Ο Αλέξανδρος Μπάρας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Μενέλαου Αναγνωστόπουλου) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Στα εφηβικά του χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έζησε για περισσότερο από δυο χρόνια στο Κάιρο της Αιγύπτου κοντά σε συγγενείς του. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να αποφοιτήσει ποτέ. Εργάστηκε για τριανταπέντε χρόνια ως υπάλληλος του Διπλωματικού Σώματος στο ελληνικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης και από το 1966 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε ανά τον κόσμο. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις ποιημάτων σε εφημερίδες του Καΐρου και της Κωνσταντινούπολης. Το 1929 έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους με τη δημοσίευση στο περιοδικό Αλεξανδρινά Γράμματα του ποιήματος Η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις και η Θεοδώρα, που θεωρήθηκε πρωτοποριακό για την εποχή και το 1933 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Συνθέσεις. Συνεργάστηκε με τα λογοτεχνικά περιοδικά Ρυθμός, Νέα Εστία, Νεοελληνικά Γράμματα, Πειραϊκά Γράμματα, Ποιητική Τέχνη, Τέχνη, Πυρσός κ.α. Ασχολήθηκε επίσης με την ποιητική μετάφραση (Οχράν Βελή, Μπωντλαίρ, Ρεμπώ κ.α.), την πεζογραφία, την αρθρογραφία και την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Οι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας τοποθετούν το έργο του Αλέξανδρου Μπάρα στο μεταίχμιο ανάμεσα στη μεσοπολεμική και τη νεώτερη ελληνική ποίηση, η οποία συνδυάζει επιρροές από την ειρωνεία του Καβάφη, τον κοσμοπολιτισμό του Κώστα Ουράνη, το πικρό χιούμορ του Καρυωτάκη και τις τάσεις της γαλλικής συμβολιστικής ποίησης.
( πηγή φωτογραφίας :Λογοτεχνικό Ημερολόγιο των εκδόσεων Γαβριηλίδη)
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Ποίηση
• Συνθέσεις. Αθήνα, έκδοση του περ. Φιλολογική Πρωτοχρονιά, 1933.
• Συνθέσεις · Βιβλίο δεύτερο. Αθήνα, Κασταλία, 1938.
• Συνθέσεις · Βιβλίο τρίτο. Αθήνα, Ίκαρος, 1953.
• Ποιήματα 1933-1953. Αθήνα, Ίκαρος, 1953.
• Συνθέσεις · Βιβλίο τέταρτο. Αθήνα, Οι εκδόσεις των φίλων, 1973.
ΙΙ.Πεζογραφία
• Φάσεις · Αφηγήματα. Αθήνα, Πρόσπερος, 1978.
ΙΙΙ.Μεταφράσεις
• Όρχαν Βελή, Είκοσι ποιήματα μεταφρασμένα από τον Αλέξανδρο Μπάρα. Κωνσταντινούπολη, έκδοση περ.Πυρσός, 1954.
• Μπωντλαίρ, 16 ποιήματα. 1970.
• Ρεμπώ, Μεθυσμένο καράβι. 1970.
• Αραγκόν, Τα μάτια της Έλσας. 1970.
ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Ποιήματα · 1935-1953. Αθήνα, Ίκαρος, 1954.
• Άθροισμα · Ποίηση 1933- 1983. Αθήνα, Κέδρος, 1983.
• Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση· Μεταφράσεις. Αθήνα, Πρόσπερος, 1986.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Τα εσπέριαΒράδυ.
Ελαιώδη τα νερά του προλιμένος,
βαριά, σαν υδραργυρικά, με κάτι
κυανά σαξωνικά, με κάτι ιώδεις
αποχρώσεις, κάτι θαμπούς
μεταλλισμούς κι αποχαυνώσεις ρόδινες…
Ναι, κάτι τέτοιες
ευδαιμονικές βραδιές,
ανώδυνες,
περιπλανώμενες βραδιές
μέσα στα θέρη,
διστακτικές να σβήσουν,
διστακτικές να καταλύσουν
την ονειροκρατία προς δυσμάς
μετά το πέσιμο του ήλιου,
— ενώ μια θεία μεσοβασιλεία
χωρίζει πια το φως που μας δυνάστευε
απ’ την ερχόμενη του σκότους μοναρχία
ναι, κάτι τέτοιες βραδιές,
στα ελαιώδη νερά του προλιμένος,
μετακινείται κύκνεια
ένα μεγάλο πλοίο,
μετακινείται παίρνοντας
κατεύθυνση προς τ’ ανοιχτά,
μ’ εκείνο το περιφρονητικό του μεγαλείο
των μακρινών αναχωρήσεων…
— Κι ίσως δεν είναι πλοίο,
ίσως είναι το παν που φεύγει,
όλα που φεύγουν — Όλα.
🍁 🍁
H «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κ’ η «Θεοδώρα»
Ένα κάθε βδομάδα,
στην ορισμένη μέρα,
πάντα στην ίδιαν ώρα,
τρία βαπόρια ωραία,
η «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κ’ η «Θεοδώρα»,
ανοίγουνται απ’ την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα.
Xωρίς μανούβρες κ’ ελιγμούς
και δισταγμούς
κι’ ανώφελα σφυρίγματα,
στρέφουνε στ’ ανοιχτά την πρώρα,
η «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κ’ η «Θεοδώρα»,
σαν κάποιοι καλοαναθρεμμένοι
που φεύγουν από ένα σαλόνι
χωρίς ανούσιες χειραψίες
και περιττές.
Aνοίγουνται απ’ την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα –και με το κρύο και με τη ζέστη.
Πάνε
να μουντζουρώσουν τα γαλάζια
του Aιγαίου και της Mεσογείου
με τους καπνούς των.
Πάνε για να σκορπίσουνε τοπάζια
τα φώτα τους μέσ’ στα νερά
τη νύχτα.
Πάνε
πάντα μ’ ανθρώπους και μπαγκάζια…
H «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κ’ η «Θεοδώρα»,
χρόνια τώρα,
κάνουν τον ίδιο δρόμο,
φτάνουν την ίδια μέρα,
φεύγουν στην ίδιαν ώρα.
Mοιάζουν υπάλληλοι γραφείων
που γίνανε χρονόμετρα,
που η πόρτα της δουλειάς,
αν δεν τους δει μια μέρα να περάσουν
από κάτω της,
μπορεί να πέσει.
(Όταν ο δρόμος είναι πάντα ίδιος
τι τάχα αν είναι σε μια ολόκληρη Mεσόγειο
ή απ’ το σπίτι σ’ άλλη συνοικία;)
H «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κ’ η «Θεοδώρα»
είναι καιρός και χρόνια πάνε τώρα
του βαρεμού που ενοιώσαν την τυράννια,
να περπατούν πάντα στον ίδιο δρόμο,
να δένουνε πάντα στα ίδια λιμάνια.
Aν ήμουν εγώ πλοίαρχος,
ναι –si j’étais roi!–
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
στην «Kλεοπάτρα», τη «Σεμίραμη», τη «Θεοδώρα»,
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
με τέσσερα χρυσά γαλόνια
κι αν μ’ άφηναν στην ίδια αυτή γραμμή
τόσα χρόνια,
μια νύχτα σεληνόφεγγη,
στη μέση του πελάγου,
θ’ ανέβαινα στο τέταρτο κατάστρωμα
κι ενώ θ’ ακούγουνταν η μουσική
που θα’ παιζε στης πρώτης θέσης τα σαλόνια,
με τη μεγάλη μου στολή,
με τα χρυσά μου τα γαλόνια
και τα χρυσά μου τα παράσημα,
θα’ γραφα μιαν αρμονικότατη καμπύλη
από το τέταρτο κατάστρωμα
μέσ’ στα νερά,
έτσι με τα χρυσά μου,
σαν αστήρ διάττων
σαν ήρως ανεξήγητων θανάτων.
Ένα κάθε βδομάδα,
στην ορισμένη μέρα,
πάντα στην ίδιαν ώρα,
τρία βαπόρια ωραία,
η «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κ’ η «Θεοδώρα»,
ανοίγουνται απ’ την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα.
Xωρίς μανούβρες κ’ ελιγμούς
και δισταγμούς
κι’ ανώφελα σφυρίγματα,
στρέφουνε στ’ ανοιχτά την πρώρα,
η «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κ’ η «Θεοδώρα»,
σαν κάποιοι καλοαναθρεμμένοι
που φεύγουν από ένα σαλόνι
χωρίς ανούσιες χειραψίες
και περιττές.
Aνοίγουνται απ’ την προκυμαία
στις εννέα,
πάντα για τον Περαία,
το Mπρίντιζι και το Tριέστι,
πάντα –και με το κρύο και με τη ζέστη.
Πάνε
να μουντζουρώσουν τα γαλάζια
του Aιγαίου και της Mεσογείου
με τους καπνούς των.
Πάνε για να σκορπίσουνε τοπάζια
τα φώτα τους μέσ’ στα νερά
τη νύχτα.
Πάνε
πάντα μ’ ανθρώπους και μπαγκάζια…
H «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κ’ η «Θεοδώρα»,
χρόνια τώρα,
κάνουν τον ίδιο δρόμο,
φτάνουν την ίδια μέρα,
φεύγουν στην ίδιαν ώρα.
Mοιάζουν υπάλληλοι γραφείων
που γίνανε χρονόμετρα,
που η πόρτα της δουλειάς,
αν δεν τους δει μια μέρα να περάσουν
από κάτω της,
μπορεί να πέσει.
(Όταν ο δρόμος είναι πάντα ίδιος
τι τάχα αν είναι σε μια ολόκληρη Mεσόγειο
ή απ’ το σπίτι σ’ άλλη συνοικία;)
H «Kλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κ’ η «Θεοδώρα»
είναι καιρός και χρόνια πάνε τώρα
του βαρεμού που ενοιώσαν την τυράννια,
να περπατούν πάντα στον ίδιο δρόμο,
να δένουνε πάντα στα ίδια λιμάνια.
Aν ήμουν εγώ πλοίαρχος,
ναι –si j’étais roi!–
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
στην «Kλεοπάτρα», τη «Σεμίραμη», τη «Θεοδώρα»,
αν ήμουν εγώ πλοίαρχος
με τέσσερα χρυσά γαλόνια
κι αν μ’ άφηναν στην ίδια αυτή γραμμή
τόσα χρόνια,
μια νύχτα σεληνόφεγγη,
στη μέση του πελάγου,
θ’ ανέβαινα στο τέταρτο κατάστρωμα
κι ενώ θ’ ακούγουνταν η μουσική
που θα’ παιζε στης πρώτης θέσης τα σαλόνια,
με τη μεγάλη μου στολή,
με τα χρυσά μου τα γαλόνια
και τα χρυσά μου τα παράσημα,
θα’ γραφα μιαν αρμονικότατη καμπύλη
από το τέταρτο κατάστρωμα
μέσ’ στα νερά,
έτσι με τα χρυσά μου,
σαν αστήρ διάττων
σαν ήρως ανεξήγητων θανάτων.
🍁 🍁
Μοναξιά
Είναι το πυκνό συλλαλητήριο
που οργανώνει μόνος ένας, μόνος,
κάπου ένα μαχαίρι είναι που βρέθηκε
δίχως ν' ακουστεί κανένας φόνος.
Όπλου είναι βολή χωρίς αντήχηση
στη μεγάλην άμμο μιας Σαχάρας,
πάνω μια χλωμή λειψή πανσέληνος
λιώνει σαν κεράκι της δεκάρας...
Είναι μια σημαία που ξεχάστηκε
στον ιστό μετά τη δύση του ηλίου,
ξέθωρο ένα ράκος που φυλάχτηκε
από εσθήτα περασμένου μεγαλείου.
Έρημος σταθμός το μεσονύχτιο
υπογείων αστικών σιδηροδρόμων,
πέτρες φορτωμένον είναι φέρετρο
που το πάνε τέσσερις στον ώμον.
Βάρκα είναι στο πέλαγο τ' απέραντο
μ' ένα σκελετό για κωπηλάτη
που ήλιος κατακόρυφος τον στέγνωσε
και τον λεύκανε της θάλασσας τ' αλάτι.
Είναι το πουλί που μόνο ξώμεινε
μίλια απ' το κυρίαρχο κοπάδι,
πίσω του το φως της μέρας σβήνεται
και μπροστά του πήζει το σκοτάδι...
Είναι το πυκνό συλλαλητήριο
που οργανώνει μόνος ένας, μόνος,
κάπου ένα μαχαίρι είναι που βρέθηκε
δίχως ν' ακουστεί κανένας φόνος.
Όπλου είναι βολή χωρίς αντήχηση
στη μεγάλην άμμο μιας Σαχάρας,
πάνω μια χλωμή λειψή πανσέληνος
λιώνει σαν κεράκι της δεκάρας...
Είναι μια σημαία που ξεχάστηκε
στον ιστό μετά τη δύση του ηλίου,
ξέθωρο ένα ράκος που φυλάχτηκε
από εσθήτα περασμένου μεγαλείου.
Έρημος σταθμός το μεσονύχτιο
υπογείων αστικών σιδηροδρόμων,
πέτρες φορτωμένον είναι φέρετρο
που το πάνε τέσσερις στον ώμον.
Βάρκα είναι στο πέλαγο τ' απέραντο
μ' ένα σκελετό για κωπηλάτη
που ήλιος κατακόρυφος τον στέγνωσε
και τον λεύκανε της θάλασσας τ' αλάτι.
Είναι το πουλί που μόνο ξώμεινε
μίλια απ' το κυρίαρχο κοπάδι,
πίσω του το φως της μέρας σβήνεται
και μπροστά του πήζει το σκοτάδι...
https://www.translatum.gr/
ΠΕΡΝΟΥΝ ΟΙ ΑΣΙΑΤΕΣ
Ελέφαντες λευκοί,
σειρά μεγάλη συνοδείας,
μέσα στη νύχτα εχτές
περάσαν απ' τους δρόμους τους στενούς
και τους απόλυτα ήσυχους
της πολιτείας.
Ήτανε λίγο στεναχωρημένα
τα ιερά παχύδερμα.
Όλη η μεγαλοπρέπειά τους
σε χτυπητή βραδυπορούσε αντίθεση
με το φτωχό της πολιτείας περιβάλλον.
Στα νώτα τους,
οι Μεγιστάνες της Ασίας,
θαυμάσια ντυμένοι
με υφάσματα πολυτελή
της Βιρμανίας,
ταλάντευαν τα μελαψά
και ηδυπαθή και νωχελή
ωραία σώματά τους.
Πλήθος αστέρων είχε ο ουρανός,
το πιο γλυκό χρυσό της η σελήνη,
οι δούλοι τους εκαίαν αφειδώς
τ' αρώματά τους
κι ο ηδονικός και ράθυμος καπνός
υψώνουνταν προς τ' αστρικά τα σμήνη.
Πράσινες κι ερυθρές ανταύγειες
οι σμάραγδοι και τα ρουμπίνια αφήνανε
κι οι αδάμαντες αστράφτανε ταχείς
σαν στιγμιαία πάθη,
σφοδρά πάθη.
Οι δούλοι,
ακολουθία πολυπληθής,
καθείς τους και δικό του έχοντας δούλο,
κι οι Μεγιστάνες απ' τα νώτα τ' ασφαλή
των ελεφάντων
ολόγυρά τους έριχναν
περίεργες ερωτήσεις:
- Γιατί να υπάρχει τόση κρίσις,
τόση κρίσις...
Έτσι πηγαίναν όλοι τους,
ιππόται της νιρβάνας
και της αταραξίας βασιλείς,
έτσι χαθήκαν νωχελείς
μες στην ωραία νυχτιά του θέρους...
Απο το ΑΘΡΟΙΣΜΑ, Κέδρος, 1983
Στίχοι: Αλέξανδρος Μπάρας
Μουσική: Γιώργος Σφυρίδης
Κι έκανε στα σύννεφα
το χαλκό φεγγάρι
κατιτί σαν κούνια
κάτι ωραίο σχέδιο...
Πάνε μες στην κούνια
κι ο ύπνος ας με πάρει...
Πάνε μες στην κούνια
τη χρυσή την κούνια
και καβάλα στ`όνειρο
μπήξε τα σπιρούνια
κατιτί σαν κούνια
το χαλκό φεγγάρι
έκανε στα σύννεφα...
Κάνε με ένα σύννεφο
κάνε με καπνό
ξυπνώ δεν ξυπνώ
το ίδιο ναι μου κάνει
κάνε με ένα σύννεφο...
Πάρε με στην κούνια
στο χρυσό το λίκνο,
δώσε μου τον ύπνο
ν`αποξεχαστώ
(ποιό είναι το σωστό,
ποιό είναι το πιστό
μη μου αναθυμίζεις)
Κάνε με ένα σύννεφο
νάνι νάνι νάνι
μες στων επιπόλαιων
των μεγαλουπόλεων
χάθηκα την πλάνη...
Κι έκανε στα σύννεφα
το χαλκό φεγγάρι
κατιτί σαν κούνια
κάτι ωραίο σχέδιο...
Κούνα με κουράστηκα
πάντα ν`αγρυπνώ
το κορμί μου οκνό,
βλέφαρα μολύβια
κούνα με, κουράστηκα,
κάνε με καπνό
(ξυπνώ δεν ξυπνώ
όλα μου είναι αδιάφορα
όλα μου είναι ίδια...)
Κάνε με ένα σύννεφο
νάνι νάνι νάνι
για να ξεχαστώ
μες στων επιπόλαιων
των μεγαλουπόλεων
χάθηκα στην πλάνη,
νάνι νάνι νάνι...
Ελέφαντες λευκοί,
σειρά μεγάλη συνοδείας,
μέσα στη νύχτα εχτές
περάσαν απ' τους δρόμους τους στενούς
και τους απόλυτα ήσυχους
της πολιτείας.
Ήτανε λίγο στεναχωρημένα
τα ιερά παχύδερμα.
Όλη η μεγαλοπρέπειά τους
σε χτυπητή βραδυπορούσε αντίθεση
με το φτωχό της πολιτείας περιβάλλον.
Στα νώτα τους,
οι Μεγιστάνες της Ασίας,
θαυμάσια ντυμένοι
με υφάσματα πολυτελή
της Βιρμανίας,
ταλάντευαν τα μελαψά
και ηδυπαθή και νωχελή
ωραία σώματά τους.
Πλήθος αστέρων είχε ο ουρανός,
το πιο γλυκό χρυσό της η σελήνη,
οι δούλοι τους εκαίαν αφειδώς
τ' αρώματά τους
κι ο ηδονικός και ράθυμος καπνός
υψώνουνταν προς τ' αστρικά τα σμήνη.
Πράσινες κι ερυθρές ανταύγειες
οι σμάραγδοι και τα ρουμπίνια αφήνανε
κι οι αδάμαντες αστράφτανε ταχείς
σαν στιγμιαία πάθη,
σφοδρά πάθη.
Οι δούλοι,
ακολουθία πολυπληθής,
καθείς τους και δικό του έχοντας δούλο,
κι οι Μεγιστάνες απ' τα νώτα τ' ασφαλή
των ελεφάντων
ολόγυρά τους έριχναν
περίεργες ερωτήσεις:
- Γιατί να υπάρχει τόση κρίσις,
τόση κρίσις...
Έτσι πηγαίναν όλοι τους,
ιππόται της νιρβάνας
και της αταραξίας βασιλείς,
έτσι χαθήκαν νωχελείς
μες στην ωραία νυχτιά του θέρους...
Απο το ΑΘΡΟΙΣΜΑ, Κέδρος, 1983
🍁 🍁
Σουδάν 1901
Η πινακίδα αυτή, βαλμένη στο κλουβί του
για τους περίεργους του «Ζωολογικού»,
πόσες φορές δεν ξέβαψεν από τα καλοκαίρια
που πέρασαν και πέρασαν,
πόσες φορές δεν βάφτηκε ξανά!
Σε τοσα έτη αιχμαλωσίας
πόσα και πόσα χιλιόμετρα ανυπομονησίας
περπατημένη σε δέκα τετραγωνικά!
Εικοσιτετράωροι αιώνες
τον έκαναν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν.
Δεν πιάστηκε δα και μικρός
για να μην έχει παρελθόν
να μη θυμάται…
Απεναντίας!-
Η μνήμη του στον τόπο της:
…Εκείνες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ,
οι νύχτες, τότε, οι τόσο φωτεινές..,
οι πρώτοι του έρωτες κάτω απ’ τ’ άστρα..,
οι θριαμβικές διαδρομές
στα μάκρη της ερήμου,
τα χόρτα απ’ όπου τις γαζέλες καιροφυλακτούσε…,
οι βράχοι που ήλιος τροπικός τους πυρπολούσε..,
ο ποταμός που ξεδιψούσε,
πού είναι; πού είναι;
πόσος καιρός πέρασε; πόσος καιρός;
Εικοσιτετράωροι αιώνες
τον έκαμαν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν:
Το όλον του ακόμα μεγαλοπρεπές
όσο κι αν πέρσαν τα έτη,
παρ’ όλες τις μεγάλες κακουχίες
που υπέφερε μες στον Παγκόσμιο Πόλεμο
με οικονομίες στις τροφές
και άλλες αθλιότητες.
Το θηριώδες απ’ τα μάτια του δεν έφυγε
όσο κι αν πέρασαν τα έτη:
δεμένοι, οι μυς στο σώμα του σφιχτά
κι ωραία πάντα η χαίτη
όσο κι αν πέρσαν τα έτη.
Δεν αγριεύει πια, δεν εξανίσταται
-όχι πως του ‘γινε συνήθεια η σκλαβιά
και πως την υποφέρει-
αλλά μονάχα από συναίσθηση περιφρονεί
και στέκεται στο ύψος του.
Η Κυριακή σαν έρχεται το ξέρει
από λεπτή διαίσθηση,
την έμαθε, με το συνωστισμό της,
με τ’ αναιδή κυνάρια στην κυριών τις αγκαλιές
πόρχονται και γαβγίζουνε έξω από το κλουβί του,
που χαίρονται τον κόσμο
ενώ διαρκώς πεθαίνει…
Δεν πιάστηκε δα και μικρός
για να μην έχει παρελθόν
να μη θυμάται…
…Ω νύχτες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ
κάτω από τ’ άστρα!
(κι ω τύχη του τόσο όμοια
με κάποιες των ανθρώπων!)
Σουδάν 1901
Η πινακίδα αυτή, βαλμένη στο κλουβί του
για τους περίεργους του «Ζωολογικού»,
πόσες φορές δεν ξέβαψεν από τα καλοκαίρια
που πέρασαν και πέρασαν,
πόσες φορές δεν βάφτηκε ξανά!
Σε τοσα έτη αιχμαλωσίας
πόσα και πόσα χιλιόμετρα ανυπομονησίας
περπατημένη σε δέκα τετραγωνικά!
Εικοσιτετράωροι αιώνες
τον έκαναν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν.
Δεν πιάστηκε δα και μικρός
για να μην έχει παρελθόν
να μη θυμάται…
Απεναντίας!-
Η μνήμη του στον τόπο της:
…Εκείνες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ,
οι νύχτες, τότε, οι τόσο φωτεινές..,
οι πρώτοι του έρωτες κάτω απ’ τ’ άστρα..,
οι θριαμβικές διαδρομές
στα μάκρη της ερήμου,
τα χόρτα απ’ όπου τις γαζέλες καιροφυλακτούσε…,
οι βράχοι που ήλιος τροπικός τους πυρπολούσε..,
ο ποταμός που ξεδιψούσε,
πού είναι; πού είναι;
πόσος καιρός πέρασε; πόσος καιρός;
Εικοσιτετράωροι αιώνες
τον έκαμαν νευρασθενή
χωρίς να τον δαμάσουν:
Το όλον του ακόμα μεγαλοπρεπές
όσο κι αν πέρσαν τα έτη,
παρ’ όλες τις μεγάλες κακουχίες
που υπέφερε μες στον Παγκόσμιο Πόλεμο
με οικονομίες στις τροφές
και άλλες αθλιότητες.
Το θηριώδες απ’ τα μάτια του δεν έφυγε
όσο κι αν πέρασαν τα έτη:
δεμένοι, οι μυς στο σώμα του σφιχτά
κι ωραία πάντα η χαίτη
όσο κι αν πέρσαν τα έτη.
Δεν αγριεύει πια, δεν εξανίσταται
-όχι πως του ‘γινε συνήθεια η σκλαβιά
και πως την υποφέρει-
αλλά μονάχα από συναίσθηση περιφρονεί
και στέκεται στο ύψος του.
Η Κυριακή σαν έρχεται το ξέρει
από λεπτή διαίσθηση,
την έμαθε, με το συνωστισμό της,
με τ’ αναιδή κυνάρια στην κυριών τις αγκαλιές
πόρχονται και γαβγίζουνε έξω από το κλουβί του,
που χαίρονται τον κόσμο
ενώ διαρκώς πεθαίνει…
Δεν πιάστηκε δα και μικρός
για να μην έχει παρελθόν
να μη θυμάται…
…Ω νύχτες του Μπαχρ-Ελ-Γκαζάλ
κάτω από τ’ άστρα!
(κι ω τύχη του τόσο όμοια
με κάποιες των ανθρώπων!)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου