡ γῆ, πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα,
λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι.
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι με ταίρι,
ἐδῶ βουίζει μέλισσα, ἐκεῖ σφήκα·
τη φύση στην καλή της ὥρα ἐβρῆκα,
λαχταρίζει ἡ ζωή σ᾿ ὅλα τα μέρη.
Κάθε μοσχοβολιά και κάθε χρῶμα,
κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στα φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
να σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα,
να ξαναϊδῶ και το δικό σου Μάη,
ὄμορφή μου, καλή, γλυκειά πατρίδα.
Σαν πεταλούδα πολύχρωμη,
που ακούμπησε απαλά
στη μύτη μιας αλεπούς…
Και στάθηκε
να ξαποστάσει.
Τόσο λίγο,
μόνο.
Ελάχιστο.
Και πώς μπορεί
μια αιωνιότητα
να κρατάει
το ελάχιστο!
Έτσι ήταν
το άγγιγμά σου.
Τα αδέσποτα ποιήματα, 2015
Μια πεταλούδα, που έζησε όλη της τη ζωή
Σ’ ένα κλωνί εδιπλώθηκε για να πεθάνει,
Τι να κάνει;
Έζησε ένα ολόκληρο πρωί!
Ένα πρωί! Τι ιστορίες και τι πόνοι!
Τι βάσανα μικρών φτερών και τι καημοί!
Επέθανε· την έκλαψε μια ανεμώνη
Και τη σαβάνωσε το άσπρο γιασεμί.
https://www.timos-moraitinis.gr
Dosso Dossi - Jupiter, Mercury and the Virtue
ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ
Μ’ αρέσει άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς, η φωνή μου εμένα δε σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται, στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου, έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ’ τα πράγματα, ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι, σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά. Κι άμα κλαις μου αρέσεις, απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς, η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει: Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας μες στη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή τη δικιά σου που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια η νύχτα, αγάπη μου, η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη. Απόμακρη και τόση δα κι απ’ αστέρια φτιαγμένη είναι η δικιά σου σιωπή.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία. Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
The Butterfly upon the Sky,
That doesn’t know its Name
And hasn’t any tax to pay
And hasn’t any Home
Is just as high as you and I,
And higher, I believe,
So soar away and never sigh
And that’s the way to grieve –
ΠΙΝΑΚΙΔΕΣ ΑΠΟ ΚΕΡΙ
Η Πεταλούδα σίγουρα
Σε Σκόνη τιμημένη θα ξαπλώσει
Αλλά κανείς να πειθαρχήσει τόσο δεν θ’ αναγκασθεί
Όσο η Μύγα όταν διαβεί την Κατακόμβη
Ίσως να ζήτησα τ’ απέραντα—
Από ουρανούς όχι πιο λίγα—παίρνω—
Γιατί, στην Πόλη που γεννήθηκα
Πυκνώνουνε σαν Μούρα, οι Γαίες—
Το Καλάθι μου έχει μέσα—μόνο—το Άπειρο—
Που ελεύθερα—στο μπράτσο μου—αιωρείται,
Αλλά μικρότερα δεμάτια—Συνωθούνται.
Μετ: Έλλη Συναδινού
Η μνήμη πεταλούδα
πάνω στον καθρέφτη
δεν ξέρει αν κοιτάζει
το είδωλό της ή μιαν άλλη
όμοια πεταλούδα.
XL
Μια πεταλούδα περνά από μπροστά μου
Και για πρώτη φορά παρατηρώ στη Δημιουργία
Ότι δεν έχουν χρώμα ή κίνηση οι πεταλούδες,
Κανονικά, όπως χρώμα ή άρωμα δεν έχουν τα λουλούδια.
Χρώμα είναι αυτό που χρωματίζει της πεταλούδας τα φτερά
Κίνηση είναι αυτό που υπεισέρχεται στην κίνηση της πεταλούδας
Άρωμα είναι αυτό που αρωματίζει του λουλουδιού τη μυρωδιά.
Η πεταλούδα είναι μονάχα πεταλούδα
Και το λουλούδι, απλά ένα λουλούδι.
Την είπαν πεταλούδα.
Μια πληγωμένη αλίμονο, πεταλούδα,
που έκαψε τα πανώρια και πλατιά φτερά της,
κυκλοφέρνοντας τον Ήλιο της Αγάπης.
Της Αγάπης για κάτι πιο αιώνιο
από την εφήμερη ομορφιά.
Της Αγάπης της Ψυχής.
Μια πεταλούδα διάφανη
πορτοκαλιά και μαύρη
στου γέρου κόσμου στάθηκε
τα φρύδια επάνω αντήλιο
κι έπαιζε και κρυφόγνεφε
της πίκρας μαντηλάκι
[…]
Φέρε το ξύλινο αλογάκι με την κόκκινη σέλα, να κυνηγήσουμε τους
ίσκιους των νερών προτού μας προφτάσει το βράδυ με τα μεγάλα
παραμύθια της χειμωνιάτικης φωτιάς.
Δεν πάει καιρός που ο ήλιος κρεμούσε χρυσά κρόσσια στις πόρτες
του δάσους.
Οι θάμνοι γδύνονταν την πράσινη σοδιά τους και λουζόνταν κρυφά
στο ποτάμι.
Τα μεσημέρια που κοιμόνταν οι μεγάλοι, τα παιδιά φεύγαν απ’ τα
σπίτια, κυλιόντουσαν στα χόρτα, δαγκώνανε τα φύλλα της αλυγαριάς κι
αγκάλιαζαν τα δέντρα.
Όλο το δάσος μύριζε γυμνή γυναίκα.
Μεγάλες πεταλούδες μαρτυρούσανε τα μυστικά της άνοιξης κι οι
σαύρες με τα σμαραγδένια μάτια ολάνοιχτα κρυφάκουγαν περίεργες
πίσω απ’ τις πέτρες.
Εμείς δεν βλέπαμε το φράχτη.
Παρακαλέσαμε ύστερα τις κάργιες να μην πουν τίποτα της μάνας μας
για ότι γίνηκε πίσω απ’ τα δέντρα που στάζαν ρετσίνι.
[…]
σαύρες με τα σμαραγδένια μάτια ολάνοιχτα κρυφάκουγαν περίεργες πίσω απ’ τις πέτρες.
………………………………
Στην φωτογραφία δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά λουλούδια, πεταλούδες και ήλιος.
Γέλασε κι η γιαγιά μαζί με τον παππού γιατί δεν είμαστε παρά
λουλούδια, πεταλούδες και ήλιος.
Γελάσαμε κι εμείς διπλά, κι όλα τριγύρω κι όλα μέσα μας γελούσαν –
όλα: λουλούδια, πεταλούδες και ήλιος.
……………………………………………….
Κανένας δεν ξέρει τίποτα για μας όταν μιλάμε σιγά στ’ αυτί μιας
πεταλούδας.[...]
Μίλα με την πεταλούδα
Γλάρωσε τα μάτια
Εσπέρα ηλικία
Τη ρέμβη πήδα
Βραχύπνοη λύρα
Ευτυχία.
Στα νησιά που δεν μπόρεσα
να πάω
πέταξε και πήγε
ο Άγιος-πεταλούδα.
Μίλτος Σαχτούρης - Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ ΤΟΥ ΠΟΡΟΥ
Κάθε χρόνο
κατά το μήνα Αύγουστο
εισβάλλει στο προαύλιο
του Μοναστηριού του Πόρου
η μαύρη πεταλούδα του Μοναστηριού
πετάει από πέτρα σε πέτρα
τα παιδιά προσπαθούν να την πιάσουν
αλλά δεν το κατορθώνουν
είναι η Άγια-Πεταλούδα
του Μοναστηριού του Πόρου
πετάει από πέτρα σε πέτρα
μόνο για λίγες μέρες
και ύστερα χάνεται
για να ξαναεμφανιστεί
πάλι τον άλλο Αύγουστο
η Άγια μαύρη-Πεταλούδα
του Μοναστηριού του Πόρου…
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ - ΣΗΜΑΔΙΑ ΚΙΤΡΙΝΑ
Κίτρινα ἀερόπλοια ξάφνου γέμισαν τὸν οὐρανό
ἄλλα μικρά κι ἄλλα μεγάλα
κίτρινοι σκελετοί κούναγαν τα χέρια
και οὐρλιάζαν
ὅπως και κίτρινες κανάρες μεγάλες
πεταλοῦδες με πόδια μικρῶν παιδιῶν που
κρέμονταν
μαζί μ᾿ ἀστέρια κίτρινα που δεν τα γνώριζαν
και τα μισοῦσαν
ἀπό τη γη κοίταζαν κίτρινοι
οἱ ἀστροναῦτες
δεν το περίμεναν
Οι λύπες του γάμου χάλκινες
στρωμένες στα ανοιξιάτικα τραπέζια
Κρεμασμένες προικιά σε καινούργια ξυλεία
Πιστωμένα σε πλανόδιους πραματευτές
Δωρισμένες πεσκίρια στους ιδρωμένους σβέρκους των αντρών
Με βηματισμό αργό, κυκλικό στον ίδιο ασταμάτητο ρυθμό
Σφιχτοδεμένες κάτω απ’ τα μαύρα σουρωτά μεσοφόρια των γιαγιάδων
που ’χασαν
πρόωρα τα κορίτσια τους από σκωληκοειδίτιδα και κοιμόνταν με τα μάτια
ανοιχτά ως τον θάνατο
Μας πλήγωναν τα στενά παπούτσια του ευαγγελισμού
Ένας επίμονος βήχας
Η άκαμπτη αυστηρότητα της μάνας που κατείχε τέλεια την τέχνη της
Υφαντουργίας
Κι οι πεταλούδες σπαρταρούσαν καθημερινά
τσαλαπατημένες στις τσουκνίδες
έξω απ’ το παλιό παγοποιείο
δίχως να προκαλούν υποψίες
δυτικά της Σαπφούς
Η ψυχή είναι εδώ.
Κι ακουμπάει το μελανό σημείο επίμονα.
Η ψυχή είναι εδώ.
Απροστάτευτη ξανά, ξηλώνει μνήμες,
ανοίγει τρύπες, πέφτει μέσα.
Φωτογραφίες ανατυπώνονται.
Τα λυπητερά του γάμου είναι τα χάλκινα.
Κι ύστερα τα ξύλινα τραπέζια, τ’ ανοιξιάτικα.
Οι μυρουδιές της σκόνης
στα λούτρινα καπέλα των μωρών.
Τα απλωμένα προικιά,
κρεμασμένα στην καινούρια ξυλεία,
πιστωμένα στους πλανόδιους πραματευτές.
Τα τούλινα νυφικά με τα φουρό.
Οι πατημασιές των αργών κυκλικών χορών στο χώμα.
Τα δωρισμένα πεσκίρια,
στους ιδρωμένους σβέρκους των αντρών.
Τα συρμάτινα στέφανα,
γεμάτα υποσχετικά λουλουδάκια.
Τα κυριακάτικά μας ρούχα,
με τα στενά παπούτσια του ευαγγελισμού.
Και λίγο πιο πέρα, λίγο πιο κάτω,
πίσω από τη φυλλωσιά, μια πεταλούδα.
Μια πεταλούδα πλουμιστή. Του κάμπου.
Να σπαρταράει μέσα στις τσουκνίδες.
Τσαλαπατημένη από ένα γέρο βιαστή, βυρσοδέψη.
Εξαίσιες ωδές μιας μυστικής πορείας (2013) [Ενότητα Τα χρόνια της κατάρας]
https://www.translatum.gr/
ΧΟΣΕ ΧΟΥΑΝ ΤΑΜΠΛΑΝΤΑ - ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
(Χαϊκού)
Ξαναφέρε στο γυμνό κλαδί,
νυχτερινή πεταλούδα,
τα ξερά φύλλα των φτερών σου!
Κατάλαβα κάπως αργά
τι σήμαιναν οι κίτρινες και κόκκινες κηλίδες
που έβλεπα από μικρή εγχάρακτες στο στήθος μου.
Τώρα που τα γονίδια άρχισαν να γερνούν
και οι κηλίδες να σκουραίνουν
τα φτερά της να τσουρουφλίζονται τις νύχτες
στο φως της λάμπας
κι η πεταλούδα να μην μπορεί πια να πετάξει.
Τώρα κάπως αργά
για να λάμψουν τα χρωματοσώματα
την πρώτη λάμψη τους·
κατάλαβα του στέρνου μου την πεταλούδα.
Μεταγραφή ημερολογίου, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1984
http://www.poiein.gr/
Πεταλούδα φωτός –
η ομορφιά αλαργεύει σαν φτάνω εγώ
στο ρόδο της.
Τρέχω πίσω της, τυφλός…
Την μετρώ, την αγγίζω εδώ και εκεί…
Στο χέρι μου μονάχα απομένει
της φυγής της η μορφή!
μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη
ΙΓ’ Είδε η πεταλουδίτσα το κερί
Και θάρρεψε πως ήταν το λουλούδι
Που σ’ όλη τη μικρή ζωή της ονειρεύονταν
Όταν χωμένη μέσα στα λουλούδια
Ρούφαγε χυμούς γνωστούς κι αρώματα συνηθισμένα
Κάνοντας κύκλους γύρω του δε χόρταινε
Να βλέπει τα κλεισμένα πέταλα
Αυτού του χρυσαφένιου μπουμπουκιού
Το γοητευτικό του τρέμισμα σαν κινημένο
Από μυστικόν αγέρα κι έτρεμε κι αυτή
Από τον ίδιο μυστικόν αγέρα κινημένη
Μικραίνοντας τους κύκλους της
Χώθηκε τελικά στην αγκαλιά του
Τ’ ονειρεμένο άρωμα ήταν η μυρουδιά
Απ’ τα καμένα της φτερά
Κι ο θείος χυμός η γεύση η πικρή
Στην προβοσκίδα της τής τέλειας ομορφιάς η γεύση
https://lavivifiante.wordpress.com/
Μουσική: Μιλτιάδης Πασχαλίδης & Φίλιππος Πλιάτσικας & Μάνος Ξυδούς
1. Ανδρέας Τσέκος
Με τον καημό κανόνισα
Ποτέ να μην χωρίσω
Τις νύχτες μου περπάτησα
Τους φίλους μου παράτησα
Μα εσύ με πήγες πίσω
Μέσα σε άλλη αγκαλιά
Που δίνεις τα φιλιά σου
Πεταλουδίτσα μου ακριβή
Θα κάψεις τα φτερά σου
Για σένα απατεώνισσα
Τα χρόνια μου λησμόνησα
Κι έπεισα τη καρδιά μου
Μία σου λέξη θα `φτανε
Και την ζωή μου θα `φτιαχνε
Όπως τα όνειρά μου
Μέσα σε άλλη αγκαλιά
Που δίνεις τα φιλιά σου
Πεταλουδίτσα μου ακριβή
Θα κάψεις τα φτερά σου
Κόκκινη πεταλούδα - Μίλτος Πασχαλίδης
Μάνος Λοϊζος – Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ – Μαρία Ρουσσέα
Ευχαριστώ από καρδιάς την Εκλεκτή μου Φίλη Γεωργία Κοτσόβολου, που γι' άλλη μια φορά με τίμησε, επιλέγοντας ένα ποίημά μου γι' αυτό το εξαιρετικό αφιέρωμά της στις "ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ στη Λογοτεχνία και την Τέχνη".
ΑπάντησηΔιαγραφή