Ένας κήπος με αγριολούλουδα αναφύονται στα μάτια σου
Κι ανάμεσά τους δυο πανσέδες…
Δυο πανσέδες
Μαβιοί και Βελούδινοι.
Σταυρωμένα ανθάκια
που λησμονημένα μοιάζουν
σε τούτου του σκληρόκαρδου κόσμου το νύχτωμα.
Κι εγώ θέλω να απλώσω τα χέρια μου στο πρόσωπο σου…
Βυθισμένες λίμνες
οι αυλακιές των ματιών σου.
Κατάθλιβες κάποτε
και στα βάθη τους
λόγια βουβά
αποκοιμούνται θαρρείς κουρασμένα
στην σκιά των βλεφάρων σου τις μισοφέγγαρες κούρμπες.
Κι εγώ θέλω τόσο να ακουμπήσω τα χέρια μου στο πρόσωπο σου…
Κι από μπροστά
ξάγρυπνοι μένουν οι δυο τους βολβοί.
Νεόφυτοι ήλιοι
ζεστοί και κατάφωτοι
Λύχνοι αυγινοί
που χαμογελούν απ’ των περάτων τα απέραντα
στης ζωής μου την νύχτα.
Κεριά σε εκκλησίες τα όμορφα μάτια σου
δοξαστικά
κι εγώ θέλω τόσο να αγγίξω με τα χέρια μου το πρόσωπο σου…
Ευλαβικά επάνω του
να ακουμπήσω το χάδι μου
σαν ακριβό αντίδωρο
φυλαγμένο
μόνο για αυτό
γι’ αυτό
το χαμογελαστό πρόσωπο σου…
Πως λέγεται δεν ξέρω.
Ξέρω μόνο πως
μέσα στις ευγνωμοσύνες
ανθίζω τώρα κι εγώ τους δικούς μου κήπους.
Κι εκεί
ανάμεσά τους
δυο πανσέδες βελούδινοι θάλλουν τα μάτια σου
Άχραντοι ως
και μαθαίνουν…
Στα χέρια μου μαθαίνουν πια
με υπομονή να αγαπούνε…
Κιουλάχογλου Χ. Γεωργία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου