Νίκος Εγγονόπουλος, Ο ποιητής και η μούσα, 1938
Η αφορμή αυτού του άρθρου δόθηκε από τη μικρή έρευνα που έκανα για τον αριθμό των λογοτεχνικών ιστολογίων που υπάρχουν στο διαδίκτυο. Τον αρχικό μου ενθουσιασμό για το μεγάλο πλήθος διαδέχθηκε η σκέψη κατά πόσον όλα αυτά τα ιστολόγια υπηρετούν πράγματι τη λογοτεχνία κι αναδεικνύουν τη σπουδαιότητα της Τέχνης του λόγου.
Δεν θα σας κρύψω ότι μια μικρή απογοήτευση με άγγιξε, κι εξηγούμαι πως δεν αναφέρομαι στους παλιούς ή σύγχρονους δημιουργούς, που ο χρόνος τους καταξίωσε τουλάχιστον στον κύκλο των αναγνωστών και των λογοτεχνών διαμέσου της εκδοτικής τους παρουσίας που βρίσκουν θέση στα εν λόγω ιστολόγια, αλλά για εκείνους που γράφουν τώρα, αυτή τη στιγμή που μιλούμε και δημοσιεύουν το έργο τους σε αυτά. Η παρουσία τους, τα like, η γενικότερη αποδοχή πέραν από μιαν αναγνωρισιμότητα ανάμεσα στους φίλους τους ή σε αυτούς που τους αρέσει η σελίδα δημιουργούν δύο ερωτήματα: Πρώτον: είναι όντως λογοτεχνική η έκφρασή τους, είναι όντως ποιητές –για να μιλήσουμε για το πιο σπουδαίο ως προς την εκφραστικότητα είδος της λογοτεχνίας– και δεύτερον: οι αναγνώστες που έχουν συγκατανεύσει με θερμότητα γράφοντας διθυράμβους –ως σχολιασμό– είναι μυημένοι της ποίησης, που σημαίνει ότι έχουν μελετήσει ποίηση με εμβρίθεια με ουσιαστικό δηλ. τρόπο;
Εδώ θα μου επιτρέψετε να έχω αμφιβολίες. Δεν σημαίνει πως ο κάθε άνθρωπος δεν μπορεί να εκφράσει τις σκέψεις του με κάποιον πιο εύμορφο τρόπο, βεβαίως και δύναται, μα αυτό δεν τον κατατάσσει αυτομάτως στους ποιητές. Η ποίηση έχει άλλα θεμέλια.
Λέει ο Ρίλκε : «Oι στίχοι έχουν τόσο λίγη σημασία όταν τους γράφουμε νέοι! Θα έπρεπε να περιμένουμε και να καρπολογούμε σε ολάκερη ζωή, μια ζωή μακριά αν είναι βολετό — και ύστερα τέλος, πολύ αργά, θα είμαστε ίσως ικανοί να γράψουμε τις δέκα γραμμές που θα είναι καλές. Γιατί οι στίχοι δεν είναι, όπως πιστεύουν μερικοί, αισθήματα (αυτά τα ’χουμε πάντα αρκετά νωρίς), είναι πείρες. Για να γράψει κανείς και ένα στίχο, πρέπει να ’χει ιδεί πολλές πολιτείες, ανθρώπους και πράματα, πρέπει να γνωρίζει τα ζώα, πρέπει να αισθάνεται πώς πετούν τα πουλιά και να ξέρει τι κίνηση κάνουν τα μικρά λουλούδια όταν ανοίγουνε το πρωί. Πρέπει να μπορείς να ξανασυλλογιστείς δρόμους σε άγνωστα μέρη, συναντήσεις απροσδόκητες, αναχωρήσεις που τις έβλεπες καιρό να ζυγώνουν, μέρες των παιδιάτικων χρόνων που το μυστήριο τους δεν εξιχνιάστηκε ακόμα, τους γονείς σου που τους πλήγωνες όταν σου έφερναν μια χαρά που δεν την καταλάβαινες (ήταν μια χαρά καμωμένη για άλλον), αρρώστιες των παιδιάτικων χρόνων που άρχιζαν τόσο παράξενα, με τόσο βαθιές και σοβαρές μεταμορφώσεις, μέρες που πέρασες σε κάμαρες ήρεμες και απόμερες, πρωινά στην ακροθαλασσιά, την ίδια τη θάλασσα, θάλασσες, νύχτες ταξιδιών που φρικιούσαν πολύ ψηλά και πετούσαν με όλα τ' άστρα — αλλά και όλα αυτά να μπορείς να τα σκέπτεσαι, δεν είναι αρκετό. Πρέπει να ’χει κανείς αναμνήσεις από πολλές ερωτικές νύχτες, που καμιά τους δεν έμοιαζε με την άλλη, από κραυγές γυναικών που ούρλιαζαν γεννοβολώντας, και από ανάλαφρες, λευκές, κοιμόμενες λεφτερωμένες που ξανάκλειναν. Πρέπει ακόμα να ’χουμε σταθεί δίπλα σ' ετοιμοθάνατους, να ΄χουμε μείνει καθισμένοι κοντά σε νεκρούς, μες στην κάμαρα, με το παράθυρο ανοιχτό και με τους θορύβους που έρχονται μαζωχτοί κάθε τόσο. Αλλ' ούτε φτάνει να έχουμε αναμνήσεις. Πρέπει να ξέρουμε να τις ξεχνούμε όταν είναι πολλές, και πρέπει να ’χουμε τη μεγάλη υπομονή να περιμένουμε να ξανάρθουν. Γιατί ακόμα και οι αναμνήσεις δεν είναι ό,τι χρειάζεται. Όταν μονάχα γίνουν μέσα μας αίμα, ματιά, χειρονομία, όταν δεν έχουν πια όνομα και δεν ξεχωρίζονται πια από μας, τότε μονάχα, σε μια πολύ σπάνια ώρα, μπορεί απ' ανάμεσά τους να υψωθεί η πρώτη λέξη ενός στίχου...».
Επομένως καθένας που εκφράζεται γράφοντας «ποιήματα» και δημοσιεύοντάς τα σε ιστολόγιο ή στην προσωπική του σελίδα, θα είναι καλό για την ποίηση να αποφεύγει την οίηση...Ο χρόνος είναι για τον καθένα –που θέλει να γίνει ή να ονομάζεται ποιητής– αδιάψευστος μάρτυρας και βεβαίως η εκδοτική δυνατότητα που θα είναι το δικό του αποτύπωμα ευκρινέστατο καθάριο, για να κριθεί από εκείνους που είναι γνώστες του ποιητικού αντικειμένου, δεν ανήκουν σε ομάδες γύρω από εκδοτικούς οίκους δηλ. δεν είναι οι εντεταλμένοι χειροκροτητές του δημιουργού προς χάριν του εκδοτικού οίκου. Θα κριθούν λοιπόν κι έπειτα θα αφεθούν στους αναγνώστες τους που αγαπούν την ποίηση που είναι μυημένοι όπως είπα και πριν.
Αναφορικά με τους διαδικτυακούς αναγνώστες, το δεύτερο θέμα. Είναι καταρχάς πολύ καλό που διαχέεται μέσα από τα ιστολόγια η όποια λογοτεχνική σύνθεση στον απλό χρήστη του διαδικτύου, δεν σημαίνει όμως αυτό τίποτα περισσότερο από ένα ''κοίταγμα'' στο έργο, κι όχι διάβασμα και πολύ περισσότερο εμβάθυνση στα γραφόμενα. Επομένως οι γράφοντες θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί όταν αντιμετωπίζουν τον ορυμαγδό των σχολιασμών ως «υπέροχο», «εξαιρετικό» κ.λπ. Σημαίνουν κάτι βεβαίως, μια γενναιοδωρία, μιαν ευπροσήγορη διάθεση στο δημιούργημα, στο ποίημα εν προκειμένω, αλλά τόσο βραχύβια. Δεν είναι μελέτη, είναι πέρασμα...κι όσο υπάρχει αυτή η σκέψη στον νου του δημιουργού θα αναπτύξει μιαν επιφυλακτικότητα, δεν θα υποκύψει στην ιδέα πως ό,τι γράφει είναι λογοτεχνία. Οι ποιηματογράφοι ( όπως τους αποκαλούσε ο Ν. Καρούζος), οι στιχοπλόκοι λόγω της ελεύθερης πρόσβασης στο διαδίκτυο είναι πολλοί, οι ποιητές είναι πολύ λιγότεροι. Επομένως προσοχή!
Η συμβολή των λογοτεχνικών ιστολογίων στην ποιητική δημιουργία (πολλά από τα οποία είναι εξαιρετικά ως προς την ποιότητα των επιλογών τους) είναι κάτι παραπάνω προς τη σωστή κατεύθυνση, για να γνωρίσει το κοινό την ποίηση. Τίποτα όμως δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη μελέτη ενός βιβλίου που έχει επιλεγεί μέσα από μιαν έρευνα στο βιβλιοπωλείο, έχει αγορασθεί κι η θέση του βρίσκεται στο γραφείο του αναγνώστη – εραστή της ποίησης. Είναι επίσης αυταπόδεικτο πως διαβάζοντας από ένα ιστολόγιο ένα ποίημα του Σεφέρη, ή του Ρίτσου ή του Ελύτη κ.λπ. δεν γνωρίζουμε την ποίηση αυτή καθεαυτή. Η ποίηση είναι ματιά στο σύνολο του έργου κάθε δημιουργού, δεν εξαντλείται με την αναφορά μέσα σε ένα άρθρο ιστολογίου. Ίσως να είναι το έναυσμα –επί της ουσίας κι αυτός θαρρώ είναι ο σκοπός των ιστολογίων– αλλά δεν είναι ολοκληρωμένη οπτική. Επίσης το βήμα που δίνεται σε καινούριες ποιητικές φωνές είναι πραγματικά υποβοηθητικό για να γνωρίσουν οι χρήστες τη σύγχρονη ποιητική δημιουργία. Φυσικά και δεν ονομάζονται όλοι ποιητές, όσο κι αν η αυτοαναφορικότητά τους είναι έκδηλη. Κάποτε είχα ακούσει σπουδαίο ποιητή με τις ανάλογες περγαμηνές να μου λέει: «Για να ονομασθεί στα χρόνια μου –πριν το διαδίκτυο– κάποιος συγγραφέας ή ποιητής έπρεπε να είχε εκδώσει τουλάχιστον πέντε βιβλία ή ποιητικές συλλογές». Ας το αναλογισθούμε... Και ο Μπρεχτ: «Στη Ρώμη απαγόρευαν τους υποψήφιους για δημόσιες υπηρεσίες να φοράνε, όταν εμφανίζονται στο φόρουμ, ρούχα με τσέπες, για να μη δέχονται δωροδοκίες. Έτσι και οι ποιητές δε θα ’πρεπε να φοράνε ρούχα με μανίκια για να μην μπορούν να χύνουν αράδα στίχους».
Αγγελική Γιαννοπούλου
Η Αγγελική Γιαννοπούλου γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας. Σπούδασε ελληνική φιλολογία, ψυχολογία και ιστορία της τέχνης. Εργάστηκε ως καθηγήτρια φιλόλογος. Άρθρα της, δοκίμια, ποιήματα και διηγήματα έχουν δημοσιευτεί σε ιστοσελίδες: Homo Universalis, Thessaloniki Art and Culture, Fractal, Με ανοιχτά βιβλία, AlfaVita. Από τις εκδόσεις Αρμός κυκλοφορεί το βιβλίο της "Λέξεις στο Φως".
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ :
Πολύ ενδιαφέρον με αρκετές αλήθειες!Σε προκαλεί να κάνεις αυτοκριτική...
ΑπάντησηΔιαγραφή