Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020

Βούλα Δαμιανάκου (1922 - 19 Σεπτεμβρίου 2016)



Η Βούλα Δαμιανάκου (1922 - 19 Σεπτεμβρίου 2016) ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, ποιήτρια, μεταφράστρια.

Γεννήθηκε στη Πάνιτσα Λακωνίας, νυν Μυρσίνη Γυθείου Λακωνίας. Υπήρξε μέλος της Εθνικής Αντίστασης. Συνεργάστηκε με τον Βασίλη Ρώτα, σύντροφός του από το 1950 έως τον θάνατό του το 1977. Συνέδεσε το όνομά της με την υπόθεση του Αμπντουλάχ Οτσαλάν, τον οποίο φιλοξένησε διωκόμενο στο πέρασμά του από την Αθήνα.

Υπήρξε συνεργάτης του περιοδικού του Β. Ρώτα Λαϊκός Λόγος (1966-1967), στο οποίο έγραφε με τα ψευδώνυμα Αλκυόνα, Αλκυών, Ειρήνη Πεζοπόρου. Το μεταφραστικό της έργο σχετίστηκε με τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ (μαζί με τον Βασίλη Ρώτα) και τον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.

Πέθανε στην Αθήνα το 2016.

Εργογραφία

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ

(2014) Από το ληστή του νόμου κάλλιο στο ληστή του δρόμου, Επικαιρότητα
(2012) Στη χάρη της την ΑΕΠΙ ανάβουμε ένα κερί, Επικαιρότητα
(2009) Το κακό κρατάει από μεγάλο σπίτι..., Επικαιρότητα
(2009) Το κακό κρατάει από μεγάλο σπίτι..., Επικαιρότητα
(2006) Οδοιπορώ στην πατρίδα, Επικαιρότητα
(2006) Οδοιπορώ στην πατρίδα, Επικαιρότητα
(2006) Οδοιπορώ στην πατρίδα, Επικαιρότητα
(2006) Οδοιπορώ στην πατρίδα, Επικαιρότητα
(2004) Οφειλή στον ελληνικό πολιτισμό, Επικαιρότητα
(2003) Σαν σε πηδήσει ο Κατής σε ποιον να παραπονεθείς, Επικαιρότητα
(2001) Όταν ο ήλιος της τραγωδίας ανάτειλε, Επικαιρότητα
(2000) Ο Οτσαλάν στο σπίτι μου, Επικαιρότητα
(2000) Υπεύθυνη δήλωση, Επικαιρότητα
(1998) Παροιμίες και ρήτρες από το έργο του Σαίξπηρ, Επικαιρότητα
(1997) Μανιάτικα μοιρολόγια, Επικαιρότητα
(1997) Μοιρολόγια μιας Μανιάτισσας, Επικαιρότητα
(1996) Από την Ελλάδα του Αριστοτέλη στην Ευρώπη του Μάαστριχτ, Επικαιρότητα
(1994) Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Επικαιρότητα
(1994) Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Επικαιρότητα
(1994) Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Επικαιρότητα
(1994) Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Επικαιρότητα
(1991) Τιμιότατο να 'σαι Έλληνας, να 'σαι ο Γιάννης Ρίτσος, Επικαιρότητα

Μεταφράσεις

(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Βασιλιάς Ιωάννης, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Η κωμωδία με πλάνες, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ιούλιος Καίσαρας, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Κυμβελίνος, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ερρίκος ο Δ΄, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο Βασιλιάς Ερρίκος ο Η΄, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ερρίκος ο Στ', Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ερρίκος ο Στ', Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ερρίκος ο Στ', Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ριχάρδος ο Β΄, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ριχάρδος ο Γ΄, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο έμπορος της Βενετίας, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Οι δύο άρχοντες της Βερόνας, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Οι εύθυμες κυράδες του Ουίνζορ, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Ποιήματα, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Σονέτα, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Τέλος καλό όλα καλά, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Τίτος Ανδρόνικος, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2009) Shakespeare, William, 1564-1616, Το ημέρωμα της στρίγγλας, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(1998) Marlowe, Christopher, 1564-1593, Ο Εβραίος της Μάλτας, Επικαιρότητα
(1997) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ερρίκος ο Δ΄, Επικαιρότητα
(1997) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ερρίκος ο ΣΤ΄, Επικαιρότητα
(1997) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ριχάρδος ο Γ΄, Επικαιρότητα
(1997) Shakespeare, William, 1564-1616, Τέλος καλό όλα καλά, Επικαιρότητα
(1996) Μπήαν, Μπρένταν, Ένας όμηρος, Επικαιρότητα
(1992) Shakespeare, William, 1564-1616, Βασιλιάς Ιωάννης, Επικαιρότητα
(1991) Shakespeare, William, 1564-1616, Κυμβελίνος, Επικαιρότητα
(1990) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ερρίκος ο ΣΤ΄, Επικαιρότητα
(1990) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ερρίκος ο ΣΤ΄, Επικαιρότητα
(1990) Shakespeare, William, 1564-1616, Ποιήματα, Επικαιρότητα
(1990) Shakespeare, William, 1564-1616, Σονέτα, Επικαιρότητα
(1989) Shakespeare, William, 1564-1616, Η κωμωδία με πλάνες, Επικαιρότητα
(1989) Shakespeare, William, 1564-1616, Ιούλιος Καίσαρας, Επικαιρότητα
(1989) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο βασιλιάς Ερρίκος ο Η΄, Επικαιρότητα
(1989) Shakespeare, William, 1564-1616, Ο έμπορος της Βενετίας, Επικαιρότητα
(1989) Shakespeare, William, 1564-1616, Οι δύο άρχοντες της Βερόνας, Επικαιρότητα
(1989) Shakespeare, William, 1564-1616, Οι εύθυμες κυράδες του Ουίνζορ, Επικαιρότητα
(1989) Shakespeare, William, 1564-1616, Τίτος Ανδρόνικος, Επικαιρότητα
(1989) Shakespeare, William, 1564-1616, Το ημέρωμα της στρίγγλας, Επικαιρότητα
(1978) Shakespeare, William, 1564-1616, Τα σονέτα, Ίκαρος
(1977) Shakespeare, William, 1564-1616, Τα ποιήματα, Ίκαρος


https://el.wikipedia.org/



Οικογένεια - Διήγημα της Βούλας Δαμιανάκου

Το φορτηγό που μ' έφερνε απ' τη Θεσσαλία με κατέβασε σ' ένα μεγάλο χωριό έξω απ' την Αθήνα. Από κει έπρεπε να βρω άλλο μέσο για να συνεχίσω το ταξίδι μου. Ηταν φθινόπωρο του σαραντατέσσερα, η μαύρη κατοχή είχε πάρει τέλος, ο εχτρός είχε διωχτεί απ' την Ελλάδα. Το χωριό είχε όψη πανηγυριώτικη, ήταν γεμάτο αντάρτες και λαό, που ανάσαινε περπατώντας στους δρόμους, σαν να 'χανε όλοι μόλις βγει από φυλακή.

Ήμουν κατάκοπη απ' το πολύ κουραστικό ταξίδι και μισοάρρωστη απ' τις ταλαιπωρίες. Το μέρος μου ήταν ολότελα άγνωστο. Ποτέ δεν είχε πάει εκεί πριν, ούτε είχα ελπίδα να 'βρισκα κανέναν γνωστό. Στεκόμουν στην άκρη στον μεγάλο δρόμο, μπροστά μου είχα αφήσει τη μικρή βαλίτσα μου. Κοίταζα τον συννεφιασμένο ουρανό, που ολοένα σκοτείνιαζε. Πλησίαζε η νύχτα και συλλογιζόμουν πού να ζητούσα καταφύγιο.

Με πλησίασε ένας αντάρτης:

«Ερχόσαστε από μακριά;».
«Ναι, από πολύ μακριά, και δε γνωρίζω κανέναν εδώ...».
«Δε χρειάζεται να γνωρίσεις, έλα να σε πάω στη μάνα μου, να ξεκουραστείς».

Πήγα μαζί του μ' όλη την εμπιστοσύνη που 'χει ποτίσει τους ανθρώπους ο αγώνας της αντίστασης. Δεν περπατήσαμε πολύ και φτάσαμε σ' ένα χαμηλό σπιτάκι, πρόσχαρο, παστρικό και καλόδεχτο, με αυλή γεμάτη λουλούδια, αϊδημητριάτικα και γαζίες. Το σπιτάκι είχε χρώμα χωριάτικο, από κείνα που η όψη τους δείχνει το ίδιο φιλόξενη σαν του χωριάτη νοικοκύρη τους, που το 'χει κανόνα να μοιράζεται το ψωμί του με όποιον του στείλει ο Θεός.

«Ήρθες, γιε μου; Πέρασε μέσα, κόρη μου», μας καλοδέχτηκε με χαϊδευτική, στοργική φωνή μια ηλικιωμένη μαυροφόρα, σκουπίζοντας βιαστικά με μαντίλι με γύρω πένθος τα μάτια της, που φαίνονταν κοκκινισμένα και υγρά από τα κλάματα.

Μπήκαμε σ' ένα ευρύχωρο δωμάτιο με τραπέζι στη μέση. Επάνω σε άσπρο τραπεζομάντιλο ήταν ένας μεγάλος δίσκος με κόλλυβα, ομορφοστολισμένος και πλάι του μια μαύρη κορδέλα, φανερό πως το πένθος ήταν βαρύ και νωπό στο σπίτι. Ομως το γλυκό πρόσωπο της γυναίκας έδειχνε τόσο πρόθυμο, που δεν άφησε την ιδέα την πένθιμη να μου πλακώσει την καρδιά.

«Εμένα με συχωρείς, έχω υπηρεσία», είπε ο στρατιώτης και γυρίζοντας στη νοικοκυρά είπε, αγκαλιάζοντάς τη:
«Δε θ' αργήσω, μάνα, κοίτα να περιποιηθείς την ξένη μας».

Η μάνα τον πήγε ως την πόρτα και στάθη εκεί παρακολουθώντας τον με το μάτι. Κοίταζα ένα κάδρο με τέσσερες φωτογραφίες, τις δύο από πάνω από τις δύο από κάτω. Το κάδρο είχε επίσης το σημάδι του πένθους, έναν μαύρο φιόγκο.
Κατάλαβα πως τα πρόσωπα σ' αυτό το κάδρο ήταν η αιτία του πένθους. Από κει που καθόμουν τα 'βλεπα καθαρά: Η πρώτη φωτογραφία ήταν ένας νέος άντρας με μουστάκι και χωρίστρα στο πλάι και στολή υπαξιωματικού. Τα τρία σιρίτια στο μανίκι έδειχναν πως θα ήταν επιλοχίας. Η άλλη, κι αυτή με στολή, ένας νεαρός υπολοχαγός, που 'μοιαζε στο πρόσωπο με τον επιλοχία. Η πρώτη από κάτω έδειχνε ένα αγόρι, έφηβον, με ανοιχτό πουκάμισο και μαθητικό πηλήκιο. Η τέταρτη ήταν μια κόρη με σγουρά κοντοκομμένα μαλλιά, που 'μοιαζε πολύ στη μορφή με τη νοικοκυρά του σπιτιού.

Στο μεταξύ αυτή είχε ξαναμπεί, είδε μ' ευγνωμοσύνη τη ματιά μου σταματημένη πάνω στο κάδρο, ήρθε κι έκατσε κοντά μου στον καναπέ, μου 'πιασε με το χέρι της και δείχνοντάς μου τις φωτογραφίες, μου είπε αφού αναστέναξε βαθιά:

«Αυτός από πάνω είναι ο άντρας μου και πλάι του ο πρώτος μου γιος, ο Σταύρος. Ο μικρός είναι ο Λευτέρης μου και το κορίτσι η Μάρω μου. Μα ρώτησέ με» - είπε η γυναίκα σφίγγοντάς μου το χέρι, ενώ τα μάτια της πλημμύρισαν χοντρά δάκρυα - «πού είναι τοι τώρα;. Να, για όλους βράζω κόλλυβα» - συνέχισε σκουπίζοντας τα μάτια της και προσπαθώντας να χαμογελάσει. «Ε, δεν είχα κι άλλους», αναστέναξε.

Είδε το ερωτηματικό μου βλέμμα και συνέχισε εξηγώντας μου: «Τούτο το παλικάρι, που σ' έφερε; Τούτος δεν είναι γιος μου. Που με λέει μάνα; Μάνα του είμαι και γιος μου είναι, χωρίς να τον έχω γεννήσει. Τούτος είναι τώρα για μένα κι ο κόσμος όλος».

Την εκοίταζα, αυτή συνέχισε κόβοντας τα λόγια της μ' αναστεναγμούς και σφουγγίζοντας τα δάκρυα.

«Είναι και τούτος πεντάρφανος. Οταν γύρισε απ' τους πολέμους δε βρήκε κανέναν από τους δικούς του ζωντανόν. Είναι βλέπεις πολλοί οι νεκροί, κόρη μου, είναι πολλοί οι σκοτωμένοι και μερικοί βρεθήκανε στη μέση στο ποτάμι και τους πήρε όλους. Ο άντρας μου, εκείνος εκεί ο λεβέντης ο μουστακαλής, χάθηκε στον πρώτο πόλεμο, στην έρημη τη Μικρασία. Ο Σταύρος μου, αξιωματικός, στην Αλβανία, "έπεσε μαχόμενος ηρωικά" μου γράψανε όταν μου στείλανε τα χαμπέρια του. Τούτο το αγόρι, ο Λευτέρης μου, μ' όσα κι αν του 'κανα, δε με άκουσε, έφυγε για να φέρει τη λευτεριά. Τώρα κοντά σκοτώθηκε στα Γρεβενά, κυνηγώντας τους Γερμανούς που φεύγανε. Το κορίτσι πέθανε το σαρανταδυό, από την πείνα. Ολα τα 'δωσα, βραχιόλια από χρυσάφι ατόφιο, καλοδουλεμένο, μου τα πήραν οι μαυραγορίτες, μόλις πλήρωσα δυο μερών φαΐ στο νοσοκομείο με δαύτα, μα γλήγορα μου σώθηκαν όλα κι έτσι σώθηκαν κι οι μέρες της Μάρως μου.»

Κάτι ήθελα να της έλεγα, μα δεν έβρισκα λόγια. Αυτή συνέχισε: «Τούτος, τούτος που σ' έφερε δω, τούτος μου 'φερε τη μαύρην είδηση. Πολέμαγαν μαζί, στα χέρια του ξεψύχησε και ξεψυχώντας του 'πε τη σύσταση να 'ρθει να με βρει. Κι ήρθε ο έρμος ο πεντάρφανος και μ' ήβρε την πεντάρφανη, εδώ στο χωριό, στον μεγάλο το δρόμο, όπου είχα βγει και ρώταγα όλους που περνούσαν. Σήκωνα τα χέρια μου και ρώταγα φωναχτά, είχα βραχνιάξει απ' τις φωνές: "Τον Ελευθερίου, τον Λευτέρη, μην τον είδατε";».

Έκλαιγε, την περίμενα να συνεχίσει.

«Και πέφτει στην αγκαλιά μου ετούτος. "Εγώ θα σου πω", μου λέει, "έλα κοντά μου, έρχομαι από το Λευτέρη..." Ήρθαμε αγκαλιασμένοι στο σπίτι, έκατσε δω που κάθεσαι τώρα κι έκλαιγε σα μωρό και δεν ήξερε πώς ν' αρχίσει. Εγώ είχα καταλάβει. Δερνόμουνα και χτυπιόμουνα και φώναζα όλους τους σκοτωμένους και μάλωνα τον Λευτέρη που δε μ' άκουσε παρά πήγε θεληματικά στον πόλεμο, και τούτος, που είναι γιος μου τώρα, φώναζε κι αυτός τη μάνα του και τ' αδέλφια του, τόσο που κι εγώ μέσα απ' το σπαραγμό μου, μέσα απ' τα δάκρυά μου, τον άκουσα και τον κοίταξα κι είδα και τον δικό του τον πόνο, που ως τότε δεν τον είχα προσέξει. Τότε άρχισε να μου λέει κλαίγοντας πως τα 'ξερε όλα από τον Λευτέρη.

"Το ξέρω", μου είπε, "πως είσαι μια έρημη, μαύρη μάνα και δεν έχεις πού να σηκώσεις τα μάτια σου και ποιον να ιδείς. Το ίδιο κι εγώ, μανούλα μου, δεν έχω πού να πάω και πού να σταθώ, δεν έχω κανέναν, ούτε δικούς, ούτε σπίτι, ούτε καν τάφο, να πάω να κλάψω, όλους κι όλα τ' αφάνισαν οι μπόμπες στον Πειραιά. "Αυτά μου 'λεγε και σηκώθηκε να φύγει και κοντοστεκόταν, ώσπου μ' άφησε αποσβολωμένη και βγήκε απ' την πόρτα, κι ανανοήθηκα και το βλέπω πως μου 'φυγε κι αυτός και χύνομαι και τον προφταίνω στην αυλή και τον πιάνω απ' τα ρούχα του: "Πού πας, γιε μου", του λέω, "πού μ' αφήνεις και φεύγεις κι εσύ;" Και τον έφερα μέσα και τον έκανα γιο μου και μ' έκανε μάνα του».

Εσφούγγισε τα μάτια της και παρηγορημένη κάπως συνέχισε:

«Πόλεμος, κόρη μου, και πάλι πόλεμος και ξανά πόλεμος κι όλο πόλεμος, που να μην ήταν αυτή η λέξη. Πώς τους βαστάει η ζωή τόσους πολέμους; Να περιμένω τον άντρα μου με τους μήνες, να τον περιμένω με τα χρόνια. Πολλοί γύριζαν, εκείνος δε γύριζε, ώσπου μου 'ρθε το μήνυμα πως έμεινε στη Μικρασία. Σφαγμένος, βασανισμένος πήγε. Ε, το πήρα απόφαση, έσκυψα το κεφάλι στην τύχη μου και βάλθηκα να μεγαλώσω τα ορφανά».

Τα μουσκεμένα μάτια της με κοίταζαν καθώς μου 'λεγε την ιστορία της και τώρα στο πρόσωπό της έβλεπα την ανείπωτη θλίψη, το μαύρος πένθος, που 'χε περιτυλίξει το δίσκο με τα κόλλυβα, τις φωτογραφίες, το σπίτι και τον κόσμο. Αναστέναξε και συνέχισε:

«Τα μεγάλωσα τα ορφανά, τα 'καμα ανθρώπους κι απάνω που είπε να χαμογελάσει η καρδιά μου, να σου πάλι ο πόλεμος έρχεται και μου παίρνει το πρώτο μου παιδί, το στύλο του σπιτιού μου. Εσφιξα την καρδιά μου, έπλεκα κάλτσες και πάλευα με την πείνα, πάλευα με τους μαυραγορίτες, καρτερώντας καθημερινά και να το πάλι το μήνυμα το πικρό, το φαρμακωμένο, έφτασε, δεν το εμπόδισε κανείς, ήρθε και μ' ήβρε να μου ειπεί πως "ο υπολοχαγός ο Σταύρος Ελευθερίου έπεσε ηρωικά, εθυσιάσθη υπέρ πατρίδος". Γύριζαν οι στρατιώτες από το μέτωπο, εγώ δεν περίμενα κανέναν, ο δικός μου ο γιος φυλάει το Τομόρι...».

«Ε, μάνα, της είπα αγκαλιάζοντάς τη, να, η ζωή...»

«Το ξέρω, θέλεις να με παρηγορήσεις, παιδάκι μου, και συμπάθησέ με που τα θυμάμαι έτσι ζωντανά και σε φιλεύω με τον πόνο μου, μα είδα τη συμπόνια σου και τα θυμήθηκα όλα. Θυμήθηκα την κόρη μου, να, στην ηλικία σου θα ήταν τώρα, που την έθαψα μόνη μου σαν την Εύα... και στο τέλος ήρθε κι ο αγώνας στα βουνά και μ' άρπαξε και το στερνό μου τ' αποκούμπι και με άφησε σαν ξυλάρμενο καράβι, μεσοπέλαγα. Ηρθε καμιά φορά κι η λευτεριά κι έφερε σ' όλους τη χαρά, έφερε το τραγούδι και το φως και την ελπίδα και μόνο σε μένα την έρημη μάνα δεν έφερε τίποτα».

«Εμ πώς», της είπα, «σου 'φερε και σένα, δε σου 'φερε τούτον το γιο που 'χεις τώρα;».

«Ναι, ?καλά λες», μου απάντησε με βιάση, σαν μετανιωμένη για τον τόσο της θρήνο, «ας μην είμαι αχάριστη και γρουσουζεύω την τύχη μου... Ετσι βρεθήκαμε κι οι δυο μας, κόρη μου, εμείς οι παντέρημοι σμίξαμε την ορφάνια μας και την πίκρα μας και βρήκαμε παρηγοριά ο ένας στον άλλον. Τώρα βράζουμε κόλλυβα για τους νεκρούς μας κι εγώ δοξάζω το Θεό που μου τον έστειλε. Οταν έρχεται στο σπίτι, η πόρτα μου φωτίζεται το ίδιο, όπως και πριν με το Σταύρο, κι όταν φεύγει απ' το σπίτι, η έγνοια μου τον ακολουθεί και τρέμει η ψυχή μου το ίδιο, όπως και για τα παιδιά που γέννησα κι ανάθρεψα. Τώρα μου λέει πως θέλει να πάει στο Μοριά για κάτι χτήματα κι εγώ δεν τον αφήνω. Τι τα θέλουμε τα χτήματα; Εγώ δε θέλω χτήματα, εγώ θέλω το παιδί μου».

Με κοίταζε πολύ τρυφερά, καθώς μου κράταγε και τα δυο μου τα χέρια με τα χέρια της και ξαφνικά μου 'πε:
«Ξέρεις, κόρη μου, τι λέει ο νους μου έτσι που σε βλέπω; Δεν κάθεσαι κι εσύ εδώ μαζί μας; Τότε θα κάνουμε χαρά και μπορεί να φύγει το πένθος...».

Μαίρη Κουτρούμπα
διήγημα Της Βούλας ΔΑΜΙΑΝΑΚΟΥ
Απ τον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ




Ασυμβίβαστη μέχρι το τέλος

Μικρός αποχαιρετισμός στην Βούλα Δαμιανάκου

Αν και η Βούλα Δαμιανάκου έγινε γνωστή στους νεώτερους ως ο άνθρωπος που φιλοξένησε τον διωκόμενο ηγέτη των Κούρδων, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, λίγο πριν την παράδοσή του στο τουρκικό καθεστώς από την τότε ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, αποτέλεσε ένα σημαντικό κεφάλαιο των ελληνικών γραμμάτων, τόσο μέσω του έργου της, όσο και της ενεργής συμμετοχής της (και) στην πολιτισμική εποποιία της Εθνικής Αντίστασης, στο πλευρό του συντρόφου της, Βασίλη Ρώτα.

Ασυμβίβαστη, μαχήτρια και αγωνίστρια μέχρι και την τελευταία της πνοή, που άφησε χθες σε βαθιά γεράματα, η Βούλα Δαμιανάκου δεν διαπραγματεύτηκε ποτέ και με κανέναν την προσωπική της αντίληψη για την ελευθερία. Προτίμησε, όπως ανέφερε η ίδια και θυμάται το ΑΠΕ, «για να μην προδώσει το ιδανικό της ελευθερίας», να παραιτηθεί από τη σύνταξή της ως συγγραφέα, «παρά να δεχτεί σύνταξη με νόμο που τον είχαν γράψει οι ερπύστριες των τανκς της τυραννικής χούντας».

Επίσης, παραιτήθηκε από μέλος της ΑΕΠΙ, ως κληρονόμος και συνδημιουργός του έργου του Ρώτα (μεταξύ άλλων το «Ενας όμηρος» και οι «Ορνιθες»), επειδή όπως ανέφερε στη σχετική επιστολή της, στις 22.9.2011, «το θεωρώ έσχατο κατάντημα για μια που αγωνίστηκε όλη της τη ζωή για την ελευθερία να πεθαίνει σκλάβα της ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ (η ενέργεια της ΑΕΠΙ να δώσει στον εαυτό της το δικαίωμα να με γράψει _ στα ενενήντα ένα χρόνια μου _ στο ΙΚΑ, παρά τη θέλησή μου, εν αγνοία μου και γνωρίζοντας τι έχει προηγηθεί, θα ταίριαζε σε κάποιον που ανήκε πάππου προς πάππου σε γενιά σκλάβων κι ερωτευμένων με τη σκλαβιά τους, κι όχι σε αγωνιστή της ελευθερίας)».

Χαρακτηριστική είναι και η απάντησή της σε αρνητικά σχόλια σε βάρος της της εφημερίδας “ΤΟ ΒΗΜΑ”, για την υπόθεση Οτσαλάν, το 1999: «”Το φαντάζεσαι να χρειάζεσαι βηματοδότη στην καρδιά και να σου τον βάζουν στο μυαλό; (Ρώτας). Ο “Βηματοδότης” της τελευταίας αποκριάς (“ΒΗΜΑ”, 21 – 2 – 1999) γράφει πως άνοιξα την πόρτα μου στον κυνηγημένο Οτσαλάν, επειδή, όντας ανιστόρητη, δε γνώριζα ότι οι πρόγονοί του ήρθαν και πολέμησαν εναντίον των Ελλήνων στο Μαραθώνα. Αλλά μάλλον κάνει λάθος η ιστορική αυθεντία του, γιατί πολύ καλά η υπογράφουσα γνωρίζει και για το Μαραθώνα και για Θερμοπύλες και για Μεσολόγγια και για Μονοδέντρια και για Γοργοπόταμους. Εκείνο που δε γνωρίζει είναι τα τούρκικα. Αν τα εγνώριζε, θα καλούσε τα παιδιά του Αττίλα που στρατοπεδεύουν στην εν Αθήναις τουρκική πρεσβεία και θα τους τον παρέδινε. Οσο για την Ευρώπη και την ΟΝΕ, ο δάσκαλός μου, ο Δημήτρης Γληνός, μου δίδαξε πως πρέπει να πάμε με τον Σοφοκλή και όχι, ποτέ, με τη Σοφοκλέους”.

Ασχολήθηκε με πολλά είδη του γραπτού λόγου. Σημαντικότερα έργα της είναι: «Γράμμα σε νεκρό» διηγήματα 1951, «Στην ανεμοζάλη», Διηγήματα 1960, «Υπεύθυνη δήλωση», διηγήματα 1963. Σε συνεργασία με το σύντροφό της Βασίλη Ρώτα έγραψε τα εξής: «Μνημόσυνο» 1961, «Δραγάτες πνευματικής ελευθερίας» 1963, «Δημοκράτες παραδημοκρατικοί» 1965. Το 1967 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων «Γέφυρες της φιλίας». Εχει μεταφράσει αρκετά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας όπως – WILLA CATHER: «Η Αντωνία μου», 1959, KAMMERHNG: «Αναζητώντας τον Αδάμ», 1959, ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ: «Ο μικρός ήρωας».

Η Βούλα Δαμιανάκου συνεργάστηκε με το περιοδικό Λαϊκός Λόγος (1966-1967), με τα ψευδώνυμα Αλκυόνα, Αλκυών, Ειρήνη Πεζοπόρου, ενώ έχει μεταφράσει το σύνολο των έργων του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, κατά το μεγαλύτερο μέρος με τον Βασίλη Ρώτα, καθώς και του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι

Απόσπασμα από το βιβλίο της «Από το ληστή του νόμου, κάλλιο στο ληστή του δρόμου»: «…Και μπορείτε να βγάλετε εύκολα άδεια και να χτίσετε χωρίς να φοβάστε κανέναν. Η Λουίζα μου έχει φάει τ’ αφτιά, να ιδείς μαμά τι καλός που είναι ο κ. Ρώτας , πώς μας βοηθάει, κι όταν δεν έχει δουλειά παίζει μαζί μας… Τα χάσαμε, καταθορυβηθήκαμε. Ο Ρώτας έπιασε τα δυο χέρια της κυρά Δικαίας, που δε μπορούσε πια να συγκρατήσει τα δάκρυα και της είπε: Άκουσε σε παρακαλώ. Εμείς δεν έχουμε χρήματα γι’ αγορές. Ούτε ψάχνουμε να βρούμε ευκαιρίες ν’ αγοράσουμε χτήματα κοψοχρονιά. Αν είχα θα σε δάνειζα για να το κρατήσεις να το καλλιεργείς να σου αποδίνει εισόδημα. Είναι κρίμα μεγάλο να πουλιέται η γη που μας τρέφει. Καταλάβαμε όμως πως εδώ ύπαρχε καημός που δε γιατρευότανε με λόγια στα πεταχτά και στα όρθια. Καλέσαμε την κυρά Δικαία να ‘ρθει από το σπίτι να πιούμε καφέ, προχωρήσαμε για τη θάλασσα, μα είχαμε πια χάσει κάθε διάθεση».

Και από το «Μνημόσυνο» (Αθήνα, 1961) σε κείμενα δικά της και στίχους του Βασίλη Ρώτα: «…Με χαμόγελο γιομάτο ικανοποίηση, γιομάτο λεβεντιά και περηφάνεια έδωσε το παρών στο προσκλητήριο την Πρωτομαγιά του 1944. Όλοι γύρισαν σε κείνον. Κι αυτοί που θα’ φευγαν μαζί του και κείνοι που θα’ μεναν. Όλοι ήθελαν να μείνει κι οι πρώτοι κι οι τελευταίοι και μόνο ο Ναπολέων ήθελε να’ να΄ναι με τους πρώτους. Ο Γερμανός χτηνάνθρωπος ταράχτηκε στο άκουσμα αυτού του ονόματος που το είχε ξεστομίσει το ίδιο του το στόμα. Μπροστά του, φωνάζοντας ο καθένας παρών μόλις άκουγε τ’ όνομά του, μπαίναν στη γραμμή οι Ακροναυπλιώτες, φρέσκοι, χαμογελαστοί, λαμπροφορεμένοι, λες και πήγαιναν στο πανηγύρι. Μπροστά του έχουν πάρει κιόλας τη θέση τους το ένα τρίτο των παιδιών της Ακροναυπλίας. Μια οργανωμένη αγωνιστική δύναμη, που είχε νικήσει σε μάχες πολύ πιο σκληρές, που’ χε κερδίσει τη μεγάλη μάχη της ζωής για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια κι η μάχη προς το θάνατο είταν πια κερδισμένη από τα πριν.

»Ο Γερμανός στρατοπεδάρχης, που όλες οι χτηνώδικες ενέργειες στο Χαϊδάρι για να λυγίσουν εκείνοι οι ήρωες πήγαν χαμένες, το’ ξερε καλά αυτό. Μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο κάτι σαν ίχνος συνείδησης άρχισε να σαλεύει μέσα στα βάθη του σκοτεινού εαυτού του, που ίσως θα’ θελε να διαμαρτυρηθεί. Κάτι σαν αντίλαλος παλιάς λησμονημένης ανθρωπιάς που του ξυπνάει το αίσθημα του θαυμασμού και που σαν φτάνει στ’ όνομα του Σουκατζίδη ξεσπάζει: «Όχι εσύ, Ναπολέων, όχι εσύ!» Εκείνη την ώρα ο Ναπολέων ανατριχιάζει, καταλαβαίνει πως περνάει την πιο κρίσιμη ώρα της ζωής του. Η ευαισθησία του δοκιμάζεται όσο ποτέ. Η τιμή του, που τόσο την διαφέντεψε ολοζωής, κιντυνεύει. Πρέπει να προλάβει πριν να’ ναι πολύ αργά, πριν ο στρατοπεδάρχης αρπάξει τυχαία κάποιον σύντροφό του άλλον και τον βάλει στη θέση του.

»Στηριζόμενος ίσα – ίσα σ’ αυτόν τον θαυμασμό του Γερμανού στρατοπεδάρχη, του λέει: «Θέλεις να μ’ αντικαταστήσεις όχι από εχτίμηση, αλλά μόνο και μόνο για να με κάνεις από Σουκατζίδη τίποτα. Μ’ αν πραγματικά μ’ εχτιμάς, η μόνη χάρη που μπορείς να μου κάμεις είναι να μ’ αφήσεις να πεθάνω σαν όλους στη θέση μου, γιατί ο συνεπής αγωνιστής δεν αλλάζει τη θέση του με τίποτε και για κανέναν λόγο, μάλιστα όταν ή θέση του αυτή είναι μπροστά στο πολυβόλο.

»Κι ο μπόγιας σκύβει το κεφάλι, συμφωνεί κι αποκαλύπτεται.

»Φεύγοντας σαν τον ήλιο που πάει να βασιλέψει, άφησε το τελευταίο του χαμόγελο πάνω στα θλιμένα πρόσωπα των συντρόφων του που έμεναν πίσω να τους ζεστάνει στην κρυάδα του θανάτου που σκόρπισε στο στρατόπεδο κείνο το πρωινό»

(ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΣΟΥΚΑΤΖΙΔΗΣ )
Πηγή: atexnos.gr, ΑΠΕ, «Ριζοσπάστης»

Αναδημοσίευση από https://www.toperiodiko.gr/










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου