Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
Ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες ; ποιοί γλυτώσαν ,
Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία
Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας
Γύρω-γύρω απ’ τη μεγάλη πλατεία
Και στη μέση μια εκκλησιά
Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
Του καπετάνιου μας που χάθηκε – ψηλά-ψηλά –
Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου
Θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι
Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα
Θα ‘χουμε γεράσει, μα θα μας γνωρίσουνε.
Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ’ εμάς.
(Μ. Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα, Νεφέλη)
Σε όλη μας τη ζωή
βουλιάξαμε
πολλά καράβια μέσα μας,
ίσως για να μη ναυαγήσουμε
μια ώρα αρχύτερα
εμείς οι ίδιοι.
Το περιθώριο, Νεφέλη 2000
Μανόλης Αναγνωστάκης
-«…Κανείς ναυαγός δεν πεθαίνει χωρίς μια φωτογραφία νοσταλγική/
Κανένα πλοίο δε σαλπάρει χωρίς καπνό και χωρίς δάκρυα….»
Μία μέρα
από την πολυθρόνα του είδε
ο κύριος Φογκ
έναν άνθρωπο να πνίγεται.
-Αφού δε γνωριζόμαστε
τι νόημα έχει να τον σώσω, σκέφτηκε.
Με τον καιρό θα με ξεχνούσε
ενώ εγώ για πάντα θα θυμόμουν
την αγνωμοσύνη του.
Ή θα ‘τανε δια βίου ευγνώμων
κι έτσι μοιραία θα τον ξεχνούσα.
Θέματα τόσο σοβαρά
καλύτερα να τα ρυθμίζει
η θάλασσα.
Θεέ, της θάλασσας ,
μέρεψε την οργή σου.
Ξεχείλισαν με πόνο
απύθμενο τα νερά σου.
Ναυαγός του ονείρου
σε πέλαγος γλυφό,
προσμένεις την αγάπη.
Πόθοι κρυφοί με κόκκινο
μελάνι χαραγμένοι στην ψυχή.
Ελπίδα ανομολόγητη
σε συμφωνία μυστική
με τον περιπλανώμενο χρόνο.
Και εκεί που αμίλητος
το απέραντο της μοναξιάς
σου αγναντεύεις,
κάποιος τυχαία θα μαγευτεί
από τον ήχο της σιωπής σου.
Και ταπεινά θα κρατήσει
τις λέξεις, γράμμα γράμμα
ψηλαφίζοντας, μαργαριτάρια ακριβά .
Αναδύεσαι.
Τα σκοινιά που σε βαστούσαν στο βράχο
τα ‘φαγε το κύμα,
η προσευχή του κάβουρα
και οι στεναγμοί των πνιγμένων.
Ταξιδεύεις στις θάλασσες.
Ο άνεμος σου δίνει μια κάθε τόσο,
θέλοντας να σε καταποντίσει.
Χάνεσαι,
σε λίγο πάλι αναδύεσαι
μέσα από τ’ αφρολούλουδα.
Έρχεσαι συχνά
όταν είναι γαλήνη κάτω από τα παράθυρά μου.
(Δεν μπόρεσα όμως ποτέ να ξεχωρίσω καλά τη μορφή σου).
Αλλά έρχεσαι και με τη θύελλα.
Είσαι νησί από ελαφρόπετρα
ή μήπως ναυάγιο από ανάμνηση.
Η Κρύπτη, 1959
Αγάπη μου μην έρθεις
απόψε συντροφιά μου
είμαι ένα πληγωμένο ζώο
του παρελθόντος όμηρος
του κόσμου στίγμα επώνυμο
ένα τρένο που εκτροχιάστηκε
ένα στίγμα που το χάσανε.
Έτσι έπαιξε η τύχη
έτσι έπαιξαν οι ήχοι.
Καμπάνες που σιγήσανε
αφτιά που δεν ακούσανε
κερδισμένα και χαμένα
δεν έχουν σημασία.
Αγάπη μου ακριβή
προδόθηκε μια αξία
βούτηξαν οι καιροί στην πλεονεξία.
Πάλεψα με το κύμα
αγκαλιά βρέθηκα με μια σανίδα.
Στην ακτή κόσμος πάει κόσμος έρχεται
δεν βλέπουν την αυγή
απ’ τα βρεγμένα ρούχα εμπνέονται
για το σκοτάδι χαίρονται.
Απ’ το ναυάγιο μου
ένα όστρακο σου παραδίδω.
Βγάλε κραυγή με το σφύριγμα του
κάντο βάζο να κρατήσει έναν ανθό.
Βάλτο στ’ αυτί ν’ ακούσεις την θάλασσα
ξύσε το τζάμι να τους τρελάνεις όλους
βάλτο στο κεφάλι να σ’ έχουν για τρελή
ή ακούμπησε το στην κοιλιά σου
να ενωθείς με το σύμπαν.
Μαρκάγγελος Δαμουλάκης
Σταυρούλα Δεκούλου - Άτιτλο
Μέρεψα πέντε ωκεανούς
κι έμελλε σε μια μόλις χούφτα δάκρυα
να ξημερώσω ναυαγός στ' αραξοβόλι σου
και να μ' αρέσει !
Σταυρούλα Δεκούλου
9/1/15
_________________
Σταυρούλα Δεκούλου - Εωθινό φως
Στο εωθινό φως
καταλήγω ναυαγός σε μια ακόμα
ξέρα σιωπής.
Νηπενθής συμβιβάζομαι
με το ατελέσφορο της μοναξιάς μου.
Τα ρήματα, έχω καταλήξει,
αναπαύονται στης νύχτας τη σιγαλιά.
Μα σαν αφουγκραστείς
τον απόηχο των ονείρων
θα ακούσεις τον λυγμό
του μη με λησμονείς
-που ταπεινά ανθεί-
Σταυρούλα Δεκούλου
Ποιητική συλλογή Στον Αστερισμό του Ιβίσκου, εκδ Βεργίνα, σελ 42
10/3/16
Θάλασσα με τ’ αυστηρά σου κύματα,
αθώωσε το πικρό ναυάγιό μου·
θα λάβεις ακόμη απ’ το σώμα μου
στόλους πυκνούς με περιπέτειες,
άνεμους στιβαρούς και πρόθυμους,
άστεγους πειρασμούς στις τρικυμίες σου-
κανάλια απροσπέλαστα οι επιθυμίες μου.
Θάλασσα, αθώωσε το ναυάγιό μου.
Είναι η ώρα για τα μεγάλα φωτεινά επίπεδα
Τα φαγωμένα ερειπωμένα λυγμικά πανάρχαια γκρίφια
Τα χωνεμένα βήματα στην άμμο
Τα χρυσαφένια σκίνα
Και το κρασί το σύφλογο
Όμοια βαθύ και σύφλογο σαν ήλιος το χειμώνα.
Είναι η ώρα που κερδίζομε το θάνατο
Κι ωσάν τις πέτρες άφωνοι και ριγηλοί
Περιδιαβάζουμε στην τρικυμία.
(1899-1942), Μια Δέσμη Αχτίδες στο Νερό
Tintoretto (Italian, c. 1518–1594)
Ο. Ελύτης - Ελένη
-«…Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια
ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές
ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε —σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη—
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου…»
Οδυσσέας Ελύτης - Ο φυλλομάντης
Aπόψε βράδυ Aυγούστου οχτώ
Nαυαγισμένο στα ρηχά των άστρων
Tο παλιό μου σπίτι με τα σαμιαμίθια
Kαι το χυμένο το κερί στο κομοδίνο επάνω
Πόρτες παράθυρα ανοιχτά
Tο παλιό μου σπίτι αδειάζοντας
Φορτίο της ερημιάς μέσα στη νύχτα·[…]
Τώρα που το καράβι βουλιάζει αύτανδρο στα σκοτεινά
και το νερό —το νιώθεις— ανεβαίνει,
προσπάθησε μες στις κραυγές του πανικού και την αλλοφροσύνη
να συναρμολογήσεις τα λόγια σου· να πεις
για το ναυάγιο αυτό και να το μνημονέψεις,
για την καταστροφή και για το μακελειό των χρόνων μας,
για όσα δε λεν οι επίσημες αναφορές,
και πιο πολύ να πεις για τους ενόχους,
βάζοντας όλη σου την αντοχή για νά βρεις τους ενόχους —
σαν να σ’ ακούει κανείς μέσα σε τούτο το χαλασμό,
σαν να ’χει τον καιρό, σαν να προφταίνει,
σαν να μην είναι να ρουφήξει η θάλασσα σε λίγο
και πλοίο κι εσένα και όλους τους συντρόφους.
Αφαίμαξη, Τα ποιήματα (1956-1993), Εκδόσεις Καπάνι, Θεσσαλονίκη 2007
Ντίνα Ζαγάρη - Υγρός τάφος Με τις τσέπες γεμάτες μαχαίρια στην ακροθαλασσιά Ακονίζω στα βράχια ,το χρόνο που λείπεις Πόση θλίψη να χωράει η θάλασσα; Πολλοί έχουν διαλέξει αυτόν τον τάφο Βουτάω βαθιά να ξεπλύνω την οργή Μα δεν ξεθυμαίνει Σαν τρικυμία θεριεύει Η καταιγίδα μαίνεται Και μετά τις βροντές , βάλσαμο η σιωπή Όπως στα όνειρα Όταν ο άνεμος γυμνώνει τον ορίζοντα απ’ τα δάκρυα Το νερό ξεβράζει ρολόγια Ν’ αλέθουν τον χρόνο οι τεθλιμμένοι και οι ναυαγοί Ντίνα Ζαγάρη
Όχι πως έπαθα ναυάγιο, κινδύνεψα να χαθώ
κι ανάγκη πάσα να κρατηθώ στον αφρό.
Μην πάει ο νους σας σε θαλάσσιες τραγωδίες
αύτανδρα βυθισμένα φορτηγά
επιβάτες και πληρώματα χαμένα.
Τα φοβούμαι αυτά και τ’ απωθώ.
Αν και φυγείν αδύνατον το πεπρωμένο
δεν το προκαλώ ποτέ.
Μετακινούμαι βέβαια, αλλά μονάχα για δουλειές.
Και το πλοίο τ’ αποκλείω.
«Επιπλέω» λοιπόν ίσον τα βολεύω πάντα
–μες τις ελληνικές αντίξοες, τόσο ρευστές, συνθήκες–
με την ψυχή στα δόντια –ή μάλλον τα δόντια στην ψυχή.
Με κάποια ασύλληπτη, για βάρβαρους, αλληγορία.
Ελεεινόν θέατρον (1980)
Η νήσος των ναυαγών
Τώρα μας καίει το λιοπύρι
Επάνω σ’ αυτή την ξέρα σ’ αυτό το μαύρο βράχο
Κυκλωμένο απ’ τους ανέμους δαρμένο απ’ τη βοή
Κι από μηνύματα καταιγίδων
Στεγνοί
Με σάρκες λιγοστές κι άφθονο ουρανό
Ψυχή αλμυρή δέρμα φθαρμένο από θαλασσοπούλια και φως
Μαζεύουμε το νερό της βροχής μες στις κουφάλες
Μασούμε πεταλίδια και βότσαλα
Μας τρώει η έγνοια
Μας ανάβει τα είδωλα μια αλλοτινή μορφή
Πανιά μεγάλα και ξάρτια μες στη φτερούγα του ήλιου
Κι η φαντασία μιας θάλασσας που δεν την πάτησε ίσκιος
Δε ράγισε το πράο της κρύσταλλο αυλακιά πουλιού
Δε γίνεται να ξεχάσουμε
Να πληθύνουμε τη σκόνη θάβοντας το πιο ακέραιο σχήμα
Στους τάφους που αναπαύονται τα λείψανα των μεγάλων νεκρών
Στο χωνευτήρι του διανυμένου χρόνου με τον κίτρινο άνεμο
Γιατί πλέει, ταξιδεύει μέσα στο αίμα μας οργώνοντας το γυρισμό του με τις χιλιάδες χρόνια
Πάνω σε πλάκες χιλιοδιπλωμένες ποτισμένες οδύνη και που τις ξεφυλλίζει ένας καημός
Σκαρί απ’ όμορφη γυναίκα που η θωριά της καίει και γράφεται
Και που η ασύγκριτη γραμμή της έχει κάτι απ’ το πουλί που σε πετάει ψηλά
Και κάτι απ’ την κοκκινωπή αγωνία του ήλιου όταν μπατάρει
Κι απ’ το θυμό της θάλασσας που μάχεται να συγκεράσει
Το φως και το σκοτάδι
Το φελλό και το μολύβι
Προβάλλει με το γνώριμο ερωτικό του λύγισμα
«Αργώ» ή «Γοργόνα» στην πολύφωτη μπούκα του ορίζοντα
Φέρνοντας πίσω τους θεούς
Τον καπετάνιο που χάθηκε στις πόρτες της αυγής
Αγγεία, χρυσαφικά…
Το καράβι που πλέει μέσα στο αίμα μας
Ξεβράστηκαν
στη στεριά της μέρας
κάποιοι κρατώντας κομμάτι νύχτα
και άλλοι θάλασσα
όσοι γλύτωσαν είχαν κιόλας ξεχάσει
οι άλλοι νεκροί ακόμη
μα προπαντός πλυμένοι
στέγνωναν στις πέτρες
ο καιρός δεν τους ξεχώριζε
και αυτοί πού σώθηκαν
και οι άλλοι άφησαν πίσω
τις κομμένες τους ουρές.
Ήχος από νερό, Ενδυμίων, 2010
Έσπεροι πόθοι μου, θλιμμένοι απόψε, αργά στο σκοτάδι γλιστράτε.
Καημοί και μαράζια μου, στους ανέμους αμίλητοι τώρα σκορπάτε.
Για ποια δύση, της αυγούλας σας το όνειρο χωρίς οίκτο σκοτώσατε;
Λουσμένα με δάκρυα, τα χρέη των άλλων ακριβά τα πληρώσατε.
Το φτηνό τους φιλί, Ιούδες αχρείοι, στην καρδιά μου ακουμπήσανε
και ευθύς, σε πανέρια, για τον πρώτο τυχόντα φτηνά με πουλήσανε.
Αγάπης αντίλαλοι ήταν, απόηχοι όρκοι τα λόγια που τάζανε,
Σφαχτάρι μου αθώο, για θυσία αισχρή και αναίσχυντη εξ’ αρχής σε ετοιμάζανε…
Πλοία κουφάρια που τα ταξίδια τους, στο αύριο πάντα τ’ αφήνανε
στο γιαλό βυθισμένα, σαν ναυάγια νεκρά εκεί μείνανε.
Κι όλο λέγαν, πως τάχα το πέλαγος με λαχτάρα ποθούσαν
μα σαν σήκωνε κύμα, του γιαλού το προσκέφαλο με πάθος φιλούσαν.
Με θαμμένες τις άγκυρες, παραμύθια ονειρεύονταν για μεγάλα ταξίδια
μα με πέτρες στα αμπάρια τους, το σκαρί τους κρατούσαν δεμένο γερά στην συνήθεια.
Και φαντάζονταν, πως φρεγάτες στην θάλασσα, τα πανιά τους ανοίξανε
μα σαν βγήκαν στο πέλαγος, στην πρώτη ευκαιρία με μανία με πνίξανε
Μένει τώρα, να γυρνά σαν το φάντασμα το κουφάρι τους άδειο
και νομίζουν πως πνίγηκα, στου βυθού τους τον άβαθο πάτο.
Μα οι έσπεροι πόθοι μου, ανέσπερα όνειρα ήταν και ζήσανε
και την δύση αφήνοντας, στης αυγούλας τα χρώματα πίσω γυρίσανε.
Μαρία Κουτούση - Ναυάγια
Ναυαγισμένα τα καράβια, ζουν... Σαν άνθρωποι που ρήμαξαν στο πέλαοςτης ζήσης. Κρύβουν το δάκρυ τους πικρό στου ποντου την αρμύρα. Όνειρα βλέπουν φωτεινά για τα παλιά ταξίδια, με των ανέμων τα φτερά στις ράχες των κυμάτων. Φεγγάρια που ερωτεύτηκαν στου ωκεανού τα πλάτη και τις λαμπρές μαρμαρυγές στων άστρων τα σημάδια... Σαν τα ναυάγια ψυχών, στης θλίψης το βυθό τους, πιάνονται ακόμα απ' τη ζωή, που μέσα τους απρόσμενα φωλιάζει. Ζωή βουβή, πολύχρωμη, στα σκοτεινά τα βάθη, κυλάει κρυφή παρηγοριά για της ζωής τα πάθη. Ζουν και ναυάγια οι ψυχές... Πέλαγο ο πόνος τους βαθύ, πνιγμένο το καράβι... Των στεναγμών τους την ηχώ της τρικυμίας η βουή καλύπτει Αυτή που, θάλασσα η ζωή, με κύματα θεόρατα σηκώνει. Ναυάγια που φαίνονται κι άλλα που η αρμύρα τα σκεπάζει. Κρυμμένοι μες το βούρκο θησαυροί, που ίσως κάποιοι κάποτε με έκπληξη τους βρούνε, είτε στου πέλαου την καρδιά είτε σ' αυτή του ανθρώπου... Μ.Κ. 6/9/2020Ανέβηκε στην πέτρα
πήρε ανάσα
και πήρε βροχή
Ένα ζευγάρι κάλτσες
μια φανέλα
αριθμός 333
Οδυσσέας 333
Άπλωσε τα χέρια του στη θάλασσα
στο νου
Η φρίκη θάλλει
Ο αργαλειός πίσω και πάνω στην πλάτη μας
Πήρε να φιλιώνει με τον τόπο
Ήρθε ο επιλοχίας ο Θωμάς,
είχε μυαλό Τζέιμς ο Θωμάς
μυαλό Μ1 επαναληπτικό
Τον γύρισαν λυώμα
δεν τον γνώρισαν ούτε τα σκυλιά
Μίμης Κωστήρης - ΚΛΕΙΣΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ Όλα γύρω ένα φρικτό ναυάγιο Σωτήριοι λέμβοι δεν φαίνονταν Κι αυτός κρατιόταν από ένα λουλούδι ένα στίχο " ΑΓΡΥΠΝΕΣ ΩΡΕΣ " 2009
Mαρία Λαμπράκη
-«Όποιος δε χάθηκε στις θάλασσες του Έρωτα
δεν »λάτρεψε» ποτέ
τα »ναυάγια» της καρδιάς.
Κι εγώ που τόσο αγάπησα αυτά τα ταξίδια.
Στα μάτια σου
ναυάγησα .»
Πιάνω τον εαυτό μου πότε πότε
να αναστενάζει
βαθιά
με αναφιλητό.
Σα να ‘χει μέσα μου σαλέψει
κάποιο ναυάγιο.
-«Αβάσταχτο είναι… Πικρό είναι
Να σιμώνεις αργά στ’ ακρογιάλι
Χωρίς να είσαι ναυαγός
Ούτε σωτήρας
Παρά ναυάγιο…»
Γιώργος Μαρκόπουλος -Το χέρι μου, η ψυχή μου, ναυάγια
Το χέρι μου στα μαλλιά σου
φίδι που γυρνάει στη φωλιά του αφού έκαμε κακό.
Η ψυχή μου ελαφρώς λερωμένη
σαν άσπρο κοστούμι καλοκαιρινό.
Πάνω από τα ναυάγια ο ήλιος ξεπρόβαλλε κουρασμένος.
Πάψετε πια να εκπέμπετε το σήμα του κινδύνου,
τους γόους της υστερικής σειρήνας σταματήστε
κι αφήστε το πηδάλιο στης τρικυμίας τα χέρια:
το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε!
Ξύλα, κουπιά σπασμένα,
δυο ναυαγοί σ’ ένα μαδέρι
παλεύοντας ποιος τον άλλονε να πνίξει…
Ήταν αυτό που απόμενε
απ’ το μεγάλο στόλο της εφηβικής φιλίας.
Mαθητεία ξανά, Διάττων 1991
Πρέπει να βρούμε τον τρόπο να επιμείνουμε στη ζωή,
να μην περιμένουμε να προσφερθεί η ευγενικιά πολιτισμένη
βοήθεια. Ψέμα είναι. Δε μπορούμε να βασιστούμε παρά
στη δικιά μας μόνο την αρετή. Ποια όμως δύναμη απομένει
όταν το πλοίο από την κούραση έχει βυθιστεί.
Σταχτής, μαβής ουρανός πέφτει
στην πράσινη, κίτρινη θάλασσα πάνω
και η στεργιά που αποκόβει
τη φορά των κυμάτων με τον άσπρο αφρό
ούτε απόμακρα δεν φαίνεται σα σύνορο γαλάζιο.
Όταν χωρίσει η ξασπριμένη μαβιά λωρίδα
της δεύτερης αυγής που παραδέρνουμε στο σκοτεινό στερέωμα
ελπίδα δεν απομένει καμιά.
Όμως για τη ζωή δεν πρέπει να μιλάμε
δεν μας είναι άλλο για να διαλέξουμε
αν η ελπίδα δεν υπάρχει, η θέληση είναι η ζωή
πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να επιμείνουμε στη ζωή.
Είναι ένας ναυαγός που συλλογίζεται: Πολύ τον βασανίζει το
ρύπος, από τα βρώμικα νερά, που πέφτει απάνω του.
Ναυαγισμένο καράβι τσακισμένο
Σε ρούφηξε η θάλασσα
Και σ’ έφτυσε στην άμμο
Σαν κουκούτσι
Τουρίστες μαθητές και δάσκαλοι
Άφωνοι αγναντεύουν
Από ψηλά σαν θαλασσοπούλια
Το αφρισμένο κύμα
Να γλείφει το σκουριασμένο σου κουφάρι
Σε μηχανές και μνήμες αποτυπώνουν
Την εικόνα ενός θανάτου
Το θάνατο ενός ονείρου
Και ο μύθος προσκαλεί
Τη φαντασία μας σε γλέντι
Με ατρόμητους καπετάνιους
Σε φουρτουνιασμένες θάλασσες
Με μονόφθαλμους πειρατές
Και λαθρεμπόρους
Βουτηγμένους στην αλμύρα
Που κουβαλούν λαθραία τσιγάρα
Που κουρσεύουν τη ζωή
Και αψηφούν το θάνατο
Που χτίζουν δικές τους πολιτείες
Δικούς τους νόμους και ηθικές.
Ατρόμητε πολεμιστή των καταιγίδων
Χελώνες και καβούρια μπαινοβγαίνουν
Από τα φινιστρίνια σου
Φύκια στολίζουν την καρίνα σου
Θαλάσσια λουλούδια
Που σου φέρνουν οι γοργόνες
με την αστροφεγγιά
Ατρόμητε θαλασσοπόρε
Αλήτη της θάλασσας
Που προτιμούσες τη φουρτούνα
Για τα άνομα πάθη σου
Πως ξεστράτισες σε τάφο στεριανό;
Σαν τσακισμένος ναυτικός
Βλέπεις τα πλοία να σαλπάρουν
Αναπολείς τους γλάρους
Σε πτήσεις ονειρικές να παίζουν
Με τους αφρούς στο κύμα
Σαν ναυαγός γονατισμένος στην άμμο
Αγναντεύεις την θάλασσα
Χωρίς ελπίδα για ταξίδι
Μόνο με αναμνήσεις και όνειρα
Από λιμάνια και ταξίδια
Από μαντίλια που κουνιούνται
Και λόγια που κατευοδώνουν
Όμως η απόμερη ακρογιάλια
Που ο Ποσειδώνας απόθεσε
το σώμα σου
Ανακαλύφθηκε από τις ύαινες
του κέρδους
Σύγχρονοι πειρατές
Εμπορεύονται το ξεψύχισμά σου
Και ως αξιοθέατο πλέον
Υπομένεις τις κάμερες των τουριστών
Να αποθανατίζουν
Τις ναυαγισμένες ελπίδες
Που έγιναν βορά στις ανάγκες
Φιλάργυρων επιγόνων
ΤΑ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΑ φιλιά μας
μπορούν να διατρέξουν τον κόσμο όλο
αλλά η αγάπη δεν μπορεί να σβήσει τις αποστάσεις
που μας χωρίζουν αιώνια
τον έναν απ’ τον άλλον.
Είσαι ένα νησί κατοικημένο από φωνές
και όστρακα
κι ήρθα σε σένα σαν ναυαγός
ν’ αγγίξω το θαμμένο μέλι
στα σκοτεινά πέταλα των γοφών σου.
Μακριά στον ορίζοντα γίνεται
ένα ναυάγιο’ είναι πολύ μακριά
και δε γνωρίζουμε τους πνιγμένους,
τους φίλους και τους συγγενείς που
τους θρηνούν.
Αλλά κι εδώ κοντά γίνεται ένα άλλο
ναυάγιο, κι αλίμονο,ξέρουμε
τους πνιγμένους,καθώς και τους
φίλους και τους συγγενείς που τους θρηνούν.
(Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα 1945-1998, Κέδρος)
Γιώργος Σεφέρης - Το ναυάγιο της Κίχλης
«Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Πάρ’ το, σου το χαρίζω·
δες, είναι ξύλο λεμονιάς…»
Άκουσα τη φωνή
καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω
ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια·
το ’λεγαν «Κίχλη»· ένα μικρό ναυάγιο· τα κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού
σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.
Κι άλλες φωνές σιγά σιγά με τη σειρά τους
ακολουθήσαν· ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι
που βγαίναν από του ήλιου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό·
θα ’λεγες γύρευαν να πιουν αίμα μια στάλα·
ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.
Κι ήρθε η φωνή του γέρου, αυτή την ένιωσα
πέφτοντας στην καρδιά της μέρας
ήσυχη, σαν ακίνητη:
«Κι α με δικάσετε να πιω φαρμάκι, ευχαριστώ·
το δίκιο σας θα ’ναι το δίκιο μου· πού να πηγαίνω
γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.
Το θάνατο τον προτιμώ·
ποιός πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει».
Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο.
(Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος)
ΧΑΡΗΣ ΣΥΝΟΔΙΝΟΣ - ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ
Τι νέοι που φθάσαμε στης φθοράς τ´ έρμο ακρογιάλι
κι είναι τα κύματα της λήθης που σβήνουν τ´ όνομά μας.
Ο ωκεανός ξεβράζει τις τσακισμένες ιδέες
κι άνεμος αλλαγής γκρεμίζει τ´ αμμώδη όνειρα μας.
Παραπαίουν οι τρύπιες των κατορθωμάτων μας σημαίες
κι είναι ο καπνός της ελπίδας που μας αφήνει πάλι.
Από μακριά οι σύντροφοι κοιτούνε και ψάχνουν τη φωτιά.
Τη χαρά να μας ρίξουν μια σανίδα δε θα τη γευτούν.
Με τηλεσκόπιο ψάχνουν την αδυναμία μας να δουν
όμως εμείς ξέρουμε πως οι φίλοι σηκώσανε πανιά.
Ελπίζουμε το τηλεγράφημα να πήγε στους δικούς μας:
“Είμαστε σώοι κι αβλαβείς και πλέουμε στους θησαυρούς μας.”
Το ναυάγιο της ζωής να ερμηνεύσουμε ποθούμε
μας στον ορίζοντα μόνο η άβυσσος μας χαιρετά.
Η πυξίδα ανούσια περιστρέφεται και μαρτυρά
πως τ´ απάνεμο λιμάνι της Ιθάκης δε θα βρούμε.
Αν κι είχαμε έρμα σωστό και το καλύτερο σκαρί
βουλιάξαμε ακολουθώντας της Σειρήνας τη φωνή.
Λίγοι στίχοι μας απομένουν μόνο πριν ο νους μας δύσει,
σαν τα μπουκάλια που σκορπούν κάποιοι ναυαγοί στη τύχη,
από φόβο μήπως η θύελλα του χρόνου τα βυθίσει,
μήπως δεν μπορέσουν να ξεπεράσουν της σήψης τον πήχυ.
Και τι είμαστε αλήθεια;
Ναυαγοί των μεγάλων ταξιδιών που ονειρευτήκαμε…
Κωπηλατούμε με μανία στις στιγμές μας,
στιγμές άλλοτε υπαρκτές, άλλοτε χαμένες
άλλοτε φανταστικές…
Λάμνουμε με περίσσια υπομονή
προσπαθώντας να προλάβουμε τη στιγμή,
εκείνη τη μαγική στιγμή της παιδικής μας ανάμνησης …..
Κυνηγούμε την ευτυχία μας
που πλησιάζοντας την,
όλο και ξεμακραίνει βγάζοντας μας κοροιδευτικά τη γλώσσα …
Κάθε μέρα κυνηγοί του άπιαστου.
Κάθε μέρα κυνηγοί της ουτοπίας μας….
Χρυσαυγή Τούμπα - Ναυαγισμένα όνειρα Απέριττα όνειρα βυθίζονται σε πόθους ελευθερίας με απομεινάρια ευτελούς ελεημοσύνης αιχμάλωτα Σε σωσίβιες ελπίδες ψάχνουν οδό διαφυγής στην ανθρωπιά ενάλιων πολιτειών. Αύτανδρο το θαύμα βυθίζεται μεσοπέλαγα και τα λυπημένα φεγγάρια συλλέκτες ματαιώσεων λεκιάζουν το ένοχο γαλάζιο. χ.τ.
-«Όλα μου τα ταξίδια εσύ.
Όλες μου οι θάλασσες εσύ.
Όλα μου τα ναυάγια εσύ.
Όταν σε συλλογιέμαι
ένας άνεμος με παίρνει
μαζί με το κρεβάτι μου
χωρίς πυξίδα, χωρίς τιμόνι, χωρίς πανί.»
-«Ω ναι! Ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις
πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
Υπάρχουν πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους,
μέσα στη βαθιά τους πολυθρόνα,
πολλοί που για πάντα τους σκέπασε το πουπουλένιο τους πάπλωμα.
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους, σ΄ ένα κουπάκι του καφέ, σ΄ ένα κουταλάκι του γλυκού.
Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται.
Ας είναι γλυκός και ανόνειρος.
Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.»
(Αργύρης Χιόνης, Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη» | Υάκινθος, 1986)
Θεέ μου, τι αόρατο
ναυάγιο που είναι
η έρημη ζωή!
-η θάλασσα ηδονίζεται με τα ναυάγια
τα προκαλεί
τα κουκουλώνει
είσαι η θάλασσα
είμαι ναυάγιο»
......Ὣς εἰπὼν σύναγεν νεφέλας, ἐτάραξε δὲ πόντον
χερσὶ τρίαιναν ἑλών· πάσας δ᾽ ὀρόθυνεν ἀέλλας
παντοίων ἀνέμων, σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε
γαῖαν ὁμοῦ καὶ πόντον· ὀρώρει δ᾽ οὐρανόθεν νύξ. 295
καὶ Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῦμα κυλίνδων.
καὶ τότ᾽ Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,
ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
«Ὤ μοι ἐγὼ δειλός, τί νύ μοι μήκιστα γένηται;300
ἥ μ᾽ ἔφατ᾽ ἐν πόντῳ, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι,
ἄλγε᾽ ἀναπλήσειν· τὰ δὲ δὴ νῦν πάντα τελεῖται,
οἵοισιν νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν
Ζεύς, ἐτάραξε δὲ πόντον, ἐπισπέρχουσι δ᾽ ἄελλαι305
παντοίων ἀνέμων· νῦν μοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος.
τρισμάκαρες Δαναοὶ καὶ τετράκις οἳ τότ᾽ ὄλοντο
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, χάριν Ἀτρεΐδῃσι φέροντες.
ὡς δὴ ἐγώ γ᾽ ὄφελον θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν
ἤματι τῷ ὅτε μοι πλεῖστοι χαλκήρεα δοῦρα310
τῶ κ᾽ ἔλαχον κτερέων, καί μευ κλέος ἦγον Ἀχαιοί·
νῦν δέ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι.»
Ὣς ἄρα μιν εἰπόντ᾽ ἔλασεν μέγα κῦμα κατ᾽ ἄκρης,
δεινὸν ἐπεσσύμενον, περὶ δὲ σχεδίην ἐλέλιξε.315
τῆλε δ᾽ ἀπὸ σχεδίης αὐτὸς πέσε, πηδάλιον δὲ
ἐκ χειρῶν προέηκε· μέσον δέ οἱ ἱστὸν ἔαξε
δεινὴ μισγομένων ἀνέμων ἐλθοῦσα θύελλα,
τηλοῦ δὲ σπεῖρον καὶ ἐπίκριον ἔμπεσε πόντῳ.
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόβρυχα θῆκε πολὺν χρόνον, οὐδ᾽ ἐδυνάσθη320
αἶψα μάλ᾽ ἀνσχεθέειν μεγάλου ὑπὸ κύματος ὁρμῆς·
εἵματα γάρ ῥ᾽ ἐβάρυνε, τά οἱ πόρε δῖα Καλυψώ.
ὀψὲ δὲ δή ῥ᾽ ἀνέδυ, στόματος δ᾽ ἐξέπτυσεν ἅλμην
πικρήν, ἥ οἱ πολλὴ ἀπὸ κρατὸς κελάρυζεν.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς σχεδίης ἐπελήθετο, τειρόμενός περ,325
ἀλλὰ μεθορμηθεὶς ἐνὶ κύμασιν ἐλλάβετ᾽ αὐτῆς,
ἐν μέσσῃ δὲ καθῖζε τέλος θανάτου ἀλεείνων.
τὴν δ᾽ ἐφόρει μέγα κῦμα κατὰ ῥόον ἔνθα καὶ ἔνθα.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ὀπωρινὸς Βορέης φορέῃσιν ἀκάνθας
ἂμ πεδίον, πυκιναὶ δὲ πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται,330
ὣς τὴν ἂμ πέλαγος ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα·
ἄλλοτε μέν τε Νότος Βορέῃ προβάλεσκε φέρεσθαι,
ἄλλοτε δ᾽ αὖτ᾽ Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν.
Τὸν δὲ ἴδεν Κάδμου θυγάτηρ, καλλίσφυρος Ἰνώ,
Λευκοθέη, ἣ πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα,335
νῦν δ᾽ ἁλὸς ἐν πελάγεσσι θεῶν ἒξ ἔμμορε τιμῆς.
ἥ ῥ᾽ Ὀδυσῆ᾽ ἐλέησεν ἀλώμενον, ἄλγε᾽ ἔχοντα·
αἰθυίῃ δ᾽ ἐϊκυῖα ποτῇ ἀνεδύσετο λίμνης,
ἷζε δ᾽ ἐπὶ σχεδίης καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε·
«Κάμμορε, τίπτε τοι ὧδε Ποσειδάων ἐνοσίχθων340
ὠδύσατ᾽ ἐκπάγλως, ὅτι τοι κακὰ πολλὰ φυτεύει;
οὐ μὲν δή σε καταφθίσει, μάλα περ μενεαίνων.
ἀλλὰ μάλ᾽ ὧδ᾽ ἕρξαι, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν·
εἵματα ταῦτ᾽ ἀποδὺς σχεδίην ἀνέμοισι φέρεσθαι
κάλλιπ᾽, ἀτὰρ χείρεσσι νέων ἐπιμαίεο νόστου345
γαίης Φαιήκων, ὅθι τοι μοῖρ᾽ ἐστὶν ἀλύξαι.
τῆ δέ, τόδε κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τανύσσαι
ἄμβροτον· οὐδέ τί τοι παθέειν δέος οὐδ᾽ ἀπολέσθαι.
αὐτὰρ ἐπὴν χείρεσσιν ἐφάψεαι ἠπείροιο,
ἂψ ἀπολυσάμενος βαλέειν εἰς οἴνοπα πόντον350
πολλὸν ἀπ᾽ ἠπείρου, αὐτὸς δ᾽ ἀπονόσφι τραπέσθαι.»
Ὣς ἄρα φωνήσασα θεὰ κρήδεμνον ἔδωκεν,
αὐτὴ δ᾽ ἂψ ἐς πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα
αἰθυίῃ ἐϊκυῖα· μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν.
αὐτὰρ ὁ μερμήριξε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,355
ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
«Ὤ μοι ἐγώ, μή τίς μοι ὑφαίνῃσιν δόλον αὖτε
ἀθανάτων, ὅ τέ με σχεδίης ἀποβῆναι ἀνώγει.
ἀλλὰ μάλ᾽ οὔ πω πείσομ᾽, ἐπεὶ ἑκὰς ὀφθαλμοῖσι
γαῖαν ἐγὼν ἰδόμην, ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι.360
ἀλλὰ μάλ᾽ ὧδ᾽ ἕρξω, δοκέει δέ μοι εἶναι ἄριστον·
ὄφρ᾽ ἂν μέν κεν δούρατ᾽ ἐν ἁρμονίῃσιν ἀρήρῃ,
τόφρ᾽ αὐτοῦ μενέω καὶ τλήσομαι ἄλγεα πάσχων·
αὐτὰρ ἐπὴν δή μοι σχεδίην διὰ κῦμα τινάξῃ,
νήξομ᾽, ἐπεὶ οὐ μέν τι πάρα προνοῆσαι ἄμεινον.»365
Ἧος ὁ ταῦθ᾽ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
ὦρσε δ᾽ ἐπὶ μέγα κῦμα Ποσειδάων ἐνοσίχθων,
δεινόν τ᾽ ἀργαλέον τε, κατηρεφές, ἤλασε δ᾽ αὐτόν.
ὡς δ᾽ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ
καρφαλέων, τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ᾽ ἄλλυδις ἄλλῃ,370
ὣς τῆς δούρατα μακρὰ διεσκέδασ᾽. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἀμφ᾽ ἑνὶ δούρατι βαῖνε, κέληθ᾽ ὡς ἵππον ἐλαύνων,
εἵματα δ᾽ ἐξαπέδυνε, τά οἱ πόρε δῖα Καλυψώ.
αὐτίκα δὲ κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τάνυσσεν,
αὐτὸς δὲ πρηνὴς ἁλὶ κάππεσε, χεῖρε πετάσσας,375
νηχέμεναι μεμαώς· ἴδε δὲ κρείων ἐνοσίχθων,
κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν·
«Οὕτω νῦν κακὰ πολλὰ παθὼν ἀλόω κατὰ πόντον,
εἰς ὅ κεν ἀνθρώποισι διοτρεφέεσσι μιγήῃς·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὥς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος.»380
Ὣς ἄρα φωνήσας ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους,
ἵκετο δ᾽ εἰς Αἰγάς, ὅθι οἱ κλυτὰ δώματ᾽ ἔασιν.
Αὐτὰρ Ἀθηναίη, κούρη Διός, ἄλλ᾽ ἐνόησεν·
ἦ τοι τῶν ἄλλων ἀνέμων κατέδησε κελεύθους,
παύσασθαι δ᾽ ἐκέλευσε καὶ εὐνηθῆναι ἅπαντας·385
ὦρσε δ᾽ ἐπὶ κραιπνὸν Βορέην, πρὸ δὲ κύματ᾽ ἔαξεν,
ἧος ὃ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μιγείη
διογενὴς Ὀδυσεύς, θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξας.
Ἔνθα δύω νύκτας δύο τ᾽ ἤματα κύματι πηγῷ
πλάζετο, πολλὰ δέ οἱ κραδίη προτιόσσετ᾽ ὄλεθρον.390
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ ἐϋπλόκαμος τέλεσ᾽ Ἠώς,
καὶ τότ᾽ ἔπειτ᾽ ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο ἠδὲ γαλήνη
ἔπλετο νηνεμίη, ὁ δ᾽ ἄρα σχεδὸν εἴσιδε γαῖαν.....
Μετάφραση
Μιλώντας, σύναξε τα νέφη και, πιάνοντας την τρίαινα στα χέρια του
συντάραξε τον πόντο, συννέφιασε θάλασσα και στεριά,
ξεσήκωσε όλες μαζί τις θύελλες και τους ανέμους όλους,
έγινε η μέρα νύχτα, πέφτοντας ψηλά απ᾽ τον ουρανό.
Λεβάντες και νοτιάς, άγριος πουνέντες και βοριάς αιθερογέννητος
συγχρόνως φύσηξαν και σήκωσαν τεράστιο κύμα.
Λύθηκαν τότε του Οδυσσέα τα γόνατα, λύγισε η ψυχή του,
βάρυνε η γενναία καρδιά του, και μόνος του μιλούσε:
«Άμοιρος και τρισάμοιρος εγώ. Τι άλλο, πιο μεγάλο, κακό με περιμένει;300
που μου προφήτεψε πως θα χορτάσω πάθη του πελάγου,
προτού πατήσω χώμα της πατρίδας.
Και να που τώρα όλα επαληθεύονται, αφού ο Ζευς
με τέτοια νέφη απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη σκέπασε τον μέγα ουρανό,
τον πόντο τάραξε, η θύελλα λυσσομανά, σφυρίζουνε από παντού ανέμοι.
Καμιά πια σωτηρία, σκέτος όλεθρος. Ευτυχισμένοι
τρεις και τέσσερις φορές οι Δαναοί που είχαν την τύχη
στην ευρύχωρη Τροία να χαθούν για τους Ατρείδες.
Κι εγώ μακάρι εκεί να ᾽χα τελειώσει,
εκεί να μ᾽ έβρισκε η μοίρα του θανάτου, τη μέρα εκείνη που Τρώες310
αμέτρητοι με σημαδεύαν με τα χάλκινά τους δόρατα,
καθώς για τον νεκρό Αχιλλέα πολεμούσα.
Τότε θα με τιμούσαν και με του τάφου τα κτερίσματα,
το όνομά μου οι Αχαιοί θα το είχαν δοξασμένο. Μα τώρα το γραφτό μου
ήταν να γίνω λεία ανήκουστου θανάτου.»
Δεν είχε καν τον λόγο του τελειώσει, κι έπεσε μέγα κύμα πάνω του
σαρωτικό που ταρακούνησε και τη σχεδία.
Βρέθηκε ξαφνικά μακριά της, του ξέφυγε απ᾽ το χέρι το τιμόνι.
Η θυμωμένη θύελλα με τους μεικτούς ανέμους σύντριψε το κατάρτι,
πανί κι αντένα σφενδονίστηκαν πέρα στο πέλαγο.
Κι έμεινε αυτός ώρα πολλή μέσα στη δίνη,
κεφάλι δεν μπορούσε να σηκώσει320
μπρος στην ορμή των φοβερών κυμάτων. Τον βάρυναν ακόμη
και τα ρούχα, αυτά που η θεία Καλυψώ τού είχε φορέσει.
Κάποια στιγμή ωστόσο ανάβλεψε, φτύνει από το στόμα του πικρή την άρμη
(σαν χείμαρρος κελάρυσε καθώς του βγαίνει απ᾽ το κεφάλι),
όμως και τη σχεδία του θυμάται, κι ας είχε πια αποκάμει.
Βρήκε ξανά τη δύναμη κι αρπάζεται
μέσα απ᾽ τα κύματα επάνω της και, καθισμένος τώρα
εκεί στη μέση, δοκίμαζε πώς να ξεφύγει το τέλος του θανάτου.
Όμως το μέγα κύμα την πήγαινε όπου ήθελε· τη μιαν εδώ,
την άλλη εκεί. Πώς ο χειμερινός βοριάς σαρώνει στον κάμπο αγκάθια,
κι αυτά σφιχταγκαλιάζονται και γίνονται ένα πράμα,330
έτσι και τη σχεδία οι άνεμοι εδώ και εκεί τη φέρναν και την πήγαιναν·
τη μια ο νότος στον βοριά την άφηνε κουμάντο,
την άλλη ο λεβάντες την παράδινε για να τη σέρνει ο πουνέντες.
Ώσπου τον πήρε είδηση η καλλίσφυρη Ινώ, του Κάδμου η θυγατέρα,
η Λευκοθέη, που πρώτα είχε ανθρώπινη φωνή και φύση, μα τώρα
οι θεοί τής έδωσαν θεϊκή τιμή μες στα πελάγη.
Αυτή τον Οδυσσέα ελέησε όπως τον είδε θλιβερά παραδαρμένο·
σκούρο πουλί με την ουρά σχιστή, παρόμοια πέταξε και βγήκε
από το κύμα, κάθησε πάνω στη σχεδία του, και του είπε τον δικό της λόγο:
«Δύσμοιρε, γιατί ο κοσμοσείστης Ποσειδών τόσο πολύ μαζί σου τα ᾽βαλε;340
γιατί σου σπέρνει τόσα πάθη;
Κι όμως, παρ᾽ όλο τον θυμό του, δεν θα μπορέσει να σε θανατώσει.
Να κάνεις μόνο ό,τι σου πω, και δεν μου φαίνεσαι ασύνετος:
βγάλε από πάνω σου αυτά τα ρούχα, ξέχασε τη σχεδία σου
και χάρισέ τη στους ανέμους· βάλε
τα δυνατά σου να κολυμπήσεις μ᾽ απλωτές, νόστο να βρεις
στη χώρα των Φαιάκων, όπου η μοίρα σου σου γράφει να γλιτώσεις.
Πάρε και τούτο το άφθαρτο μαγνάδι, ζώσε μ᾽ αυτό το στέρνο σου,
και φόβος πια θανάτου δεν θα σ᾽ απειλήσει,
μήτε και τ᾽ άλλα πάθη.
Κι όταν με το καλό πιάσουν τα χέρια σου στεριά,
λύσε το πάλι το μαγνάδι, στο μπλάβο πέλαγο να το πετάξεις,350
όσο μπορείς μακρύτερα, κοιτάζοντας εσύ στην άλλην άκρη.»
και σίμωσε προς τις Αιγές, όπου βρισκόταν και το ξακουστό παλάτι του.
Μα να που η Αθηνά, του Δία η κόρη, έρχεται τώρα μ᾽ άλλες σκέψεις:
δένει τον δρόμο στους ενάντιους ανέμους, τους προστάζει ανάπαυλα,
όλους τούς κατευνάζει.
Σήκωσε μόνο τον γοργό βοριά, σπάζει τα κύματα μπροστά του,
για να μπορεί, ξεφεύγοντας τον χάρο και τη μαύρη μοίρα,
να σμίξει ο θείος Οδυσσεύς μ᾽ εκείνους που έχουν
χαρά τους το κουπί, τους Φαίακες.
Κι ωστόσο δυο μερόνυχτα, δοσμένος στο μεγάλο κύμα,
είδε πολλές φορές τον χάρο με τα μάτια του.390
Μόνο την τρίτη μέρα, σαν την ξημέρωσε η Αυγή
με τους ωραίους πλοκάμους, έπεσε ο άνεμος,
γαλήνεψε, κι έγινε νηνεμία.
Και ξαφνικά βλέπει στο πλάι του στεριά·......
Μετάφραση : Δ. Μαρωνίτης
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ "ΝΑΥΑΓΙΩΝ ΝΑΥΑΓΙΑ"
Θοδωρής Κοτονιάς & Μακρινά Ξαδέρφια – Ναυαγός
Μουσική - Στίχοι: Θοδωρής Κοτονιάς
ΝΑΥΑΓΟΣ
Καράβι είμαι στ’ ανοιχτά
που ψάχνει για λιμάνι,
που όλο βλέπει τη στεριά
κι όμως ποτέ δε φτάνει.
Το σπίτι σου δυο βήματα,
μα ξενιτιά μου μοιάζει,
έγινε ο κόσμος θάλασσα
κι όπου πατώ βουλιάζει.
Το φυλαχτό που μου `δωσες
το έχω φυλαγμένο,
μα πιο κακό απ’ το χωρισμό,
δεν έχω να προσμένω.
Και με βρήκαν ναυαγό,
έξω από την Αμοργό.
Ο ΝΑΥΑΓΟΣ – ΤΑ ΞΥΛΙΝΑ ΣΠΑΘΙΑ
ΣΤΙΧΟΙ - ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ
Ταξίδεψα όσο βαθύτερα μπορούσα μες στις μέρες
είδα γαλέρες, ψευτοπαντιέρες
και καπετάνιους που κερδίζουν τη ζωή τους με φοβέρες, λέρες
και τώρα ξέμεινα, εδώ που στέκονται αιώνια ακίνητες οι μέρες.
Είχα ξεχάσει πια τι έψαχνα να βρω, κάποια πατρίδα,
ώσπου σε είδα
σαν να μην είχες δει ποτέ σου ναυαγό
Εγώ ήθελα απλώς να πιω λίγο νερό μα εσύ διψούσες
για τον απέραντο βαθύ ωκεανό.
Όλο ρωτούσες
αν πέρασα απ’ την ήπειρο των Μάγων,
αν ξέρω να διαβάζω τον καιρό.
Λίγο πριν χάσω τις αισθήσεις μου πριν να παραδοθώ
σε ρώτησα ποιοί μένουνε εδώ
κι εσύ μου απάντησες μέσα από τον καπνό
κοιμήσου τώρα έχουμε καιρό.
Αυτή είναι η γη των λωτοφάγων.
Σ’ ένα δωμάτιο με νεράιδες κάτι χρώματα
μέσα από σήραγγες περνάγαμε και βγαίναμε
σ’ ένα υπόγειο ωκεανό
σε μία βάρκα οι ψυχές,
ένα βαρκάρη που όλο βιάζεται
Θεέ τι να πω
Αφήστε με ακόμα λίγο εδώ παρακαλώ
Εκατομμύρια σταλακτίτες σ’ ουρανό χρυσή βροχή
και σταλαγμίτες κατ’ εικόνα ομοιώματα πλανήτης Γη
Είχα ξεχάσει πια τι έψαχνα να βρω
Αυτή είναι η γη των λωτοφάγων
πηγές
https://itzikas.wordpress.com/
https://redlineagrinio.gr/
http://fractalart.gr/
http://ebooks.edu.gr/
http://www.poiein.gr/
https://www.academia.edu/
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
https://frear.gr/
https://pyroessa-artemusica.blogspot.com/
https://popaganda.gr/
http://www.greek-language.gr/
https://www.o-klooun.com/
http://www.snhell.gr/
https://www.poets.gr/
https://www.linkedin.com/
https://www.efsyn.gr/
https://tokoskino.me/
https://www.andro.gr/
https://www.sarantakos.com/
https://latistor.blogspot.com/
Υπέροχη δημοσίευση ❗ 👏✍️👏
ΑπάντησηΔιαγραφή