Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗΣ "ΒΕΡΕΝΙΚΗ" Διήγημα

Christian Schloe art

ΒΕΡΕΝΙΚΗ 

Ι 

Καθισμένη στον καναπέ του σαλονιού, κοίταξε το ρολόι της και είδε πως η ώρα ήταν, μία το βράδυ. Πάνω στο τραπέζι ήταν απλωμένα, το κινητό της, ένα φλιτζάνι καφέ, τσιγάρα, ένας αναπτήρας ,ένα βιβλίο . 

Ο άνδρας της είχε κοιμηθεί από νωρίς και η Βερενίκη ,αφού άναψε άλλο ένα τσιγάρο, κοίταξε για τελευταία φορά το κινητό της, για να δει αν υπήρχε κάποιο μήνυμα. Μετά πήρε το βιβλίο, έβγαλε το σελιδοδείκτη και άρχισε να διαβάζει. 

Όμως , εκείνη την νύκτα νύσταζε και δεν πρόλαβε να διαβάσει ,περισσότερες από τρεις με τέσσερεις σελίδες. Οι λέξεις σιγά –σιγά άρχισαν να θαμπώνουν στα μάτια της, συνέχισε όμως πεισματικά να διαβάζει και όσο προχωρούσε τόσο πιο πολύ έχαναν το νόημα τους οι λέξεις , ώσπου έγιναν ασυνάρτητες ,χωρίς σκοπό και κάποια στιγμή, έσβησε νωχελικά το τσιγάρο που κρατούσε ,έκλεισε τα μάτια της και άφησε το βιβλίο να πέσει στο πάτωμα. 

Τότε ήταν η πρώτη φορά, που ένοιωσε αυτήν την παράξενη αίσθηση. Ναι , καθώς βυθιζόταν στον ύπνο , άρχισε να νοιώθει , ότι το πάτωμα ,άρχισε να φεύγει ανεπαίσθητα κάτω από τα πόδια της, ότι έτεινε να περιστρέφεται σιγά – σιγά σε μια δίνη χωρίς τέλος, σα να γινόταν ένας ανεπαίσθητος σεισμός. Άνοιξε τα μάτια της ανήσυχη , κοίταξε τα κρύσταλλα του πολύφωτου ,που κρεμόταν από πάνω της ,θέλοντας να δει ,αν κουνιόντουσαν, να καταλάβει αν ήταν πράγματι σεισμός η αν κάτι η ίδια είχε πάθει. Τα κρύσταλλα όμως στέκονταν ακίνητα, σιωπηλά. 

<Άρα, η ίδια κάτι έπαθα> σκέφτηκε η Βερενίκη και ξάπλωσε στον καναπέ πιο αναπαυτικά. Έσβησε το φως , ελπίζοντας πως αυτή η ενόχληση θα της περάσει. 

Δυστυχώς όμως για την Βερενίκη δεν συνέβη αυτό, αλλά αντίθετα με το που έκλεισε τα μάτια, άρχισε ξανά να περιδινίζεται , με μεγαλύτερη ταχύτητα από πριν ,ώσπου ένοιωσε το στομάχι της να σφίγγεται, τότε ξύπνησε και σηκώθηκε από τον καναπέ ,απότομα και φοβισμένη. 

<Μα τι έπαθα? Τι μου συμβαίνει? Αν συνεχίσω έτσι , δεν νομίζω να καταφέρω να κοιμηθώ σήμερα> σκέφτηκε η Βερενίκη. Άνοιξε το φως, πήρε με μια βεβιασμένη κίνηση του χεριού της ένα τσιγάρο , το άναψε και συνέχισε να διαβάζει το βιβλίο. Αλίμονο όμως, όχι για πολύ. Τα μάτια της άρχισαν να κλείνουν πάλι , παρόλο που έκανε μεγάλη προσπάθεια για να τα κρατήσει ανοικτά. Ρούφηξε για τελευταία φορά το τσιγάρο της, το έσβησε όπως- όπως στο τασάκι και έκανε μια τελευταία προσπάθεια να συνεχίσει το βιβλίο. Λίγα δευτερόλεπτα πέρασαν και ο ύπνος την πήρε με το βιβλίο στα χέρια. Άρχισε να βυθίζεται πάλι, με ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα από πριν. 

Τούτη τη φορά χανόταν σε ένα σκοτεινό χάος, βούλιαζε σε αυτό, με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα, σε όλο και βαθύτερο σκοτάδι. Νόμιζε πως το σώμα της , προοδευτικά περιστρεφόταν όλο και πιο γρήγορα , ώσπου ο πανικός άρχισε να την κυριεύει. Τότε άρχισε να φωνάζει και όσο στροβιλιζότανε πιο γρήγορα, τόσο πιο δυνατά φώναζε. Στο τέλος φώναζε και στην πραγματικότητα, ξεσηκώνοντας τον άνδρα της από το κρεβάτι . 

Πήγε κοντά της, προσπάθησε να την ξυπνήσει, όμως η Βερενίκη κάνοντας σπασμωδικές κινήσεις , συνέχισε να φωνάζει χωρίς να ξυπνάει. Την ταρακούνησε δυνατά , για να καταφέρει να την ξυπνήσει. 

<Τι σου συμβαίνει, τι έπαθες Βερενίκη?> Τη ρωτούσε συνέχεια ανήσυχος. 

Της Βερενίκης τα μάτια έκαιγαν από τη νύστα αλλά και από τον ιδρώτα που έτρεχε από το μέτωπο της. Ήταν ταραγμένη, δεν μπορούσε να απαντήσει με καθαρό λόγο. Είπε, στον άνδρα της μετά από λίγα λεπτά, να φύγει, πως δεν ήταν τίποτα παρά μόνο ένας εφιάλτης , που τώρα πια έχει περάσει. Όταν έμεινε μόνη, σηκώθηκε ,πήγε στο μπαρ ,γέμισε ένα ποτήρι βότκα και το ήπιε σχεδόν αμέσως. Μετά κάθισε στον καναπέ καπνίζοντας για άλλη μια φορά. 

Δεν ήξερε τι να κάνει , να διαβάσει δεν ήθελε, το μόνο που μπορούσε να κάνει , ήταν να περιμένει να την ζαλίσει η Βότκα και να την κάνει να πέσει στον καναπέ χωρίς να αισθάνεται τίποτα, όμως μετά από λίγο σηκώθηκε ,ήπιε ένα δεύτερο ποτήρι , πιο σιγά αυτή τη φορά, άφησε αναμμένο το φώς του σαλονιού, έσβησε το τσιγάρο, έκλεισε τα μάτια της και κοιμήθηκε. 

ΙΙ 

Με το που έκλεισε τα μάτια της η περιδίνηση που αισθάνθηκε ,ήταν γρήγορη από την πρώτη στιγμή και η επιτάχυνση στο χάος πολύ μεγαλύτερη από τις προηγούμενες φορές. Αυτή τη φορά δεν πρόλαβε να τρομάξει και να βγάλει κάποια φωνή φόβου. Με μια αλλόκοτη ηρεμία , αφέθηκε σε αυτήν την παράξενη δίνη του μυαλού της και προσγειώθηκε σε ένα παράξενο σπίτι . 

Δεν ήταν ακριβώς σπίτι αλλά μια καλύβα ,όχι πολύ μεγάλη ,που αιωρείτο σε μια αλλόκοτη δίνη. Κοίταξε γύρο της ,προσέχοντας ,το μισοσκότεινο δωμάτιο .Πρόσεξε πως το ταβάνι και οι τοίχοι ήταν κατασκευασμένοι από ξύλινες σανίδες ,καρφωμένες άναρχα η μία δίπλα στην άλλη. Το ταβάνι ενωνόταν με τους τοίχους , πάλι με σανίδες ,που δεν φαινόντουσαν και πολύ στέρεες , στα δοκάρια που ήταν καρφωμένες. Στην μέση του δωματίου , ήταν τοποθετημένο ένα μαρμάρινο άγαλμα ενός καλό φτιαγμένου άνδρα, που της ήταν πολύ γνώριμος, οικείος μα και ξένος, θα έλεγε κανείς πως έμοιαζε με τον άνδρα της. Τον κοίταξε με προσοχή , σαν είδε στα πόδια του να βρίσκεται ένα παλιό γραμμόφωνο . Η στάση του σώματός και του χεριού του ήταν τέτοια, ώστε θα νόμιζε κανείς , πως ήθελε να το κάνει να παίξει κάποια μουσική. Το ένα χέρι μάλιστα, ήταν τοποθετημένο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αγγίζει την λαβή της βελόνας. Δεν του έδωσε σημασία ,γύρισε το κεφάλι της και πρόσεξε πως στην μία πλευρά του δωματίου, είχε τοποθετηθεί ,ένα παλιό κρεβάτι με μια βρώμικη, μπαλωμένη κουβέρτα πάνω του. Ξαφνικά άρχισε να ζαλίζεται πάλι από τον στροβιλισμό και έπεσε στα γόνατα. Έπιασε το κεφάλι με τα χέρια της. Ένοιωσε ναυτία και χωρίς να ξέρει το γιατί , μέσα στην απελπισία της, άπλωσε τα χέρια της προς το άγαλμα, λες και του ζητούσε βοήθεια. 

Όμως ,καθώς ανασήκωσε το κεφάλι της, μέσα στο μισοσκόταδο, κατάλαβε πως δε έβλεπε τα αντικείμενα καθαρά. Θα έλεγε κανείς , πως έβλεπε περισσότερο την σκιά των πραγμάτων παρά τα ίδια τα πράγματα, περισσότερο την σκιά του αγάλματος παρά το ίδιο το άγαλμα, περισσότερο την σκιά του γραμμοφώνου παρά το ίδιο το γραμμόφωνο. Κάποια στιγμή ,το χέρι της , άγγιξε το άγαλμα ,αλλά μόλις το έπιασε με τα δάκτυλα της , είδε πανικόβλητη πως, το χέρι της ,μεταμορφωνόταν σε μάρμαρο, ψυχρό, λευκό με μια υποψία γαλάζιου σα να ήταν πέτρινο . Οπισθοχώρησε ,κάθισε στο κρεβάτι , χωρίς να σταματήσει να κοιτάει το άγαλμα , που τώρα της φαινόταν σα να έκανε κάποια αδιόρατη κίνηση , σα να ήταν ζωντανό, σα να κινούσε την λαβή της βελόνας του παλιού γραμμοφώνου για να το κάνει να παίξει κάποιο άγνωστο σκοπό. Πράγματι σα να της φάνηκε να ακούει  το γραμμόφωνο να παίζει ένα μονότονο, αργό ,ρυθμικό σκοπό ,βγαλμένο από κάποιο αρχαίο κύμβαλο. Στο διάστημα μεταξύ του ενός και του άλλου κτυπήματος ακουγόταν μια φωνή να της μουρμουρίζει <και τώρα τι σκοπεύεις να κάνεις γι΄αυτό?> Η Βερενίκη, άκουγε σαν υπνωτισμένη την επαναλαμβανόμενη φράση , που τονιζόταν πιο πολύ , συνοδευόμενη από τον ήχο του κυμβάλου. Όταν συνήλθε από το θέαμα του αγάλματος και τον ήχο του γραμμοφώνου , πρόσεξε πως στη μία πλευρά της καλύβας υπήρχε ένα παράθυρο , πρόχειρα φτιαγμένο , όσο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί. Το κούφωμά του , με κανένα γεωμετρικό σχήμα δεν μπορούσε να έχει καμιά σχέση και ήταν σφραγισμένο με κάτι ξύλα , που σίγουρα για κάποιο άλλο σκοπό είχαν φτιαχτεί. 

ΙΙΙ 

Όταν, το είδε η Βερενίκη ,το μόνο που μπόρεσε να σκεφτεί ήταν η φράση <πρέπει να ξεφύγω οπωσδήποτε από εδώ μέσα.> Ζαλισμένη ,καθώς ήταν, σηκώθηκε και με αργές κινήσεις, προχώρησε , προς το παράθυρο, που συμβόλιζε στο μυαλό της, την διαφυγή, από το πνιγηρό περιβάλλον που είχε βρεθεί. Τράβηξε με τα χέρια της τις σανίδες και πραγματικό θαύμα, βγήκαν μία- μία , χωρίς μεγάλη προσπάθεια. Ο θρίαμβός της ,ήταν ολοφάνερος και παρόλο που δεν έβλεπε ,παρά μόνο σκοτάδι έξω , γύρισε το κεφάλι της ,προς την μεριά του εσωτερικού της καλύβας ,χαμογελώντας ,σαν να ήθελε να χαιρετήσει ,μια για πάντα ,αυτό το παγερό μέρος. Σήκωσε τότε το ένα της πόδι , το έβγαλε έξω από το παράθυρο, έγειρε το σώμα της προς τα έξω, μα τα έχασε , όταν είδε , πως έξω από την καλύβα δεν υπήρχε τίποτα άλλο ,εκτός από σκοτεινό χάος που ήταν διάσπαρτο με αστέρια ,άλλα μικρότερα ,άλλα μεγαλύτερα. Τα πιο πολλά από αυτά στέκονταν ακίνητα στο χάος ,μερικά ,όχι και λίγα ,ταξίδευαν. Υπήρχαν μάλιστα αστέρια που περνούσαν σε πολύ μικρή απόσταση από την Βερενίκη. Ένα πράγμα ήταν σίγουρο για την Βερενίκη, πως δεν υπήρχε πουθενά στέρεο έδαφος για να φύγει, παρά μόνο το κενό. 

Της ήρθαν κλάματα , όταν συνειδητοποίησε ,πως δεν είχε πουθενά να πάει, καμιά διέξοδος δεν υπήρχε γι΄αυτήν. Καθώς καθότανε στην άκρη του παραθύρου ,το βλέμμα της στάθηκε σε ένα μακρινό και λαμπερό αστέρι .Το πρόσωπο της αμέσως φωτίστηκε, όταν το είδε .Έλαμψε ολόκληρη, όχι μόνο ,γιατί αυτό το αστέρι , της ήταν πολύ γνώριμο, αλλά γιατί ήταν , το αγαπημένο της αστέρι. Ήταν αυτό που κάποτε, την είχε γεμίσει με τόσες πολλές ελπίδες. <Ναι αυτό ήταν> σκέφτηκε. Αυτό που είχε αγαπήσει. Σε αυτό είχε ελπίσει για να φύγει, να ζωντανέψει η ψυχή της. Αυτό , ήταν ,που είχε ερωτευτεί . Αυτό που είναι ερωτευμένη ακόμη και σήμερα. Το λαμπρό αυτό αστέρι , που της έστελνε μηνύματα παντοτινής υπόσχεσης που δεν πραγματώθηκε ποτέ . Μηνύματα έρωτα και αγάπης, που έμελλε να μείνει μετέωρη στου καθενός τον κόσμο . Μαζί με αυτήν έμεινε μετέωρη και η ίδια η Βερενίκη, χωρίς να μπορεί να κρατηθεί από πουθενά, εκτός από το να ζει σε έναν κόσμο που ένοιωθε, πως δεν ήταν δικός της. 

Η Βερενίκη, όμως, ακόμη ήλπιζε ,πως κάποτε αυτό το αστέρι , θα της έστελνε το μήνυμα που τόσο λαχταρούσε. Πως το αστέρι της ,ήταν τόσο δυνατό, που νικώντας όλα τα εμπόδια θα έφτανε κοντά της, με τέτοια δύναμη και ορμή ,όση είχε και ο δικός της ερωτάς και πάθος , παίρνοντας την μαζί του μακριά. Πολλές φορές ,μια ακατανίκητη ορμή την παράσερνε να σπάσει τα δεσμά της και να τρέξει η ίδια σε αυτό, παραμερίζοντας όλους τους κανόνες, μα έβλεπε το κενό γύρω της και φοβόταν. Το μόνο που τελικά έκανε ,ήταν να περιμένει το μήνυμα -κάλεσμα που δεν επρόκειτο να έρθει ποτέ. Σήμερα όμως ,σκέφτηκε , πως, ίσως , τα αστέρια που περνούσαν δίπλα της ,να είχαν μέσα τους το μήνυμα που περίμενε. Έτσι αποφάσισε να προσπαθήσει να τα πιάσει. Άφησε το σώμα της στο κενό και έπεσε έξω από το παράθυρο. Καθώς όμως έπεφτε προσπαθώντας να φτάσει κάποιο αστέρι ,σταμάτησε η πτώση της και απορημένη είδε ,πως αυτό που την συγκρατούσε από την καλύβα , ήταν ένα σχοινί που την κρατούσε με ένα τρόπο μαγικό, σαν ομφάλιος λώρος. 

IV 

Άρχισε να ταλαντεύει το σώμα της , κατά τέτοιο τρόπο ,ώστε να μπορεί να φτάσει τα αστέρια που περνούσαν ολόγυρα της. Προσπαθούσε να πιάσει τα πιο λαμπερά, τα πιο μεγάλα, τα πιο γρήγορα και όταν έφτανε με το χέρι της κάποιο αστέρι, το άνοιγε προσεκτικά σαν μικρό παιδί, που ανοίγει το δώρο που του έχουν χαρίσει. Δώρο που, όπως όλα τα δώρα είναι τυλιγμένα σε πολύχρωμα φανταχτερά κουτιά, με γυαλιστερές φαρδιές κορδέλες , που καταλήγουν σε πλούσιους φιόγκους, έτσι και το δικό της δώρο το έψαχνε μέσα σε αστέρια .Λαμπερές χρυσαφένιες μπάλες ήσαν τα αστέρια ,που τις έβαζε στην παλάμη της και τις άνοιγε προσεκτικά ,ψάχνοντας, να βρει ένα μήνυμα κάλεσμα που θα απευθυνόταν σε αυτήν. Μάταια όμως, κανένα δεν περιείχε το μήνυμα που προσδοκούσε .Η πρόσκληση ,που προσδοκούσε από το μεγάλο αστέρι δεν ερχόταν, δεν την έβρισκε .Κοιτούσε μερικές φορές προς τη μεριά του άστρου που τόσο την είχε γοητεύσει και το παρακαλούσε, αν είναι, να μην της στείλει πρόσκληση η αν δεν μπορεί να έρθει .Ας της έστελνε τουλάχιστον ένα μήνυμα απατηλής ,έστω υπόσχεσης. Να μην πεθάνει μέσα της η ελπίδα. Έπιανε αστέρια τα άνοιγε , μα δεν έβρισκε το μήνυμα που ποθούσε. Απογοητεύτηκε. Άρχισε μέσα στην απελπισία της να ελπίζει σε κάτι άλλο. Πως ίσως αν την ερωτευόταν ένα άλλο αστέρι , ίσως ο πόθος του γι΄αυτήν ,να της ξυπνούσε αισθήματα αντίστοιχα με αυτά που είχε για το μακρινό της άστρο, που ακόμη το έβλεπε να στέκει εκεί πάνω. Έτσι στράφηκε σε άλλα αστέρια .Έπαιξε το παιχνίδι της αιώνιας γυναικείας γοητείας μαζί τους και κέρδιζε γιατί ήταν όμορφη , δεν της ήταν δύσκολο να την ερωτευτούν. Μαζεύτηκαν πολλά .Στροβιλίζονταν μαγευτικά γύρω της για να της κλέψουν την καρδιά. Γινόντουσαν ακόμη πιο φανταχτερά, έπαιρναν διάφορες ονειρικές αποχρώσεις κόκκινου ,γαλάζιου και πράσινου χρώματος. Είχε φανταστεί, πως , δεν μπορεί ?κάποιο από όλα αυτά τα αστέρια θα την γοήτευε, με τα πλούσια χρώματα του, πως θα την έκανε να ξεδιπλώσει σε όλο του το μεγαλείο τον έρωτα που έκρυβε μέσα της .Τον έρωτα που δεν είχε ένα αστέρι να την κάνει να του τον χαρίσει. Μάταια, δεν έβρισκε κανένα αστέρι για να το αγαπήσει, να το ερωτευτεί, να κάνει την ψυχή να αισθανθεί γοητευμένη, έτοιμη να ανυψωθεί. 


 Συνέχισε να προσπαθεί να γοητεύσει, όποιο καινούριο άστρο έβλεπε. Η αλήθεια είναι όχι και με τόσο μεγάλο ενθουσιασμό όπως στην αρχή. Κάποια στιγμή , κουράστηκε και αποφάσισε να ξεκουραστεί ,όταν είδε ένα άστρο ,με λάμψη όχι τόσο δυνατή όσο των άλλων άστρων . Δεν ήταν μεγάλο ,ούτε έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα, όμως ήταν παράξενα ίδιο με το δικό της άστρο. Ήρεμα ,απλά ,την πλησίασε και στάθηκε σε τέτοιο σημείο δίπλα της που ήταν πολύ εύκολο να το πιάσει. Η Βερενίκη ,το είδε ,μα στην αρχή το αγνόησε. Μόνο ,αφού έκανε κάποιες μάταιες προσπάθειες, χωρίς να βρει αυτό που ζητούσε , κουρασμένη πια, το πλησίασε χαμογελώντας συγκαταβατικά. Το τύλιξε με τις δύο παλάμες της και το έφερε κοντά στο πρόσωπο της. Το φως που πήγαζε από αυτό άστρο ,ήταν αχνό ερυθρό. Ανοίγοντας το δε ,είδε με έκπληξη να ξεπροβάλλει από μέσα του ένα καλύβι σαν το δικό της και να υψώνεται προς τα πάνω. Κάτω από το καλύβι, υπήρχε ένα σχοινί σαν ομφάλιος λώρος το οποίο ξετυλιγόταν όσο το καλύβι ανέβαινε πιο ψηλά και τέλος βγήκε μέσα από την καρδιά του άστρου , ένας άνθρωπος που καθόταν μόνος του σε ένα γραφείο. Ώσπου βγήκε και αυτός από μέσα και όλοι μαζί ξεμάκρυναν από την Βερενίκη και στάθηκαν όχι και πολύ μακριά. 

Η Βερενίκη παρατηρούσε αυτόν τον άνθρωπο , που καθόταν σκυφτός ,που με περίσσια προσοχή και συγκέντρωση χωρίς να την έχει προσέξει, έγραφε κάτι πάνω σε ένα χαρτί. Αφού πέρασε λίγη ώρα, πήρε το χαρτί στα χέρια του, σηκώθηκε από την καρέκλα του, το κοίταξε με κάποια απόγνωση, όπως της φάνηκε, το έσκισε και μετά το πέταξε. Ξανακάθισε στο γραφείο ,ξεκίνησε να γράφει στο επόμενο χαρτί για λίγο ,μετά πάλι σηκώθηκε , το τσαλάκωσε εκνευρισμένα και με μια κίνηση του χεριού του ,το πέταξε. Η σκηνή αυτή επαναλήφθηκε κάμποσες φορές , όταν κάποια στιγμή , σήκωσε τα ματιά προς το μέρος της Βερενίκης ,την πρόσεξε και μετά από λίγο, της χαμογέλασε. 

Η Βερενίκη για να του το ανταποδώσει, του χάρισε και αυτή το χαμόγελο της, συνάμα κουνώντας το χέρι της για να τον χαιρετήσει. Τότε αυτός, σα να ήξερε από παλιά την Βερενίκη, σήκωσε το χέρι του, που κρατούσε μία πένα και όπως φάνηκε στη Βερενίκη ,έκανε μια κίνηση για να της την προσφέρει και της είπε <Eγώ είμαι, το αστέρι σου, δεν άλλαξα.>. 

VI 

Χάρηκε που της χάριζε την πένα του ,αλλά αρνήθηκε την προσφορά ,δείχνοντας, το λαμπρό αστέρι που αγαπούσε, αν και ήξερε πως δεν θα το έφτανε ποτέ. Σίγουρη ,πως θα καταλάβαινε την σκέψη της. Πως , περιμένει μήνυμα, από αυτό το μακρινό αστέρι και πως δεν μπορούσε να δεχτεί δώρο από αυτόν. Μα ο άνδρας συνέχισε να κάνει την προσφορά του χαμογελώντας , με βλέμμα όλο προσδοκία. 

Η Βερενίκη δεν ήξερε τι να κάνει ,όταν ήρθε στο νου της μια σκέψη ,πως αυτός ο άνδρας στην πραγματικότητα ,δεν της πρόσφερε την πένα του , πως κάτι άλλο ήθελε να της πει. Παρόλο που δεν τον έβλεπε με τα μάτια της καθαρά, μέσα στην σκοτεινιά του χάους , ένοιωθε ακριβώς τι έκανε , τους μορφασμούς του , τις κινήσεις του .Την σκέψη του σαν να διάβαζε στην αόρατη οθόνη του μυαλού της. Κατάλαβε τότε, πως της ζητούσε ,να φτιάξουν μαζί την ιστορία που έγραφε. Μάλιστα σαν να είδε την πένα που της πρόσφερε να αναβλύζει ένα παράξενο φως που όσο της την πρόσφερε, γινόταν όλο και πιο δυνατό. Αλλά ούτε και αυτό , ακόμη περισσότερο ,δεν μπορούσε να δεχτεί. Του έδειξε πάλι το αγαπημένο της άστρο και του είπε ψιθυριστά ,<περιμένω μήνυμα από αυτό -και του το έδειξε με μια κίνηση του χεριού της- δεν μπορούμε να γράψουμε μαζί ιστορία, εγώ περιμένω να γράψω την δική μου μαζί με το αγαπημένο μου άστρο και ας μην έρθει ποτέ κοντά μου> . 

Αυτός, με κάποια απογοήτευση , εξακολουθούσε να της δείχνει την πένα και έκανε σαν να τις έλεγε <Μα εγώ είμαι. > ,χαμογελώντας της. Η Βερενίκη ,ήταν σίγουρη ,πως είχε καταλάβει την σκέψη της. Του ξανάδειξε το άστρο , ανασήκωσε τους ώμους της ,τον ξανακοίταξε χαμογελώντας , γύρισε την πλάτη της προς το μέρος του ,έπιασε το σχοινί που την ένωνε με την καλύβα και άρχισε να σκαρφαλώνει προς το σπίτι της. Μόλις έφτασε στο παράθυρο από όπου είχε βγει, τον κοίταξε για μια φορά ακόμη και τον είδε να της δείχνει την πένα του με ένα ικετευτικό βλέμμα. 

Η Βερενίκη ,μπήκε μέσα στο σπίτι ,το οποίο δεν της φάνηκε τόσο άσχημο όσο πριν ,γύρισε το βλέμμα της προς το λατρευτό της άστρο, έριξε μια κλεφτή ματιά στον άγνωστο άνδρα που της πρόσφερε την πένα του ,ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο, έσκυψε το κεφάλι της και ξαφνικά, σαν να διάβασε στο μυαλό της την σκέψη αυτού του άνδρα ,που καθόταν στο γραφείο. Ναι ,ακριβώς εκείνη την στιγμή ,κατάλαβε τι ήθελε να της πει, αυτός ο άνδρας <Όχι –σκέφτηκε- δεν ήθελε να της χαρίσει απλώς την πένα, όπως νόμιζε , δεν ήταν στεναχωρημένος τόσο ,που δεν μπορούσε να γράψουν μαζί στο χαρτί την ιστορία. 

 Ούτε που δεν μπορούσε να καταλάβει πως το αστέρι που ήθελε τόσο πολύ ,ήταν ο ίδιος αυτός άνδρας. Ζητούσε απεγνωσμένα κάτι άλλο , κάτι ,που δεν το είχε κάνει μέχρι σήμερα, όσο και αν είχε προσπαθήσει. Αυτό που ήθελε , ήταν , να δώσει επιτέλους ένα καλό τέλος στην ιστορία που έγραφε. Ναι ,αυτό είχε ανάγκη. Αυτό τον είχε κάνει να βρεθεί σε τέτοια απόγνωση, σε τέτοια απελπισία. Όλες οι ιστορίες, που είχε γράψει ,είχαν κακό τέλος, όλοι οι ήρωες του, βασανίζονταν από τα πάθη τους και τους έκανε να πληρώνουν ακριβά το τίμημα των αδυναμιών τους. Σε άλλους πάλι ,πέθαιναν τα πιο αγαπητά πρόσωπα της ζωής τους ,αφήνοντας την δική τους να βυθίζεται σε μια οδυνηρή δίνη, ενώ άλλους μεταμόρφωνε σε νεκρές ψυχές, χωρίς αισθήματα ,αποξενωμένες από τον κόσμο που ζούσαν. Έγραφε για εραστές που ποτέ δεν μπόρεσαν να ζήσουν μαζί, για ερωτευμένους που δεν βρήκαν ανταπόκριση. Τώρα όμως είχε κουραστεί , είχε βαρεθεί να γράφει ιστορίες με κακό τέλος. Ήθελε επιτέλους , να δώσει ένα καλό τέλος στην ιστορία που έγραφε τόσον καιρό . Σήμερα που η μοίρα έφερε την Βερενίκη μπροστά του , τον συνεπήρε η ομορφιά της ψυχής της ,η γοητεία της φυσικής της σαγήνης, αισθάνθηκε με τον νου του, πως και αυτή ήθελε να δώσει ένα καλό τέλος , όπως και ο ίδιος, μόνο που αυτός δεν μπόρεσε μόνος του , ενώ η Βερενίκη, ένοιωσε ,πως μπορούσε. Είτε με αυτόν είτε μόνη της. Για αυτό την παρακαλούσε, γι΄αυτό έσκιζε τα χαρτιά που έγραφε , προσπαθούσε να δώσει ένα καλό τέλος και δεν τα κατάφερνε και τώρα την ικέτευε να τον σώσει, να τον βοηθήσει, να δώσει ένα κάλο τέλος. 

Η Βερενίκη έβγαλε το κεφάλι της πάλι από το παράθυρο και μία κοίταζε αυτόν και μία το αστέρι της, προσπάθησε να του πει κάτι, αλλά δεν μπόρεσε , μόνο τον έβλεπε να την κοιτάζει με ένα θλιμμένο χαμόγελο ,όλο προσδοκία, αγωνία ,ελπίδα και πόνο και καθώς τον έβλεπε, πρόσεξε πως σιγά-σιγά χανότανε , χωρίς η ματιά του να σταματήσει να την προσέχει, χωρίς να σταματήσει ,να περιμένει ένα θετικό της νεύμα. Ξανακοίταξε αυτή το αστέρι της όλο προσμονή ,και όταν η ματιά της γύρισε στον άγνωστο άνδρα, είχε σχεδόν χαθεί, μόνο το θλιμμένο του χαμόγελο ,φαινόταν καθαρά στο μυαλό της. Σταμάτησε τότε να τους κοιτάζει η Βερενίκη και γύρισε προς το σπίτι ,μα τότε κατάλαβε , πως ,κρατούσε κάτι στα χέρια της . Άγνωστο πως συνέβη, αλλά κρατούσε μια δεσμίδα από φύλλα χαρτί πυκνογραμμένα. Αμέσως κατάλαβε ,πως, στα χέρια της είχε την ιστορία που έγραφε εκείνος , δεν την διάβασε, παρά, μόνο επιβεβαίωσε αυτό που ήδη γνώριζε . Ότι η ιστορία αυτή δεν είχε τέλος, της την έδωσε για να το γράψει αυτή. 

VII 

Ναι τώρα πια ήξερε γιατί της την είχε αφήσει στα χέρια της. Αφού δεν μπορούσε να δεχτεί την πένα του , αφού δεν μπορούσε να δώσει τον εαυτό της στον άγνωστο άνδρα για να γράψουν την ιστορία μαζί, τότε την άφησε να γράψει η ίδια , μόνη της ,ένα καλό τέλος. Όποιο και αν ήταν αυτό ,είτε δικό τους, είτε δικό της .Ο ίδιος δεν μπορούσε να το γράψει γιατί ,ίσως, κουβαλούσε στην ψυχή του <τους Λαιστρυγόνες, τους Κύκλωπες και τον οργισμένο Ποσειδώνα >. 

Η Βερενίκη όμως όχι, δεν τους κουβαλούσε μέσα της , ήταν όμορφη, ήταν νέα και η ψυχή της ήταν καθαρή, ναι, αυτή μπορούσε να δώσει ,το καλό τέλος ,που δεν μπόρεσε ,τόσα χρόνια, να δώσει αυτός. Η Βερενίκη κρατούσε τώρα σφικτά στα χέρια της τα χαρτιά του , την ιστορία του. Ήταν παράξενα ήρεμη , ίσως κουρασμένη, κοίταξε για άλλη μια φορά το άστρο που τόσο πολύ ποθούσε του έστειλε ένα φιλί, γύρισε το κεφάλι εκεί που ήταν ο άγνωστος άνδρας, ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό της και σα να είδε το αχνό πρόσωπο του άγνωστου μα και τόσο γνώριμου άνδρα με το θλιμμένο χαμόγελο, τότε άπλωσε το χέρι της σαν για να αγγίξει το πρόσωπό του και του είπε <θα μου υποσχεθείς και εσύ κάτι, ότι θα διώξεις το σύννεφο που σκεπάζει την ψυχή σου, δεν θα ξαναγράψεις ιστορία με κακό τέλος, αλλά μόνο με καλό και θα γελάσεις ξανά, μου το υπόσχεσαι?> 

Αυτός τότε της έγνεψε καταφατικά και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του που δεν ήταν θλιμμένο πια και χάθηκε. Τότε γύρισε η Βερενίκη στο δωμάτιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι που δεν της φάνηκε σκληρό όσο πριν ,ούτε βρώμικη η κουβέρτα. Τίποτα δεν ήταν τόσο άσχημο, όπως τότε που είχε νοιώσει να βυθίζεται μέσα στην καλύβα. Το άγαλμα ,δεν την φόβιζε πια , ούτε το γραμμόφωνο που εξακολουθούσε να επαναλαμβάνει αυτήν την εφιαλτική ,όπως νόμιζε, τότε , φράση . < και τώρα , τι σκοπεύεις να κάνεις γι΄αυτό?> 

Έκλεισε τα μάτια της και σχεδόν αμέσως κοιμήθηκε. Ήταν ήρεμη ,το μόνο που φανέρωνε κάτι, ήταν που εξακολουθούσε να κρατάει σφικτά στα χέρια της, την ιστορία αυτού του αγνώστου ,που δεν ήξερε ,αν θα τον ξανάβλεπε ποτέ της. Ένα όνειρο, άρχισε να ξετυλίγεται στο νου της ,πως λέει ,κάποιος της σκούνταγε δυνατά το σώμα. 

-< Ξύπνα Βερενίκη, είσαι καλύτερα σήμερα?> άκουσε τον άνδρα της να λέει. 

Η Βερενίκη ,σηκώθηκε από τον καναπέ ξαφνιασμένη , δεν ήξερε που βρισκόταν .Κοίταξε γύρω της , σα να είχε βρεθεί σε κάποιο άγνωστο μέρος. Ύστερα από λίγο, συνειδητοποίησε που βρισκόταν, είδε το γνώριμο σπίτι της και τα θυμήθηκε όλα , το όνειρο ήταν ζωντανό στην μνήμη της. 

<καλά είμαι> του είπε 

<Πάω στη δουλειά , σου έφτιαξα καφέ> , της είπε , έπειτα φόρεσε το παλτό του, άνοιξε την πόρτα και έφυγε. 

Η Βερενίκη, πήρε τον καφέ που είχε φτιάξει ο άνδρας της, άνοιξε την μπαλκονόπορτα, βγήκε στο μπαλκόνι , άναψε ένα τσιγάρο και είδε πως μια ηλιόλουστη , χαρούμενη ημέρα , έρχεται καταπάνω της. 

 Η διάθεση, που είχε χθες βράδυ αποτελούσε παρελθόν, όπως και το όνειρο που είχε δει το βράδυ, ήταν χαρούμενη, ευδιάθετη , ένοιωθε έτοιμη να κατακτήσει τον κόσμο. 

<Eχει μια υπέροχη ημέρα, είμαι καλά, σήμερα είναι ότι πρέπει για να βγω να χαιρετήσω τον ήλιο> είπε στον εαυτό της. Αμέσως , μπήκε μέσα στο σπίτι, έβγαλε την χειμωνιάτικη ,ροζ φόρμα που φορούσε ,έκανε γρήγορα ένα ζεστό μπάνιο, βάφτηκε για να την δει ο ήλιος όμορφη, φόρεσε ένα καφέ εφαρμοστό παντελόνι, ένα μουσταρδί πουλόβερ ,το δερμάτινο καφέ σακάκι , που στο περίγραμμα του ήταν ραμμένη μια μπεζ γούνα , πήρε την αγαπημένη τσάντα της και βγήκε έξω ,με ένα τεράστιο χαμόγελο που το μετέδιδε σε αυτούς που χαιρετούσε. 

Μπήκε στο αυτοκίνητο της , άναψε την μηχανή και ξεκίνησε για να χαιρετήσει τον ήλιο. 

Έστριψε αριστερά την Καρπάθου και στο δρόμο έξω από το σχολείο της Καλλίπολης, είδε παιδιά να είναι μαζεμένα παρέες και να πειράζονται, να γελάνε, κάπου- κάπου , κάποιο ζευγαράκι να λέει τα μυστικά του ξέχωρα από τους άλλους, μερικά παιδιά πάλι , έριχναν μια τελευταία ματιά στα μαθήματα τους . Δεν ήξερε γιατί , αλλά αυτή η εικόνα την χαροποίησε ακόμη περισσότερο ,την έκανε να γεμίσει από μια ακατανίκητη αισιοδοξία. 

Έπειτα αντίκρισε την θάλασσα της Πειραϊκής, να την χαιρετάει στέλνοντας ,τις αστραφτερές ακτίνες του ήλιου στο πρόσωπο της. Έστριψε αριστερά , πήρε τον δρόμο που είναι χαραγμένος παράλληλα με την θάλασσα. Κατευθύνθηκε προς τον λόφο του Προφήτη Ηλία . Ανέβηκε στο πιο ψηλό σημείο του λόφου ,σε ένα πλάτωμα .Ο λόφος της το ανταπέδωσε απλόχερα , χαρίζοντας στην Βερενίκη μια υπέροχη θέα ,με πρωταγωνιστές ,τον Σαρωνικό , τον Υμηττό , την Αίγινα ,λουσμένους από ένα χρυσαφένιο Ήλιο, που περίμενε υπομονετικά να δει την όμορφη Βερενίκη και να την αγκαλιάσει με τις όλο ζεστασιά ακτίνες του. 

Βγήκε από το αυτοκίνητο ,κοίταξε τον ήλιο που υψωνότανε πάνω από τον Υμηττό ,και τον χαιρέτησε ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια της , πήρε μερικές βαθιές ανάσες αναπνέοντας τον θαλασσινό αέρα που της έστελνε δώρο πολύτιμο ο Σαρωνικός. 

Κατόπιν ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο της, άναψε ένα τσιγάρο που με τέτοια διάθεση και θέα το απολάμβανε διπλά, άνοιξε το κινητό της και είδε το χθεσινό μήνυμα που της είχε αφήσει ο Γιάννης < Καληνύχτα.> 

Χαμογέλασε και του έστειλε ένα μήνυμα 

<Γιάννη, ζήλεψα την μέρα ,με ξεσήκωσε ο καιρός και κύριε μου, σου γράφω από το Βεάκειο με μια καταπληκτική θέα. Μου φώναξε ο ήλιος, έλα κοντά μου και τον άκουσα και ήρθα, έλα να τον δούμε μαζί ,όπως τότε.> 

Ο Γιάννης είδε το μήνυμά της στο κινητό του και της απάντησε <σε ζηλεύω, Βερενίκη, μα το ξέρεις πως αυτό δεν γίνεται …..> . Η συζήτηση τους κράτησε λίγο. Κάτι έγραφε στον Γιάννη, η Βερενίκη , όταν ένοιωσε τη γη να φεύγει ελάχιστα κάτω από τα πόδια της, κάτι σαν ανεπαίσθητος σεισμός, σαν μια ελαφριά ζάλη. Έπιασε το κεφάλι της ,κοίταξε με ύφος που έδειχνε αποφασιστικότητα μπροστά της και είπε στον εαυτό της . 

<Όχι δεν θα κάτσω όπως η Βερενίκη, στο μπαλκόνι περιμένοντας ένα καλό τέλος, όχι δεν θα περιμένω πότε θα έρθει το αγαπημένο μου άστρο να με πάρει. Αυτός ο άγνωστος άνδρας μου εμπιστεύτηκε να κάνω κάτι, να βρω κάτι, να ζήσω κάτι και του το υποσχέθηκα ,μόλις κράτησα τα γραπτά του στα χέρια μου. Άναψε την μηχανή του αυτοκινήτου , πάτησε το γκάζι και ξεχύθηκε στους δρόμους του Πειραιά ,έχοντας βάλει στόχο, όπως της είχε εμπιστευτεί ο άγνωστος αυτός άνδρας, να αναγνωρίσει, να βρει και να ζήσει ένα καλό τέλος, όπως θα το ήθελε η ίδια. Του το είχε υποσχεθεί και το χρωστούσε στον εαυτόν της. 

ΤΕΛΟΣ 









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου