Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021

ΑΝΝΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΟΥΛΠΑ "Τη λέγαν Όλγα" Αφήγημα


Φωτογραφία:Rimel Neffati

Ο χειμώνας ήταν βαρύς εκείνη τη χρονιά και η Όλγα περιφερόταν στην πόλη, από δρόμο σε δρόμο κι από παράθυρο σε παράθυρο. Υπάρχουν ακόμη τέτοια σπίτια, που έχουν τα παράθυρα ίσα με το πεζοδρόμιο και ο περαστικός μπορεί -αν είναι αναμμένα τα φώτα- να δει πολύ καλά στο μέσα μέρος. 

Έτσι ήταν και το σπίτι της Όλγας. Θυμάται πως καθόταν κοντά στο παράθυρο και κοίταζε τα σπουργίτια ,που έψαχναν για τροφή και κάπου-κάπου ράμφιζαν στο καθρέφτισμά τους, το παγωμένο τζάμι. Η ξυλόσομπα έκαιγε συνέχεια ,η γάτα ροχάλιζε στα πόδια της γιαγιάς, που έπλεκε κάλτσες και η φασολάδα σιγόβραζε πάνω σε μια άλλη μικρή σόμπα -πάπια την έλεγαν- στο πίσω μέρος που ήταν το μαγειρειό.
Το χιόνι από νωρίς έπεφτε πυκνό και σιγά-σιγά καλοστρωνόταν στους δρόμους, ώσπου κόπηκε η κυκλοφορία. Μόνο δυο-τρεις άνδρες κυκλοφορούσαν και η Όλγα, με ένα βαρύ παλτό ,χοντρές ψηλές γαλότσες και ένα ντορβά που είχε μέσα τα αντικείμενα της επαιτείας. 

Επαιτεία ,καλά άκουσες. Η Όλγα που έφερνε στη μνήμη της το ωραίο αρχοντόσπιτο, με όλη τη λάτρα να γίνεται κάτω, για να βλέπουν στον πολυσύχναστο δρόμο και με τα υπνοδωμάτια επάνω , ένθεν κακείθεν της υποδοχής! Ανέβαινε τούτα τα σκαλιά, που τώρα ρημάζουν , έξι -επτά στον αριθμό, τραβούσε βιαστικά το σχοινί και άνοιγε η πόρτα η οποία σε οδηγούσε ανάλογα στα κάτω ή στα επάνω μέρη
Νύχτωσε. Κανείς πλέον δεν κυκλοφορούσε και σκέφτηκε να περάσει τη χαλασμένη καγκελόπορτα και να κουρνιάσει στο πίσω μέρος, κάτω από το ξεφλουδισμένο, ετοιμόρροπο μπαλκόνι. Δεν είχε φάει, πάρα μονάχα ένα κουλούρι, που της έδωσε ο Μπάμπης, της έδινε δηλαδή κάθε πρωί και εκείνη, ποντάροντας στην καλοσύνη του, έκανε την ανάγκη φιλοτιμία, ρωτώντας πάντα:πόσο κάνει; 

Αμέσως το έπαιρνε ,το έκοβε στα τέσσερα και με ένα «ευχαριστώ» έφευγε από τον φούρνο!
Εκείνη τη μέρα πεινούσε πολύ και χωρίς να κόψει το κουλούρι το έφαγε, σέρνοντας αργά το βήμα της στον δρόμο, που την οδήγησε στο ερειπωμένο σπίτι .
Πεινούσε! Χτύπησε το κουδούνι ενός διαμερίσματος και ζήτησε κάτι να φάει.Δεν παραξενεύτηκε στην άρνηση της οικοδέσποινας ,της μιας ,της άλλης, της παράλλης!
Σκέφτηκε ,αποκαμωμένη να μείνει στο πατρικό της κάτω από το μπαλκόνι. Μια γάτα με δυο γατάκια την πλησίασαν και τακτοποίησε τα ζωντανά κοντά της, ανοίγοντας το παλιό τριμμένο παλτό .Εκεί κοιμήθηκε ,εκεί μεταξύ ύπνου και χιονιού ήρθε και το κρύο όνειρο: η γιαγιά της, ήρθε την αγκάλιασε τη φίλησε και στα δυο μάγουλα και την πήρε μαζί της μακριά .
Φοβήθηκε από το όνειρο και καθώς τινάχτηκε επάνω ,οι γάτες έφυγαν τρομαγμένες. Τότε έβγαλε το παλιό βιβλίο της γιαγιάς με τις συνταγές και έγραψε: σήμερα δεν σε δίνει σημασία κανείς αφού οι πλούσιοι είναι λίγοι, οι επαίτες πολλοί και η ανθρωπιά, μονίμως απούσα. 

Νόμιζα ότι θα μπορούσα να μένω στο σπίτι μου αλλά κι αυτό αρπάχτηκε ύπουλα, από τον θείο μου, και μαζί με το δικό του, πουλήθηκε, πριν καταλάβω τι έγινε. Έτσι γινόταν τότε. 

Απόψε ,ψάχνοντας για λίγο ψωμί , αποκοιμήθηκα ,πού αλλού εδώ στο πατρικό μου .Εδώ με βρήκε το όνειρο και κατάλαβα ότι το τέλος μου είναι κοντά. 

Αφήνω το βιβλίο σε εσένα που θα το βρεις .Έχει συνταγές της γιαγιάς .Πάντα μου έλεγε να τις γράφω, για το δικό μου σπιτικό, που δεν είναι παρά ένα παλιό παλτό, που θα με σαβανώσει σε τούτο το κρύο. 
Όλγα 

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά 
Φιλόλογος,συγγραφέας,ποιήτρια,κριτικός







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου