Ξύπνησε χαράματα πάλι. Μ’ ένα κεφάλι βαρύ να μη μπορεί να σταθεί στους ώμους του. Τότε θυμήθηκε ότι σε λίγες μέρες θα έπιανε τα εξήντα. Με εξήντα ποτέ δεν πήγαινε με την μηχανή του. Με εκατόν εξήντα ναι. Οπότε εκατόν εξήντα μείον εξήντα ίσον εκατό. Ωραία ακούγεται αυτό το νούμερο. Να φτάσει τα εκατό και να τον κρατάνε τα πόδια και να δουλεύει το μυαλό. Εκεί κατέληξε ο ειρμός των σκέψεών του κι έδειχνε ευχαριστημένος.
Πρωί πρωί έχοντας ήδη πιει τον πρώτο καφέ και μια χούφτα χάπια, οι ενοχές, οι σκέψεις, οι τύψεις και οι επικύψεις που έκανε στη ζωή του, ζόρικη γυμναστική, στήνουν χορό στο μυαλό του, ευτυχώς τον χορό του Ζαλόγγου και μια μία γκρεμίζονται στο βάραθρο του υποσυνείδητου μέχρι την επόμενη νύχτα.
Τώρα η μόνη του σκέψη είναι εκείνη. Εκείνη η αγαπημένη Αγγέλα, η φίλη και «ερωμένη» του. Κανόνισαν να περάσει από τη δουλειά της. Να την πάρει να πάνε για μια σαλάτα και καφέ. Το μεσημέρι δεν τρώει τίποτε άλλο γιατί θέλει να είναι φιτ. Οι περισσότερες γυναίκες τόχουν αυτό, γυμναστήριο, διατροφή και πάει λέγοντας. Μόνο σαλάτα και καφέ με μια κοφτή κουταλιά μαύρη ζάχαρη. Καφέ ελληνικό. Σε ένα καφέ κοντά στην εργασία της που τόχει ένας Έλληνας. Κατά τις μιάμιση δύο παρά τέταρτο.
Νάτη, κατεβαίνει τρέχοντας τη σκάλα. Πολύς κόσμος στη σκάλα της εισόδου, μα αυτή ξεχωρίζει. Λευκό πουκάμισο. Τζην πανταλόνι με σκισίματα. Στέκεται μπροστά στην είσοδο κρατώντας μια τσάντα φάκελο. Κοιτάζει δεξιά, αριστερά τον βλέπει. Τρέχει. Ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.
Κρατώντας τον αγκαζέ ετοιμάζονται να μπουν στο μπαράκι. Εκείνη τη στιγμή στραβοπατάει και… παίρνει το τακούνι στο χέρι. Βγάζει τις μπορντό γόβες, επί τόπου, με άνεση.
-Έτσι νιώθω πιο άνετα και σκάει ένα χαμόγελο-εξπρές.
-Πώς είναι η μέρα σου;
-Έπεσαν πολλές εξελίξεις μαζί, έχουμε και την επέκταση στα δώδεκα μίλια στο Ιόνιο. Περιμένουμε αντιδράσεις από τους γείτονες…. Επειτα κοβιντ, ΗΠΑ…
Καθίσαν στο τραπεζάκι της γωνίας που σχηματίζουν ένας σωμόν τοίχος και η τζαμαρία του μαγαζιού.
-Μισό. Την σαλάτα αρ. 12 για την κυρία και δυο καφέδες αρ. 27. Ευχαριστώ.
-Εσύ γλυκέ μου, για λέγε…
-Εγώ τρώω από την σύνταξη. Όχι την σύνταξη. Γιατί από την σύνταξη τρώνε κι άλλοι. Παιδιά, εγγόνια. Γκρίνια στόπ όμως. Εσύ πώς πας; Εκτός από τα εργασιακά σου…
-Τα συνηθισμένα. Με τον Νίκο. Ξέρεις. Μια τρωγόμαστε. Μια… αγαπιόμαστε. Δε βαρυέσαι. Ολο μέσα μέσα. Κι εξω τα μαγαζιά κλείνουν νωρίς. Όλο μάσκα και αντισηπτικά… Νεύρα είναι αυτά σπάνε και μετά σπας ό,τι βρίσκεις μπροστά σου…
-Κατάλαβα. Μήπως χρειάζεσαι ένα μικρό δάνειο να αντικαταστήσεις το σερβίτσιο του τσαγιού ας πούμε;…
- Όχιιιιιι…. Κι έσκασε στα γέλια και ήταν σαν να βγαίνει ο ήλιος σε γκρίζο ουρανό.
-Σου άρεσε η σαλάτα κοριτσάκι;
- Τέλεια, αλλά την επόμενη φορά θα διαλέξω άλλο νούμερο…
-Ναι ώσπου να εξαντληθούν όλα τα νούμερα και να αλλάξουμε στέκι…
-Υπονοείς ότι είμαι απαιτητική ή ότι δεν ξέρω τι θέλω;
-Και τα δυο μαζί. Σκέτη καταστροφή.
Εκείνη χαμογέλασε συνενοχικά, ρίχνοντας; μια κλεφτή ματιά στο ρολόι της.
-Χρήστο γράφεις τίποτα που να σου αρέσει, γιατί εγώ εκείνο το βιβλίο… του έχω αλλάξει τα φώτα, η αλλαγή της αλλαγής…
-Μικρά γράφω, όλο και μικραίνουν, σε λίγο θα γράφω στο πίσω μέρος του Καρέλια κασετίνα που καπνίζω. Εχεις ακουστά για τη Γκαλά;
-Τι είναι μοντέλο αυτοκινήτου ή σουπερ μόντελ. Οκ. Σοβαρεύομαι. Μια Ρωσίδα δεν ήταν;
-Ναι σύζυγος και μούσα του αγαπημένου σου Νταλί… Και μετά του Ελυάρ.
-Δε με αφήνεις να τελειώσω, το ήξερα…
-Ε μα ναι, περίμενέ με…
-Καλό αλλά κρύο, είπε για να τον πειράξει.
-Ξέρεις τι έχω επιθυμήσει; Να πάμε σινεμά, λίγο με νοιάζει το έργο. Να φοράς ένα φόρεμα σκιστό στο πλάι και νάιλον κάλτσες μαύρες με καλτσοδέτες.
-Για να μου βάζεις χέρι. Τί; Όχι;
-Όχι. Εγώ την επιθυμία μου την εξέφρασα. Μέχρις εκεί. Λοιπόν ώρα να πηγαίνουμε κοριτσάκι. Να και η σακούλα που μας έφερε ο σερβιτόρος για τις γόβες σου.
-Τι ευγενικό παιδί. Πάμε. Μια μικρή βολτίτσα στην πλατεία πρώτα.
-Μα είσαι ξυπόλητη
-Ε και;
-Φοράς εσώρουχα; Φωναξε ο Χρήστος δυνατα
-Ναίίιιιιι…. Μπλου μπλάκ αγόρι μου.
Έφυγε μπροστά περπατώντας στα δάχτυλα των καλογυμνασμένων άκρων της. Σταματούσε, γύριζε το κεφάλι να τον κοιτάξει, ανέμιζαν τα καστανά με διακριτικές ανταύγιες μακρυά μαλλιά της. Του χαμογελούσε και του έγνεφε να την ακολουθήσει.
Ε ναι ήταν η μούσα του. Ξεκίνησε να της το πει κάνοντας τον πρόλογο με τη Γκαλά αλλά το σταμάτησε… Μια σταχτοπούτα που είχε χάσει και τα δυο της γοβάκια. Και χόρευε ξυπόλυτη στη μέση της πλατείας. Οι ηλικιωμένοι σήκωσαν το βλέμμα από την εφημερίδα. Τα παιδιά σταμάτησαν να παίζουν. Οι νταντάδες συνέχισαν να νανουρίζουν τα μωρά στα καροτσάκια… Οι λάμπες της πλατείας άναψαν.
-Έλα, Αγγέλα μου, πάμε θα αργήσεις.
Μα εκείνη δεν τον άκουγε πια. Κι εκείνος την έχασε από τα μάτια του.
Φαίνεται κοίταξε το ρολόι της και είδε ότι είχε αργήσει.
Ο Χρήστος έβαλε τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Ο διαβάτης με τον οποίο διασταυρώθηκε διέκρινε το χαμόγελό στα χείλη του. Ό Χρήστος ήταν σίγουρος πια για τη μούσα του. Η Αγγέλα δεν του είχε αφήσει περιθώρια επιλογής.
Δημήτρης Κ.
Η φωτογραφία είναι από το https://co.pinterest.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου