Με το πρώτο ξεκούρδιστο χτύπημα
του σταματημένου ρολογιού
τα τσιμεντένια σκεπάσματα τραβώ,
ξεσκονίζω γουλιά-γουλιά το παλιό μου γάλα,
αγγίζοντας τη σχισμή του Εγκέλαδου,
σπρώχνω του Σεπτέμβρη το έλασμα,
ατενίζω το ξεθωριασμένο προαύλιο
-ένα αγουροξυπνημένο παιδί του ’90
στοιχίζεται με τους συμμαθητές που ξέχασαν-
αντισεισμικός συναρμολογώ το λυόμενο
δίχως χαρτί και μολύβι μετρώ απουσίες,
πρωτίστως τις δικές μου, ξεγελώ με ζαβολιές
τον χρόνο, όπως την έφερνα στον δάσκαλο,
βγαίνω τάχα για να βάλω τα διψασμένα χείλη
κάτω απ’ τη σιδερένια βρύση της στέρησης,
κλωτσώ μακριά τη μπάλα της ενηλικίωσης,
επιστρέφω να παραδώσω λεύκη κόλλα.
Κρύβομαι πίσω απ’ την κομμένη καρυδιά
που λεηλατούσαμε στο σχόλασμα.
«Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι… εκατό,
φτου και βγαίνω». Ατενίζω τους μεγαλύτερους
που φεύγουν βαστώντας σφιχτά τ’ απολυτήριο.
Ακόμα να εμπεδώσω το μάθημα.
© Kωνσταντίνος Κωστέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου