Γιώργος Αλεξανδρής - Το κάστρο
Το κάστρο που ορθώνεται έχει μεγάλα τείχη.να το θωρεί από κοντά ανθρώπινο δισάκι.
Το βλέπει η νύχτα χαίρεται, ο ήλιος καμαρώνει,
η πλάση παίρνει χρώματα, στολίζει και μαγεύει,
δροσιά και χάδι ο άνεμος και το γλυκό αηδόνι,
κελάηδημα στα δίκλωνα τον κόσμο να γητεύει.
Στην πύλη ίσια οδηγεί ένας μεγάλος δρόμος.
Ρυάκια δεξιά κι αριστερά και πιο ψηλά αναβρύζει
μια βρύση που έχει μέσα του βράχος ξερός και μόνος
πετούμενα να πίνουνε, διαβάτες να δροσίζει.
Πολέμαρχοι εστήθηκαν μπρος στα μεγάλα τείχη,
το κάστρο να πατήσουνε τον Ρήγα να συλλάβουν
και ρίχνουν βέλη σύννεφα τ’ αρματωμένα πλήθη,
στο γιόμα να αγκιστρωθούν, το δείλι να προλάβουν.
Την μάχη οι δράκοι την κρατούν αιώνια φωτιά.
Ο πόθος της κατάκτησης κρυφά την συνδαυλίζει
και πέφτουνε αιμόσταχτα τ’ ανθρώπινα κορμιά,
μπροστά στο κάστρο τ’ άπαρτο που χαλασμό βουίζει.
Η νύχτα φτιάχνει δόρατα κι η μέρα τα ξοδεύει.
Κρατούν δυνάμεις το πρωί τις χάνουνε στο γιόμα.
Η μάχη συνεχίζεται και τον καιρό τους κλέβει
κι επίδοξοι οι πολέμαρχοι το πολεμούν ακόμα.
Στα βέλη μένει άπαρτο, μ’ αλαλαγμούς δεν πέφτει.
Κοντάρια κι αν μουγκρίζουνε σπαθιά και αν σφυρίζουν ,
θα μένει πάντα άπαρτο και θέλει πρώτο κλέφτη
να έχει σπίθες στην καρδιά και μάτια να βιγλίζουν.
Την μάχη άφησαν ορθή πολεμιστές τεχνίτες
και μες στο δάσος το πυκνό, ζητούνε μονοπάτια.
Κρυφά στον πύργο ανέβηκαν οι καστροπολεμίτες
και τώρα από μέσα τα πατούν , του Ρήγα τα παλάτια.
ΙΙ.
Τα κάστρα, τα κάστρα κοίταξε…
σκύβουν πάνω στα χρόνια μας,
αφοπλίζουν τα παιδικά μας χέρια
κι οι βέργες μας, από σπαθιά,
έγιναν βάγια υποδοχής
για εμάς, τους άσωτους,
τους εξωμότες,
που απαρνηθήκαμε τις γειτονιές μας.
Κοίτα! Ανάμεσα στις πολεμίστρες
γδύνεται το φεγγάρι
τα μεσάνυχτα.
Κι αν έχουμ’ εδώ πέρα
1895
Κωστής Παλαμάς - Λόγος και αντίλογος
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ - Απόσπασμα
Μάνα, των κόσμων η αρμονίασε φορεί στο κεφάλι της κορόνα·πώς των ολέθρων η Γοργόνα
σου αρμάτωσε τα χέρια που μοιράζουντο μέλι και την αμβροσία;
Η πράξη του σοφού, είν’ η σκέψη.
Δεν είν’ ανάξιος όποιος δείχνεταισα να μην τον ταράζουν
και των ψυχών και των πατρίδων τα δεινά.Πόσες φορές του ατάραχου του πρέπουν Ωσαννά!Παθών ανεμοστρόβιλοι ακυβέρνητωνπώς τα θολώνουν των ψυχών τα μάτια!Πώς των πατρίδων κρέμουνται, στ’ αρπάγια των κυβερνητών,
τα αιματοστάλαχτα κομμάτια!Η πράξη του σοφού, είν’ η σκέψη,και το τραγούδι είναι το κάστρο του ποιητή.Δεν είν’ ανάξιος το χρυσάφι όποιος κρατείχωρίς να το ξοδέψει,
κι ας τονε κράζουν οι άσωτοι ζητιάνο ή σφιχτοχέρη.Άξιος που ζει σαν άγνωρος με τη δική του γνώση,σα να ’χει όχι να δώσει,μα σα να θέλει να γυρέψει.
Γνωρίζει η πράξη τα μισά, τ’ ακέρια η σκέψη ξέρει.
Σε ανταριαστούς κάποιους καιρούς ξέχωρους φτάνει ώς τ’ άστραόποιος τη γνώμη του κρατά μ’ όλη της την αλήθειακι εκείθε απ’ τ’ άγρια ρέματα κι από τα γαύρα πλήθια,μες στη χαλάστρα οργή και ορμή μιαν άνεργη όψη πλάστρα.Απάνου από το δυνατό τα πάντα που λυγίζει
κάποιος κριτής υπάρχει και ζυγίζει.Πόσες φορές του ατάραχου του πρέπουν Ωσαννά!Καλά καλά και αληθινάη δύναμη δεν είναι και δε ζειπαρά μαζί
με τη δικαιοσύνη.
Γειρτό κεφάλι γαληνό με την ταπεινοσύνηθαρρείς πως γέρνει μοναχά για να δεχτείκάποιο στεφάνι που από δάφνη έχει πλεχτεί,που έχει πλεχτεί από κρίνο
για το κεφάλι εκείνο.Άξιοι, στα κάστρα σας κλειστοί,σεμνέ σοφέ, τρελέ ποιητή!
Και είν’ άξιος όποιος μες στο κάστρο του κλειστεί,λιγόψυχο ας τον κράζουνε, γυναίκα ας τον ειπούνε
για να φυλάξει απείραχτα και απάρθενατα λόγια τα προφητικά που αργά θα γκρικηθούνε,αργά ή γοργά σα θα σημάνεις, ώρα,πέρα κι απάνου απ’ το σεισμό το χαλασμό,πρωί και με την ξαστεριά, στερνά και με τη μπόρα.
Ποιός ξέρει! Ο λόγος θ’ ακουστεί σαν πρέπει ν’ ακουστεί,τι πέρα πάει κι απάνου από τα ήσυχα,πέρα κι απάνου από την ταραχή,Νόμος αυτοκυβέρνητος, σκοπός και βρυσομάνα αρχή,με τη φωνή του μοναχά, κι όταν ακόμα μένει
με στόμα που το σφράγισε μαλαματένια μια σιωπή,σιωπή, που σε όλα γύρω της αδιάφορη και ξένη,δείχνει σα να ’χει κάτι απ’ όλα πιο βαθύ να πει
Κατερίνα Ραμανδάνη - ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ Τ’ ΑΒΑΛΟΝ
Τα κάγκελα της πύλης άνοιξαν
μπαίνω μέσα στον πύργο
τα τέσσερα ολοστρόγγυλα πυργάκια διάλεξαν
στις άκρες να μείνουν στο έργο.
Ο πέμπτος και κεντρικός πύργος τετράγωνος
στη μέση με κόκκινη πέτρα στολίζει
χορταριασμένος ο αυλόγυρος, οκτάγωνος
και η φωνή του κουδουνιού σφυρίζει.
Πίσω απ’ το τείχος άγρια θάλασσα
ακούγεται τρανταχτά να μουγκρίζει
λευκοί αφροί γλύφουν το τείχος και σίρριζα
έρχεται η βοή της και αφρίζει.
Ο μεγαλόπρεπος ο πύργος δεν σκιάζεται
στέκει μπροστά μου αρχοντικός
κι ένα βαρύ κάρο εμπρός μου σέρνεται
χάσκει κρυφά ένας ποντικός.
Οι πολεμίστρες φαίνονται έρημες
και οι σημαίες ξεθωριασμένες
οι ανεμοδείκτες χήρες πένθιμες
και οι άλλοτε εποχές ξεχασμένες.
Τα κάγκελα της πύλης άνοιξαν
βγαίνω από τον κόκκινο πύργο
και οι μνήμες μέσα μου ορθάνοιξαν
χρόνο και αίγλη από αιώνα τρίτο.
Κατερίνα Ραμανδάνη-Σαντραβέλα
http://www.mcnews.gr/
Καθόμουν στην παραλία
κοίταζα απ΄τη μια μεριά
τη θάλασσα
κι απ΄την άλλη τον Όλυμπο
είχα απέναντι μου
το Κάστρο του Πλαταμώνα
και είπα ότι θα μπορούσε να γίνει
το Κάστρο της Ποίησης
όχι για μια βδομάδα ή δύο
αλλά για όλο το χρόνο
365 μέρες κι ύστερα
άλλες τόσες κι άλλες τόσες
να έρχονται ποιητές και ποιήτριες
απ΄όλο τον κόσμο
άσπροι, μαύροι, κίτρινοι
να διαβάζουν τα ποιήματα τους
κι ο κόσμος ν΄ακούει μαγεμένος
τις μισές μέρες ν΄ακούγονται
ποιήματα των τεθνεώτων
και τις άλλες των ζωντανών
αιθέρια κορμιά να συνωστίζονται
μα τι λέω, σκέφτηκα
δεν θα το επιτρέψουν ποτέ
οι διαχειριστές της πολιτικής εξουσίας
μυρίζει μπαρούτι
κι αυτοί φοβούνται την ελευθερία
όπως ο διάολος το λιβάνι.
Γιώργος Σεφέρης -Ο βασιλιάς της Ασίνης
Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου παγονιού
μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ' άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.
Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ' αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα
άγνωστος, λησμονημένος απ' όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα·
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ' την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
«Ασίνην τε... Ασίνην τε...»
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ' άφαντο λιμάνι·
κάτω απ' την προσωπίδα ένα κενό.
Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει
ο χείμαρρος του ήλιου
με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.
Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται,
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις
αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα
και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη
ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την
απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη
διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα
μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πί-
κρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.
Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω στο σκου
τάρι:
«Ασίνην τε Ασίνην τε...». Να 'ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρό-
πολη
Αγγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω
στις πέτρες.
Ασίνη, καλοκαίρι '38 - Αθήνα, Γεν. '40
http://ebooks.edu.gr/
Το κάστρο της Ζαρνάτας
"Ανηφοριά Ανθοφορούσα" εκδ. Φιλιππότη 2018,
Σιωπούσα
"Ανηφοριά Ανθοφορούσα" εκδ. Φιλιππότη 2018,
[Primavera di Santa Augusta]
Με τη βροχή στα όρη, στα κάστρα
πέφτουν και γκρεμίζονται τα λάβαρα∙
αλαφρύς σα σκελετός
κινώ για τούτη τη μέρα
που δασωμένη χύνεται στον κόσμο.
Πίσω απ’ τις τυφλές του πάγου ριπές
και τα πυκνά ιζήματα των βάλτων,
στο σβησμένο γαλανό των χιονοστιβάδων
ταλαντεύονται τα ζύγια του χειμώνα
σταματημένα απ’ τη δική σου τη σιωπή,
σταματημένα απ’ του τρόμου μου τις απαρχές∙
μέσ’ από ένα άλλο μέτωπο βροχής
άνοιξη γλυκιά
στα όρη βροντά
Η δικιά σου η ιστορία φωτίζει
ακόμα: μες στη δίνη κατεβαίνεις
απ’ το νοτισμένο φύλλωμα
των χωριών
με τ’ ουρανού και των δρόμων τα ρεύματα,
με τις αβύσσους τις απογυμνωμένες κάτω απ’ τα τείχη
και κάτω απ’ τα τρένα
που ακινητούν προτού βραδιάσει.
Οι φωνές του αληθούς
αιώνος σ’ εξαγνίζουν
όμως τα μάτια μένουνε σβησμένα
πάνω σε τούτη τη γη τη στερημένη από σένα
κι από το πρόσωπό σου το νικημένο απ’ το θάνατο
γνωρίζω το δικό μου.
Η άνοιξη απλώνεται
στο δειλινό
Και πάνω στα φωτισμένα βουνά
στέκεται η μυστική μας ιστορία
Ναι !
Από αιώνες σκαρφαλωμένη
στα κάστρα του Ήλιου
σαν να περίμενε τις λέξεις μας
υπομονετικά
Ω ! Αγάπη
Δεν έχουν σκοτάδι -πια- οι λέξεις μας
Πιαστήκανε στους ιστούς των μύθων
Κι έχουν τους ήρωες για συντροφιά
Δύναμη παίρνουνε
και συνεχίζουνε
τα ταξίδια
Εμπρός για το φως !
Τρέφεται με τον λόγο
η Αγάπη
Η χαρά της τους ορίζοντες
γυροφέρνει
σαν των Τιτάνων τις προσευχές
Σαν να γεννήθηκε κάτι μεγάλο
πλάι στον Ήλιο
Ναι !
Θεέ μου
Η αγάπη έγινε αστέρι
Και σαν γίνηκε η θάλασσα ουρανός
πέταξε σαν γλάρος
για της ωραιότητας
τους κρυμμένους θησαυρούς
Οι ακτίνες του
με χρώματα και δάκρυα
στολίστηκαν
και των ονείρων μας
ουράνια τόξα
γίνανε
Τ' αστέρι σου αγάπη
προσκυνώ
Με τα χείλη μου
αγγίζω τη φωτιά του
Στα στήθη μου
φορώ το φως του
Για πάντα !
Είναι από εκείνες τις φορές που σε πιάνει μια φαγούρα να αναμοχλεύεις το παρελθόν. Μια φαγούρα στην παλάμη που δεν λέει να σταματήσει, όσο κι αν ξύνεις το χέρι σου. Θα σταματήσει μόνο, όταν πέσεις πάνω σε κάτι που θα αποσπάσει την προσοχή σου από την ιδέα της.
Ανάμεσα σε όλα την προσοχή τραβά μια φωτογραφία. Πάνε πολλά χρόνια που την είχαμε τραβήξει. Κάπου σε μια παραλία, σε ένα νησί των Κυκλάδων, εκεί που γνωριστήκαμε. Την είχα ξεχωρίσει πολλές φορές ανάμεσα σε άλλες γιατί κάθε φορά που την έβλεπα, ένιωθα ότι ακούω ακόμα τον ήχο των κυμάτων που σκάνε στην αμμουδιά. Κι εκείνη η γλυκιά ζεστασιά της άμμου, πάνω στην οποία καθόμασταν αγκαλιά και κάναμε όνειρα, κοιτάζοντας την θάλασσα , ένιωθα να με ζεσταίνει ξανά και ξανά..
Τώρα που την κοιτώ όμως πάλι, σαν κάτι να άλλαξε. Λες και κρύωσε η άμμος λιγάκι και με κόπο προσπαθώ να ακούσω τα κύματα που έρχονται. Λες και σταμάτησε ο χρόνος, ή η γη να γυρίζει..
Δεν ξέρω..
Το όνομα της παραλίας κάθε άλλο παρά ταιριαστό ήταν.. “Πλατύς Γιαλός”. Μάλλον μακρύς και στενός ήταν… Τώρα που το σκέπτομαι, ίσως μας ταίριαζε. Στενός πολύ για να χωρέσει να όνειρα και τις φιλοδοξίες που κάναμε μαζί. Μακρύς, για να μας θυμίζει τον μακρύ και δύσκολο δρόμο που θα έχουμε μπροστά μας. Τώρα που το ξανασκέφτομαι ήταν δρόμος για έναν… δεύτερος δεν χωρούσε.
Δεν φτιάξαμε ποτέ κάστρα στην άμμο όπως ήθελες και δεν ζήσαμε ανέμελα σαν τον ιππότη και την πριγκίπισσα μέσα σ΄αυτά. Σου έλεγα ότι αυτά είναι παραμύθια για μικρά παιδιά. Ήθελα να ξέρεις πως απλώς φοβόμουν μην ανοίξεις την πόρτα του κάστρου και φύγεις μια μέρα.
Επέλεξα να σε κλείσω στην καρδιά μου και από φόβο μη μου φύγεις, πέταξα τα κλειδιά μακριά, ώστε να μην τα βρεις. Κι όταν πια κατάλαβα ότι έπρεπε να τρέξω να έρθω κοντά σου, για να μην μένεις άλλο μόνη σου κλεισμένη στα σκοτάδια της, ήταν πια αργά. Και καθώς δεν είχε το κουράγιο να αντέξει την ορμή σου, τελικά τη σώριασες μονομιάς.
“Δεν είναι έτσι αγάπη μου” είπες και άνοιξες τα φτερά σου να πετάξεις μακριά..
Ναι, δεν προσπάθησα να τη φτιάξω…Θέλει και η καρδιά τον χρόνο της για να τοποθετεί τα αγαπημένα της πρόσωπα εκεί που ανήκουν, ανάμεσα στους άλλους θησαυρούς της. Μόνο έμεινα να φτιάχνω στην άμμο τα παλάτια που ποτέ δεν έχτισα, μήπως και κάποια μέρα τα δεις και γυρίσεις.
Σ’αφήνω όμως τώρα. Σήκωσε κύμα και μου τα γκρεμίζει. Ίσως να καταλαβαίνουν κι αυτά πως η αγάπη δεν τελειώνει με έναν θάνατο.
Γιάννης Λελέκης
Κάστρο της Σκιάθου
Παρέμεινε το κέντρο του νησιού κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους και επί Τουρκοκρατίας.
Ίσως το πιο ενδιαφέρον γύρω από αυτό το κάστρο είναι ότι το αναφέρει επανειλημμένα ο Παπαδιαμάντης. Διαβάστε περισσότερα
πηγή
Της Ωριάς το κάστρο (Χίος)
σαν της Ωριάς το κάστρο κάστρο δεν είδα,
τέτοιο κάστρο δεν είδα Φράγκα και καλή καρδιά
τέτοιο κάστρο δεν είδα Φράγκα και καλή καρδιά.
Που 'χει ασημένιες πόρτες κι αργυρά κλειδιά
που 'χει ασημένιες πόρτες κι αργυρά κλειδιά,
τέτοιο κάστρο δεν είδα σαν το κάστρο της Ωριάς
τέτοιο κάστρο δεν είδα σαν το κάστρο της Ωριάς.
Τούρκοι το πολεμούσαν χρόνους δώδεκα
Τούρκοι το πολεμούσαν χρόνους δώδεκα,
χρόνους μήνες δεκατρείς 'σύ το νου μου το κρατείς
χρόνους μήνες δεκατρείς 'σύ το νου μου το κρατείς.
σαν της Ωριάς το κάστρο δεν ελόγιασα.
Κάστρο θεμελιωμένο, κάστρο ξακουστό,
σαράντα οργυαίς του ψήλου, δώδεκα πλατύ,
μολύβι σκεπασμένο, μαρμαροχυτό,
με πόρτες ατσαλένιαις κι' αργυρά κλειδιά,
και του γιαλιοϋ η πόρτα στράφτει μάλαμα.
Τούρκος το τρογυρίζει χρόνους δώδεκα,
δεν μπορεί να το πάρη το ερημόκαστρο.
Κι' ένα σκυλί τουρκάκι, μιας 'Ρωμνιάς παιδί,
'ς τον Αμιρά του πάει και τον προσκυνάει.
"Αφέντη μ' Αμιρά μου και σουλτάνε μου,
αν πάρω γω το κάστρο τι είν' η ρόγα μου;
-Χίλια άσπρα την ημέρα κι' άλογο καλό,
και δυο σπαθιά ασημένια για τον πόλεμο.
-Ουδέ τάσπρα σου θέλω κι' ουδέ τα φλωριά,
ουδέ και τάλογό σου κι' ουδέ τα σπαθιά,
μόν' θέλω γώ τη κόρη, πού ναι 'ς τα γυαλιά.
-Ωσάν το κάστρο πάρης, χάρισμα κι' αυτή."
Πράσινα ρούχα βγάζει, ράσα φόρεσε.
Τον πύργο πύργο πάει και γυροβολάει,
'ς την πόρτα πάει και στέκει και παρακαλεί.
"Για άνοιξε άνοιξε πόρτα, πόρτα της Ωριάς,
πόρτα της μαυρομάτας της βασίλισσας.
-Φεύγα απ' αυτού, βρε Τούρκε, βρε σκυλότουρκε.
-Μα το σταυρό, κυρά μου, μα την Παναγιά,
εγώ δεν είμαι Τούρκος ουδέ Κόνιαρος,
είμαι καλογεράκι απ' ασκηταριό.
Δώδεκα χρόνους έχω οπ' ασκήτευα,
χορτάρι εβοσκούσα σαν το πρόβατο,
κ' ήρθα να πάρω λάδι για τοις εκκλησιαίς.
Για ανοίξετέ μου νά μπω του βαρόμοιρου.
-Να ρήξουμε τσιγγέλια να σε πάρουμε.
-Τα ράσα μου είναι σάπια και ξεσκίζονται.
-Να ρήξουμε το δίχτυ να σε πάρουμε.
-Είμαι από τη πείνα κι' άντραλίζουμαι."
Γελάστηκε μια κόρη, πάει, τον άνοιξε.
Όσο ν' ανοίξη η πόρτα, χίλιοι εμπήκανε,
κι' όσο να μισανοίξη, γέμισ' η αυλή,
κι' όσο να καλοκλείση η χώρα πάρθηκε.
Όλοι χυθήκαν 'ς τάσπρα, όλοι 'ς τα φλωριά,
και κείνος εις την κόρη, πού ναι 'ς τα γυαλιά.
Κ' ή κόρη από τον πύργο κάτω πέταξε,
μήτε σε πέτρα πέφτει, μήτε σε κλαριά,
παρά σε Τούρκου χέρια και ξεψύχησε.
( καππαδοκική παραλλαγή )
Όσα κάστρα κι αν είδα κι όσα λόγιασα
Τούρκος το πολεμάει χρόνους δώδεκα
-Αφέντη βασιλέα, τ' ειν' το τάγμα σου;
-Ουδέ τ' άσπρα σου θέλω ουδέ τα σπαθιά
Καλογεράκι εγίνη, ράσα φόρεσε
-Aνοιξε, την πόρτα την πόρτα της Ωριάς
-Μα το σταυρόν, κυρά μου, μα την Παναγιάν
-Για δώτε τον ψωμάκι κι άμε στο καλό
-Για ρίξετε τους γάντζους να τον πάρετε
Η πόρτα μισανοίγει, γέμισ' η αυλή.
Château de Chillon - Το Κάστρο που έγινε ευρέως γνωστό από το ποίημα του Λόρδου Βύρωνα, «Ο φυλακισμένος του Σιγιόν» (The Prisoner of Chillon, 1816).Το Château de Chillon (ή ελληνιστί το Κάστρο του Σιγιόν) είναι ένα μεσαιωνικό κάστρο και βρίσκεται στην ακτή της λίμνης της Γενεύης. Έγινε ευρέως γνωστό από το ποίημα του Λόρδου Βύρωνα, «Ο φυλακισμένος του Σιγιόν» (The Prisoner of Chillon, 1816). Επίσης, αποτελεί την πηγή έμπνευσης για το κάστρο του Πρίγκιπα Έρικ στην ταινία «Η μικρή γοργόνα» της Disney. Πέραν τούτου όμως, αποτέλεσε ένα σημαντικό σημείο – σταθμό στο πέρασμα από και προς τις Άλπεις, κάτι που έγινε αντιληπτό από τη Ρωμαϊκή εποχή οπότε και συνανταμε την πρώτη αναφορά.Σύμφωνα με τον εθνολόγο Albert Samuel, το όνομά του σημαίνει επίπεδη πέτρα και προέρχεται από τη βαλντεσιανή διάλεκτο. Ο Victor Hugo έχει γράψει: «το Σιγιόν είναι μια μάζα από πύργους πάνω σε μια μάζα από βράχια». Ο Ουγκώ, όπως και οι Λόρδος Βύρων, Αλέξανδρος Δουμάς, Jean Jack Rousseau, Johann Wolfgang von Goethe, Mark Twain, Charles Dickens και Gustave Flaubert είναι μερικοί μόνο από τους ρομαντικούς συγγραφείς και ποιητές που πέρασαν από το Château de Chillon από το τέλος του 18ου αιώνα και εντεύθεν.
Το ιστορικό κέντρο της πόλης της Κέρκυρας οριοθετείται από δύο φρούρια: στα Ανατολικά το Παλιό Φρούριο και στα δυτικά το Νέο Φρούριο. Στο παρελθόν τα δύο φρούρια ενώνονταν από τείχη που περιέκλειαν την κατοικημένη πόλη.
Το πιο παλιό από τα δύο είναι προφανώς το Παλιό Φρούριο της Κέρκυρας που χτισμένο σε μια βραχώδη χερσόνησο με δυο χαρακτηριστικούς λόφους αποτελεί το ανατολικό άκρο της Κέρκυρας και ταυτόχρονα το πιο επιβλητικό μνημείο της πόλης.
Το κάστρο υπέστη επί πολλούς αιώνες μετατροπές και επεκτάσεις αλλά στη σημερινή του μορφή οριστικοποιήθηκε από τους Ενετούς. Διαβάστε περισσότερα
Της σιωπής τα κάστρα ~ Χρήστος Θηβαίος
Βασίλης Λέκκας- Κάστρα
Το Φραγκοκάστελλο είναι ενετικό μεσαιωνικό κάστρο που βρίσκεται στη νότια ακτή της Κρήτης, περίπου 12 χιλιόμετρα ανατολικά της Χώρας Σφακίων, εντός του νομού Χανίων. Αποτελεί ένα από τα πιο ξακουστά κάστρα της Ελλάδος κυρίως εξαιτίας του φαινομένου που είναι γνωστό ως Δροσουλίτες, που παρατηρείται στον κάμπο γύρω από το κάστρο, κάποιες χρονιές στα τέλη της άνοιξης.
Το Όνομα του Κάστρου
Το Βενετικό όνομα του κάστρου ήταν Άγιος Νικήτας. Επικράτησε όμως η ονομασία Φραγκοκάστελλο, που του αποδόθηκε από τον τοπικό πληθυσμό και σημαίνει το κάστρο των Φράγκων, καθώς ο τοπικός πληθυσμός συνήθιζε να αποκαλεί Φράγκους όλους τους ξένους καθολικούς. Το όνομα σταδιακά υιοθετήθηκε και από τους Βενετούς.
Πολύ ωραία δουλειά! Συγχαρητήρια!
ΑπάντησηΔιαγραφή