Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2021

ΜΠΕΣΣΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΕΑ " Το ταξίδι ξεκινάει...." Παραμύθι


Μπέσσυ Κωνσταντινέα : Το ταξίδι ξεκινάει...., Παραμύθι
Εικονογράφηση : Μαρίζα Δεβούρου 

«Η ευγνωμοσύνη είναι το κλειδί της ευμερίας» μου έλεγαν, αλλά πως να ευγνωμονώ όταν δεν μου ήταν εύκολο ούτε καν να ευχαριστήσω; Ναι! Εντάξει στα απλά πράγματα ... αλλά στα σημαντικά; Ασυνείδητα, το ευχαριστώ ήταν μια δήλωση αδυναμίας: Δεν ήμουν αρκετά ικανή να τα καταφέρω μόνη μου. Ευγνωμοσύνη είναι να αναγνωρίζεις και να εκτιμάς αυτά που έχεις στη ζωή σου, ανθρώπους και καταστάσεις… αυτά που σου προσφέρονται, όχι γιατί σου οφείλονται, αλλά γιατί απλά σου προσφέρονται. 

Ο νέος της ιστορίας απελευθερώθηκε όταν άρχισε να ευγνωμονεί. Δεν ξέρω αν ήταν τυχαίο ή όχι. Αυτό που ξέρω για μένα είναι ότι από τότε που άρχισα να αναγνωρίζω και να εκτιμώ - τόσο τα δικά μου θετικά στοιχεία, όσο και ανθρώπους και καταστάσεις έξω από εμένα - άρχισα να απολαμβάνω περισσότερο τη ζωή μου! 
Το ταξίδι μας προς την «απελευθέρωση» δεν ειναι μικρό, αλλά είναι όμορφο... γεμάτο περιπέτειες, γεμάτο γνώσεις, όπως λέει ο Καβάφης! 

... Καλό μας Ταξίδι λοιπόν!

Θα σας πω μια ιστορία που δεν έχει θέση σε καμία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, μια ιστορία που το τέλος της δεν είναι παρά η αρχή μιας άλλης… μια ιστορία που ξεδιπλώνεται όταν αφεθούμε να δούμε τη ζωή σαν διαδρομή και εμπιστευτούμε τη φωνή της καρδιάς μας. 


Mια φορά λοιπόν και έναν καιρό, χθες, σήμερα και αύριο, οι Μοίρες υφαίνανε στον αργαλειό τους μια ακόμα ανθρώπινη μορφή. Ήταν πολύ ευτυχισμένες καθώς δίνανε πνοή σ’ ένα υπέροχο ανθρώπινο πλάσμα με το δικό του σκοπό και το δικό του ξεχωριστό δρόμο. Εδώ πρέπει να σας πω ότι οι Μοίρες στη δική μας ιστορία δεν έχουν το ρόλο που ξέρετε μέχρι τώρα, γιατί στη δική μας ιστορία οι 

άνθρωποι δεν έχουν μοίρα παρά μόνο… σκοπό. Ο ρόλος τους λοιπόν είναι να δίνουν σε κάθε νέα ανθρώπινη ύπαρξη ένα σκοπό και τα κατάλληλα εφόδια για να τον ανακαλύψει. 

Tο μωρό στο οποίο δώσανε πνοή εκείνη την ημέρα οι Μοίρες ήταν ο γιος ενός αγρότη που ζούσε σε ένα μικρό χωριό. Λίγα χρόνια αργότερα, το παιδάκι της ιστορίας μας περνούσε τον περισσότερο καιρό του στα κτήματα δουλεύοντας και ακούγοντας τις συμβουλές του πατέρα του που ήθελε να τον κάνει ένα χρήσιμο άνθρωπο. «Να είσαι έτσι, να είσαι αλλιώς, να κάνεις εκείνο και το άλλο, να προσέχεις, μπλα, μπλα, μπλα». Όλη την ημέρα δούλευε  σκληρά προσπαθώντας να ευχαριστήσει τους γονείς του, και το σούρουπο έκανε παρέα με τα άλλα παιδιά του χωριού. 


Γελούσε,  έπαιζε και  αστειευόταν αλλά όταν ερχόταν η στιγμή που βρισκόταν μόνο του και έπεφτε να κοιμηθεί, αισθανόταν ένα μεγάλο κενό και μια απέραντη θλίψη, μια θλίψη που γινόταν όλο και  μεγαλύτερη όσο περνούσαν τα χρόνια. Σιγά, σιγά άρχισε να μην τον ευχαριστεί τίποτα και όλοι οι στόχοι που είχαν θέσει οι άλλοι γι’ αυτόν έμοιαζαν να μην έχουν πια καμία αξία. 



Ένα βράδυ μετά από μια σκληρή μέρα στα χωράφια είδε στο όνειρο του έναν πρίγκιπα που του έμοιαζε σαν δίδυμος αδερφός. Ήταν ντυμένος στα λευκά, γαλήνιος, χαμογελαστός και επιβλητικός συγχρόνως, με στητή αέρινη κορμοστασιά και μια επίμονη διαπεραστική ματιά που έμοιαζε να λέει: “Ακολούθησέ με! Ακολούθησέ με!”. To όνειρο αυτό επαναλήφθηκε για πολλά βράδια και κάθε πρωί ο νέος αναρωτιόταν «Να σε ακολουθήσω που; Που;» και κάθε βράδυ έπαιρνε στον ύπνο του την ίδια πάντα απάντηση «Ακολούθησέ με». Ο τόπος του δεν τον κρατούσε πια. Ήθελε να φύγει, να προχωρήσει, να βγει έξω από τα γνωστά, στενά όρια του χωριού του, να γνωρίσει νέα μέρη και να γευτεί καινούργια συναισθήματα.




Έτσι λοιπόν, μια μέρα ανακοίνωσε στους γονείς του την απόφασή του να φύγει για να βρει την τύχη του αλλού. Τα παρακάλια και οι απειλές τους δεν μπόρεσαν να του αλλάξουν γνώμη. Τίποτα πια δεν τον κρατούσε. ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ! Πήρε μαζί του ότι του φαινόταν χρήσιμο και τους αποχαιρέτησε. Λίγο πριν εγκαταλείψει το χωριό του και μαζί μ΄ αυτό και την παλιά του ζωή, η μητέρα του τον φώναξε παράμερα και του είπε: “Παιδί μου, ήξερα ότι κάποια στιγμή θα έφευγες αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω. Όταν οι Μοίρες σε φέρανε σε μας σου είχανε κρεμασμένο στο λαιμό αυτό το πουγκί. Επειδή είχα ακούσει ότι το περιεχόμενό του κάποια μέρα θα σε βοηθούσε να φύγεις από κοντά μας, στο έκλεψα. Βλέπω όμως ότι τίποτα δεν σε κρατάει. Πάρτο λοιπόν, είναι δικό σου και είμαι σίγουρη ότι θα σε φωτίσει». Ο νέος δάκρυσε, αγκάλιασε σφιχτά τη μητέρα του και έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω του. 


Μόλις απομακρύνθηκε λίγο από το χωριό, γεμάτος περιέργεια και ανυπομονησία στάθηκε στην άκρη του χωματόδρομου και άνοιξε το πουγκί. Μέσα βρήκε ένα μικρό στρογγυλό καθρέφτη και ένα κιτρινισμένο χαρτί που έγραφε: “Ευχή μας είναι να βρεις το δρόμο σου! Ευχή μας είναι να ανακαλύψεις το σκοπό σου! Δώρο μας είναι αυτή η συμβουλή: Ρώτα και θα μάθεις! Εμπιστεύσου και θα απολαύσεις!». Δεν ήταν σίγουρος ότι κατάλαβε, ήταν όμως σίγουρος ότι η συμβουλή αυτή ήταν πολύτιμη και θα τον βοηθούσε να βρει το δρόμο του, γι’ αυτό και την συγκράτησε καλά στο μυαλό του. Μετά απ’ αυτό, χαρούμενος, γεμάτος αυτοπεποίθηση και δύναμη συνέχισε το δρόμο του. Πριν πάει σε οποιαδήποτε πόλη, ήθελε πρώτα να περάσει και να γνωρίσει το δάσος που πάντα τον μάγευε. 
Το ταξίδι του είχε αρχίσει! O ήλιος είχε κρυφτεί για τα καλά και τα χρώματα της νύχτας είχαν ήδη ζωγραφίσει το τοπίο όταν άκουσε πίσω του έναν περίεργο θόρυβο, κάτι σαν σύρσιμο αλυσίδων. Κοίταξε πίσω του αλλά δεν είδε τίποτα. Ο θόρυβος όμως συνεχιζόταν, και το περίεργο ήταν ότι σταματούσε μόνο όταν σταματούσε το περπάτημά του. Ήταν σαν να έσερνε κάποιες αόρατες αλυσίδες. Ο τρόμος τον κυρίευσε και χίλιες δύο ιστορίες σχετικά με ξωτικά και φαντάσματα πλημμύρισαν το μυαλό του. Τώρα το δάσος του φάνταζε απειλητικό και χρειάστηκε να εξαντλήσει και την τελευταία σταγόνα από το κουράγιο του για να ηρεμήσει κάπως και να αφεθεί να ξαποστάσει κάτω από ένα δέντρο «Δεν πρέπει να ανησυχώ» σκέφτηκε «προφανώς είμαι πολύ κουρασμένος και όλα αυτά είναι του μυαλού μου». 

Τη στιγμή λοιπόν που ο ύπνος ήταν έτοιμος να του κλείσει τα βλέφαρά παρασύροντάς τον σε μια μαγική και γαλήνια περιπλάνηση, ένιωσε ένα ελαφρύ τράβηγμα και γυρνώντας είδε έκπληκτος δίπλα του έναν όμορφο άνδρα δεμένο με χοντρές αλυσίδες από το πόδι του. Ήταν 
γοητευτικός και φορούσε όμορφα αρχοντικά ρούχα. «Μη φοβάσαι» του είπε «είμαι φίλος σου και είμαι εδώ για να σε προστατεύσω στο ταξίδι σου. Δεν θα μπορείς να με βλέπεις πάντα αλλά εγώ θα σε συντροφεύω. Κοντά μου θα είσαι ασφαλής». «Και γιατί με έχεις δέσει; ρώτησε ο νέος. 

«Εσύ με έχεις δέσει» του απάντησε αινιγματικά, «εξ’ άλλου μου ζήτησαν και οι δικοί σου να σε προσέχω». Ο νέος δεν κατάλαβε αλλά η αλήθεια είναι ότι η ήρεμη φωνή του νέου του φίλου τον καθησύχασε. Έτσι έπεσε να κοιμηθεί ήρεμος και ασφαλής. 

Tις πρώτες ημέρες ο νέος όχι μόνο απολάμβανε την όμορφη παρέα του άνδρα αλλά ανακάλυψε ότι ήταν ένας πραγματικός φίλος που με την εξυπνάδα και την διαίσθησή του τον προστάτευε από τις παγίδες και τις απειλές του δάσους. Είχαν γίνει πλέον δύο πολύ αγαπημένοι και αχώριστοι φίλοι και απολάμβαναν τόσο πολύ τη διαδρομή τους ώστε δεν ενδιαφέρονταν να βρουν το δρόμο που θα τους οδηγούσε στην πόλη.

Eνα πρωινό, ο νέος ξύπνησε πριν από το φίλο του και όπως ήταν καθισμένος στις όχθες μιας λίμνης όπου είχαν ξαποστάσει από την προηγούμενη, για πρώτη φορά “ένιωσε”… “μύρισε” την ομορφιά της φύσης, τα χρυσαφένια χρώματα του ήλιου, την ήρεμη ανάσα των κρυστάλλινων νερών, το κελάηδισμα των πουλιών, το λίκνισμα των δέντρων, την πνοή του αέρα και πάνω από όλα ένιωσε ένα υπέροχο γαλήνιο συναίσθημα που όμοιό του δεν είχε αισθανθεί ποτέ πριν. 
Πήρε μια βαθιά αργή αναπνοή και αφέθηκε να παρασυρθεί από το κάλεσμα της λίμνης πέφτοντας στα δροσερά νερά της και απολαμβάνοντας το χάδι τους. «Τι υπέροχη αίσθηση! τι ευτυχία! τι γαλήνη! τι ελευθερία!» μονολόγησε και ξαφνικά θυμήθηκε τη συμβουλή που του είχαν δώσει οι Μοίρες. Σήκωσε λοιπόν τα χέρια του ψηλά προς τον ουρανό και ρώτησε «Θεέ μου τι μπορώ να κάνω για να νιώθω πάντα έτσι?» και την απάντηση του την τραγούδησαν οι πρωινοί ήχοι της φύσης: «Να είσαι πρόθυμος να ακούς την καρδιά σου κάθε στιγμή και να την εμπιστεύεσαι!» 


Τότε και πριν προλάβει να ρωτήσει τίποτα άλλο, είδε το φίλο του, που μόλις είχε ξυπνήσει, να τον παρακολουθεί συνοφρυωμένος και βλοσυρός. «Αγαπημένε μου φίλε» του είπε χαρούμενα «τα νερά της λίμνης είναι πανέμορφα. Έλα να κολυμπήσουμε μαζί». Ο άνδρας που για πρώτη φορά έδειχνε αγριεμένος του απάντησε «Βγες αμέσως έξω! δεν ξέρεις ότι στη λίμνη υπάρχουν επικίνδυνα ρεύματα και εκτός απ’ αυτό και νερόφιδα που μπορούν να σε δηλητηριάσουν; Βγές αμέσως έξω! Νομίζεις ότι τα ξέρεις όλα, αλλά αν δεν σε προστάτευα εγώ όλο αυτό το διάστημα δεν θα ζούσες τώρα». Ο νέος τρομαγμένος, βγήκε έξω από τα νερά και ευχαρίστησε τον φίλο του που τον είχε συνετίσει. Ένιωθε ασφαλής αλλά και θλιμμένος. Το υπέροχο συναίσθημα της γαλήνης που είχε βιώσει λίγο πριν, είχε χαθεί. 


Aπό εκείνη την ημέρα η σχέση των δύο φίλων άλλαξε. Ο άνδρας άρχισε να γίνεται στρυφνός, άγριος, απότομος και περίεργος ιδίως κάθε φορά που ο νέος αφηνόταν να απολαύσει τη φύση και να ξαναθυμηθεί αυτό το υπέροχο συναίσθημα της γαλήνης. Του υπενθύμιζε συνεχώς πως χωρίς αυτόν δεν θα επιβίωνε μέσα στο δάσος και ότι οι κίνδυνοι είναι πάρα πολλοί και μεγάλοι. Μια μέρα μάλιστα του είπε: 

«Κοίτα, νομίζω ότι πρέπει να γυρίσουμε πίσω, οι γονείς σου θα ανησυχούν. Αρκετά είδες και γνώρισες, εξ’ άλλου όπως πολλές φορές σου έχω πει το δάσος είναι επικίνδυνο και δεν υπάρχει λόγος να βάζεις τον εαυτό σου σε ρίσκο» Ο νέος μπήκε σε σκέψεις και το βράδυ πριν κοιμηθεί σήκωσε τα χέρια ψηλά και ρώτησε: «Τι να κάνω?» 

«ΠΡΟΧΩΡΑ!» ακούστηκε μια φωνή «ΠΡΟΧΩΡΑ!» 

«Eγώ αποφάσισα να προχωρήσω» είπε το επόμενο πρωινό στον φίλο του ο νέος «Εσύ αν θέλεις φύγε». «Όχι θα μείνω μαζί σου» του απάντησε εκείνος «για να σου αποδείξω ότι ο δρόμος που αποφάσισες να πάρεις μόνο κινδύνους μπορεί να σου φέρει» 


Kαι ήταν αλήθεια, λες και ξαφνικά τα πάντα άλλαξαν. Από παντού στο δάσος ξεπρόβαλαν απειλές, παγίδες και επικίνδυνα ζώα. Ακόμα και η φύση αγρίεψε, οι ουρανοί άνοιξαν και έβρεχε για μέρες ολόκληρες ενώ ο αέρας απειλούσε να ξεριζώσει τα πάντα. 
«Tώρα τι έχεις να πεις;» του είπε μια μέρα ο άνδρας «Επιμένεις να συνεχίσουμε το ταξίδι μας;» Ο νέος ήταν τρομοκρατημένος και απόλυτα μπερδεμένος. Για πρώτη φορά θυμήθηκε τον πρίγκιπα που είχε δει στον ύπνο του και σκέφτηκε ότι κακώς τον εμπιστεύτηκε και έφυγε από την αγάπη, την ασφάλεια και την θαλπωρή των γονιών του. 


Εκείνο το βράδυ λοιπόν, αισθανόταν κουρασμένος, προδομένος και μόνος και εκεί που είχε αποφασίσει ότι τελικά ήταν προτιμότερο να πάρει τον δρόμο της επιστροφής, εμφανίστηκε μπροστά του ένας μικρός πανέμορφος άσπρος λαγός «Γεια σου φίλε» του είπε «σε βλέπω λίγο σκεφτικό. Τι συμβαίνει;» «Αναρωτιέμαι» αποκρίθηκε ο νέος «τι να κάνω. Να συνεχίσω το δρόμο μου ή να γυρίσω πίσω στο χωριό και στους γονείς μου που με περιμένουν και που τόσο τους έχω πληγώσει με την απουσία μου;» «Μμμ!» έκανε ο λαγός «και γιατί δεν ρωτάς;» «Ποιον να ρωτήσω;» είπε ο νέος που μέσα στο φόβο του είχε ξεχάσει την συμβουλή που του είχαν δώσει οι Μοίρες 




«Ο αδερφός σου που είναι;» ρώτησε ο λαγός «αυτόν να ρωτήσεις» «Ποιος αδερφός μου; Δεν έχω αδερφό». «Περίεργο» είπε ο λαγός «και ποιος σ’ έφερε ως εδώ;» «Ήρθα με έναν φίλο μου». «Καλά, εκτός από αυτόν, ο αδερφός σου που είναι;» επέμενε ο λαγός «Σου απάντησα» 
είπε θυμωμένα ο νέος «Δεν έχω αδερφό». «Περίεργο! Όλοι έχουμε έναν αδερφό. Εσύ γιατί τον αρνείσαι;». «Παράτα με» είπε πραγματικά εκνευρισμένος ο νέος και όπως έκανε μια απότομη κίνηση με το χέρι του για να απομακρύνει τον λαγό από δίπλα του, έσπασε το κορδόνι με το οποίο είχε κρεμασμένο το πουγκί που του είχαν δώσει οι Μοίρες και αυτό έπεσε στο χώμα. Όταν έσκυψε να το μαζέψει ψηλάφισε τον καθρέφτη που ήταν μέσα και ασυναίσθητα τον έβγαλε έξω. 




Η έκπληξή του ήταν μεγάλη όταν κοιτάζοντας στον καθρέφτη αντίκρισε τον πρίγκιπα που είχε δει πριν από καιρό στον ύπνο του. «Ποιος είσαι; Που ήσουν τόσο καιρό; Τι θέλεις από την ζωή μου;». «Είμαι ένα κομμάτι του εαυτού σου» είπε ο πρίγκιπας «Θα μπορούσα να πω ότι είμαι ο αδερφός σου. Αυτό που θέλω είναι να με γνωρίσεις και να με αφήσεις να σε οδηγήσω στην ευτυχία σου, που είναι και δικιά μου εξ’ άλλου. Εμπιστεύσου με και ακολούθησέ με! Μη φοβάσαι! κάθε φορά που θα αισθάνεσαι μόνος και απογοητευμένος να θυμάσαι: Δεν είσαι μόνος σου! Ποτέ δεν ήσουν!» Ο νέος τρόμαξε, δεν πίστευε στ΄ αυτιά του. «Πρέπει να είμαι άρρωστος» σκέφτηκε, αλλά κάτι μέσα του του έλεγε ότι κάτι όμορφο του έφερνε αυτή η συνάντηση και συγχρόνως ένιωσε εμπιστοσύνη στα λόγια του πρίγκιπα.

Tο επόμενο πρωινό ο νέος ανακοίνωσε στο φίλο του για μια ακόμα φορά την απόφασή του να συνεχίσει το δρόμο του. Το πρόσωπο του άνδρα σκοτείνιασε, τα μέχρι τώρα όμορφα χαρακτηριστικά του αγριέψανε, τα μάτια του μοιάζανε να πετάνε φλόγες και η μορφή του ασχήμυνε. «Α! εσύ είσαι εντελώς τρελός! Καλά λοιπόν, αφού επιμένεις θα συνεχίσουμε και … θα δεις!» τον απείλησε. Εκείνη τη στιγμή ήταν για πρώτη φορά που ο νέος άρχισε να αμφισβητεί τη μέχρι τώρα βοήθεια του φίλου του και να αισθάνεται ότι μπορεί να ήταν μάλλον εμπόδιο παρά φύλακάς του. 


Συνεχίζοντας το ταξίδι τους, κάθε μέρα όλο και πιο πολύ ο νέος κουραζόταν από την παρουσία του φίλου του που είχει αρχίσει πια να γίνεται αφόρητα κουραστικός, ενοχλητικός και πιεστικός. Ένα βράδυ αποκαμωμένος από την καθημερινή αντιπαλότητά τους, ο νέος σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και ρώτησε «Τι να κάνω; Τι μπορώ να κάνω για απελευθερωθώ από τα δεσμά με τα οποία με έχει δέσει αυτός;» και έδειξε δίπλα του τον άνδρα που κοιμόταν. «Να αγαπάς και να ευγνωμονείς!» ακούστηκε μια φωνή «Να απολαμβάνεις τη φύση και τη διαδρομή». Η απάντηση δεν φάνηκε να ικανοποιεί τον νέο που για τις επόμενες μέρες ήταν αρκετά στεναχωρημένος και κουρασμένος από τον άνδρα που δεν περπατούσε πια και επομένως αναγκαζόταν να τον κουβαλάει στην πλάτη του. Η απόφασή του όμως να συνεχίσει ήταν πλέον αδιαπραγμάτευτη και κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει. 

Mια ημέρα, μετά από πολύωρη περιπλάνηση οι δύο συνοδοιπόροι «συνάντησαν» το ξημέρωμα σε έναν κτήμα γεμάτο με πορτοκαλιές. Οι πορτοκαλί νότες που στόλιζαντο γαλήνιο πράσινο των δέντρων σαν χριστουγεννιάτικες μπάλες μάγεψαν τον νέο που διψασμένος και πεινασμένος όπως ήταν έτρεξε και έκοψε ένα μεγάλο πορτοκάλι.



Το άνοιξε και αφέθηκε να απολαύσει το γλυκό δροσερό χυμό του. Ένα υπέροχο πρωτόγνωρο συναίσθημα τον κυρίευσε, ένα συναίσθημα που δεν ήξερε να του δώσει όνομα. Κοίταξε ασυναίσθητα ψηλά και είπε: «Ευγνωμονώ αυτόν τον υπέροχο χυμό που ευχαριστεί τη γεύση μου. Ευγνωμονώ αυτό το δροσερό χυμώδες πορτοκάλι. Ευγνωμονώ την πορτοκαλιά που το «γέννησε». Ευγνωμονώ το χώμα και το νερό που δώσανε ζωή στην πορτοκαλιά. Ευγνωμονώ τον άνθρωπο που την φύτεψε και αυτόν που την περιποιείται και τη φροντίζει. Ευγνωμονώ την δίψα μου που μου έδωσε την ευκαιρία να αισθανθώ ευγνωμοσύνη για όλα αυτά. Ευγνωμονώ εσένα Θεέ μου που έχεις δημιουργήσει τα πάντα». Μετά, σαν υπνωτισμένος κοίταξε πίσω του και στην θεά του άνδρα αισθάνθηκε ακόμα και γι’ αυτόν ευγνωμοσύνη και … αγάπη. 


Aπό εκείνο το πρωινό ο άνδρας φαινόταν πιο εξασθενημένος από ποτέ αλλά παρόλα αυτά συνέχιζε να κάνει τη ζωή του νέου όσο πιο δύσκολη μπορούσε. Οι μέρες κυλούσαν με αντικρουόμενα συναισθήματα για τον νέο. Την μία αισθανόταν γεμάτος αγάπη και ευγνωμοσύνη για τα πάντα που υπήρχαν δίπλα του και την άλλη απόλυτα εξουθενωμένος από την συνεχή μουρμούρα του άνδρα και την θλίψη που πολλές φορές σκίαζε τις στιγμές του. 

«Φτάνει πια! Η ιστορία αυτή πρέπει να τελειώνει» σκέφτηκε μια μέρα και έβγαλε τον καθρέφτη για να μιλήσει στον πρίγκιπα. «Πες μου τι να κάνω;» τον ρώτησε. «Άκουσε» είπε ο πρίγκιπας «ήρθε η ώρα να μάθεις κάτι πολύ σημαντικό. Ο άνδρας που τόσο καιρό πίστευες για φίλο σου λέγεται Φόβος και δεν σ’ αφήνει να χαρείς την ομορφιά της ζωής. Όσο ασχολείσαι μαζί του του δίνεις δύναμη. Αγάπησε τον και απελευθέρωσέ τον! 

Στα λόγια αυτά ο άνδρας που το όνομά του μάθαμε ότι είναι Φόβος ξύπνησε, και βλέποντας τον νέο να μιλάει με τον πρίγκιπα, τον αδερφό ή την … ψυχή του (πείτε τον όπως θέλετε) φούντωσε και άρχισε να φωνάζει «Ώστε γι’ αυτόν με εγκατέλειψες και δεν μου δίνεις σημασία πια. Κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον ψεύτη. Πες μου τι σου υποσχέθηκε και βγήκε αληθινό; Εγώ τόσο καιρό σε προφύλασσα και σε συμβούλευα, σου έδινα ότι καλύτερο μπορούσα. Έκανα ότι καλύτερο μπορούσα προκειμένου να είσαι ασφαλής και στάθηκα δίπλα σου σαν αληθινός φίλος. Και εσύ τώρα με πετάς σαν να μην ήμουν ποτέ τίποτα στη ζωή σου» είπε και με τις τελευταίες του κουβέντες δάκρυσε. 

O νέος σάστισε. Πρώτη φορά έβλεπε το φίλο του, που μέχρι τώρα τον είχε συνηθίσει με ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο, να δακρύζει. Ήταν αλήθεια πως τόσο καιρό έκανε ότι καλύτερο μπορούσε. Αυτό το καλύτερο όμως δεν ήταν πια αρκετά καλό για το νέο που τώρα ήθελε κάτι άλλο. Ήθελε να βιώσει την απέραντη γαλήνη της φύσης 

μέσα του, ήθελε να ταξιδέψει και να πετάξει ανάλαφρος σαν αετός ανακαλύπτοντας καινούργια πράγματα και καινούργιους τόπους. Ήθελε να μάθει να ακούει τη ψυχή του. Τώρα πια ήθελε να απελευθερωθεί, ήθελε να αγαπήσει και όχι να φοβάται. 



«Σ΄ ευχαριστώ και σε ευγνωμονώ για όλα όσα μου προσέφερες μέχρι σήμερα. Με βοήθησες όταν σε χρειαζόμουν και ήσουν πολύτιμος για μένα. Θέλω να σου πω πως υπήρχαν φορές που αφέθηκα σε σένα. Και υπήρχαν φορές που σε μίσησα και θέλησα να σου κάνω κακό και να σε ξεφορτωθώ. Τώρα το μόνο που νιώθω είναι Αγάπη για σένα και το καλύτερο δώρο που μπορώ να σου κάνω είναι να σε απελευθερώσω» αντιγύρισε ο νέος στον Φόβο.«Kοντά μου θα είσαι ασφαλής» ψιθύρισε ο Φόβος σε μια τελευταία προσπάθεια να μεταπείσει το νέο. «Αυτό που μπορώ να σου υποσχεθώ εγώ» πήρε το λόγο ο πρίγκιπας «είναι τη χαρά, την ελευθερία, και τέλος το Φως και την Αγάπη. Αν με εμπιστευθείς δεν θα το μετανιώσεις, θα γνωρίσεις και θα αισθανθείς πράγματα που τώρα δεν μπορείς ούτε καν να φανταστείς!» 

Tώρα τα πάντα έμοιαζαν πιο ξεκάθαρα στο μυαλό του νέου, σαν να είχε κερδίσει λίγη από την φώτιση που θα του επέτρεπε να συνεχίσει τον δρόμο του, να ανακαλύψει το σκοπό του και να τον υπηρετήσει. Γύρισε, λοιπόν προς το Φόβο, τον κοίταξε όλο Αγάπη και κατανόηση και του είπε «Σ΄ αγαπώ και σε Απελευθερώνω!». Kαι τότε συνέβη κάτι εκπληκτικό. Οι αλυσίδες σπάσανε και ένα λαμπερό φως τύφλωσε το νέο, ο οποίος μόλις μπόρεσε ν’ ανοίξει τα μάτια του, είδε στη θέση του φίλου του ένα υπέροχο άσπρο αετό που άνοιγε τα φτερά του και πετούσε προς τον ουρανό, ψηλά προς το φως, ψηλά προς τον ήλιο. Τελικά ακόμα και ο φόβος έχει τον δικό του σκοπό που όταν τον εκπληρώσει, ολοκληρώνεται, μεταμορφώνεται και παίρνει τη θέση του στον ουρανό. 

Mετά απ’ αυτό, ο νέος συνέχισε το ταξίδι του ξέροντας ότι έχει να μάθει πολλά πράγματα ακόμα παρέα με την ψυχή του. Έχει να κάνει και άλλες διαδρομές, να διδαχτεί και να διδάξει. Τώρα πια ξέρει πως Χαρά και Φόβος δεν πάνε μαζί, ότι τα δεσμά του Φόβου μας κρατάνε καθηλωμένους και δεν μας αφήνουν να αφεθούμε στην Αγάπη, γιατί όταν ο Φόβος κυριαρχεί στη ζωή μας δεν αφήνει χώρο και χρόνο για τίποτα άλλο. Ξέρει ότι το σημαντικότερο μάθημα που έχει να πάρει είναι ν’ αγαπά. Και μετά απ’ αυτό θα συναντήσει το Φως και θα γίνει και αυτός Φως & Αγάπη. 

- Και μετά, και μετά? 

- Ε! δεν ξέρω, και εγώ ακόμα στην αρχή είμαι, ακόμα ψάχνω! Αυτό όμως που θέλω να σας πω είναι … στο δρόμο της ζωής σας να μη σταματήσετε ποτέ. Μη φοβηθείτε και μη δειλιάσετε. Δεν είστε μόνοι. Όσο δύσκολα κι αν φαίνονται τα πράγματα, όσο σκληρά και απογοητευτικά μη σταματήσετε, σας περιμένει ένας υπέροχος ήλιος στο τέλος του κάθε μονοπατιού που θα ακολουθήσετε. Και όσο για τους φόβους σας μην τους κατηγορείτε. Ήταν 

απαραίτητοι για να σας προστατεύσουν στην αρχή της ζωής σας, τότε που δεν είχατε ακόμα ακούσει τη φωνή της καρδιάς σας!









11 σχόλια:

  1. Μπράβο καταπληκτική δουλειά.Το ταξίδι ξεκινάει... με την πορεία της ζωής μας, το ταξίδι της αγάπης! Συγχαρητήρια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Να είσαι πρόθυμος να ακούς την καρδιά σου κάθε στιγμή και να την εμπιστεύεσαι! Αυτό πρέπει να κάνουμε για να δημιουργήσουμε κάτι όμορφο σαν το παραμύθι σας. Συγχαρητήρια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ένα ταξίδι που κράτησε το ενδιαφέρον μου από την αρχή έως το τέλος, ένα πολύ όμορφο ταξίδι. Μια ιστορία που κάνει καλό να διαβάζουμε συχνά για να μας θυμίζει να προχωράμε με δύναμη μπροστά. Μου άρεσε πολύ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Πολύ ωραίο ταξίδι!!! Συγχαρητήρια!!! Η εικονογραφιση υπέροχη!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ένα διδακτικό ταξίδι αγάπης ! Συγχαρητήρια !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Υπέροχος λόγος και όμορφο πάντρεμα με αυτά τα ξεχωριστά σκίτσα!
    Μαζί, με πήραν από το χέρι και με ταξίδεψαν!
    Συγχαρητήρια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Συγχαρητήρια! Είχε πολύ καιρό να με συνεπάρει μια ιστορία! Έχει τη στόφα κλασικών παραμυθιών!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Όμορφη ιστορία, διδακτική, με βαθιά νοήματα και καλαίσθητη παρουσίαση! Συγχαρητήρια και ευχαριστώ πολύ που το μοιραστήκατε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή