Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

Maria Kant (Μαρία Καντωνίδου) " Ε π ί Κ ο λ ω ν ώ"

Photo: Maria Kant “Να ένα ξυπόλητο δέντρο” Άλσος Συγγρού 2020.

Κανείς από τους γείτονες δεν είχε προσέξει ότι στο σπίτι της οδού Πέτρας 1 και Λένορμαν στον Κολωνό κάτι καιγόταν. Όταν το πρόσεξαν, είχαν κάθε λόγο να υποθέσουν ότι ο Πετράκης έκαιγε τη μητέρα του. Ο αέρας είχε τα χαρακτηριστικά της, ταγγισμένο γάλα και χαμηλό ντεκολτέ. Την είχαν, μάλιστα, δει να βγαίνει στο παράθυρο και να φωνάζει βοήθεια. Από το στόμα της κρεμόντουσαν λώροι - ένα ψαλίδι να μην βρίσκεται σ’ αυτό το σπίτι, ένα τόσο δα ανοξείδωτο ψαλίδι νυχιών. Και το γιο της στο βάθος να ουρλιάζει κάτι για σπίρτο και τρύπες στα πόδια. Πολύ πιθανόν να είχε κάνει το ίδιο και στον πατέρα του. Αυτόν ούτε που τον είδαν ούτε που τον άκουσαν - ίσως πρώτα να τον έπνιξε με δίχτυ στον ύπνο του, κατέληξαν οι δημοσιογράφοι. Ο Πετράκης, πάντως, δεν είχε καμιά απολύτως πρόθεση να διαψεύσει τις εκδοχές τους, κι ας ήταν κάποιες από διαφορετική τραγωδία. Πως θα μπορούσε, άλλωστε; Η νύχτα είχε μόλις τελειώσει κι εκείνος ήταν απλά ένα αγόρι με πρησμένους αστράγαλους και T-shirt, μπροστά στο παράθυρο που έβλεπε τον λόφο. Στον δρόμο εναλλάσσονταν πεζοί, αυτοκίνητα και διαφημίσεις. Σήμερα θα βρω παπούτσι της αρεσκείας μου, σκέφτηκε - “άσε το παιδί να πάρει επιτέλους κάτι της αρεσκείας του”, άκουσε τη μητέρα του να λέει. Έριξε μια ματιά στις σημειώσεις του, μάζεψε προσεκτικά τις στάχτες του πατέρα του από το κρεββάτι, τις ξεχώρισε από εκείνες του πλαστικού ρολογιού, έβρασε το νερό στη σωστή δοσολογία, τις έριξε μέσα και έφτιαξε αλισίβα. Την άφησε να κρυώσει και ύστερα την άδειασε στην αγαπημένη της λεκάνη, αυτή που ξέπλεναν τα χόρτα μαζί, την είχε έτοιμη αποβραδίς. Έβαλε μέσα τα πόδια του κι άρχισε να τα χτυπάει με μανία, έβγαινε έξω το σταχτόνερο. “Και να που έψαχνες για νοικιασμένη μήτρα και να που μού ‘σπασες τα πόδια και να που μου τα έδενες σαν ζώο και να που έστηνες τη μάνα μου στον τοίχο και να που η μάνα μου φοβότανε και μ’ είχε στο βρακί της και, αχ πόσο ωραία μύριζε, και να που μου την σκότωνες και να”. Έπιασε το χέρι της που ήταν πεσμένη στο πάτωμα - είσαι η πιο όμορφη από όλες τις πεθαμένες μητέρες μου, της είπε. Τη σήκωσε στους ώμους του, έστριψε το χερούλι της πόρτας, βγήκε στη Λένορμαν κι άρχισε να κατευθύνεται κυκλικά προς τον λόφο. Οι θηλές της είχαν ήδη ξεπαγιάσει, σήκωναν το πρασινί νυχτικό της προς τα πάνω. Να ένα ξυπόλητο δέντρο, φώναξε ένα παιδάκι από το σχολικό στο φανάρι. Ο Πετράκης χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε τα πόδια του - το σταχτόνερο είχε κάνει το θαύμα του, είχαν ξεπρηστεί και μέσα από τις τρύπες φύτρωναν ρείκια.

/Πρώτη δημοσίευση στο συλλογικό τόμο στη μνήμη του Χρήστου Αγγελάκου “Μαζί ξανά”, Βακχικόν 2019/








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου