Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

ΤΟ ΨΩΜΙ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

«Οι νιες ζυμώνουνε ψωμί κι οι γριές το φούρνο πολεμάνε κι όλοι αρχινούν τραγούδια της δουλειάς το μόχθο ν' αλαφρώσουν».
Ν. Καζαντζάκης

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ "Το Μέγα Αρτοποιείον".


ΜΑΓΙΑ ΑΓΓΕΛΟΥ - Μόνος κανένας 

Ξαπλωμένη, σκεφτόμουν
Ψες το βράδυ
Πώς της ψυχής μου να ‘βρω ένα σπίτι
Που το νερό δεν θα διψάει
Και το ψωμί δεν θα ‘ναι πέτρα
Ένα μόνο στο νου μου ήρθε
Κι άδικο δεν νομίζω να ‘χω
Ότι κανένας,
Μα κανένας
Δεν θα τα καταφέρει μόνος εδώ πέρα.( Απόσπασμα)

Από την ποιητική συλλογή Oh Pray My Wings Are Gonna Fit Me Well 1975, 
[Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]

Νικόλαος Γύζης – Ψωμιά


Μανόλης Αναγνωστάκης - Πέντε μικρά θέματα 

I

Μες στην κλειστή μοναξιά μου
Ἔσφιξα τη ζεστή παιδική σου άγνοια
Στην αγνή παρουσία σου καθρέφτισα τη χαμένη ψυχή μου.

Εμείς αγαπήσαμε, Εμείς
Προσευχόμαστε πάντοτε. Εμείς
Μοιραστήκαμε το ψωμί και τον κόπο μας

Κι εγώ μέσα σε σένα και σ᾿ όλους.

Σαλβατόρ Νταλί – Ψωμί σε καλάθι


Νικηφόρος Βρεττάκος - ΜΑΖΕΥΩ ΤΑ ΠΕΣΜΕΝΑ ΣΤΑΧΥΑ

Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα να σου στείλω λίγο ψωμί,
μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ότι έμεινε απ’ τον ήλιο
να σου το στείλω να ντυθείς. Έμαθα πως κρυώνεις.
Την πράσινή σου φορεσιά να την φορέσεις την Λαμπρή!
Θα τρέξουν μ’ άνθη τα παιδιά. Θα βγουν τα περιστέρια,
κ’ η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γεμάτη αγάπη!
Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα όποιο δένδρο θέλεις.
Μ’ ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης
βγαίνουνε στην καρδιά μου!
Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως. Τ’ ακούς; Ναρθείς!

Jean Baptiste Simeon Chardin – Η Προμηθεύτρα


Γεώργιος Δροσίνης -ΤΟ ΨΩΜΙ


«Καλόδεχτο το φόρτωμα, που θα ΄ρθει από το μύλο,
πρωτόσταλτο, πρωτάλεστο, πρώτη χαρά της σκάφης.

Ζυμώνουν τ’ ανασκουμπωτά της πρωτονύφης χέρια
και πλάθουν τα πρωτόπλαστα ψωμιά με τις παλάμες
μες στην καλοπελεκητή πινακωτή προικιό της.
Το φούρνο καίει τεχνίτισσα, στο φούρνο η γριά κυρούλα,
ξανανιωμένη, αφήνοντας τη συντροφιά της ρόκας.

Ω! βραδινό συμμάζεμα στο σπιτικό κατώφλι,
καρτέρεμα ανυπόμονο του πυρωμένου φούρνου!
Κι ω μέθυσμα απ’ τη μυρωδιά πρώτου ψωμιού, που αχνίζει.
Κομμένο από το γέροντα παππού χωρίς μαχαίρι
και μοιρασμένο στα παιδιά, στις νύφες και στ’ αγγόνια!
Και συ θυσία των ταπεινών στη θεία την καλοσύνη,
σημαδεμένο ανάμεσα με του σταυρού τη βούλα,
καλοπλασμένο πρόσφορο, της εκκλησιάς μεράδι,
που θα κοπείς την Κυριακή μες στ’ αργυρό αρτοφόρι
και στ’ άγιο δισκοπότηρο με το κρασί θα σμίξεις!»

Paul Cezanne - Bread and Eggs


Νίκος Ἐγγονόπουλος

Ἁρμοσμένο γι’ ἀποκλειστικά ἀνδρική χορωδία σ' Ἐκκλησιαστική μουσική τoῦ Ἰωάννου Σεβαστιανοῦ Μπάχ

Ἀπὸ τὴ συλλογὴ του «Στὴν Κοιλάδα μὲ τοὺς Ροδόνες». Ἴκαρος, Ἀθῆναι 1992, 3η ἔκδ.


κατάρα — Κύριε — σ' ὅποιον ἐπιβουλεύτηκε
τὸ ψωμὶ τοῦ ποιητοῦ
κατάρα — Κύριε — σ' ἐκεῖνον ὅπου ἔβαλε βέβηλο χέρι
στὰ λιγοστὰ χρήματα τοῦ
πτωχοῦ ζωγράφου
ποὔκλεψε τὴ δεκάρα
ἀπὸ τὴν τεταμένη
τὴν ταπεινὴ
τοῦ διακονιάρη φούχτα
κατάρα!

χαράμι!
φαρμάκι θὰ γένη τὸ ψωμί!
καὶ τὸ κλεμμένο νόμισμα:
καρφὶ πυραχτωμένο στ' ἄσπλαχνα τὰ στήθη
αὐτῶν ποὺ ἔστερξαν τὶς ἀνομίες
σ' αὐτοὺς π' ἀδίκησαν τὴ φτωχὴ χήρα
ποῦ ἐβαρέσαν τὸ ἀπροστάτευτο παιδὶ
ποῦ σπάσανε τὸ πήλινο τοῦ διψασμένου τάσι
π' ἀρνήθηκαν στὸν ἄρρωστο συμπόνια
ποὺ κοροϊδέψαν τὸ λεπρὸ
χτύπησαν τὸν τρελλὸ
καὶ τὸν τυφλὸ παραπλανῆσαν
ποὺ δυσκολέψαν τὴ ζωὴ τ' ἀνήμπορου
στοὺς ψεύδορκους
στοὺς ἀτιμάσαντες
σ' αὐτοὺς ποὺ βασανίσανε Ὁβραίους εἴτε Χριστιανοὺς
μεσ' στ' ἄνομα στρατόπεδα τῆς Γερμανίας

 Ψωμί - Βλαντίμιρ Λιουμπάροβ


Οδυσσέας Ελύτης - ΚΑΛΩΣΥΝΗ ΣΤΙΣ ΛΥΚΟΠΟΡΙΕΣ

Ποίηση ἄγουρο νεράντζι μου
Κάτω ἀπὸ τοὺς καταράχτες τοῦ ἥλιου
Ἰριδίζοντας
Ἕνα μεσημέρι σ᾿ ἄφησα
                             Ἡ καρδιά μου ἀκόμα γαλανή
Ἀπ᾿ τὸ τρέξιμο στὴν ἄμμο καὶ τὸν ἔρωτα
Ἔτρεμε
Ἀλλὰ τὰ πουλιὰ στὸ ρέμμα τ᾿ οὐρανοῦ
Ἔβλεπαν κιόλας ν᾿ ἀνεβαίνει ἕνα ἀκέφαλο ἄλογο
Χύνοντας ἀπ᾿ τὸν ἀδειανὸ λαιμό του μαῦρα φύκια
Κοῦροι ἀπὸ τὸν Προφητηλία ψηλά
Δαιμονισμένα χτυποῦσαν τὶς καμπάνες
Κι ἡ μνήμη σὰν πουνέντες ἔμπαζε
Βουητὸ καὶ θάλασσα
Στὴ μεγάλη ἀσβεστωμένη κάμαρα
Μὲ τὰ δυὸ καρυοφύλλια.
Ἐκεῖ τὸ ξύλινο τραπέζι μὲ τὰ κίτρινα λουλούδια
Τὸ ψωμὶ ἀνοιχτὸ σὰν εὐαγγέλιο

Ἡ φωνή, τὰ μαλλιὰ τῆς Ἑλένης.
Τ᾿ ἄφησα
                   στέκομουν ὀρθός
                                                     εἶχε σημάνει ἡ ὥρα
Ν᾿ ἀναβρύσει ἀπὸ τὸ πλευρὸ τοῦ ἀνθρώπου τὸ αἷμα
Τρεῖς φορές αὐτὸς νὰ τ᾿ ἀρνηθεῖ
Καὶ τρεῖς φορές ἐκεῖνο ν᾿ ἀληθέψει
Τρεῖς φορές νὰ τὸ δῶ καὶ νὰ πῶ
                                                                τρεῖς φορές
Τινάζοντας ψηλὰ
Σὰν ἀπ᾿ τὸν ἅδη τῆς φωνῆς ἑνὸς ἀπελπισμένου:
Ἔχτρα στὰ μάτια κύτταξέ με
Βγαίνω μὲ τὰ δικά σου τ᾿ ἄρματα
Ἡ Καλωσύνη ἐδῶ ποὺ βρέθηκε μές στὶς λυκοποριές
Πρέπει νἄχει μπαροῦτι στὸ σελλάχι της
Καὶ νὰ δαγκάνει κάμες.

The Milkmaid by Jan Vermeer


Οδυσσέας Ελύτης - ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Εμείς ψωμί δεν έχουμε
και τέτοια δεν κατέχουμε

Χρόνους πολλούς μας πολεμάν
κι ανάσα δεν επήραμαν.
(από το «Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας»)

A Plate of Rolls by Vincent van Gogh


Οδυσσέας Ελύτης - Αξιον Εστί 

η΄
«… Ω πικρές γυναίκες * με το μαύρο ρούχο
παρθένες και μητέρες
Που σιμά στη βρύση * δίνατε να πιούνε
στ’ αηδόνια των αγγέλων
Έλαχε να δώσει * και σ’ εσάς ο Χάρος
τη φούχτα του γεμάτη
Μέσ’ απ’ τα πηγάδια * τις κραυγές τραβάτε
αδικοσκοτωμένων

Τόσο δεν αγγίζουν * η φωτιά με το άχτι
που πένεται ο λαός μου
Του Θεού το στάρι * στα ψηλά καμιόνια
το φόρτωσαν και πάει
Μες στην έρμη κι άδεια * πολιτεία μένει
το χέρι που μονάχα
Με μπογιά θα γράψει * στους μεγάλους τοίχους
ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ…»
(απόσπασμα)

 Ευθύμης Παπαδημητρίου – Προσφάγι του θερισμού


Ανέστης Ευαγγέλου - Παντού το κλέβουν το ψωμί.

Τ’ αρπάζουν χέρια τοκογλύφων,
το παίρνουν Γραμματείς Εντεταλμένοι,
το χώνουμε σε υπόγεια, το στοιβάζουν.
Εκεί τ’ αναλαμβάνουν ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι
και στα σοφά των δάκτυλα Ειδικοί,
χείλη ποιητών, αβρά, το κάνουν ύμνο
να τον μαθαίνουν τα παιδιά,
του πλέκουν φωτοστέφανο να λάμπει.

Εκεί αρχίζει η λεπτή διαδικασία,
οι απαραίτητες διεργασίες συντελούνται,
επέρχονται οι εκπληκτικές διαμορφώσεις

για να ‘βγει θάνατος μια μέρα
για να ‘βγει αίμα.

Παντού το κλέβουν το ψωμί
Θεέ μου, παντού.

Συλλογή Αφαίμαξη, ’66-’70 (1971) [Από την ενότητα Ανάβαση]

The Lunch by Diego Velasquez

Θεόκριτος -  ειδύλλια

Δήμητρα συ χιλιόκαρπη, τούτο μου το χωράφι
κάνε το καλοδούλευτο και πολυκαρποφόρο.
Σφίγγετε τα δεμάτια σας να μην τα 'δούν διαβάτες
και πουν: εργάτες είν' αυτοί; κρίμα στο 'μεροδούλι.
Ας βλέπουν πίσω οι θημωνιές ή στο βοριά ή στη δύση.
Έτσι μονάχα θα μπορούν τα στάχυα να φουσκώνουν.
Όσοι αλωνίζουν, μη ζητούν ύπνο το μεσημέρι
αυτή την ώρα τρίβονται σαν άχυρα τα στάχυα.
Όταν ξυπνά ο κορυδαλλός αρχίσετε το θέρος
και πάψετε όταν κοιμηθή στο κάμμα αναπαυθήτε.
Καλότυχος ο βάτραχος με τη ζωή που κάνει,
μηδέ φροντίζει για νερό, γιατί παντού το βρίσκει.
Βράσε καλλίτερα φακή φιλάργυρ' επιστάτη,
μη κόβοντας το κύμινο κόψης το δάχτυλό σου.
Τέτοια τραγούδια, θεριστή, πρέπουν στους θεριστάδες
κι όσο για την αγάπη σου, που κατατυραγνά σε,
τραγούδα την στη μάννα σου ταχυά μόλις ξυπνήση.
(Μετάφραση I. Πολέμη)

The Fasting of St Charles (detail) by Daniele Crespi


Τάσος Λειβαδίτης - O άνθρωπος με το ταμπούρλο

......Τραγουδάω εσάς αδέλφια μου

εσάς, που χτίζετε τις μεγαλουπόλεις,

που καμπυλώνετε σαν ουράνια τόξα τις γέφυρες

εσάς, που ρίχνετε το βάρος της καρδιάς σας πάνω στα κομπρεσέρ

τραγουδάω εσάς μικρά μου αγόρια,

που ξεπαγιάζετε πουλώντας σπίρτα στους δρόμους του χειμώνα

εσάς, που αγοράζετε τα χαλασμένα λαχανικά απ΄ τις αγορές

εσάς, που φοράτε εφημερίδες κάτω απ΄ τα τριμμένα σας σακάκια

τραγουδάω εσάς, που πεινάτε

εσάς, που δεν πεινάτε πια γιατί πεθάνατε απ΄ την πείνα.

Τραγουδάω εσάς, που ξεκινάτε κάθε αυγή

κουβαλώντας κάτω απ΄ το τρύπιο σας πουκάμισο ένα κομμάτι ψωμί

κι ολάκερη την ισότητα του κόσμου.(....)


Boy with Basket of Bread by Evaristo Baschenis


Μπέρτολντ Μπρεχτ -…Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί

Οι έμποροι φωνάζουν γι’αγορές
Οι άνεργοι πεινούσαν
Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται

Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ’ το τραπέζι
Κηρύχνουν τη λιτότητα
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσήματα
Ζητάνε θυσίες
Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
Για τις μεγάλες εποχές που θα’ρθουν
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
Λες πως η τέχνη να κυβερνάς το λαό
Είναι πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού»

(Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου», απόσπασμα)

Bread and Knife, 1934 by Walter Kuhn


Bertolt Brecht: Το κυκλικό τραγούδι των ανέργων

Αν δεν κοπούν καθόλου ξύλα,
ο φούρναρης ψωμί δεν βγάζει.
Ο φούρναρης ψωμί αν δεν ψήνει
,
ο ξυλοκόπος δεν τη βγάζει.

Μα ο ξυλοκόπος αν πεθάνει,
για ποιον ο φούρνος πια θα ψήνει;
Κι αφού ψωμί δε θα υπάρχει,
το δάσος άκοπο θα μείνει.

Olive oil and bread  by George Tuffy


Κ. Μύρης - Μάνα

Μάνα μου πόσο μέστωνε το στάρι στις ταφόπετρες
πόσο γλυκό στη γέψη το ψωμί το ψυχοσάββατο
και το κρασί στυφή παρηγοριά στο ξόδι του παππούλη.
Στο γάμο του μικρού μικρού μεταλαβιά του βλάμη.

Μάνα κρασί, μάνα ψωμί, μάνα μ’ ελιά και λάδι
μάνα μου χώμα και νερό, βάστα γερά το πρόσφορο
τώρα που θ’ ανταμώσετε με τον παππού στον Άδη.

Κι όταν στην έρμη ρεματιά φυτρώνουν οι μικρές ελιές κι όταν μαζεύαμε καρπό σε ερωτικά νυχτέρια κι όταν πιθάρια πήλινα το σώμα τρώγαν του λαδιού, μάνα καλή το ξέραμε πως φύλαγες το πιο καλό στην πιο κρυφή και σκοτεινή βενέτικη κασέλα. Λίγο για τα βαφτιστικά, λίγο για τα στερνά στερνά, λίγο για την αβασκανιά και την κακή την ώρα. Μάνα κρασί, μάνα ψωμί, μάνα μ΄ ελιά και λάδι μάνα μου χώμα και νερό, βάστα γερά το πρόσφορο τώρα που θ΄ ανταμώσετε με τον παππού στον Άδη.


Bread and Spoon  by Carlos Reales


Mαχμούτ Νταρουίς - ΜΑΝΑ

Μου λείπει το ψωμί της μάνας μου
Ο καφές της μάνας μου
Το άγγιγμά της
Φουσκώνουν μέσα μου οι παιδικές μου αναμνήσεις
Μέρα τη μέρα
Πρέπει να δώσω αξία στη ζωή μου
Την ώρα του θανάτου μου
Πρέπει να αξίζω τα δάκρυα της μάνας μου
Και αν έρθω πίσω κάποια μέρα
Βάλε με σα μαντήλι στα βλέφαρά σου
Τα κόκαλά μου σκέπασε με χλόη
Που την αγίασαν τα βήματά σου
Δέσε μας μαζί
Με μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά σου
Με μια κλωστή που κρέμεται από το φόρεμά σου
Μπορεί να γίνω αθάνατος
Μπορεί να γίνω Θεός
Εάν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου
Αν καταφέρω και γυρίσω
Κάνε με ξύλα να ανάψεις τη φωτιά σου
Σκοινί για να απλώνεις τα ρούχα σου στην ταράτσα του σπιτιού σου
Δίχως την ευχή σου
Είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ
Μεγάλωσα πολύ
Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που είχα παιδί
Για να βρω με τα χελιδόνια
Το δρόμο πίσω
Στην άδεια σου αγκαλιά.

μτφρ. Στάθης Τσαγκαρουσιάνος


The Communion Table BY TERESA BERNARD


James Oppenheim - Ψωμί και Τριαντάφυλλα, Ψωμί και Τριαντάφυλλα

Καθώς τραβάμε εμπρός,
εμπρός είναι και για τους άνδρες ο αγώνας μας
γιατί είναι των γυναικών παιδιά και τους γεννάμε πάλι,
φτάνει πια ο παιδεμός σ’ όλη μας τη ζωή,
πεινάνε οι ψυχές και όχι το σώμα μόνο
«δώστε μας Ψωμί, δώστε μας Τριαντάφυλλα»

................

Ναι, για το Ψωμί παλεύουμε και για τα Τριαντάφυλλα.
Καθώς τραβάμε εμπρός,
εμπρός φέρνουμε τις μεγάλες μέρες.
Το ξεσήκωμα των γυναικών είναι ξεσήκωμα όλης της ανθρωπότητας.
Όχι πια σκλάβοι και τεμπέληδες, δέκα που μοχθούν για έναν που ξαπλώνει
αλλά ένα δίκαιο μοίρασμα στ’ αγαθά της ζωής." 

Wine and Bread  by Larisa Napoletano

Πτωχοπρόδρομος

Καὶ ἔμαθον τὰ γραμματικὰ μετὰ πολλοῦ τοῦ κόπου.
Ἀφ’ οὗ δὲ τάχα γέγονα γραμματικὸς τεχνίτης,
ἐπιθυμῶ καὶ τὸ ψωμὶν καὶ τοῦ ψωμιοῦ τὴν μάνναν.
Ὑβρίζω τὰ γραμματικά, λέγω μετὰ δακρύων˙
«Ἀνάθεμαν τὰ γράμματα, Χριστέ, καὶ ὁποῦ τὰ θέλει!
ἀνάθεμαν καὶ τὸν καιρὸν καὶ ἐκείνην τὴν ἡμέραν
καθ’ ἣν μὲ παρεδώκασιν εἰς τὸ διδασκαλεῖον,
πρὸς τὸ νὰ μάθω γράμματα, τάχα νὰ ζῶ ἀπ’ ἐκεῖνα!»
Ἐδάρε τότε ἂν μ’ ἔποικαν τεχνίτην χρυσορράπτην,
ἀπὸ αὐτοὺς ποῦ κάμνουσι τὰ κλαπωτὰ καὶ ζῶσι,
καὶ ἔμαθα τέχνην κλαπωτὴν τὴν περιφρονημένηςν,
οὐ μὴν ἤνοιγα τ’ ἀρμάριν μου καὶ ηὕρισκα ὅτι γέμει
ψωμίν, κραςὶν πληθυντικὸν καὶ θυννομαγειρίαν,
καὶ παλαμιδοκόμματα καὶ τςίρους καὶ σκουμπρία˙
παρ’ οὗ ὅτι τώρα ἀνοίγω το, βλέπω τοὺς πάτους ὅλους.
καὶ βλέπω χαρτοςάκκουλα γεμᾶτα τὰ χαρτία.
Απόσπασμα

"Still life with bread," by Predrag Ilievski


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - Γράμμα στον Ζολιό - Κιουρί

(...)

Ξεμάθαμε πολλά, Ζολιό,

ξεμάθαμε πώς γλιστράει το ψάρι της γαλήνης στα ρηχά της σιγαλιάς

πώς μπλέκονται οι γαλάζιες φλέβες στα χέρια της άνοιξης - ξεμάθαμε

μάθαμε τώρα κάτι πράματα απλά

πολύ απλά

πολύ σίγουρα

πως ο ουρανός αρχίζει απ' το ψωμί

πως δεν είναι δίκιο άλλοι να βγάζουν το ψωμί

κι άλλοι να τρώνε το ψωμί

πως δεν είναι δίκιο να φτιάχνουν κανόνια

και να λείπουν τ' αλέτρια, - απλά πράματα,

μπορεί κ' ένα παιδί να τα πει σε μια φυσαρμόνικα της τσέπης

μπορεί κ' ένας καλός φαντάρος που ονειρεύτηκε τη μάνα του

να τιναχτεί απ' τον ύπνο του και να τα πει σε μια σάλπιγγα

κ' οι νεκροί μας τα ξέρουν πιο καλά - κάθε νύχτα η σιωπή τους τα φωνάζει -

απλά πράματα

- δεν είμαστε σοφοί, Ζολιό,

απλά πράματα λέμε

πολύ απλά τα λέμε

πως αξίζει κανένας να ζει και να πεθαίνει

για τη λευτεριά και την ειρήνη.

(...)


Jean Francois Millet Woman Baking Bread 


Γιάννης Ρίτσος - Μικρός λαός

Μικρός λαός και πολεμά
δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί
το φως και το τραγούδι
Κάτω απ’ τη γλώσσα του κρατεί
τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί
ραγίζουν τα λιθάρια


Γιάννης Ριτσος - Ειρήνη

…Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας.
Μονάχα αυτό.
Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη…( Απόσπασμα) 

Bread and Wine by Lou Ann Bagnal


Oκτάυ Ριφάτ - Το ψωμί στο γόνατό μου

Tο ψωμί στο γόνατό μου•
και οι πέτρες μακριά – πολύ μακριά.
Τρώω το ψωμί, ενώ παρατηρώ τις πέτρες,
και είμαι τόσο βαθιά στις σκέψεις μου χαμένος
που ακόμη κι εγώ τρελαίνομαι καμιά φορά
κι εκτός απ’ το ψωμί καταβροχθίζω πέτρες.

«Oκτάυ Ριφάτ, Το ψωμί στο γόνατό μου και άλλα ποιήματα» μτφρ. Μιχάλης Παπαντωνόπουλος

Baking Bread by Helen Mary Elizabeth Allingham


Μίλτος Σαχτούρης  - το Ψωμί

«’Ενα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό
ψωμί, είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό,
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω,
όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος. κι αυτή
μ’ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
κομμάτια γνήσιο ουρανό
κι όλοι τώρα τρέχαν σ’ αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε.
Διψάμε για ουρανό.»
(Μ. Σαχτούρης, Ποιήματα, Κέδρος)


Still Life with Fruit, Bottles, Breads
Francisco de Goya


Γιάροσλαβ Σέιφρτ -ΑΡΤΟΣ ΚΑΙ ΡΟΔΑ

Μεταξύ δύο πόλων εκτείνεται ο κόσμος
όπως και το γαϊδουροτόμαρο.
Και η ζωή μεταξύ δύο πραγμάτων:
ανάμεσα ψωμί και τριαντάφυλλα.

Βοά ο κόσμος και τα τύμπανα επαναλαμβάνουν.
Για πράγματα μικρά, μεγάλος πόλεμος και μάχες.
Οι νικητές κι οι νικημένοι δρόμο αφήνουν-πιάνουν,
στα σπίτια τους γυρνούν από φαράγγια κι από ράχες.

Δυο ζάρια, δύο λόγια θαυμαστά στο σύνολό τους
της Ιστορίας παίζει η σάλπιγγα: ψωμί και ρόδα.
Γυρνάς, τ’ ανάποδο για να χτυπήσεις τύμπανό τους,
και σείεις την κορνέτα που ‘χες όπλο παρά πόδα.

Και στο γαϊδουροτόμαρο, του έρωτά μας που ‘ναι
πολέμου τύμπανο, λιμοί και χάροι καρτερούνε.
μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

 JASON WASKEY -Loaf of Bread,


Ντύλαν Τόμας - αυτό το ψωμί που κόβω

«Αυτό το ψωμί που κόβω ήταν κάποτε σιτάρι

Αυτό το κρασί πάνω σε ξένο δέντρο

Βούλιαξε στον καρπό του

Ο άνθρωπος τη μέρα ή ο άνεμος τη νύχτα

Τα στάχυα έριξαν κάτω, τσάκισαν τη χαρά του σταφυλιού.

Κάποτε στο κρασί αυτό το καλοκαιρινό αίμα

Χτυπούσε μες στη σάρκα που κάλυπτε τ’ αμπέλι

Κάποτε στο ψωμί αυτό

Το σιτάρι ήταν στον άνεμο ευτυχισμένο.

Ο άνθρωπος κομμάτιασε τον ήλιο, τον άνεμο έσυρε κάτω.

Αυτή η σάρκα που κόβεις, αυτό το αίμα που χύνεις

Τη φλέβα ερημώνουν,

Το σιτάρι και το σταφύλι ήταν

Γεννημένα απ’ των αισθήσεων τη ρίζα και το σφρίγος.

Το κρασί μου πίνεις, το ψωμί μου αρπάζεις»

(ΝτύλανΤόμας, Το χρώμα της λαλιάς, Ερατώ)

Sam Uhrdin (1886-1964): Brödbak" (Baking bread), 1917

Χρίστος Τσιαήλης - Η Κόρα Εάλω

Τι κρύβει ο άρτος
από μέσα ο ήχος ισχυρός, η φύση κωφεύει
ως ειςαναβράζον θύλακα ωχρής μάζας μικρές εκρήξεις.
Δεν είναι η ηχώ του τέλους,
είναι η φωνή της ζωής,
ουδείς θνήσκει εντός
ένα πανέμορφο μίγμα χωρίς φλοίδες και αρνητικά φορτία
ας μείνουμε κρυμμένοι μέσα στην κόρα του επίγειου παραδείσου
μονιασμένοι εκεί, ομόπνοοι,
με στρογγυλή τη νόηση.
Έξω τεράστια στόματα απειλούν με ένα δάγκωμα
ένα αδέξιο, απρογραμμάτιστο κόψιμο με γυμνά χέρια,
έναν ορθολογικό, καλά μετρημένο τεμαχισμό με το μαχαίρι.

Και όταν –φευ- η κόρα γκρεμιστεί,
όταν το μαλακό σώμα θρυμματιστεί σε αμέτρητα ψίχουλα προς βορά,
να ευχόμαστε να θρέψουμε μικρά πουλιά,
γιατί οι γύπες απλά θα μας πατήσουν με τα κοφτερά τους νύχια,
θα κολλήσουμε στα λαπαδιασμένα πέλματα
και θα βρεθούμε σε τεράστιες φωλιές
ανάμεσα σε άχυρα και σπόρια
ένα στρώμα θερμό για την εκκόλαψη των αυγών της παλινδρόμησης
όταν οι τεκτονικές πλάκες θα φυράνουν
κι όλη η πλάση θα καταποντιστεί.

Εάλω η κόρα,
χωρίς ψωμί στο ράφι
να ευχόμαστε να μας πάρει ο άνεμος μακριά
μακριά από την πόλη που έπεσε
για να επιστρέψουμε αιώνες μετά,
να θρέψουμε χώμα κοντά,
να βλαστήσουν οι σπόροι του σιταριού που κρύβονταν
να γίνει στάχυ
να πάει στον μύλο
να αρχίσει από την αρχή ο θρυμματισμός,
ορθότερα,
η νέα κόρα να αντέχει στην απειλή του γκρεμίσματος.

Χρίστος Ρ. Τσιαήλης


A FINE Meal Wine Grape Bread Cheese by Raymond Campbell

 Φερεϊντούν Φαριάντ - Αλληγορίες

Ένας κότσυφας έχτισε σπίτι σε σιωπηλό χωράφι.
Οι ποιητές
όρισαν το ηλιοτρόπιο
αλληγορία του ήλιου
Το σιτάρι
αλληγορία του ψωμιού
Τις λέξεις
αλληγορία της ελευθερίας.

Από τον «Oυρανό χωρίς Διαβατήριο»


Women Baking Bread BY CARL MOON


Γιώργος Χουλιάρας - Μολύβι στο ψωμί

[Από την ενότητα Μολύβι στο ψωμί]

8
«ψωμί γλυκό ψωμί, ψωμί πικρό, της κοινωνίας και του έγκλειστου, ψωμί της μάνας μου και του πατέρα, ψωμί της γης, ξεροκόμματο, με κλαρίνα ή σαξόφωνο μόνο, ψωμί της εξορίας και του τόπου σου, του πεινασμένου και του αχόρταγου ψωμί, ψωμί του μωρού και του άδικου, ψωμί συλλαβισμένο, εφτάζυμο, του νεκρού και του γενναίου, σταφιδόψωμο, ψωμί χλέμπα, ψωμί ναν, μοιρασμένο στα τέσσερα ψωμί, ψωμί αντίδωρο, αληθινό ψωμί, ψωμί των παραμυθιών, άσπρο και μαύρο, μουσκεμένο ψωμί και ξερό, κουλούρα του γάμου, πρόσφορο, του μάγερα ψωμί, ψωμάκι, της αδελφής μου, των αγγέλων άρτος, επιούσιος, ψωμί από σιτάρι και από καλαμπόκι, ψωμί ρύζι, νότες ψωμιού τεμαχισμένου, ψωμί του φαγητού, ψωμί με βούτυρο, ψωμί κι ελιά, ψωμί κι αλάτι, ψωμί των λέξεων, ψωμί των καλών και κακών ποιητών, κι αυτών που από τις λέξεις βγάζουν το ψωμί τους, ειρωνικό ψωμί, ψωμί του έρωτα και των σπασμών στου δίκλινου ύπνου τα κοφτερά δοντάκια, άπληστο ψωμί, μουχλιασμένο στο καλάθι, ψωμί του χειμώνα, ψωμί γεμάτο καλοκαίρι, φλογισμένα απ’ το ψωμί χείλη, α, προδομένο ψωμί, καθημερινό, του άχρηστου φούρναρη του λαοπλάνου, ψωμί»

(Από τη συλλογή Ο θησαυρός των Βαλκανίων (1988) του Γιώργου Χουλιάρα)

Jean Francois Raffaelli Man with Two Loaves of Bread


Δήμος Χλωπτσιούδης -ψωμί

«Της λήθης το ψωμί
ο γυρισμός στα ίδια
και το σύνθημα νεκρό,
κενό πρόταγμα
επετειακό
Ψωμί ζυμώνουν οι ιδέες
στο κόκκινο
υγρό χαλί
στης λησμονιάς τα χαρακώματα
φέρετρο

Ξένε, μην ξεχάσεις
να πας ψωμί
σα γυρίσεις.
Μην αμελήσεις το ψωμί
κι όταν παλιννοστήσεις
τις αλυσίδες να σπάσεις.»

Making BreadGonalakis Art


Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου -ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑ

«Ταχτοποιώντας τα χαρτιά καίω τα ξερόχορτα.
Καθαρίζοντας το ποτήρι μου εγκαταλείπω το στόμα.
Λησμονώντας
Εδώ τα ψίχουλα, εκεί τα κοράκια,
Μια ολόκληρη γενναία μέρα
Πενθώ.

Η θεία Ειρήνη επιστρέφει με το τσάι.
Μιλά για την επικράτεια των μηνυμάτων
Που θα ’πρεπε να τυλιχτούν σε ιώδιο.
«Τα τραύματα μιας κούπας», επιμένει
Ρουφώντας μια γουλιά, «τιμούνε
Την κούπα ως φέρετρο του γιασεμιού».

Στέκομαι όρθια σαν μαθήτρια
Επάνω στα ξεκοιλιασμένα μου μποτάκια.
Προνόμιο δεν υπάρχει στα πρόσωπα.
Είναι όλα ακριβή σαν το χάος.
Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης
Προσεύχομαι να κόβουμε στα δυο.»

[Από τη συλλογή Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης, Μελάνι]


The Baker by Job Berckheyde


Γιάννης Bλαχογιάννης - Tης φτώχιας τα στερνά

..............................................
Tα Xριστούγεννα ήτανε κοντά· ξεροβόρι φυσούσε άγριο τις τελευταίες μέρες. H χώρα έβλεπε βορινά και την έπιανε το κύμα άσκημα. H Mορφούλα έφτασε μιαν αυγή από το γιαλό με χωρίς τίποτα στο στόμα, και νιαούριζε στην πόρτα της κυράς της.
- Kοίταξε!... είπε η Αμέρσα· σήμερα δεν ψάρεψε η Mορφούλα!... με τέτοιον αγριόκαιρο...
- Tι θα φάνε σήμερα οι δυο τους, οι κακόμοιροι; Nάχουνε, τάχα τίποτα;... είπε η Kατερινιώ.
- Kαρτέρα μια στιγμή!... είπε η Αμέρσα.
Eφυγε, και γύρισε με ένα φελλί ψωμί σπιτίσιο.
- Ψίνα..., Mορφούλα!... έκραξε σιγά η Αμέρσα.
Πήγε η Mορφούλα και στάθηκε στη ρίζα του τοίχου, κάτου απ' τις γυναίκες, και νιαούρισε γλυκά. Oι δυο αυτές, αφού της ρίξαν ένα κομματάκι και την καλοπιάσαν, ύστερα της πέταξαν όλο το φελλί. Tις κοίταξε καλά-καλά η Mορφούλα, κοίταξε και το ψωμί, το μύρισε, το πήρε με τα δόντια της και πήγε και τ' απόθεσε με προσοχή στο σκαλί απάνου, και νιαούρισε... Oι δυο γυναίκες κρυφοκοιτάζαν άλαλες. Ανοιξε η πόρτα και πρόβαλε η γρια-Λασκαρού.
- Πού είσαι, Mορφούλα, ψίνα; Mπα, εδώ είσαι καλή μου;... Σήμερα τίποτα δεν έφερες;... Πού είναι το κυνήγι σου;... Ξέρω· φυσούσε απόψε... Mα τώρα τι θα φας; Eμένα δε με μέλει, κακομοίρα, μα για σένα λέω... Σύρε, φεύγα από κοντά μου, δε θέλω να σε βλέπω, παλιόγατα!... Θα μείνεις νηστική!...Mα..., τ' είν' αυτό;... Ψωμί έφερες, ψιψίνα μου;... Eκαμες καλύτερα! Eίχαμε τρεις μέρες ν' αγγίξουμε ψωμί στο στόμα... Eτσι να φέρνεις, ψίνα μου, καμιά φορά λίγο ψωμάκι - όχι μονάχα ψάρια... και χωρίς αλάτι κιόλα - τα βαρέθηκα!... Kαμιά φορά και λίγο τυράκι!... Oχι ακόμα - είναι σαρακοστή... Eλα πάμε μέσα τώρα, Mόρφω μου, καλή νοικοκυρά μου!...
Oύτε και ρώτησε πού τόβρε το ψωμί η Mορφούλα.
Tην άλλη μέρα πήγε η Kατερινιώ κι άφησε άλλο ένα κομμάτι ψωμί στην πόρτα της γριάς. Αφησε και λίγο τυρί.

Still life with jug and bread
Pablo Picasso

Αλέξανδρος Kοτζιάς - Πολιορκία

Τη Μαργαρίτα θα ‘ναι τώρα παραπάνω από δυο χρόνια που την έχουν στο σπίτι. Ήτανε αλήθεια τραγικά τα περιστατικά που τη φέραν κοντά τους, τότε, τον καιρό της μαύρης πείνας, την πρώτη χρονιά που φτάσανε στον τόπο οι ξένοι και μας ληστέψανε και τη στερνή μπουκιά από το στόμα.
Κάποιο παγερό πρωινό, το απαίσιο εκείνο χειμώνα, μια σύναξη σταμάτησε τη Χριστίνα και το Μηνά, καθώς γυρνούσαν στο σπίτι από το γιατρό. Κάμποσοι διαβάτες είχανε σταθεί σιωπηλοί γύρω από μια κουρελιάρα μικρούλα, καθισμένη καταγής, πλάι στο ξυλιασμένο κορμί της μάνας τη, ούτε μιλούσε ούτε έκλαιε. Μόνο με το χεράκι έσφιγγε τα κουρέλια που τυλίγανε το κουφάρι, για να τ’ ασφαλίσει λες, μην της το πάρουν.
Η Χριστίνα έσκυψε και της άφησε λίγα χρήματα στην ποδιά. Η μικρούλα σήκωσε τα μάτια και τα στύλωσε πάνω της, εκείνο το βλέμμα κατατάραξε τη Χριστίνα. Ο σφάχτης στη μέση της την έκαμε να νιώθει πιο βαθιά τη δυστυχία του ορφανού.
Οι περαστικοί χασομερούσανε κάμποσο, άλλαζαν δυο κουβέντες και σκορπίζανε αδιάφοροι – ήμασταν τόσο μαθημένοι από τέτοια εκείνες τις μέρες.
- Μαρτύριο! Είναι έτσι δω χάμω από χτες βράδυ… Μα γιατί δεν ειδοποιούν κανένα; Θα πεθάνει μ’ αυτό το κρύο! ακούστηκε αγαναχτισμένη μια φωνή από ‘να παράθυρο.
Κάποιος κύριος σοβαρός έσκυψε και τη ρώταγε πολλά και διάφορα. Δεν πήρε απόκριση. Κάμποσοι αργοσάλεψαν τα κεφάλια περίλυπα. Μόνο μια γριούλα ζύγωσε κούτσα κούτσα και της έβαλε στο χέρι ένα κομμάτι κόρα κατάξερο – ένα θησαυρό.

Kozlov, Engels Vasilevich "Baking Bread"


Αλέξ. Παπαδιαμάντης - Το Χριστόψωμο


[…] Περὶ τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων ὁ ἄνεμος ἐμετριάσθη ὀλίγον, ἀλλ᾿ οὐχ ἧττον ἐξηκολούθει νὰ πνέῃ. Τὸ μεσονύκτιον πάλιν ἐδυνάμωσε.
Τινὲς ναυτικοὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐστοιχημάτιζον, ὅτι, ἀφοῦ κατέπεσεν ὁ Βορρᾶς, ὁ καπετὰν Καντάκης θὰ ἔφθανε περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ἡ σύζυγός του ὅμως δὲν ἦτο ἐκεῖ νὰ τοὺς ἀκούση καὶ δὲν τὸν ἐπερίμενεν. Αὕτη ἐδέχθη μόνο περὶ τὴν ἑσπέραν τὴν ἐπίσκεψιν τῆς πενθερᾶς της, ἀσυνήθως φιλόφρονος καὶ μηδιώσης, ἥτις τῇ εὐχήθῃ τὸ ἀπαραίτητον «καλὸ δέξιμο», καὶ διὰ χιλιοστὴν φορὰ τὸ στερεότυπον «μ᾿ ἕναν καλὸ γυιό».
Καὶ οὐ μόνον, τοῦτο, ἀλλὰ τῇ προσέφερε καὶ ἓν χριστόψωμο. 
-Τὸ ζύμωσα μοναχή μου, εἶπεν ἡ θειὰ Καντάκαινα, μὲ γειὰ νὰ τὸ φᾶς.
- Θὰ τὸ φυλάξω ὡς τὰ Φῶτα, διὰ ν᾿ ἁγιασθῇ, παρετήρησεν ἡ νύμφη.
- Ὄχι, ὄχι, εἶπε μετ᾿ ἀλλοκότου σπουδῆς ἡ γραῖα, τὸ δικό της φυλάει ἡ κάθε μιὰ νοικοκυρὰ διὰ τὰ Φῶτα, τὸ πεσκέσι τρώγεται.
- Καλά, ἀπήντησεν ἠρέμα ἡ Διαλεχτή, τοῦ λόγου σου ξέρεις καλλίτερα. 
Ἡ Διαλεχτὴ ἦτο ἀγαθωτάτης ψυχῆς νέα, οὐδέποτε ἠδύνατο νὰ φαντασθῇ ἢ νὰ ὑποπτεύσῃ κακό τι.
«Πῶς τὤπαθε ἡ πεθερά μου καὶ μοῦ ἔφερε χριστόψωμο», εἶπε μόνον καθ᾿ ἐαυτήν, καὶ ἀφοῦ ἀπῆλθεν ἡ γραῖα ἐκλείσθη εἰς τὴν οἰκίαν της καὶ ἐκοιμήθη μετὰ τίνος δεκαετοῦς παιδίσκης γειτονοπούλας, ἥτις τῇ ἔκανε συντροφίαν, ὁσάκις ἔλειπεν ὁ σύζυγός της. Ἡ Διαλεχτὴ ἐκοιμήθη πολὺ ἐνωρίς, διότι σκοπὸν εἶχε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ὁ ναὸς δὲ τοῦ Ἁγίου Νικολάου μόλις ἀπεῖχε πεντήκοντα βήματα ἀπὸ τῆς οἰκίας της.[…]


[…] - Πῶς δὲν ἐφρόντισες νὰ μαγειρεύσης τίποτε; εἶπε γογγύζων ὁ ναυτικός.
- Δὲν σ᾿ ἐπερίμενα ἀπόψε, ἀπήντησε μετὰ ταπεινότητος ἡ Διαλεχτή. Κρέας ἐπῆρα. Θέλεις νὰ σοῦ ψήσω πριζόλα;
- Βάλε, στὰ κάρβουνα, καὶ πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Θὰ ἔλθω κι ἐγὼ σὲ λίγο.
Ἡ Διαλεχτὴ ἔθεσε τὸ κρέας ἐπὶ τῆς ἀνθρακιᾶς, ἥτις ἐσχηματίσθη ἤδη, καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ὑπακούση εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ συζύγου της, ἥτις ἦτο καὶ ἰδική της ἐπιθυμία, διότι ἤθελε νὰ κοινωνήση. Σημειωτέον ὅτι τὴν φράσιν «πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου» ἔβαψεν ὁ Καντάκης διὰ στρυφνῆς χροιᾶς.
- Ἡ μάννα μου δὲ θὰ τὤμαθε βέβαια ὅτι ᾖλθα, παρετήρησεν αὖθις ὁ Καντάκης.
- Ἐκείνη εἶναι στὴν ἐνορία της, ἀπήντησεν ἡ Διαλεχτή. Θέλεις νὰ τῆς παραγγείλω;
- Παράγγειλέ της νὰ ἔλθῃ τὸ πρωί.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐξῆλθεν. Ὁ Καντάκης τὴν ἀνεκάλεσεν αἴφνης.
- Μὰ τώρα εἶναι τρόπος νὰ πᾶς ἐσὺ στὴν ἐκκλησιά, καὶ νὰ μὲ ἀφήσεις μόνον;
- Νὰ μεταλάβω κι ἔρχομαι, ἀπήντησεν ἡ γυνή.

Ὁ Καντάκης δὲν ἐτόλμησε ν᾿ ἀντείπῃ τι, διότι ἡ ἀπάντησις θὰ ἦτο βλασφημία. Οὐχ ἧττον ὅμως τὴν βλασφημίαν ἐνδιαθέτως τὴν ἐπρόφερεν.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐφρόντισε νὰ στείλη ἀγγελιοφόρον πρὸς τὴν πενθεράν της, ἕνα δωδεκαετῆ παῖδα τῆς αὐτῆς ἐκείνης γειτονικῆς οἰκογενείας, ἧς ἡ θυγάτηρ ἐκοιμήθη ἀφ᾿ ἑσπέρας πλησίον της, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν.
Ὁ Καντάκης, ὅστις ἐπείνα τρομερά, ἤρχισε νὰ καταβροχθίζῃ τὴν πριζόλαν. Καθήμενος ὀκλαδὸν παρὰ τὴν ἑστίαν, ἐβαρύνετο νὰ σηκωθῆ καὶ ν᾿ ἀνοίξη τὸ ἑρμάρι διὰ νὰ λάβη ἄρτον, ἀλλ᾿ ἀριστερόθεν αὐτοῦ ὑπεράνω τῆς ἑστίας ἐπὶ μικροῦ σανιδώματος εὑρίσκετο τὸ Χριστόψωμον ἐκεῖνο, τὸ δῶρον τῆς μητρός του πρὸς τὴν νύμφην αὐτῆς. Τὸ ἔφθασε καὶ τὸ ἔφαγεν ὁλόκληρον σχεδὸν μετὰ τοῦ ὀπτοῦ κρέατος.
Περὶ τὴν αὐγήν, ἡ Διαλεχτὴ ἐπέστρεψεν ἐκ τοῦ ναοῦ, ἀλλ᾿ εὗρε τὴν πενθεράν της περιβάλλουσαν διὰ τῆς ὠλένης τὸ μέτωπον τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ γοερῶς θρηνοῦσαν.
Ἐλθοῦσα αὕτη πρὸ ὀλίγων στιγμῶν τὸν εὗρε κοκκαλωμένον καὶ ἄπνουν. Ἐπάρασα τοὺς ὀφθαλμούς, παρετήρησε τὴν ἀπουσίαν τοῦ Χριστοψώμου ἀπὸ τοῦ σανιδώματος τῆς ἑστίας, καὶ ἀμέσως ἐνόησε τὰ πάντα. Ὁ Καντάκης ἔφαγε τὸ φαρμακωμένο χριστόψωμο, τὸ ὁποῖον ἡ γραῖα στρίγλα εἶχε παρασκευάσει διὰ τὴν νύμφην της.
Ἰατροὶ ἐπιστήμονες δὲν ὑπῆρχον ἐν τῇ μικρᾷ νήσῳ· οὐδεμία νεκροψία ἐνεργήθη. Ἐνομίσθη, ὅτι ὁ θάνατος προῆλθεν ἐκ παγώματος συνεπείᾳ τοῦ ναυαγίου. Μόνη ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤξευρε τὸ αἴτιον τοῦ θανάτου. Σημειωτέον, ὅτι ἡ γραῖα, συναισθανθεῖσα καὶ αὐτὴ τὸ ἔγκλημά της, δὲν ἐμέμφθη τὴν νύμφην της. Ἀλλὰ τοὐναντίον τὴν ὑπερήσπισε κατὰ τῆς κακολογίας ἄλλων.
Ἐὰν ἔζησε καὶ ἄλλα κατόπιν Χριστούγεννα, ἡ ἄστοργος πενθερὰ καὶ ἀκουσία παιδοκτόνος, δὲ θὰ ἦτο πολὺ εὐτυχὴς εἰς τὸ γῆρας της


"The Proud Baker," by Kevin Richard

Χρίστος Τσιαήλης -Ψωμί

Μια μέρα, χωρίς να το πάρω χαμπάρι, βρέθηκα να δουλεύω μαζί με άλλες γυναίκες σε μια αποθήκη. Όλα ήτανε γνώριμα, λες κι ήμουνα μήνες εκεί. Ήξερα ποια ήμουν, μα δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο απ’ αυτό που κάναμε όλες, συνέχεια, ασταμάτητα, σαν εξαρτήματα μιας καλοκουρδισμένης μηχανής. 

Με τον πλάστη ετούτο τον στενό και μακρύ που μου εδώκανε, δεν ημπορούσα να μαλακώσω το ζυμάρι αρκετά. Εφώναζα και τη Μυροφόρα κάποτε να πιάσει την άλλη άκρη, να σπρώξουμε μαζί. Κιλά και κιλά το ζυμάρι, εβγάζαμε μικρά, στρογγυλά ψωμάκια, εκατοντάδες κάθε μέρα. 

Όλες τα εσημαδεύανε με τις λεπίδες, εγώ όμως είχα το φυλαχτό μου να χαράσσω γύρα το ζυμάρι. Ήταν ένας μικρός, στρογγυλός μαγνήτης που δεν ενθυμούμαι ακριβώς πού τον εβρήκα. Ένα πεζοδρόμιο… σε μια Ασφαλιστική κοντά, κι ο μαγνήτης καρφωμένος στην άκρη του, κοντά σε ένα πάρκινγκ... Πολλά αυτοκίνητα θυμάμαι εκεί, μια θεία… ναι, εκεί είχα μια θεία, όχι, δυο… Μου ΄χανε πέσει τα κλειδιά κι είχανε κολλήσει στο πεζοδρόμιο. Τα εξεκόλλησα με δυσκολία, μου εξανάπεσαν κι εξανακόλλησαν! Αυτό το θυμάμαι καλά, τον μαγνήτη ετούτον τονε θυμάμαι σαν τίποτ’ άλλο. Είναι μια ανάμνηση λες και τα ΄χα διαβάσει κάποτε σ’ ένα παραμύθι και μου κόλλησε. Έτσι όπως εφαινότανε η άκρη του έξω απ’ το τσιμέντο, ήτανε λες κι ήθελε να τον βρω. Επέρναγαν και τ’ αμάξια σαν οβίδες και κάθε που έσκυβα, εθαρρούσα πως κάποιο απ’ αυτά ξαφνικά θα μ’ εκτύπαγε. Εφαντάστηκα την ψυχή μου να βγαίνει απ’ το κορμί μου και να πετάει στον αέρα. Ετρόμαξα, δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο πολύ ετρόμαξα εκείνη τη στιγμή. Στη σκέψη μου έβαλα πως ήταν γούρι ο μαγνήτης εκείνος, αφού δεν μ΄ εχτύπαγαν. Γι’ αυτό κι εδώ μέσα δεν τον αφήνω απ’ τα χέρια μου. Γιατί τονε χρειάζομαι. Κάτι δεν μου κάθεται καλά εδώ μέσα, κάτι μού μυρίζει παράξενα... 

Μα, έτσι κι αλλιώς, μια χαρά τα σκίζει τα ψωμιά ο μαγνήτης κι ας μην είναι κοφτερός. Ώπα! Εχάθηκα μες στις σκέψεις μου. Η φωνή της Μυροφόρας με ξυπνάει απ’ τον λήθαργο. «Έλα, Ερατώ, βοήθα λίγο εδώ, πρέπει να ρίξουμε τη φουρνιά». Τα ψωμιά πρέπει να μπαίνουν στον φούρνο πριν από τις επτά, να ψηθούνε ως τις επτάμιση. Εκείνη την ώρα έρχεται ο διανομέας. 

Το πρωί χθες άνοιξε την πόρτα μόνος του. Δεν εκτύπησε το κουδούνι. Το φθινοπωρινό φως εμπήκε απ’ την πόρτα κι εφώτισε ολάκερη την αποθήκη. Όλες μας εκοιτάξαμε προς το μέρος του, απορημένες. 

«Άλλαξε κάτι;» αποφάσισα να τον ρωτήσω για πρώτη φορά. 

«Δηλαδή ξέρεις ακριβώς τι συμβαίνει εδώ, και με ρωτάς, γυναίκα; Και θα καταλάβεις και την αλλαγή, δηλαδή;» μου απάντησε ειρωνικά. «Γιατί εγώ ακόμη δεν κατάλαβα». 

«Καλά, ωρέ λεβέντη μου, πού το πας τόσο ψωμί κάθε πρωί;» Είχα αποφασίσει να το τραβήξω όσο πάει ετούτη τη φορά. Να μάθω. Να καταλάβω γιατί μας εκλείσανε τόσους μήνες μέσα στην αποθήκη και δεν μας λένε τίποτα. Δεν έρχεται κανείς, μόνο η Δήμαρχος καμιά φορά για να βοηθήσει. Ούτε κι αυτή δεν μας λέει –δεν πρέπει να μας πει, τάχατες– κινδυνεύει, λέει, όποιος γνωρίζει. Απόκριση δεν πήρα απ’ τον διανομέα. Επήρε δυο φορτία με το καρότσι το μεγάλο στο φορτηγό του κι έκλεισε την πόρτα απ’ έξω. 

Δεν νιώθω καλά σήμερα. Ο διανομέας άλλαξε. Τον άλλον ίσως τον φάγανε που μου μίλησε έστω και λίγο, τις προάλλες, δεν ξεύρω. Ίσως ο καινούριος σταθεί πιο άντρας και μου απαντάει όταν τον ρωτάω. Στάσου, βρε, στο ύψος σου! Μη μας έχεις έτσι εδώ, στο σκοτάδι μας, σαν σκλάβες! Πες μας τι γίνεται, ποιον υπηρετείς, πού το πας τόσο ψωμί κάθε μέρα; 

«Καλημέρα». 

«Πού την είδες;» μου απάντησε αυτός κι η Μυροφόρα με σκούντηξε να δω στο μπράτσο του το τατουάζ – μια σβάστικα. Σώπασα αμέσως και πασπάλισα ακόμη λίγο αλεύρι στα ψημένα ψωμιά. 

«Είναι καλύτερα με επιπλέον αλεύρι. Κρατάνε μυρωδιά», του είπα κι αυτός έφυγε με το φορτίο κοιτάζοντάς μας όλες καχύποπτα. 

Η Δήμαρχος εκτύπησε την πόρτα το απόγευμα. Πρώτη φορά απόγευμα. Εμείς εκάτσαμε εξουθενωμένες στα κιβώτια με το αλάτι. Οι καρποί μου επονούσανε άσχημα. Εκείνη την ώρα η κυρά–Στρατούλα απήγγελλε Σαπφώ. Σταμάτησε απότομα με το γνέψιμο της Δημάρχου. Οι στίχοι εκολλήσανε στα χείλη της σαν το ζυμάρι στα μαλλιά μου και στις σόλες μου που δεν εξεκολλούσε με τίποτα όλους αυτούς τους μήνες. 

«Πρέπει ν’ αυξήσουμε την παραγωγή. Δεν σταματάνε να έρχονται. Κι είναι γυναίκες και μωρά, μα πιο πολύ άντρες πεινασμένοι και μπαϊλντισμένοι[1] απ’ τη θάλασσα. Φτιάξτε κι άλλο προζύμι, πιο πολύ να βάζετε στη δόση, μάτια μου, να φουσκώνει το ζυμάρι, να βγάζουμε πιο πολλά καρβέλια με κάθε δόση, δεν θα μας φτάσει το αλεύρι, πεινάνε κι οι δικοί μας πια». 

«Ποιοι δεν σταματάνε να έρχονται; Από πού κρατάνε;» Καμιά άλλη δεν μίλαγε. Μόνο εγώ. 

«Μπορείς να φύγεις όποτε θέλεις!» μου απάντησε η Δήμαρχος κι εγύρισενα φύγει. Χαρούμενη δεν ήτανε πάντως. 

Ο αέρας της πόρτας που έκλεισε απότομα έσβησε ένα φυτίλι. Εσκοτείνιασε το πρόσωπο της κυρα–Στρατούλας. 

Μπορείς να φύγεις όποτε θέλεις. 

Γιατί μου το ΄πε αυτό; Κόβω το κεφάλι μου πως εννοούσε ότι αν εξεμυτούσα απ’ την πόρτα θα μ’εσκοτώνανε. Δεν κρατάς ένα άνθρωπο μήνες κλεισμένο να σου ζυμώνει ψωμί και μετά τον αφήνεις έτσι απλά να φύγει. Μας εδοκιμάζανε. Κάτι φοβερό εσυνέβαινε απ’ έξω... Έπεσε πείνα άγρια. Και κάποιοι, λέει, ερχόντουσαν από μακριά. Μα ποιοι; Από πού; 

«Ποιοι έρχονται στο ψωρονήσι μας και μας τρώνε το ψωμί; Αρκετοί δεν ήμασταν; Μόλις που εζούσαμε μ’ αυτά που είχαμε ...» 

«Τι σιγοψιθυρίζεις, Ερατώ;» με ρώτησ’ η Μυροφόρα. 

«Τίποτα, με πονάν τα χέρια, δεν αντέχω, και θέλουνε κι άλλο, πιο πολύ ψωμί, πρέπει ν’ αρχίσουμε νωρίτερα, και πώς να ξυπνήσω απ’ τις τέσσερις αύριο, που όρεξη δεν έχω για να κοιμηθώ;» 

Δεν αποκρίθηκε ξανά πίσω. Θα σκεφτότανε τα ίδια και χειρότερα. Τουλάχιστον εγώ δεν είχα παιδιά ακόμη. Αυτή άφησε έξω τρία κοριτσάκια όταν την εκλείσανε με το ζόρι εδώ μέσα και της δώσανε για πανωπροίκι έναν μακρύ πλάστη και μια ποδιά ζωγραφισμένη με ψάρια. Εκατόν πενήντα σακούλες αλεύρι έχουνε απομείνει. Θα φέρουνε κι άλλο, σίγουρα,να φτάσει για τον χειμώνα. Τι να κάνω; Τι να κάνω για να τελειώσει αυτό το μαρτύριο; Δεν αντέχω να ξυπνήσω ούτε μία ακόμη μέρα για να ζυμώσω κι άλλο ψωμί! 

Όπα! Κάλλιο να εδάγκωνα τα χείλη μου... Λες κι ακούσανε τις σκέψεις που μουρμούριζα κι αποφάσισαν να με τιμωρήσουν γι’ αυτές. Η πόρτα άνοιξε και πριν καταλάβω τι γίνεται και ποιος είναι, έριξαν στο σωρό άλλες δεκαοκτώ σακούλες. Άλλες μικρές, άλλες μεγάλες. Αμέσως εσκούντηξα τη Μυροφόρα.Ποτέ δεν ξέραμε από πριν πότε θ’ άνοιγε κάθε φορά αυτή η πόρτα για ανατροφοδότηση. Άλλοτε πέρναγε μήνας, άλλοτε φέρνανε σακούλες καθημερινά. Φανταζόμουνα έξω τους μύλους να δουλεύουνε σαν τους μπεκρήδες, ν’ αλέθουνε μόνο άμα τα πίνανε, κι ό,τι βγάζανε, βγάζανε. 

Δεν θα κοιμηθώ απόψε. Ψωμί θέλουν; Ψωμί θα πάρουν. 

Πού είναι ο μαγνήτης που σημαδεύεις τα ψωμιά, Ερατώ; Ααα, να τος! Πάρ’ τον τώρα! 

Απόψε θα σκίσω όλους τους σάκους με τ’ αλεύρι. Όλους! 

Ορίστε, να, πάρε μια, να κι άλλη μια. Πόσο νερό να ρίξω; Έναν, δυο κουβάδες, τρεις, κι άλλους, άσε με, Μυροφόρα, όχι, δεν θα σου μιλήσω άλλο, όχι, δεν θα ηρεμήσω! Ρίχνε κι εσύ νερό, όλο το ζυμάρι να το κάνουμε μεμιάς. Πού είναι το προζύμι; Όχι έτσι, να, όλο μια φορά! 

«Ανακατέψτε παντού, με πόδια και χέρια, μπείτε, βρε, μες στο ζυμάρι, ελάτε έμορφές μου, χορέψτ’ αυτού για όσα από κει έξω σας εστερήσανε, χορέψτε να φουσκώσει το ζυμάρι, ν’ ανέβει στο ταβάνι, η αποθήκη να γεμίσει, χορέψτε εσείς, να δούνε αυτοί ψωμιά που θα τους φτιάξουμε απόψε». 

[...] 

Γιατί δεν μιλάει καμιά σας; Δεν μ’ ακούτε; Άσε με κι εσύ, κυρά–Στρατούλα, μη μ’ αρπάζεις, στα γόνατα μαζί μου κάτσε – ζύμωνε, ζύμωνε, έτσι, τα χέρια μας να ξεχαρβαλωθούνε, ψυχή μου. 

«Ανάψτε τους φούρνους, όλους μαζί, απόψε τα ψωμιά θα ’ναι τεράστια, θα ΄χουνε μέσα και χώμα κι άχυρο και χαρτί και μολύβια, και τα ρούχα μας θα βάλουμε, άμα χωράνε! Φέρτε όλες τους πλάστες σας. Μην καθυστερείτ’, αμάν! Τι φοβηθήκατε; Τελειώνετε! Αυτοί που ΄ρχονται κι αυτοί που μείναν θα φάν’ να χορτάσουνε καλά». 

[...] 

Πάει, δεν μ’ ακούνε αυτές. Εσάς όμως θα σας ξεμπροστιάσω, βρε! Τρεις η ώρα το πρωί και ζύμωμα στο ζύμωμα, η τόση αγρύπνια η άξαφνη, πρώτη φορά μού άνοιξε τα μάτια. Κι είδα! Ωιμέ, τι είδα! Ξετυφλώθηκα κι εκατάλαβα πού ήμασταν όλες μας χωμένες κι αναψοκοκκινισμένες τόση ώρα, τόσους μήνες και τι ακριβώς εκάναμε εκεί μέσα κλεισμένες... 

Τα ΄χασα. 

Όχι, δεν τα ΄χασες. Τα βρήκες, μάλλον, τα σύγκαλά σου εκείνη τη στιγμή. 

Δ…δεν ξέρω. Ίσως έχεις δίκιο. Πάντως, είδα. Ποιος είσαι του λόγου σου; Τι κάνω εδώ; Τι είν’ εδώ; Παναγιά μου! 

[...] 

Δεν μ’ απάντησε. Μα την εξέχασα αμέσως αυτή την αρσενική φωνή τη μυστήρια. Έπρεπε να φύγω από εδώ μέσα! Σηκώθηκα απότομα επάνω κι όπως αντίκρισα τη φρίκη κατάματα, πιότερο αλαφιάστηκα η άμοιρη. Ζαλίστηκα κι έπεσα επάνω στη Μυροφόρα κι έσκουξε. 

Μα μη θαρρείς ούτε στιγμή πως επαραφρόνησα, τ’ αντίθετο! Εβρήκα τα σύγκαλά μου, πρώτη φορά, εκεί πάνω στο αποτσίμπλημα[2]

Την εκοίταξα τη Μυροφόρα να δω αν είχε πάρει χαμπάρι τι εγινότανε. Πού πραγματικά ευρισκόμασταν. Μα αυτή ζύμωνε, όλο ζύμωνε... Αααχ, και πού να ’ξερε τι ζύμωνε η άμοιρη! Γιατί ζυμάρι δεν ήτανε αυτό που επλάθαμε... 

«Ααχ, βαχ, τι κάν’ς αυτού, Μυροφόρα μου; Κι εσύ, κυρά–Στρατούλα, άσε με, μη με σκουντάς για να συνέλθω, εσύ να συνέλθεις, μη φωνάζεις, ποιος να σ’ ακούσει, ποιος να μας λυπηθεί; Κάποιοι άλλοι μας επήρανε τα πάντα, μας επήραν το νησί, μου επήρανε τον άντρα, μου εκλέψαν την ψυχή, και μας εβάλαν να θαρρούμε πως πλάθουμε ψωμί!» 

[...] 

Ξυπνάτε, δεν με ακούτε; Γιατί δεν με ακούτε, γυναίκες; 

Δεν σε ακούνε, Ερατώ, δεν καταλαβαίνουν. 

Δεν καταλαβαίνετε; Εμείς δεν ζούμε μες στην αποθήκη. Έξω είμαστε. Εδώ μέσα βρίσκονται όλοι εκείνοι που έρχονται στο νησί. Τους κλείνουνε εδώ μέσα, τους στοιβάζουνε σαν τα τσουβάλια με το αλεύρι, κι εμείς ερχόμαστε κάθε πρωί, ανάβουμε τους φούρνους και… και… όλο λιγοστεύουνε οι σάκοι… Και πάμε πάλι σπίτια μας. Κάθε φορά που μπαίνουμε εδώ μέσα, ξεχνάμε το έξω, νομίζουμε πως είμαστε κλεισμένες εδώ μόνιμα, νομίζουμε πως ψήνουμε ψωμιά, νομίζουμε πως μένουμε πάντοτε εδώ, κι όταν είμαστε έξω έχουμε μια κανονική ζωή και ξεχνάμε τι γίνεται εδώ μέσα στην αποθήκη. Ακούτε; Με ακούτε, γυναίκες; 

Κι είμαστε και μέσα κι έξω, χωρίσαν το μυαλό και την ψυχή μας στα δυο οι άτιμοι! Τα ρεμάλια. Οι σατανάδες! 

Νιώθω κάποιον να με κοιτάει. Ποιος είναι; Δεν είν’ η φωνή που μίλησε πριν. Άλλος είναι, έξ’ απ’ την αποθήκη. 

«Ποιος είσαι; Τι θέλεις; Πώς μπήκες εδώ μέσα;» 

[...] 

Ουτ’ αυτός αποκρίνεται; «Άνοιξε τα μάτια σου κι εσύ, σαν κι εμένα, μη με κοιτάς έτσι, δεν είμαι τρελή σου λέω, μην κάνεις πως δεν κατάλαβες, άκου με, αφουγκράσου, γροίκα τριγύρω σου». 

[...] 

«Θα μείνεις εκεί να στέκεσαι και να με κοιτάς; Έλα, ρίξε την αποθήκη πάνω μου να με πλακώσει, αλλιώς μείνε εκεί που είσαι, στη δική σου αποθήκη, άναψε τον φούρνο σου κι εσύ, ρίξε κι αυτό το ψωμί μέσα, ρίξε κι εκείνο, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σου λέω, πως δεν αντιλαμβάνεσαι τι γίνεται. ‘Ετσι θέλεις; Έτσι θα γλιτώσεις απ’ αυτούς που σ’ ανάγκασαν να ψήνεις; Απ’ αυτούς που σ’ εφυλάκισαν; Αν δείξεις πρόθυμος;» 

«Ερατώ μου, σύνελθε, κατέστρεψες όλο το αλεύρι...» 

Αγνόησέ την. 

... Θα αφήσω τη Μυροφόρα να φωνάζει, δεν ξέρει τίποτα αυτή, έλα εσύ, νεοφερμένε, άγνωστε φίλε, έλα σου λέω, ο διανομέας θα ’ρθει νωρίτερα αύριο το πρωί, αν θες να τον συναντήσεις... 

«ΕΡΑΤΩ!» 

Ζήτα του να σε βοηθήσει. 

...Αν θες να βοηθήσεις, θα ’μαστε έτοιμες, με τον φούρνο πυρωμένο. Θα ρίξουμε τον διανομέα μέσα, και την κυρία Δήμαρχο, έλα κι εσύ μαζί μας... 

«Ααχ, Ερατώ ...» 

*** 

«Κύριε διανομέα, ήρθατε;» 

«Σε ποιον μίλαγε πριν καταρρεύσει, κυρία Μυροφόρα;» 

«Έλα σε παρακαλώ, καλέ μου κύριε διανομέα, εσείς φαίνεστε δυνατός, βοήθα να τη σηκώσουμε, όχι, δεν κατάλαβα σε ποιον μίλαγε, κύριέ μου, πού να καταλάβω κι εγώ η αμόρφωτη τους γραμματισμένους;» 

Σε ποιον μίλαγε πριν καταρρεύσει, κυρία Μυροφόρα; 

«Εγώ απλά καθαρίζω το Υπουργείο. Έλα, βοήθα τώρα να την πάμε πίσω στο γραφείο. Λιποθύμησε εδώ, στην αποθήκη με τα αρχεία. Τη βρήκα να σκίζει αιτήσεις μ’ έναν μικρό μαγνήτη, σαν μανιακή, χαμένη ανάμεσα στις φωτογραφίες για τα διαβατήρια. Λίγο ακόμη και θα ΄ριχνε τα ράφια επάνω της. Πάσκισα να τη σταματήσω, μα ούρλιαζε. Ευτυχώς που λιποθύμησε. Εσύ, δηλαδή, άκουσες τι έλεγε;» 

Σε ποιον μίλαγε πριν καταρρεύσει, κυρία Μυροφόρα; 

«Κύριε διανομέα; Μα πού είσαι; Αφού μόλις τώρα άκουσα τη φωνή σου, λες κι ήταν μέσα στο κεφάλι μου! Πού χάθηκες; Εδώ ήσουνα τώρα. Απέναντί μου στεκόσουνα, και σου μίλαγα! Με ρώταγες σε ποιον μίλαγε η Ερατώ, μου μιλούσες με τ’ όνομά μου! Πώς ήξερες τ’ όνομά μου;» 

[...] 

«Πού είσαι;» 

[...] 

«Πώς ήξερες τ’ όνομά μου;» 

[...] 

«Μα πού πήγανε τ’ αρχεία; Πού βρίσκομαι; Δεν είμαι πια στο Υπουργείο; Η αποθήκη, μ…μεγάλωσε. Ερατώ μου, ξύπνησες; Τ…τι είναι όλο αυτό το αλεύρι;» 

Καλημέρα, Μυροφόρα μου. Εξύπνησες, του λόγου σου; Ούτ’ αλεύρι ούτε χαρτί. Κι ούτε ψωμί. Όλα είναι μια μεγάλη παραίσθηση. 

«Τι μας έχει συμβεί; Κάπου αλλού βρισκόμαστε. Μήτ’ αποθήκη είν’ εδώ, μήτε το Υπουργείο!» 

Πες της να έρθει μαζί σου. Τη χρειάζεσαι. 

Έλα, καλέ Μυροφόρα μου. Έλα μαζί μου. Μ’ εμπιστεύεσαι τώρα, το νιώθω. Ξεύρεις πια πως δεν είσαι σίγουρη γι’ αυτό που βλέπεις. Καλό είν’ αυτό! Έφτασε η στιγμή να κατανοήσεις όλα αυτά που σου ήταν ανεξήγητα τόσα χρόνια. Το φως δεν είναι εκεί έξω. Είναι μέσα μας. Είκοσι δύο χρόνια φυλάω βαθιά τον πόνο μέσα μου κι ούτε απ’ έξω δεν περνάω απ’ το γραφείο του από τότε που εχάθηκε στην έκρηξη στην ΕΞΠΟ. Τη θυμάσαι; Εκεί έχασα και τη γιαγιά. Μα δεν επίστεψα ποτέ ότι έφυγαν έτσι απλά. Κάπου αλλού επήγαν. Τώρα γνωρίζω πού. Και θα τους βρω. Θα τους βρούμε μαζί. Πάμε. Θα δεις. Δεν είναι αληθινό το σκοτάδι εδώ. Είναι το σκοτάδι του πνεύματος. Κι εσύ είσαι έτοιμη να δεις. 

[1]μπαϊλντισμένος = εξουθενωμένος [νησιώτικος ιδιωματισμός] 
[2]αποτσίμπλημα = αφαίρεση της τσίμπλας [=έκκριση ματιού] 

Από τη συλλογή ΨΩΜΙ με τις εκδόσεις Γκοβόστη, 2017.

Luis Meléndez - Still Life with Figs and Bread 


Saint-Exupery - Ο μικρός πρίγκιπας

…Και μετά, βλέπεις εκείνα τα χωράφια με το σιτάρι; Δεν τρώω ψωμί. Το σιτάρι μου είναι εντελώς άχρηστο. Τα χωράφια με το σιτάρι δεν μου λένε τίποτα. Και αυτό είναι θλιβερό. Μα τα δικά σου μαλλιά έχουν το χρώμα του χρυσού. Σκέψου πόσο θαυμάσιο θα είναι όταν θα με έχεις εξημερώσει. Τo σιτάρι που είναι επίσης χρυσό, θα με κάνει να σε σκέφτομαι. Και θα μου αρέσει να ακούσω τον αέρα ανάμεσα στα στάχυα. "Η Αλεπού κοίταξε το Μικρό Πρίγκιπα, για πολύ ώρα." Σε παρακαλώ εξημέρωσέ με!" είπε.

Giovanni Lanfranco - Miracle of the Bread and Fish

To θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων

Κατά Ματθαίον (ιδ΄ 14-22)

Τῷ καιρῷ εκείνῳ, εἶδεν ὁ Ἰησοῦς ὄχλον πολὺν, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν.
Ὀψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα.
Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν.
Οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας.
Ὁ δὲ εἶπε· φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε.
Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις.
Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. Οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων.
Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.



Απόδοση στη νεοελληνική:

Τον καιρό εκείνο, εἶδε ὁ Ἰησοῦς πολὺν κόσμον καὶ τοὺς σπλαγχνίσθηκε καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους.
Ὅταν δε ἐβράδιασε, ἦλθαν σὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ καὶ τοῦ εἶπαν, «Ὁ τόπος εἶναι ἔρημος καὶ ἡ ὥρα περασμένη· ἄφησε λοιπὸν τὸν κόσμο νὰ πᾶνε εἰς τὰ χωράφια καὶ νὰ ἀγοράσουν διὰ τοὺς ἑαυτούς των τρόφιμα».
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Δὲν ἔχουν ἀνάγκην νὰ πᾶνε· δῶστε τους σεῖς νὰ φάγουν».
Αὐτοὶ δὲ τοῦ λέγουν, «Δὲν ἔχομεν ἐδῶ παρὰ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια». Ἐκεῖνος δὲ εἶπε, «Φέρετέ μού τα ἐδῶ».
Καὶ ἀφοῦ διέταξε τὸν κόσμον νὰ ξαπλώσῃ εἰς τὸ χορτάρι, ἐπῆρε τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια καὶ ἀφοῦ ὕψωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανόν, τὰ εὐλόγησε, τὰ ἔκοψε καὶ ἔδωκε εἰς τοὺς μαθητὰς τὰ ψωμιά, οἱ δὲ μαθηταὶ εἰς τὸν κόσμο.
Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ ἐχόρτασαν καὶ ἐσήκωσαν ὅ,τι ἐπερίσσεψε ἀπὸ τὰ κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα. Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἔφαγαν ἦσαν πέντε χιλιάδες περίπου ἄνδρες ἐκτὸς τῶν γυναικῶν καὶ τῶν παιδιῶν.
Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς ἀνάγκασε τοὺς μαθητὰς νὰ μποῦν εἰς τὸ πλοιάριον καὶ νὰ πᾶνε πρὶν ἀπὸ αὐτὸν στὴν ἀπέναντι ὄχθην, ἕως ὅτου διαλύσῃ τὸν κόσμον.


Breakfast (still life)
Ilya Mashkov


ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ 

Κώστας Βάρναλης - Το παραμύθι που δεν είχε τέλος

Ζούσε κάποτε πέρα στην Ανατολή ένας τεμπέλης βασιλιάς. Δεν έκανε καμιά δουλειά. Ολημερίς ξαπλωμένος σε ντιβάνι με πολλά μαλακά μαξιλάρια, έβαζε να του λένε παραμύθια κι αυτός άκουε μαχμουρλίδικα.
Αμολούσε σ’ όλο του το βασίλειο πλήθος αυλικούς να μαζεύουνε και να στέλνουνε στο παλάτι όσους ξέρανε παραμύθια, άντρες ή γυναίκες, γέρους ή νέους, ντόπιους ή ξένους. Γιατί δε χόρταινε ν’ ακούει. Όταν τέλειωνε το παραμύθι, έπεφτε σε βαθιά πλήξη και δυστυχία. Γι’ αυτό ήθελε πάντα το ένα παραμύθι ν’ ακολουθάει το άλλο. Ακόμα κι όταν έτρωγε κι έπινε ή έπαιρνε το μπάνιο του στη χαβούζα* του παλατιού, ήθελε ν’ ακούει παραμύθια. Μονάχα αργά πολύ, μετά τα μεσάνυχτα, όταν τον έπαιρνε ο ύπνος, τότε σιωπούσανε κι οι παραμυθάδες και, πατώντας στα νύχια τους απάνω στα παχιά κιλίμια, φεύγανε σιγά σιγά να πάνε να ξεκουραστούνε κι αυτοί, οι βασανισμένοι!
Όσο πιο μεγάλο και μπερδεμένο ήταν το παραμύθι, τόσο περισσότερο του άρεσε. Ήταν παραμύθια που βαστούσανε μέρες και βδομάδες ολάκερες. Μα όσο μεγάλα και να ήτανε, ερχότανε επιτέλους η ώρα τους να τελειώσουν. Ε, τότε ο βασιλιάς γινότανε τρομερά δυστυχής. Αρρωστούσε, που έλεγες πως θα πεθάνει.
Είδε κι απόειδε αυτός, η δωδεκάδα του (το συμβούλιό του) κι ο γιατρός του, αποφασίσανε όλοι μαζί να στείλουνε τελάληδες* σ’ όλες τις επαρχίες και σε όλα τα χωριά του βασιλείου, να διαλαλήσουνε:
– Όποιος ξέρει ένα παραμύθι που να μην τελειώνει ποτέ, ας παρουσιαστεί να το πει του πολυχρονεμένου βασιλιά, κι αυτός θα του δώσει ένα σακί φλουριά και την κόρη του για γυναίκα.
Όσοι ακούγανε αυτά τα λόγια, αστράφτανε τα μάτια τους από τον πόθο να γίνουνε πολύ πλούσιοι και να παντρευτούν τη βασιλοπούλα. Κι όλοι νομίζανε πως θα τα καταφέρνανε να διηγηθούνε παραμύθι χωρίς τέλος. Το κάτω της γραφής, αν αποτυχαίνανε, δε θα είχανε να χάσουνε τίποτα.
Μα οι τελάληδες προσθέτανε στο τέλος:
– Όποιος όμως δε τα καταφέρει να διηγηθεί το ατέλειωτο παραμύθι, τότε ο βασιλιάς θα του κόψει το κεφάλι!
Όταν ακούγανε αυτήν την ποινή, τους έπιανε τρόμος και φόβος. Τότε νιώθανε πως ο βασιλιάς δε ζητούσε εύκολο πράμα. Και λέγανε συναμεταξύ τους:
– Αδύνατα πράγματα ζητάει.
Ωστόσο παρουσιαστήκανε στο βασιλιά δυο τρεις αποφασισμένοι ή να κερδίσουνε το στοίχημα ή να χάσουνε το κεφάλι τους. Ο πρώτος, που δοκίμασε να πει το ατέλειωτο παραμύθι, μπόρεσε να το βαστάξει τρεις μήνες. Μα ύστερα η φαντασία του είχε στερέψει. Μασούσε τα λόγια του, δεν έβρισκε τίποτα να πει και έτσι έχασε το κεφάλι του.
Τότε οι άλλοι δυο φοβηθήκανε κι ούτε καν τολμήσανε ν’ αρχίσουνε. Φύγανε, κι ευχαριστούσανε μάλιστα το Θεό που γλυτώσανε απ’ του Χάρου τα δόντια.
Πέρασε πολύς, πάρα πολύς καιρός, και κανένας δεν ερχόταν στο παλάτι γι’ αυτή τη δουλειά.
Όπου νά σου μια μέρα και παρουσιάζεται ένας ξένος –από πού ήταν, κανένας δεν ήξερε. Μα η εξυπνάδα του και το θάρρος του ήταν μεγάλα.
– Μεγάλε βασιλιά, είπε, αφού έκανε τον απαραίτητο τεμενά.* Άκουσα πως δίνεις μεγάλη αμοιβή σε κείνον που θα σου διηγηθεί ένα παραμύθι χωρις τέλος. Του δίνεις ένα σακί φλουριά και τη βασιλοπούλα. Είναι αλήθεια;
– Αλήθεια, απάντησε ο βασιλιάς. Αν όμως δεν πετύχει, τότε του παίρνω το κεφάλι.
– Το ξέρω κι αυτό, είπε ο ξένος. Κι είμαι αποφασισμένος να σου διηγηθώ εγώ μια ιστορία που δεν τελειώνει.
– Περιμένω ν’ αρχίσεις, είπε ο βασιλιάς και ξαπλώθηκε στον καναπέ απάνω στα πολλά μαξιλάρια.
Τότε ο ξένος στρογγυλοκάθισε στο πάτωμα απάνω στο κιλίμι μπροστά στο βασιλιά κι άρχισε:
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μεγάλος βασιλιάς, που μάζεψε όλο το σιτάρι της απέναντι χώρας του και το κλείδωσε σε μιαν αποθήκη τόσο μεγάλη, που για να πας από την μιαν άκρη της έως την άλλη θα έπρεπε να περπατάς από το πρωί ίσαμε το βράδυ.
»Μια μέρα έπεσε στην πρωτεύουσα ένα μαύρο σύννεφο ακρίδες τόσο μεγάλο, που σκοτείνιασε ο ήλιος κι όλοι νομίσανε πως ήρθε η συντέλεια του κόσμου. Γιατί γεμίσανε οι δρόμοι, τα σπίτια, ο αέρας, από ακρίδες τόσο πυκνές, που δεν μπορούσες ν ’ανασάνεις.
»Αυτές οι αμέτρητες ακρίδες, αφού φάγανε όλα τα αμπέλια και τα δάση και δε χορτάσανε, μυριστήκανε τελευταία και την αποθήκη του σιταριού. Μα η αποθήκη ήταν πολύ καλά κλεισμένη από παντού, κι όχι μονάχα δεν είχε παράθυρα ή καμινάδες, μα ούτε και καμιά σκισμάδα για να μπορέσουνε να τρυπώσουνε μέσα και να φάνε το σιτάρι.
»Κάμποσες μέρες φέρνανε βόλτα γύρω στην αποθήκη και κοιτάζανε με προσοχή όλες τις μεριές, μπας και βρεθεί πουθενά καμιά τρυπίτσα ή καμιά χαραμάδα. Μα επιτέλους μια τυχερή ακρίδα ανακάλυψε στην ανατολική πλευρά της αποθήκης μια μικρούλα σκισμάδα, που μόλις χωρούσε μοναχή της. Μπήκε το λοιπόν μέσα, πήρε ένα σπειρί σιτάρι και βγήκε.
»Άμα βγήκε αυτή, μπήκε μια δεύτερη ακρίδα, πήρε κι αυτή ένα δεύτερο σπειρί σιτάρι και βγήκε. Άμα βγήκε κι αυτή, μπήκε μια τρίτη ακρίδα, πήρε κι αυτή ένα τρίτο σπειρί σιτάρι και βγήκε. Ύστερα μπήκε μια τέταρτη ακρίδα και πήρε ένα τέταρτο σπειρί σιτάρι, κι άμα βγήκε κι αυτή, μπήκε μια πέμπτη ακρίδα κτλ…»
Περάσανε μέρες, βδομάδες, μήνες, χρόνια, κι ο ξένος αξακολουθούσε να λέει από το πρωί ώς το βράδυ το ίδιο πράμα:
«Ύστερα μπήκε μια άλλη ακρίδα και πήρε άλλο σπειρί σιτάρι. Άμα βγήκε αυτή, μπήκε άλλη ακρίδα και πήρε ένα άλλο σπειρί σιτάρι…»
Περάσανε έτσι δυο χρόνια κι ο ξένος έλεγε και ξανάλεγε από το πρωί ώς το βράδυ το ίδιο χαβά.* Ο βασιλιάς στενοχωριότανε πολύ, ώσπου μια μέρα τονε ρώτησε θυμωμένος:
– Δε μου λες, πόσον καιρό αυτές οι ακρίδες θα μπαίνουνε και θα βγαίνουνε;
– Μα, βασιλιά μου πολυχρονεμένε, ώς τώρα οι ακρίδες αδειάσανε μια πιθαμή σιτάρι από την αποθήκη. Και μένουνε ακόμα τριακόσιες πιθαμές και μιλιούνια ακρίδες. Ίσως μετά εξακόσια χρόνια θα κατορθώσουν να μπούνε στην αποθήκη όλες οι ακρίδες μια μια και ν’ αδειάσουνε το σιτάρι. Και πάλι βλέπουμε…
Τότε πια ο βασιλιάς δε βάσταξε. Γούρλωσε τα μάτια του, τινάχτηκε από το ντιβάνι και ξεφώνισε με όλη του τη δύναμη:
– Καταραμένε άνθρωπε. Θα με τρελάνεις! Άι στο καλό! Έχασα το στοίχημα! Πάρε το σακί τις λίρες και την κόρη μου κι άφησέ με ήσυχο.
Έτσι ο έξυπνος αυτός ξενοτοπίτης πήρε τα χρήματα, πήρε τη βασιλοπούλα κι έγινε και διάδοχος του θρόνου.
Ο βασιλιάς είχε γεράσει πολύ κι ευχαριστιότανε τώρα ν’ ακούει παραμύθια κι ιστορίες που είχανε τέλος. Κάθε τόσο συνήθιζε να λέει:
– Είμαι ευχαριστημένος, που έμαθα πως μονάχα οι ιστορίες που τελειώνουν είναι όμορφες κι έχουνε ενδιαφέρον.
Άμα πέθανε, έγινε βασιλιάς ο έξυπνος γαμπρός του. Και το κράτος ευτύχησε. Μα οι ιστορικοί δε συμφωνήσανε ακόμα από ποιον τόπο ήταν αυτός ο ξένος.

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)

Woman Baking Bread  by Anna Poelstra Traga


«Το πιο γλυκό ψωμί» – Λαϊκό παραμύθι από τη Θράκη

Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς. Πλούσιος πολύ ήτανε που ό,τι επιθυμούσε η ψυχή του το ’χε. Κι όλα τα καλά του κόσμου θρονιασμένα στη ζωή του ήταν κι όλοι τον θαύμαζαν για τα πλούτη του κι έλεγαν ότι δεν υπάρχει άνθρωπος πιο ευτυχισμένος σ’ ολόκληρη τη γης. Ώσπου μια μέρα ήρθε με κάτι παράξενο φορτωμένη. Ο βασιλιάς μας έχασε την όρεξή του και τίποτα δεν ήθελε να βάλει στο στόμα του. Νευρική ανορεξία το ‘πανε θαρρώ.
Μέρα με τη μέρα όλο και πιο χλωμός φαινόταν, αδύνατος σαν βέργα ξεραμένη. Όλα του φταίγανε και γκρίνιαζε με το παραμικρό. Γιατροί από παντού προστρέξαν να τον δουν και για τον άρρωστο βασιλιά τα καλύτερα δοκίμαζαν μαντζούνια και γιατρικά. Τίποτα! Όλα χαμένα πήγαιναν. Η ανορεξία του βασιλιά συνεχιζόταν αμείωτη κι όλο και χειροτέρευε. Κάθε μέρα του έφερναν μπροστά του δίσκους με τα πιο καλομαγειρεμένα, μοσχοβολιστά φαγητά. Μα τίποτα δεν τον συγκινούσε. Περνούσε ο καιρός ώσπου μια μέρα έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας γέροντας φτωχός, ασπρομάλλης και ξερακιανός, που ήξερε από γιατρικά και όλοι τον έλεγαν σοφό.

Τον ζύγωσε ο γέροντας κι άρχισε να του κάνει ερωτήσεις:
-Μήπως κουράζεσαι πολύ, βασιλιά μου; τον ρώτησε.
-Τι λες, γιατρέ μου, του λέει ο βασιλιάς.
-Όλη μέρα ξαπλωμένος στο θρόνο μου είμαι, το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ.
-Μήπως έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου έχεις;
-Κάθε άλλο. Καρφί δεν μου καίγεται για κανέναν, σκοτούρα δεν έχω καμιά.
-Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν τ’ απέκτησες;
-Ούτε αυτό! Βασιλιάς είμαι, μην το ξεχνάς. Κι ο,τι γυρέψω, έρχεται μπροστά μου.
Σκέφτηκε, σκέφτηκε ο γέροντας κι υστέρα γυρίζει και λέει του βασιλιά:
-Άκουσε, βασιλιά μου… Καθώς βλέπω, τίποτα το σοβαρό δε σου συμβαίνει. Εκείνο που φταίει και δεν έχεις όρεξη είναι το ψωμί που σου δίνουν οι μάγειροί σου στο παλάτι! Να διατάξεις τώρα να σου φέρουν το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου για να φας. Αν μπορέσεις να το ’χεις αυτό, τότε θα γιατρευτείς!

Αμέσως ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους μαγείρους του παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!
Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες ποιος θα φτιάσει το πιο γλυκό ψωμί για το βασιλιά! Ζύμωσαν κάθε λογής ψωμιά και του τα ’φεραν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μα πάλι δεν ήθελε να τα φάει. Το να του μύριζε, τ’ άλλο του έφταιγε. Τότε ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε.
-Θα σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες! του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε.
-Γιατί, βασιλιά μου; τον ρώτησε ο γέροντας.
-Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!

-Μπα; Φαίνεται πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!

Ο βασιλιάς ήταν πάλι έτοιμος ν’ αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.
-Άκουσε, βασιλιά μου, του λέει ο γέροντας ύστερα από λίγο.
-Αν θέλεις να δοκιμάσεις το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύθερος να μου πάρεις το κεφάλι!
Κι ο βασιλιάς, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παράξενο γέροντα, εκεί που του ’λέγε. Φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα, φόρεσε και κάτι παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, να μείνουν στην καλύβα του γέροντα, μέσα σ’ ένα χωράφι σπαρμένο.
Ξημερώνοντας, ο γέροντας έδωσε στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει:
-Έλα να θερίσουμε!
Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιοπύρι ολάκερη μέρα. Έκαμε καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχυα. Ήρθε το βράδυ, κι έπεσαν κατάκοποι να κοιμηθούνε, νηστικοί.
Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει:
-Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’ αλωνίσουμε!
Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς ένα σωρό δεμάτια, κι ύστερα όλη μέρα, τα κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι σωρό, τ’ ανεμίσανε και το βάλανε στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλι νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά στην καλύβα.
Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.

Την τρίτη μέρα, χαράματα σχεδόν, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά:
-Ξύπνα τώρα, βασιλιά μου, να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου και πάμε εκεί, στην κορφή του βουνού που είναι ο μύλος. Τι να κάμει ο βασιλιάς, πήρε το σακί στην πλάτη και παρά την κούρασή του, το κουβάλησε στην κορφή του βουνού. Τώρα αρχίνησε και να πεινάει, μα ντρεπόταν να το πει. Αλέσανε το στάρι τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι.
– Έλα τώρα να ζυμώσουμε, του λέει ο γέρος κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει.
Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, και κατά το βραδάκι βάλανε να ψήσουνε στο φούρνο 3-4 καρβέλια. Ο βασιλιάς τώρα πεινούσε κι ανυπομονούσε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει!
-Πεινάω πολύ», λέει του γέρου.
-Περίμενε και θα φας! του απάντησε κείνος.
Σε λίγο βγήκανε από το φούρνο τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να το τρώει με μανία . Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, φώναξε γεμάτος χαρά:
-Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!
Τότε ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε:
-Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη στο ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσαι ελεύθερος να ξαναπάς στο παλάτι σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις απο δώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη δε θα σου λείψει.
Ο βασιλιάς ακολούθησε την συμβουλή του γέροντα κι όταν γύρισε στο παλάτι δούλευε κάθε μέρα για το λαό του. Από τότε η όρεξη του ξανάρθε κι έτρωγε όλου του κόσμου τα καλά!


Boy with Bread and Butter by Bertalan Szekely

Δεκαοχτώ ψωμιά

Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο μικρό χωριό ζούσε μια ηλικιωμένη χήρα με τον μονάκριβο γιο της. Η ζωή θες, οι κακοτυχίες θες, έκαναν την χήρα αρκετά δύστροπη και δύσκολη στην συμπεριφορά και σκληρή στην καρδιά χωρίς κανένα ίχνος συμπόνιας μέσα της για τους άλλους.
Σχεδόν με όλους τους γείτονές της αλλά και τους συγγενείς της είχε προβλήματα και μάλωνε με όλους συνεχώς, όμως του γιου της δεν χαλούσε κανένα χατίρι και γινόταν τελείως άλλος άνθρωπος μαζί του από την απέραντη αγάπη και αδυναμία που του είχε. Άλλωστε γι’ αυτήν ήταν το μόνο πράγμα που της είχε μείνει στον κόσμο για το οποίο είχε λόγο για να ζήσει. Τέτοιο ήταν το δέσιμό της μαζί του που σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή της χωρίς αυτόν.
Τα χρόνια όμως περνούσαν γρήγορα και όπως όλα τα παιδιά του κόσμου έτσι και το παιδί της χήρας μεγάλωνε εξίσου γρήγορα και με τα λίγα και τα πολλά έφτασε και σε ηλικία γάμου, ηλικία όπου θα έπρεπε να βρει την κατάλληλη γι’ αυτόν γυναίκα και να κάνει κι αυτός με την σειρά του την δική του οικογένεια και παιδιά. Η μητέρα του ούτε που ήθελε να φανταστεί πως θα μοιραζόταν την αγάπη του μοναχογιού της με κάποια άλλη γυναίκα άσε που φοβότανε κιόλας ότι μπορεί όταν παντρευόταν ο γιος της να έφευγε μα-κριά σε άλλη πόλη, σε άλλη χώρα. Τότε τι θα απογίνονταν αυτή η καψερή; Μόνη κι έρημη σε ένα άδειο σπιτικό, κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους τι τάχα να αποζητούσε πια από την ζωή της; Και μόνο με την σκέψη αυτή τρόμαζε και δεν έκλεινε μάτι τα βράδια. Από την άλλη, έβλεπε πως ο γιος της ήθελε πολύ να κάνει την δική του οικογένεια και δεν της πήγαινε η καρδιά να του χαλάσει τα σχέδια. 
Όταν μάλιστα ο νεαρός ερωτεύθηκε μια κοπέλα από το χωριό τους, άρχισε να σκέφτεται πως παρόλο που ήταν μαλωμένη με τους γονείς της, ίσως και να ήταν μια καλή λύση. Ήταν από το ίδιο χωριό και επομένως δεν υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να φύγουν για άλλα μέρη όταν με το καλό θα παντρευόντουσαν. Όμως δεν της έφτανε αυτό.
- Μητέρα θα μας δώσεις την ευχή σου; Ρώτησε με αγωνία ο νεαρός αφού μίλησε στην μητέρα του ανοιχτά για πρώτη φορά σχετικά με τα μελλοντικά του σχέδια.
- Μα και βέβαια κανακάρη μου! Χαμογέλασε η μητέρα του. - Όμως, συνέχισε σοβαρεύοντας γρήγορα, - τι θ’ απογίνω μοναχή εγώ η έρμη;
- Μη στεναχωριέσαι άδικα μάνα και θα ζήσεις μαζί μας.
Αυτό ήθελε ν’ ακούσει η χήρα κι έδωσε την ευχή της για τον γάμο χωρίς άλλη σκέψη. Ο γάμος έγινε με το καλό και όλα έγιναν όπως τα είχαν πει.
Η νύφη πανέμορφη αλλά και με χρυσή καρδιά, με χαρά μπήκε στην οικογένειά τους. Η χαρά όμως δεν ήταν η ίδια και για την πεθερά . Όσο έβλεπε ότι ο γιος της αγαπούσε την νύφη τόσο ζήλευε που μοιραζόταν την αγάπη του μαζί της και αισθανόταν μίσος γι αυτήν. Έτσι προσπαθούσε με τρόπο να της κάνει την ζωή δύσκολη, χωρίς όμως να γίνεται αυτό φανερό στον γιο της. Η νύφη από την άλλη, πάντα βολική και καλόγνωμη, υπόμενε όλες τις ταλαιπωρίες χωρίς παράπονο από τον μεγάλο σεβασμό που είχε για την πεθερά της αλλά και εξ αιτίας της αγάπης που είχε για τον άντρα της.
- Που θα πάει, θα στρώσουν τα πράγματα με τον καιρό, έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό της και το πίστευε με όλη της την καρδιά. Όσο όμως η νύφη άντεχε τα καψώνια τόσο η πεθερά άρχιζε να χάνει τον έλεγχο και να γίνεται πιο στριμμένη. Ώσπου μια μέρα, πάνω στην τρέλα του μίσους της που γινόταν όλο και πιο δυνατό, συνέλαβε ένα σχέδιο ώστε να ντροπιάσει για τα καλά την νύφη της και να την φέρει σε δύσκολη θέση. Φώναξε λοιπόν την νύφη της όλο γλύκα και της είπε:
- Έλα καλή μου κοπέλα να με βοηθήσεις να κάνουμε ψωμιά γιατί σήμερα θα έρθουν κάποιοι συγγενείς επίσκεψη και πρέπει να τους φιλέψουμε. Έπιασαν λοιπόν οι δυο τους, κοσκίνισαν το αλεύρι, ζύμωσαν τα ψωμιά και ετοίμασαν δεκαοχτώ συνολικά φραντζόλες. Σύρε παιδί μου να τα πας στον φούρναρη να τα ψήσει μια που εγώ είμαι γριά και δεν μπορώ, παρακάλεσε με ευγένεια η πονηρή χήρα. Η νύφη χωρίς καμιά υποψία κίνησε ευθύς αμέσως για τον φούρνο. Μέσα της μάλιστα ήταν κάπως χαρούμενη αφού η πεθερά της την είχε εμπιστευτεί και όλη την ημέρα της φερόταν με ευγένεια και καλοσύνη. Προφανώς με τον καιρό είχε κερδί-σει την αγάπη και την συμπάθεια της ηλικιωμένης γυναίκας και μάλλον από εδώ και πέρα θα τα πήγαιναν καλά οι δυο τους. Έτσι λοιπόν πήγε τα ψωμιά στον φούρνο και όταν ήρθε η ώρα που ήταν έτοιμα ξαναπήγε και τα πήρε. Όταν έφτασε στο σπίτι και άφησε τα ψωμιά πάνω στο τραπέζι η πεθερά της έχασε την ευγενική και χαρωπή συμπεριφορά και σοβάρεψε  ξαφνικά.
- Νύφη γιατί τα ψωμιά είναι δεκαοχτώ; Ρώτησε με αυστηρότητα και συνέχισε παγερά
- Σε γέλασε ο φούρναρης ή έφαγες εσύ κρυφά κανένα; Εγώ σου έδωσα δεκαεννέα ψωμιά για ψήσιμο.
Η νύφη χλόμιασε …
- Μα είναι δυνατόν μητέρα; Κάποιο λάθος θα κάνετε! Απάντησε με ευγένεια αλλά και σιγουριά. Εγώ πήρα δεκαοχτώ ψωμιά και έφερα δεκαοχτώ ψωμιά.
Η πεθερά της που αυτό περίμενε να ακούσει έγινε έξαλλη. Τολμάς και μου λες ψέματα ! Δεν ντρέπεσαι καθόλου! Πάμε τώρα στον φούρναρη να δούμε πόσα έψησε. Και λέγοντας αυτά την τράβηξε με το ζόρι να πάνε στον φούρνο.
Ο φούρναρης που ήταν δασκαλεμένος από την πεθερά έκανε όπως του είπε.
- Εγώ δεκαεννέα ψωμιά πήρα, δεκαεννέα ψωμιά έψησα, δεκαεννέα ψωμιά έδωσα ! Είπε με ύφος που δεν δεχόταν αντιρρήσεις.
- Εγώ δεκαεννέα ψωμιά ζύμωσα, δεκαεννέα ψωμιά σου έδωσα να πας στον φούρνο. Κι εσύ τι έκανες; Μου έφερες πίσω δεκαοχτώ!
Η νύφη δεν άντεξε, άρχισε να κλαίει και να επαναλαμβάνει συνεχώς:<<Δεκαοχτώ ψωμιά ήταν, δεκαοχτώ ψωμιά, δεκαοχτώ, δεκαοχτώ, δεκαοχτώ, δεκαοχτώ …>> και πήρε να τρέχει σαν τρελή μέσα στο χωριό αναμαλλιασμένη και απελπισμένη. Έτρεχε φωνάζοντας και κλαίγοντας και σε λίγο χάθηκε μέσα στο κοντινό δάσος. Λένε ότι στην κατάσταση που βρέθηκε εντελώς άδικα την είδε και την λυπήθηκε ο Θεός και την μεταμόρφωσε σε πουλί. Όμως ο καημός της κοπέλας ήταν τόσο δυνατός που ακόμα και σαν πουλί δεν μπόρεσε να ξεχάσει και να δεχτεί τις κατηγορίες που δέχτηκε και αντί να κελαηδάει όπως τα περισσότερα άλλα πουλιά, αυτό επαναλαμβάνει συνεχώς την ίδια μόνο λέξη: Δεκαοχτώ, δεκαοχτώ,
δεκαοχτώ, δεκαοχτώ.

Victor Pasmore - Still Life
 

ΜΟΥΣΙΚΗ 


Σαββατόβραδο στην Καισαριανή - Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά κάθε απομεσήμερο στο παλιό μας στέκι πίσω απ’ το μαγέρικο του Ντελη βοριά Κι όλα μοιάζαν ουρανός και ψωμί σπιτίσιο κι όλα μοιάζαν ουρανός και γλυκό γλυκό ψωμί Γνώριζες τα βήματα ξέκρινα τους ήχους και φωτιές ανάβαμε με σβηστή φωνή τις βραδιές συνθήματα γράφαμε στους τοίχους πέφταμε φωνάζοντας κάτω οι Γερμανοί Κι όλα μοιάζαν ουρανός και ψωμί σπιτίσιο κι όλα μοιάζαν ουρανός και πικρό πικρό ψωμί Τάχα τι να ζήλεψαν στα χλωμά σου μάτια που γιομαν τ’ απόβραδο γλύκα πρωινή ήρθαν και βασίλεψαν τα βαθιά σου μάτια κάποιο Σαββατόβραδο στην Καισαριανή Κι όλα γίναν κεραυνός πελαγίσια αρμύρα κι όλα γίναν κεραυνός και πικρό πικρό ψωμί

 Pyotr Konchalovsky - Still life with bread and meat


Διονυσης Σαββοπουλος- Σωτηρια Μπελλου Ζειμπεκικο

Στίχοι: Διονύσης Σαββόπουλος Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος Πρώτη εκτέλεση: Σωτηρία Μπέλλου & Διονύσης Σαββόπουλος ( Ντουέτο ) 401 Αγωνία για ηλεκτροσόκ. Νεκροζώντανοι στο Κύτταρο. Σκηνές ροκ. Φωτογραφία με την Μπέλλου. Μ' αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς τριγυρνάμε στα σκοτάδια κι όμως εσύ δε μας ακούς Δε μας ακούς που τραγουδάμε με φωνές ηλεκτρικές μες στις υπόγειες στοές ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε τις βασικές σου τις αρχές Ο πατέρας μου ο Μπάτης (Απρόσιτη μητέρα μορφή από χώμα και ουρανό ήρθε απ' τη Σμύρνη το '22 ( θα χαθώ απ'τα μάτια σου τα δυο) κι έζησε πενήντα χρόνια (μες στον κόσμο) σ' ένα κατώι μυστικό (σαν πρόσφυγας σ'ένα κατώι μυστικό) Σ' αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε (αν αγαπούνε) τρώνε βρώμικο ψωμί (τρώνε βρώμικο ψωμί) (του λόγου σου οι πιστοί) κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε (κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή) υπόγεια διαδρομή Χθες το βράδυ είδα ένα φίλο σαν ξωτικό να τριγυρνά πάνω στη μοτοσικλέτα και πίσω τρέχανε σκυλιά Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα βάλε στα ρούχα σου φωτιά (σαν τον Μάρκο) βάλε στα όργανα φωτιά ( βάλε στα όργανα φωτιά) να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα (να κλείσει η λαβωματιά μα τιναχτεί σαν μαυρο πνευμα) η τρομερή μας η λαλιά (η τρομερή μας η λαλιά) (Μες στις παρενθέσεις είναι τα λόγια του Σαββόπουλου)

Leroux Constantin Women Baking Bread



Γιάννης Πουλόπουλος - Το ψωμί είναι στο τραπέζι

Συνθέτης: Θεοδωράκης Μίκης
Στιχουργός: Καμπανέλλης Ιάκωβος

Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του ληστή να πιει

Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του Χριστού να πιει

Δώσε μάνα του διαβάτη
του Χριστού και του ληστή
δώσε μάνα να χορτάσει
δωσ’ του αγάπη μου να πιει

Πικάσο, Το γεύμα του τυφλού


Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας ~ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΨΩΜΙ


Στίχοι~Μουσική Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας
Για ένα κομμάτι ψωμί, δε φτάνει μόνο η δουλειά. Για ένα κομμάτι ψωμί, πρέπει να δώσεις πολλά. Δεν φτάνει μόνο το μυαλό σου, δε φτάνει μόνο το κορμί σου. Το πιο σπουδαίο είν' η ψυχή σου, δικέ μου. Έχει τους νόμους τους αυτή η ιστορία, δεν φτάνει μόνο η δουλειά. Θα σου κρεμάσουνε μια μπάλα και θα τραβιέσαι μ' αυτήν μέρα - νύχτα. Έχεις κανάλι πολύ να τραβήξεις, μέχρι να πάψεις να λες -"μα τι τρέχει;" Έχει τους νόμους της αυτή η ιστορία, δεν φτάνει μόνο η δουλειά. Για ένα κομμάτι ψωμί, δεν φτάνει μόνο η δουλειά. Για ένα κομμάτι ψωμί, θα πιεις φαρμάκια πολλά. Θα σε πετάνε από δω κι από κει θα λαχανιάζει η ψυχή σου. Θα φτύσεις αίμα απ' το στόμα, δικέ μου. Έχει τους νόμους της αυτή η ιστορία, δεν φτάνει μόνο η δουλειά. Για ένα κομμάτι ψωμί, θα 'χεις ξεχάσει πολλά. Για ένα κομμάτι ψωμί, θα 'χεις πληρώσει ακριβά. Και κάποια μέρα θα σε λύσουν, μα θα φοβάσαι να φύγεις, θα τρέμεις. Θα σε κλωτσάνε και θα σ' αρέσει, δικέ μου. Σαν το σκυλί τους θα σ' έχουν, δικέ μου, μα δε θα έχεις ψυχή να το νοιώσεις, θα είναι για σένα αργά.

 Claude Oscar Monet – Νεκρή φύση με μπουκάλι, καράφα, ψωμί και κρασί 



Το χαμόσπιτο

Τραγουδιστής: Μανώλης Μητσιάς 
 Στίχοι: Νίκος Γκάτσος 
 Μουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης


Σε τούτο το χαμόσπιτο
Σε τούτο το καλύβι
Ο ύπνος είναι σίδερο
Και τ’όνειρο μολύβι

Ξυπνάμε τα χαράματα
Κι αρχίζει το τριβέλι
Για το ψωμί τ’αχόρταστο
Και το πικρό καρβέλι

Τρέχουμε τρέχουμε στους δρόμους πατέρα
Γιατί στενάζεις και γιατί βαρυγκωμάς
Έννοια σου έννοια σου καλύτερη μέρα
Θα ξημερώσει και για μας


Σε τούτο το χαμόσπιτο σε τούτο το καλύβι
Κανείς ποτέ στη μοίρα του
Το μέτωπο δε σκύβει

Σαν τα παιδιά παλεύουμε
Σαν τ’άγρια τσακάλια
Με την καρδιά περήφανη
Και δίχως παρακάλια

Ποτήρι κρασί – Pierre-Auguste Renoir 1908

"Garden Focaccia": Ανερχόμενη τάση τα έργα ζωγραφικής με καμβά... το ψωμί



Ηπαρατεταμένη καραντίνα λόγω της πανδημίας και το λουκέτο στα εστιατόρια οδήγησε πολλούς πίσω στην κουζίνα να δοκιμάσουν φιλόδοξη μαγειρική. Έδωσε, παράλληλα, την ευκαιρία σε επαγγελματίες αλλά και ευφάνταστους ερασιτέχνες αρτοποιούς να κάνουν σπουδαία βήματα στη δημοφιλή σήμερα τάση "Garden Focaccia":

την απόδοση σύγχρονων έργων ζωγραφικής με καμβά το ψωμί φοκάτσα, όπως την «Έναστρη Νύχτα» του Βαν Γκογκ, την «Κραυγή» του Έντβαρτ Μουνκ και άλλα.

Την τάση εγκαινίασε η Αμερικανή Teri Culletto -πλέον, είναι γνωστή ως Vineyard Baker- η οποία επισκεπτόταν συχνά το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης.

Εντυπωσιασμένη από τους πίνακες του Βαν Γκογκ, εμπνεύστηκε από το έργο του «Ηλιοτρόπια» και με υλικά από τον κήπο της, αναδημιούργησε τον πίνακα. Ήταν ο πρώτος μιας σειράς φοκάτσια την οποία έχει ονομάσει «Van Dough (Βαν Ζύμη)», ως έμμεσο φόρο τιμής στον Vincent Van Gogh.

Το πρώτο της έργο εμφανίστηκε στο Instagram τον Φεβρουάριο του 2019 και η Culletto τονίζει ότι σε αυτή τη δραστηριότητα «δεν υπάρχουν κανόνες, μόνον τέχνη».

Μοναδικές συμβουλές της είναι να χρησιμοποιούνται ωμά τα λαχανικά- με την εξαίρεση των μανιταριών που πρέπει να σωταριστούν και να αφεθούν να στραγγίξουν- και τα ευαίσθητα μυρωδικά να εμβαπτιστούν σε λεμόνι πριν το ψήσιμο για να διατηρήσουν το χρώμα τους.

Δεν ήθελε πολύ η influencer γαστρονομίας Hannah Page -με σχεδόν 200.000 followers στον λογαριασμό της στο Instagram- να αγκαλιάσει την τάση και να αρχίσει να παρουσιάζει τα δικά της έργα. Τα οποία, ομολογουμένως, είναι χάρμα οφθαλμών.

Ωστόσο, αυτός που εντυπωσιάζει είναι ο Chef Tuan -πασίγνωστος μπλόγκερ μαγειρικής, με κανάλι στο YouTube όπου διδάσκει την τέχνη - ο οποίος έδωσε μια εντυπωσιακή εκδοχή της «Κραυγής» του Νορβηγού ζωγράφου Έντβαρτ Μουνκ.

Με λωρίδες κόκκινης και κίτρινης πιπεριάς αναδημιούργησε τον διάσημο δραματικό ουρανό του πίνακα, ενώ λάξευσε σε μια μελιτζάνα (φλάσκα) τη βασανισμένη φιγούρα που δίνει το όνομα στον πίνακα.

Επιπλέον, ετοίμασε ένα πεντάλεπτο βίντεο με λεπτομερείς οδηγίες για να φιλοτεχνήσουμε εμείς τη δική μας «εκδοχή καραντίνας», όπως την χαρακτηρίζει, του έργου.






Make your ‘Van Dough’! How to make beautiful Focaccia bread art in your own kitchen l GMA Digital

πηγές
https://itzikas.wordpress.com/
http://gymnasioegnatias.blogspot.com/
http://www.poiein.gr/
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
http://www.bibliotheque.gr/
https://newagemama.com/
http://dioti.gr/
https://diastixo.gr/
http://www.greek-language.gr/
https://www.o-klooun.com/
https://praxisreview.gr/
http://www.myriobiblos.gr/
http://exbook3.blogspot.com/
http://poihshkaipoihtes.blogspot.com/
https://peritexno.com.gr/
http://lyonbakery.com/
https://fineartamerica.com/
https://m.imagekind.com/
http://jasonwaskey.blogspot.com/
https://www.amazon.com/
https://en.wahooart.com/
https://www.artpal.com/
https://www.upr.org/
https://www.elniplex.com/

Rochelle Blumenfeld - Bakery







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου