Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

ΤΑ ΝΑΥΑΓΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Πόσα ναυάγια μέσα μου χωρούν;
Πόσους νεκρούς η ανάσα μου
λικνίζει;
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ

J. W. Waterhouse -  Farewell Lovers in ocean shipwreck & waves


Μανόλης Αναγνωστάκης - Το ναυάγιο

Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
Ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες ; ποιοί γλυτώσαν ,
Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία
Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας
Γύρω-γύρω απ’ τη μεγάλη πλατεία
Και στη μέση μια εκκλησιά
Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
Του καπετάνιου μας που χάθηκε – ψηλά-ψηλά –
Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου
Θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι
Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα
Θα ‘χουμε γεράσει, μα θα μας γνωρίσουνε.
Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ’ εμάς.
(Μ. Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα, Νεφέλη)

Το ναυάγιο ~ Πέτρος Πανδής, Μίκης Θεοδωράκης

Βάσος Γερμενής "Το ναυάγιο"


Μανόλης Αναγνωστάκης

Σε όλη μας τη ζωή
βουλιάξαμε
πολλά καράβια μέσα μας,
ίσως για να μη ναυαγήσουμε
μια ώρα αρχύτερα
εμείς οι ίδιοι.
Το περιθώριο, Νεφέλη 2000

Μανόλης Αναγνωστάκης

-«…Κανείς ναυαγός δεν πεθαίνει χωρίς μια φωτογραφία νοσταλγική/
Κανένα πλοίο δε σαλπάρει χωρίς καπνό και χωρίς δάκρυα….»

Ευγένιος Ντελακρουά«Το ναυάγιο του Don Juan»

Γιάννης Βαρβέρης - Ο κύριος Φογκ ενώπιον ναυαγού

Μία μέρα
από την πολυθρόνα του είδε
ο κύριος Φογκ
έναν άνθρωπο να πνίγεται.
-Αφού δε γνωριζόμαστε
τι νόημα έχει να τον σώσω, σκέφτηκε.
Με τον καιρό θα με ξεχνούσε
ενώ εγώ για πάντα θα θυμόμουν
την αγνωμοσύνη του.
Ή θα ‘τανε δια βίου ευγνώμων
κι έτσι μοιραία θα τον ξεχνούσα.
Θέματα τόσο σοβαρά
καλύτερα να τα ρυθμίζει
η θάλασσα.


Shipwreck, 1845 - Knud Andreassen Baade (Norwegian, 1808–1879)


Μαρία Βίτσα Σουλιώτη - ΝΑΥΑΓΟΣ ΘΕΟΣ


Θεέ, της θάλασσας ,
μέρεψε την οργή σου.
Ξεχείλισαν με πόνο
απύθμενο τα νερά σου.
Ναυαγός του ονείρου
σε πέλαγος γλυφό,
προσμένεις την αγάπη.
Πόθοι κρυφοί με κόκκινο
μελάνι χαραγμένοι στην ψυχή.
Ελπίδα ανομολόγητη
σε συμφωνία μυστική
με τον περιπλανώμενο χρόνο.
Και εκεί που αμίλητος
το απέραντο της μοναξιάς
σου αγναντεύεις,
κάποιος τυχαία θα μαγευτεί
από τον ήχο της σιωπής σου.
Και ταπεινά θα κρατήσει
τις λέξεις, γράμμα γράμμα
ψηλαφίζοντας, μαργαριτάρια ακριβά .

The Wave, 1889 - Ivan Aivazovsky (Russian, 1817–1900)


E.X. Γονατάς - ΑΝΑΔΥΕΣΑΙ

Αναδύεσαι.
Τα σκοινιά που σε βαστούσαν στο βράχο
τα ‘φαγε το κύμα,
η προσευχή του κάβουρα
και οι στεναγμοί των πνιγμένων.

Ταξιδεύεις στις θάλασσες.
Ο άνεμος σου δίνει μια κάθε τόσο,
θέλοντας να σε καταποντίσει.
Χάνεσαι,
σε λίγο πάλι αναδύεσαι
μέσα από τ’ αφρολούλουδα.

Έρχεσαι συχνά
όταν είναι γαλήνη κάτω από τα παράθυρά μου.
(Δεν μπόρεσα όμως ποτέ να ξεχωρίσω καλά τη μορφή σου).

Αλλά έρχεσαι και με τη θύελλα.
Είσαι νησί από ελαφρόπετρα
ή μήπως ναυάγιο από ανάμνηση.
Η Κρύπτη, 1959

The Bride of the Wind by  Oscar Kokoschka 

Μαρκάγγελος Δαμουλάκης  - Ένα όστρακο σου παραδίδω

Αγάπη μου μην έρθεις
απόψε συντροφιά μου
είμαι ένα πληγωμένο ζώο
του παρελθόντος όμηρος
του κόσμου στίγμα επώνυμο
ένα τρένο που εκτροχιάστηκε
ένα στίγμα που το χάσανε.

Έτσι έπαιξε η τύχη
έτσι έπαιξαν οι ήχοι.
Καμπάνες που σιγήσανε
αφτιά που δεν ακούσανε
κερδισμένα και χαμένα
δεν έχουν σημασία.
Αγάπη μου ακριβή
προδόθηκε μια αξία
βούτηξαν οι καιροί στην πλεονεξία.

Πάλεψα με το κύμα
αγκαλιά βρέθηκα με μια σανίδα.
Στην ακτή κόσμος πάει κόσμος έρχεται
δεν βλέπουν την αυγή
απ’ τα βρεγμένα ρούχα εμπνέονται
για το σκοτάδι χαίρονται.
Απ’ το ναυάγιο μου
ένα όστρακο σου παραδίδω.
Βγάλε κραυγή με το σφύριγμα του
κάντο βάζο να κρατήσει έναν ανθό.
Βάλτο στ’ αυτί ν’ ακούσεις την θάλασσα
ξύσε το τζάμι να τους τρελάνεις όλους
βάλτο στο κεφάλι να σ’ έχουν για τρελή
ή ακούμπησε το στην κοιλιά σου
να ενωθείς με το σύμπαν.
Μαρκάγγελος Δαμουλάκης


 Anton Otto Fischer - In Heavy Seas


Σταυρούλα Δεκούλου - Άτιτλο

Μέρεψα πέντε ωκεανούς
κι έμελλε σε μια μόλις χούφτα δάκρυα
να ξημερώσω ναυαγός στ' αραξοβόλι σου
και να μ' αρέσει !

Σταυρούλα Δεκούλου
9/1/15


_________________

Σταυρούλα Δεκούλου - Εωθινό φως

Στο εωθινό φως
καταλήγω ναυαγός σε μια ακόμα
ξέρα σιωπής.
Νηπενθής συμβιβάζομαι
με το ατελέσφορο της μοναξιάς μου.
Τα ρήματα, έχω καταλήξει,
αναπαύονται στης νύχτας τη σιγαλιά.
Μα σαν αφουγκραστείς
τον απόηχο των ονείρων
θα ακούσεις τον λυγμό
του μη με λησμονείς
-που ταπεινά ανθεί-

Σταυρούλα Δεκούλου
Ποιητική συλλογή Στον Αστερισμό του Ιβίσκου, εκδ Βεργίνα, σελ 42
10/3/16

Brennendes Schiff (Burning Ship), circa 1830
J. M. W. Turner (English, 1775–1851)


Δημήτρης Δούκαρης - ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ

Θάλασσα με τ’ αυστηρά σου κύματα,
αθώωσε το πικρό ναυάγιό μου·

θα λάβεις ακόμη απ’ το σώμα μου
στόλους πυκνούς με περιπέτειες,
άνεμους στιβαρούς και πρόθυμους,
άστεγους πειρασμούς στις τρικυμίες σου-
κανάλια απροσπέλαστα οι επιθυμίες μου.

Θάλασσα, αθώωσε το ναυάγιό μου.

The Survivor, 1892 - Ivan Aivazovsky (Russian, 1817–1900)

Αναστάσιος Δρίβας  - ΝΑΥΑΓΟΣ

Είναι η ώρα για τα μεγάλα φωτεινά επίπεδα
Τα φαγωμένα ερειπωμένα λυγμικά πανάρχαια γκρίφια
Τα χωνεμένα βήματα στην άμμο
Τα χρυσαφένια σκίνα
Και το κρασί το σύφλογο
Όμοια βαθύ και σύφλογο σαν ήλιος το χειμώνα.

Είναι η ώρα που κερδίζομε το θάνατο
Κι ωσάν τις πέτρες άφωνοι και ριγηλοί
Περιδιαβάζουμε στην τρικυμία.

(1899-1942), Μια Δέσμη Αχτίδες στο Νερό

Saint Mark Rescuing a Saracen from Shipwreck, 1562–1566
Tintoretto (Italian, c. 1518–1594)


Ο. Ελύτης - Ελένη

-«…Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια
ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές
ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε —σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη—
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου…»

Οδυσσέας Ελύτης  - Ο φυλλομάντης

Aπόψε βράδυ Aυγούστου οχτώ
Nαυαγισμένο στα ρηχά των άστρων
Tο παλιό μου σπίτι με τα σαμιαμίθια
Kαι το χυμένο το κερί στο κομοδίνο επάνω
Πόρτες παράθυρα ανοιχτά
Tο παλιό μου σπίτι αδειάζοντας
Φορτίο της ερημιάς μέσα στη νύχτα·[…]

Shipwreck, 1850 - Francis Danby (Irish, 1793–1861)


 
Ανέστης Ευαγγέλου - ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ

Τώρα που το καράβι βουλιάζει αύτανδρο στα σκοτεινά
και το νερό —το νιώθεις— ανεβαίνει,
προσπάθησε μες στις κραυγές του πανικού και την αλλοφροσύνη
να συναρμολογήσεις τα λόγια σου· να πεις
για το ναυάγιο αυτό και να το μνημονέψεις,
για την καταστροφή και για το μακελειό των χρόνων μας,
για όσα δε λεν οι επίσημες αναφορές,

και πιο πολύ να πεις για τους ενόχους,
βάζοντας όλη σου την αντοχή για νά βρεις τους ενόχους —

σαν να σ’ ακούει κανείς μέσα σε τούτο το χαλασμό,
σαν να ’χει τον καιρό, σαν να προφταίνει,
σαν να μην είναι να ρουφήξει η θάλασσα σε λίγο
και πλοίο κι εσένα και όλους τους συντρόφους.

Αφαίμαξη, Τα ποιήματα (1956-1993), Εκδόσεις Καπάνι, Θεσσαλονίκη 2007


Francisco de Goya “Shipwreck”

Ντίνα Ζαγάρη - Υγρός τάφος Με τις τσέπες γεμάτες μαχαίρια στην ακροθαλασσιά Ακονίζω στα βράχια ,το χρόνο που λείπεις Πόση θλίψη να χωράει η θάλασσα; Πολλοί έχουν διαλέξει αυτόν τον τάφο Βουτάω βαθιά να ξεπλύνω την οργή Μα δεν ξεθυμαίνει Σαν τρικυμία θεριεύει Η καταιγίδα μαίνεται Και μετά τις βροντές , βάλσαμο η σιωπή Όπως στα όνειρα Όταν ο άνεμος γυμνώνει τον ορίζοντα απ’ τα δάκρυα Το νερό ξεβράζει ρολόγια Ν’ αλέθουν τον χρόνο οι τεθλιμμένοι και οι ναυαγοί Ντίνα Ζαγάρη


Joseph Mallord William Turner - The Shipwreck

Πάνος Θασίτης - ΕΠΙΠΛΕΩ

Όχι πως έπαθα ναυάγιο, κινδύνεψα να χαθώ
κι ανάγκη πάσα να κρατηθώ στον αφρό.
Μην πάει ο νους σας σε θαλάσσιες τραγωδίες
αύτανδρα βυθισμένα φορτηγά
επιβάτες και πληρώματα χαμένα.
Τα φοβούμαι αυτά και τ’ απωθώ.

Αν και φυγείν αδύνατον το πεπρωμένο
δεν το προκαλώ ποτέ.
Μετακινούμαι βέβαια, αλλά μονάχα για δουλειές.
Και το πλοίο τ’ αποκλείω.

«Επιπλέω» λοιπόν ίσον τα βολεύω πάντα
–μες τις ελληνικές αντίξοες, τόσο ρευστές, συνθήκες–
με την ψυχή στα δόντια –ή μάλλον τα δόντια στην ψυχή.

Με κάποια ασύλληπτη, για βάρβαρους, αλληγορία.
Ελεεινόν θέατρον (1980)

Shipwreck by Henri Adolphe Schaep 


Γιώργος Θέμελης  -ΔΕΥΤΕΡΗ ΡΑΨΩΔΙΑ

Η νήσος των ναυαγών

Τώρα μας καίει το λιοπύρι
Επάνω σ’ αυτή την ξέρα σ’ αυτό το μαύρο βράχο
Κυκλωμένο απ’ τους ανέμους δαρμένο απ’ τη βοή
Κι από μηνύματα καταιγίδων

Στεγνοί
Με σάρκες λιγοστές κι άφθονο ουρανό
Ψυχή αλμυρή δέρμα φθαρμένο από θαλασσοπούλια και φως
Μαζεύουμε το νερό της βροχής μες στις κουφάλες
Μασούμε πεταλίδια και βότσαλα

Μας τρώει η έγνοια
Μας ανάβει τα είδωλα μια αλλοτινή μορφή
Πανιά μεγάλα και ξάρτια μες στη φτερούγα του ήλιου
Κι η φαντασία μιας θάλασσας που δεν την πάτησε ίσκιος
Δε ράγισε το πράο της κρύσταλλο αυλακιά πουλιού

Δε γίνεται να ξεχάσουμε
Να πληθύνουμε τη σκόνη θάβοντας το πιο ακέραιο σχήμα
Στους τάφους που αναπαύονται τα λείψανα των μεγάλων νεκρών
Στο χωνευτήρι του διανυμένου χρόνου με τον κίτρινο άνεμο
Γιατί πλέει, ταξιδεύει μέσα στο αίμα μας οργώνοντας το γυρισμό του με τις χιλιάδες χρόνια
Πάνω σε πλάκες χιλιοδιπλωμένες ποτισμένες οδύνη και που τις ξεφυλλίζει ένας καημός

Σκαρί απ’ όμορφη γυναίκα που η θωριά της καίει και γράφεται
Και που η ασύγκριτη γραμμή της έχει κάτι απ’ το πουλί που σε πετάει ψηλά
Και κάτι απ’ την κοκκινωπή αγωνία του ήλιου όταν μπατάρει
Κι απ’ το θυμό της θάλασσας που μάχεται να συγκεράσει
Το φως και το σκοτάδι
Το φελλό και το μολύβι

Προβάλλει με το γνώριμο ερωτικό του λύγισμα
«Αργώ» ή «Γοργόνα» στην πολύφωτη μπούκα του ορίζοντα
Φέρνοντας πίσω τους θεούς
Τον καπετάνιο που χάθηκε στις πόρτες της αυγής
Αγγεία, χρυσαφικά…

Το καράβι που πλέει μέσα στο αίμα μας

Christ in the Storm on the Lake of Galilee by Rembrandt van Rijn 

Καλογεροπούλου Έφη - Ναυαγοί 

Ξεβράστηκαν
στη στεριά της μέρας
κάποιοι κρατώντας κομμάτι νύχτα
και άλλοι θάλασσα

όσοι γλύτωσαν είχαν κιόλας ξεχάσει
οι άλλοι νεκροί ακόμη
μα προπαντός πλυμένοι
στέγνωναν στις πέτρες
ο καιρός δεν τους ξεχώριζε
και αυτοί πού σώθηκαν
και οι άλλοι άφησαν πίσω
τις κομμένες τους ουρές.
Ήχος από νερό, Ενδυμίων, 2010

Shipwreck on a Rocky Shore by Ivan Konstantinovich Aivazovsky

ΚΙΟΥΛΑΧΟΓΛΟΥ Χ. ΓΕΩΡΓΙΑ "ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ"

Έσπεροι πόθοι μου, θλιμμένοι απόψε, αργά στο σκοτάδι γλιστράτε.
Καημοί και μαράζια μου, στους ανέμους αμίλητοι τώρα σκορπάτε.
Για ποια δύση, της αυγούλας σας το όνειρο χωρίς οίκτο σκοτώσατε;
Λουσμένα με δάκρυα, τα χρέη των άλλων ακριβά τα πληρώσατε.

Το φτηνό τους φιλί, Ιούδες αχρείοι, στην καρδιά μου ακουμπήσανε
και ευθύς, σε πανέρια, για τον πρώτο τυχόντα φτηνά με πουλήσανε.
Αγάπης αντίλαλοι ήταν, απόηχοι όρκοι τα λόγια που τάζανε,
Σφαχτάρι μου αθώο, για θυσία αισχρή και αναίσχυντη εξ’ αρχής σε ετοιμάζανε…

Πλοία κουφάρια που τα ταξίδια τους, στο αύριο πάντα τ’ αφήνανε
στο γιαλό βυθισμένα, σαν ναυάγια νεκρά εκεί μείνανε.
Κι όλο λέγαν, πως τάχα το πέλαγος με λαχτάρα ποθούσαν
μα σαν σήκωνε κύμα, του γιαλού το προσκέφαλο με πάθος φιλούσαν.

Με θαμμένες τις άγκυρες, παραμύθια ονειρεύονταν για μεγάλα ταξίδια
μα με πέτρες στα αμπάρια τους, το σκαρί τους κρατούσαν δεμένο γερά στην συνήθεια.
Και φαντάζονταν, πως φρεγάτες στην θάλασσα, τα πανιά τους ανοίξανε
μα σαν βγήκαν στο πέλαγος, στην πρώτη ευκαιρία με μανία με πνίξανε

Μένει τώρα, να γυρνά σαν το φάντασμα το κουφάρι τους άδειο
και νομίζουν πως πνίγηκα, στου βυθού τους τον άβαθο πάτο.
Μα οι έσπεροι πόθοι μου, ανέσπερα όνειρα ήταν και ζήσανε
και την δύση αφήνοντας, στης αυγούλας τα χρώματα πίσω γυρίσανε.

 
Harry Hudson Rodmell painting

Μαρία Κουτούση -  Ναυάγια

Ναυαγισμένα τα καράβια, ζουν... Σαν άνθρωποι που ρήμαξαν στο πέλαοςτης ζήσης. Κρύβουν το δάκρυ τους πικρό στου ποντου την αρμύρα. Όνειρα βλέπουν φωτεινά για τα παλιά ταξίδια, με των ανέμων τα φτερά στις ράχες των κυμάτων. Φεγγάρια που ερωτεύτηκαν στου ωκεανού τα πλάτη και τις λαμπρές μαρμαρυγές στων άστρων τα σημάδια... Σαν τα ναυάγια ψυχών, στης θλίψης το βυθό τους, πιάνονται ακόμα απ' τη ζωή, που μέσα τους απρόσμενα φωλιάζει. Ζωή βουβή, πολύχρωμη, στα σκοτεινά τα βάθη, κυλάει κρυφή παρηγοριά για της ζωής τα πάθη. Ζουν και ναυάγια οι ψυχές... Πέλαγο ο πόνος τους βαθύ, πνιγμένο το καράβι... Των στεναγμών τους την ηχώ της τρικυμίας η βουή καλύπτει Αυτή που, θάλασσα η ζωή, με κύματα θεόρατα σηκώνει. Ναυάγια που φαίνονται κι άλλα που η αρμύρα τα σκεπάζει. Κρυμμένοι μες το βούρκο θησαυροί, που ίσως κάποιοι κάποτε με έκπληξη τους βρούνε, είτε στου πέλαου την καρδιά είτε σ' αυτή του ανθρώπου... Μ.Κ. 6/9/2020


The Shipwreck  By Claude-joseph Vernet


Πάνος Κυπαρίσσης - Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΝΑΥΑΓΟΣ

Ανέβηκε στην πέτρα
πήρε ανάσα
και πήρε βροχή
Ένα ζευγάρι κάλτσες
μια φανέλα
αριθμός 333
Οδυσσέας 333
Άπλωσε τα χέρια του στη θάλασσα
στο νου
Η φρίκη θάλλει
Ο αργαλειός πίσω και πάνω στην πλάτη μας

Πήρε να φιλιώνει με τον τόπο

Ήρθε ο επιλοχίας ο Θωμάς,
είχε μυαλό Τζέιμς ο Θωμάς
μυαλό Μ1 επαναληπτικό

Τον γύρισαν λυώμα
δεν τον γνώρισαν ούτε τα σκυλιά

Jean Pillement - A Shipwreck in a Storm

Μίμης Κωστήρης - ΚΛΕΙΣΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ Όλα γύρω ένα φρικτό ναυάγιο Σωτήριοι λέμβοι δεν φαίνονταν Κι αυτός κρατιόταν από ένα λουλούδι ένα στίχο " ΑΓΡΥΠΝΕΣ ΩΡΕΣ " 2009

Eugène Isabey. Shipwreck

Mαρία Λαμπράκη

-«Όποιος δε χάθηκε στις θάλασσες του Έρωτα
δεν »λάτρεψε» ποτέ
τα »ναυάγια» της καρδιάς.
Κι εγώ που τόσο αγάπησα αυτά τα ταξίδια.
Στα μάτια σου
ναυάγησα .»

Waterhouse  - Woman & Shipwreck

ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ - ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ

Πιάνω τον εαυτό μου πότε πότε
να αναστενάζει
βαθιά
με αναφιλητό.
Σα να ‘χει μέσα μου σαλέψει
κάποιο ναυάγιο.

 Egidus Linnig - Saving the Shipwrecked Sailors

Μαρία Λίτσα

Ο άνεμος έσβησε την ανάσα
και βρέθηκα ναυαγός
στη θάλασσα των αναμνήσεων.
Μ.Λ.

"Shipwreck," by K Pandian


Μενέλαος Λουντέμης

-«Αβάσταχτο είναι… Πικρό είναι
Να σιμώνεις αργά στ’ ακρογιάλι
Χωρίς να είσαι ναυαγός
Ούτε σωτήρας
Παρά ναυάγιο…»

 Ivan Konstantinovich Aivazovsky The Shipwreck

Ευαγγελία Λυμπεροπούλου

Ναυαγήσαμε
με πιστοποίηση.
Χαμένοι σε αναλύσεις
καταμεσής της άνοιξης.


Ευαγγελία Λυμπεροπούλου

Δεν καταλαβαίνουν
σου λέω οι άνθρωποι.
Καράβια που ναυαγούν
σε ξέρες αρνούμενου εαυτού
τη μέσα θάλασσα
αδύνατο να φτάσουν.
Κι όσο κι αν ανάβουν οι φάροι
το φως δεν φτάνει.
Στα βράχια στα τυφλά
θα τσακίζονται οι χαρές.
Για να ξεχνούν πως είναι
να τις ζουν σε αγκαλιές.
# ε.λ.#

Shipwreck at Sea by Stephanie Morales

Γιώργος  Μαρκόπουλος -Το χέρι μου, η ψυχή μου, ναυάγια

Το χέρι μου στα μαλλιά σου
φίδι που γυρνάει στη φωλιά του αφού έκαμε κακό.

Η ψυχή μου ελαφρώς λερωμένη
σαν άσπρο κοστούμι καλοκαιρινό.

Πάνω από τα ναυάγια ο ήλιος ξεπρόβαλλε κουρασμένος.

Shipwreck by: Kilian Christoffer Zoll


Τζένη Μαστοράκη -  Άτιτλο

 Και να σαλπάρουν με βουή, σαν αδειανά, μπάρκα 
που ξέμειναν σε κρεμαστούς λιμένες ενδοχώρας, 
ταξίδι που τους έγραφε, τ’ άστρα καλά, 

τα ίσαλα στο αίμα, η λύσσα αρμένισμα, κι ανάστροφα 
στο ρεύμα ο ναυαγός, μακριά γαβγίζει 
τα καράβια, τ’ άστρα, 

τα κοιμητήρια που ωραία βουλιάζοντας– 

ωραία κοιμητήρια τής θαλάσσης, όπου το πιο μικρό
 έχε γεια βουλιάζει αντίο για πάντα.

Shipwreck Painting by Theodore Gudin


Κ. Ουράνης

Πάψετε πια να εκπέμπετε το σήμα του κινδύνου,
τους γόους της υστερικής σειρήνας σταματήστε
κι αφήστε το πηδάλιο στης τρικυμίας τα χέρια:
το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε!

The Tempest by Philippe-Jacques de Loutherbourg


Βασίλης Παπαμιχαλόπουλος

"Το ανυπόφορο δεν είναι ότι στα όνειρά μου 
πάντα ταξιδεύεις, 
αλλά που εγώ, πάντα ναυαγώ στην προκυμαία"


Philippe Jacques de Loutherbourg - A shipwreck off a rocky coast

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ - ΔΥΟ ΝΑΥΑΓΟΙ

Ξύλα, κουπιά σπασμένα,
δυο ναυαγοί σ’ ένα μαδέρι
παλεύοντας ποιος τον άλλονε να πνίξει…

Ήταν αυτό που απόμενε
απ’ το μεγάλο στόλο της εφηβικής φιλίας.

Mαθητεία ξανά, Διάττων 1991

"the shipwreck," by Jan Min
 

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης - Τ Ο Ν Α Υ Α Γ Ι Ο

Πρέπει να βρούμε τον τρόπο να επιμείνουμε στη ζωή,
να μην περιμένουμε να προσφερθεί η ευγενικιά πολιτισμένη
βοήθεια. Ψέμα είναι. Δε μπορούμε να βασιστούμε παρά
στη δικιά μας μόνο την αρετή. Ποια όμως δύναμη απομένει
όταν το πλοίο από την κούραση έχει βυθιστεί.

Σταχτής, μαβής ουρανός πέφτει
στην πράσινη, κίτρινη θάλασσα πάνω
και η στεργιά που αποκόβει
τη φορά των κυμάτων με τον άσπρο αφρό
ούτε απόμακρα δεν φαίνεται σα σύνορο γαλάζιο.

Όταν χωρίσει η ξασπριμένη μαβιά λωρίδα
της δεύτερης αυγής που παραδέρνουμε στο σκοτεινό στερέωμα
ελπίδα δεν απομένει καμιά.
Όμως για τη ζωή δεν πρέπει να μιλάμε
δεν μας είναι άλλο για να διαλέξουμε
αν η ελπίδα δεν υπάρχει, η θέληση είναι η ζωή
πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να επιμείνουμε στη ζωή.

Είναι ένας ναυαγός που συλλογίζεται: Πολύ τον βασανίζει το
ρύπος, από τα βρώμικα νερά, που πέφτει απάνω του.

Shipwreck beached upon the shoreline, by Michael J Wackell, 

Γιάννης Ποταμιάνος - Το ναυάγιο

Ναυαγισμένο καράβι τσακισμένο
Σε ρούφηξε η θάλασσα
Και σ’ έφτυσε στην άμμο
Σαν κουκούτσι

Τουρίστες μαθητές και δάσκαλοι
Άφωνοι αγναντεύουν
Από ψηλά σαν θαλασσοπούλια
Το αφρισμένο κύμα
Να γλείφει το σκουριασμένο σου κουφάρι
Σε μηχανές και μνήμες αποτυπώνουν
Την εικόνα ενός θανάτου
Το θάνατο ενός ονείρου

Και ο μύθος προσκαλεί
Τη φαντασία μας σε γλέντι
Με ατρόμητους καπετάνιους
Σε φουρτουνιασμένες θάλασσες
Με μονόφθαλμους πειρατές
Και λαθρεμπόρους
Βουτηγμένους στην αλμύρα
Που κουβαλούν λαθραία τσιγάρα

Που κουρσεύουν τη ζωή
Και αψηφούν το θάνατο
Που χτίζουν δικές τους πολιτείες
Δικούς τους νόμους και ηθικές.

Ατρόμητε πολεμιστή των καταιγίδων
Χελώνες και καβούρια μπαινοβγαίνουν
Από τα φινιστρίνια σου
Φύκια στολίζουν την καρίνα σου
Θαλάσσια λουλούδια
Που σου φέρνουν οι γοργόνες
με την αστροφεγγιά
Ατρόμητε θαλασσοπόρε
Αλήτη της θάλασσας
Που προτιμούσες τη φουρτούνα
Για τα άνομα πάθη σου
Πως ξεστράτισες σε τάφο στεριανό;

Σαν τσακισμένος ναυτικός
Βλέπεις τα πλοία να σαλπάρουν
Αναπολείς τους γλάρους
Σε πτήσεις ονειρικές να παίζουν
Με τους αφρούς στο κύμα
Σαν ναυαγός γονατισμένος στην άμμο
Αγναντεύεις την θάλασσα
Χωρίς ελπίδα για ταξίδι
Μόνο με αναμνήσεις και όνειρα
Από λιμάνια και ταξίδια
Από μαντίλια που κουνιούνται
Και λόγια που κατευοδώνουν

Όμως η απόμερη ακρογιάλια
Που ο Ποσειδώνας απόθεσε
το σώμα σου
Ανακαλύφθηκε από τις ύαινες
του κέρδους
Σύγχρονοι πειρατές
Εμπορεύονται το ξεψύχισμά σου
Και ως αξιοθέατο πλέον
Υπομένεις τις κάμερες των τουριστών
Να αποθανατίζουν
Τις ναυαγισμένες ελπίδες
Που έγιναν βορά στις ανάγκες
Φιλάργυρων επιγόνων

Theodore Gericault  - The Storm or The Shipwreck


ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ - Το αλληγορικό σχολείο

ΤΑ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΑ φιλιά μας
μπορούν να διατρέξουν τον κόσμο όλο
αλλά η αγάπη δεν μπορεί να σβήσει τις αποστάσεις
που μας χωρίζουν αιώνια
τον έναν απ’ τον άλλον.

Είσαι ένα νησί κατοικημένο από φωνές
και όστρακα
κι ήρθα σε σένα σαν ναυαγός
ν’ αγγίξω το θαμμένο μέλι
στα σκοτεινά πέταλα των γοφών σου.

Shipwreck, by Maja Vizjak

Μίλτος Σαχτούρης - Τα ναυάγια

Μακριά στον ορίζοντα γίνεται
ένα ναυάγιο’ είναι πολύ μακριά
και δε γνωρίζουμε τους πνιγμένους,
τους φίλους και τους συγγενείς που
τους θρηνούν.
Αλλά κι εδώ κοντά γίνεται ένα άλλο
ναυάγιο, κι αλίμονο,ξέρουμε
τους πνιγμένους,καθώς και τους
φίλους και τους συγγενείς που τους θρηνούν.
(Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα 1945-1998, Κέδρος)

Shipwreck Scene By Isabey Painting by Eugene Isabey

Γιώργος Σεφέρης - Το ναυάγιο της Κίχλης

«Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Πάρ’ το, σου το χαρίζω·
δες, είναι ξύλο λεμονιάς…»
Άκουσα τη φωνή
καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω
ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια·
το ’λεγαν «Κίχλη»· ένα μικρό ναυάγιο· τα κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού
σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.
Κι άλλες φωνές σιγά σιγά με τη σειρά τους
ακολουθήσαν· ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι
που βγαίναν από του ήλιου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό·
θα ’λεγες γύρευαν να πιουν αίμα μια στάλα·
ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.
Κι ήρθε η φωνή του γέρου, αυτή την ένιωσα
πέφτοντας στην καρδιά της μέρας
ήσυχη, σαν ακίνητη:
«Κι α με δικάσετε να πιω φαρμάκι, ευχαριστώ·
το δίκιο σας θα ’ναι το δίκιο μου· πού να πηγαίνω
γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.
Το θάνατο τον προτιμώ·
ποιός πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει».

Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο.

(Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος)


Pierre-Jacques Volaire Ship-Wrec


ΧΑΡΗΣ ΣΥΝΟΔΙΝΟΣ - ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ

Τι νέοι που φθάσαμε στης φθοράς τ´ έρμο ακρογιάλι
κι είναι τα κύματα της λήθης που σβήνουν τ´ όνομά μας.
Ο ωκεανός ξεβράζει τις τσακισμένες ιδέες
κι άνεμος αλλαγής γκρεμίζει τ´ αμμώδη όνειρα μας.

Παραπαίουν οι τρύπιες των κατορθωμάτων μας σημαίες
κι είναι ο καπνός της ελπίδας που μας αφήνει πάλι.
Από μακριά οι σύντροφοι κοιτούνε και ψάχνουν τη φωτιά.
Τη χαρά να μας ρίξουν μια σανίδα δε θα τη γευτούν.
Με τηλεσκόπιο ψάχνουν την αδυναμία μας να δουν
όμως εμείς ξέρουμε πως οι φίλοι σηκώσανε πανιά.

Ελπίζουμε το τηλεγράφημα να πήγε στους δικούς μας:
“Είμαστε σώοι κι αβλαβείς και πλέουμε στους θησαυρούς μας.”
Το ναυάγιο της ζωής να ερμηνεύσουμε ποθούμε
μας στον ορίζοντα μόνο η άβυσσος μας χαιρετά.
Η πυξίδα ανούσια περιστρέφεται και μαρτυρά
πως τ´ απάνεμο λιμάνι της Ιθάκης δε θα βρούμε.

Αν κι είχαμε έρμα σωστό και το καλύτερο σκαρί
βουλιάξαμε ακολουθώντας της Σειρήνας τη φωνή.
Λίγοι στίχοι μας απομένουν μόνο πριν ο νους μας δύσει,
σαν τα μπουκάλια που σκορπούν κάποιοι ναυαγοί στη τύχη,
από φόβο μήπως η θύελλα του χρόνου τα βυθίσει,
μήπως δεν μπορέσουν να ξεπεράσουν της σήψης τον πήχυ.

The Cave of the Storm Nymphs, 1903 by Sir Edward John Poynter (1836-1919)


ΧΡΥΣΑ – ΑΛΚΥΟΝΗ ΤΖΟΚ - ναυαγοί… 

Και τι είμαστε αλήθεια;
Ναυαγοί των μεγάλων ταξιδιών που ονειρευτήκαμε…

Κωπηλατούμε με μανία στις στιγμές μας,
στιγμές άλλοτε υπαρκτές, άλλοτε χαμένες
άλλοτε φανταστικές…

Λάμνουμε με περίσσια υπομονή
προσπαθώντας να προλάβουμε τη στιγμή,
εκείνη τη μαγική στιγμή της παιδικής μας ανάμνησης …..

Κυνηγούμε την ευτυχία μας
που πλησιάζοντας την,
όλο και ξεμακραίνει βγάζοντας μας κοροιδευτικά τη γλώσσα …

Κάθε μέρα κυνηγοί του άπιαστου.
Κάθε μέρα κυνηγοί της ουτοπίας μας….

Shipwrecked Sailors  by Andrew Howat

Χρυσαυγή Τούμπα - Ναυαγισμένα όνειρα Απέριττα όνειρα βυθίζονται σε πόθους ελευθερίας με απομεινάρια ευτελούς ελεημοσύνης αιχμάλωτα Σε σωσίβιες ελπίδες ψάχνουν οδό διαφυγής στην ανθρωπιά ενάλιων πολιτειών. Αύτανδρο το θαύμα βυθίζεται μεσοπέλαγα και τα λυπημένα φεγγάρια συλλέκτες ματαιώσεων λεκιάζουν το ένοχο γαλάζιο. χ.τ.

The Sacramento Portuguese Shipwreck Off Of Africa by Joshua Ben King


Φερεϊντούν Φαριάντ

-«Όλα μου τα ταξίδια εσύ.
Όλες μου οι θάλασσες εσύ.
Όλα μου τα ναυάγια εσύ.
Όταν σε συλλογιέμαι
ένας άνεμος με παίρνει
μαζί με το κρεβάτι μου
χωρίς πυξίδα, χωρίς τιμόνι, χωρίς πανί.»

Lifeboat and Manby Apparatus going off to a stranded vessel making signal of distress  by Joseph Mallord William Turner

Αργύρης Χιόνης

-«Ω ναι! Ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις
πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
Υπάρχουν πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους,
μέσα στη βαθιά τους πολυθρόνα,
πολλοί που για πάντα τους σκέπασε το πουπουλένιο τους πάπλωμα.

Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους, σ΄ ένα κουπάκι του καφέ, σ΄ ένα κουταλάκι του γλυκού.

Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται.
Ας είναι γλυκός και ανόνειρος.
Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.»

(Αργύρης Χιόνης, Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη» | Υάκινθος, 1986)

Αργύρης Χιόνης

Θεέ μου, τι αόρατο
ναυάγιο που είναι
η έρημη ζωή!

Photo Flowing Stream by Ruud van den Berg

Βαρβάρα Χριστιά - ΕΚΟΥΣΙΑ ΝΑΥΑΓΙΑ
Βουλιάζουν και σε μέρες νηνεμίας τα σκαριά σε μέρες άπνοιας, ανέφελες και ξάστερες
με δίχως ναυτικούς, και με δεμένους κάβους σ΄ ένα λιμάνι , για ταξίδι, ενώ, αδημονούν.
Βουλιάζουν και σε μέρες νηνεμίας τα σκαριά εκούσια ναυαγούν,
αυτοκτονούν,
αργά το βράδυ συνήθως με πανσέληνο λιώνουν τις λαμαρίνες τους λυγίζουν τα κορμιά τους βυθίζονται στης μάνας θάλασσας την αγκαλιά και ξεψυχούν.
Στης μάνας θάλασσας την αγκαλιά, εκεί που ανήκουν.
Βαρβάρα Χριστιά


A Shipwreck  by Jean-Louis-Andre-Theodore Gericault 

Ντίνος Χριστιανόπουλος

-η θάλασσα ηδονίζεται με τα ναυάγια
τα προκαλεί
τα κουκουλώνει

είσαι η θάλασσα
είμαι ναυάγιο»

The Rescue  by Maurice Poirson 


Ομήρου Οδύσσεια ραψωδία ε - Το ναυάγιο του Οδυσσέα

......Ὣς εἰπὼν σύναγεν νεφέλας, ἐτάραξε δὲ πόντον
χερσὶ τρίαιναν ἑλών· πάσας δ᾽ ὀρόθυνεν ἀέλλας
παντοίων ἀνέμων, σὺν δὲ νεφέεσσι κάλυψε
γαῖαν ὁμοῦ καὶ πόντον· ὀρώρει δ᾽ οὐρανόθεν νύξ. 295
σὺν δ᾽ Εὖρός τε Νότος τ᾽ ἔπεσον Ζέφυρός τε δυσαὴς
καὶ Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῦμα κυλίνδων.
καὶ τότ᾽ Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ,
ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
«Ὤ μοι ἐγὼ δειλός, τί νύ μοι μήκιστα γένηται;300
δείδω μὴ δὴ πάντα θεὰ νημερτέα εἶπεν,
ἥ μ᾽ ἔφατ᾽ ἐν πόντῳ, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι,
ἄλγε᾽ ἀναπλήσειν· τὰ δὲ δὴ νῦν πάντα τελεῖται,
οἵοισιν νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν
Ζεύς, ἐτάραξε δὲ πόντον, ἐπισπέρχουσι δ᾽ ἄελλαι
305
παντοίων ἀνέμων· νῦν μοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος.
τρισμάκαρες Δαναοὶ καὶ τετράκις οἳ τότ᾽ ὄλοντο
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, χάριν Ἀτρεΐδῃσι φέροντες.
ὡς δὴ ἐγώ γ᾽ ὄφελον θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν
ἤματι τῷ ὅτε μοι πλεῖστοι χαλκήρεα δοῦρα310
Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλείωνι θανόντι.
τῶ κ᾽ ἔλαχον κτερέων, καί μευ κλέος ἦγον Ἀχαιοί·
νῦν δέ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι.»
Ὣς ἄρα μιν εἰπόντ᾽ ἔλασεν μέγα κῦμα κατ᾽ ἄκρης,
δεινὸν ἐπεσσύμενον, περὶ δὲ σχεδίην ἐλέλιξε.
315
τῆλε δ᾽ ἀπὸ σχεδίης αὐτὸς πέσε, πηδάλιον δὲ
ἐκ χειρῶν προέηκε· μέσον δέ οἱ ἱστὸν ἔαξε
δεινὴ μισγομένων ἀνέμων ἐλθοῦσα θύελλα,
τηλοῦ δὲ σπεῖρον καὶ ἐπίκριον ἔμπεσε πόντῳ.
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόβρυχα θῆκε πολὺν χρόνον, οὐδ᾽ ἐδυνάσθη
320
αἶψα μάλ᾽ ἀνσχεθέειν μεγάλου ὑπὸ κύματος ὁρμῆς·
εἵματα γάρ ῥ᾽ ἐβάρυνε, τά οἱ πόρε δῖα Καλυψώ.
ὀψὲ δὲ δή ῥ᾽ ἀνέδυ, στόματος δ᾽ ἐξέπτυσεν ἅλμην
πικρήν, ἥ οἱ πολλὴ ἀπὸ κρατὸς κελάρυζεν.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς σχεδίης ἐπελήθετο, τειρόμενός περ,
325
ἀλλὰ μεθορμηθεὶς ἐνὶ κύμασιν ἐλλάβετ᾽ αὐτῆς,
ἐν μέσσῃ δὲ καθῖζε τέλος θανάτου ἀλεείνων.
τὴν δ᾽ ἐφόρει μέγα κῦμα κατὰ ῥόον ἔνθα καὶ ἔνθα.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ὀπωρινὸς Βορέης φορέῃσιν ἀκάνθας
ἂμ πεδίον, πυκιναὶ δὲ πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται,
330
ὣς τὴν ἂμ πέλαγος ἄνεμοι φέρον ἔνθα καὶ ἔνθα·
ἄλλοτε μέν τε Νότος Βορέῃ προβάλεσκε φέρεσθαι,
ἄλλοτε δ᾽ αὖτ᾽ Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν.
Τὸν δὲ ἴδεν Κάδμου θυγάτηρ, καλλίσφυρος Ἰνώ,
Λευκοθέη, ἣ πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα,
335
νῦν δ᾽ ἁλὸς ἐν πελάγεσσι θεῶν ἒξ ἔμμορε τιμῆς.
ἥ ῥ᾽ Ὀδυσῆ᾽ ἐλέησεν ἀλώμενον, ἄλγε᾽ ἔχοντα·
αἰθυίῃ δ᾽ ἐϊκυῖα ποτῇ ἀνεδύσετο λίμνης,
ἷζε δ᾽ ἐπὶ σχεδίης καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε·
«Κάμμορε, τίπτε τοι ὧδε Ποσειδάων ἐνοσίχθων
340
ὠδύσατ᾽ ἐκπάγλως, ὅτι τοι κακὰ πολλὰ φυτεύει;
οὐ μὲν δή σε καταφθίσει, μάλα περ μενεαίνων.
ἀλλὰ μάλ᾽ ὧδ᾽ ἕρξαι, δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν·
εἵματα ταῦτ᾽ ἀποδὺς σχεδίην ἀνέμοισι φέρεσθαι
κάλλιπ᾽, ἀτὰρ χείρεσσι νέων ἐπιμαίεο νόστου
345
γαίης Φαιήκων, ὅθι τοι μοῖρ᾽ ἐστὶν ἀλύξαι.
τῆ δέ, τόδε κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τανύσσαι
ἄμβροτον· οὐδέ τί τοι παθέειν δέος οὐδ᾽ ἀπολέσθαι.
αὐτὰρ ἐπὴν χείρεσσιν ἐφάψεαι ἠπείροιο,
ἂψ ἀπολυσάμενος βαλέειν εἰς οἴνοπα πόντον
350
πολλὸν ἀπ᾽ ἠπείρου, αὐτὸς δ᾽ ἀπονόσφι τραπέσθαι.»
Ὣς ἄρα φωνήσασα θεὰ κρήδεμνον ἔδωκεν,
αὐτὴ δ᾽ ἂψ ἐς πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα
αἰθυίῃ ἐϊκυῖα· μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν.
αὐτὰρ ὁ μερμήριξε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
355
ὀχθήσας δ᾽ ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν·
«Ὤ μοι ἐγώ, μή τίς μοι ὑφαίνῃσιν δόλον αὖτε
ἀθανάτων, ὅ τέ με σχεδίης ἀποβῆναι ἀνώγει.
ἀλλὰ μάλ᾽ οὔ πω πείσομ᾽, ἐπεὶ ἑκὰς ὀφθαλμοῖσι
γαῖαν ἐγὼν ἰδόμην, ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι.
360
ἀλλὰ μάλ᾽ ὧδ᾽ ἕρξω, δοκέει δέ μοι εἶναι ἄριστον·
ὄφρ᾽ ἂν μέν κεν δούρατ᾽ ἐν ἁρμονίῃσιν ἀρήρῃ,
τόφρ᾽ αὐτοῦ μενέω καὶ τλήσομαι ἄλγεα πάσχων·
αὐτὰρ ἐπὴν δή μοι σχεδίην διὰ κῦμα τινάξῃ,
νήξομ᾽, ἐπεὶ οὐ μέν τι πάρα προνοῆσαι ἄμεινον.»
365
Ἧος ὁ ταῦθ᾽ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
ὦρσε δ᾽ ἐπὶ μέγα κῦμα Ποσειδάων ἐνοσίχθων,
δεινόν τ᾽ ἀργαλέον τε, κατηρεφές, ἤλασε δ᾽ αὐτόν.
ὡς δ᾽ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ
καρφαλέων, τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ᾽ ἄλλυδις ἄλλῃ,
370
ὣς τῆς δούρατα μακρὰ διεσκέδασ᾽. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἀμφ᾽ ἑνὶ δούρατι βαῖνε, κέληθ᾽ ὡς ἵππον ἐλαύνων,
εἵματα δ᾽ ἐξαπέδυνε, τά οἱ πόρε δῖα Καλυψώ.
αὐτίκα δὲ κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τάνυσσεν,
αὐτὸς δὲ πρηνὴς ἁλὶ κάππεσε, χεῖρε πετάσσας,
375
νηχέμεναι μεμαώς· ἴδε δὲ κρείων ἐνοσίχθων,
κινήσας δὲ κάρη προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν·
«Οὕτω νῦν κακὰ πολλὰ παθὼν ἀλόω κατὰ πόντον,
εἰς ὅ κεν ἀνθρώποισι διοτρεφέεσσι μιγήῃς·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὥς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος.»
380
Ὣς ἄρα φωνήσας ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους,
ἵκετο δ᾽ εἰς Αἰγάς, ὅθι οἱ κλυτὰ δώματ᾽ ἔασιν.
Αὐτὰρ Ἀθηναίη, κούρη Διός, ἄλλ᾽ ἐνόησεν·
ἦ τοι τῶν ἄλλων ἀνέμων κατέδησε κελεύθους,
παύσασθαι δ᾽ ἐκέλευσε καὶ εὐνηθῆναι ἅπαντας·
385
ὦρσε δ᾽ ἐπὶ κραιπνὸν Βορέην, πρὸ δὲ κύματ᾽ ἔαξεν,
ἧος ὃ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μιγείη
διογενὴς Ὀδυσεύς, θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξας.
Ἔνθα δύω νύκτας δύο τ᾽ ἤματα κύματι πηγῷ
πλάζετο, πολλὰ δέ οἱ κραδίη προτιόσσετ᾽ ὄλεθρον.
390
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ ἐϋπλόκαμος τέλεσ᾽ Ἠώς,
καὶ τότ᾽ ἔπειτ᾽ ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο ἠδὲ γαλήνη
ἔπλετο νηνεμίη, ὁ δ᾽ ἄρα σχεδὸν εἴσιδε γαῖαν.....

"Ulysses" by Vladimir Kush


Μετάφραση

Μιλώντας, σύναξε τα νέφη και, πιάνοντας την τρίαινα στα χέρια του
συντάραξε τον πόντο, συννέφιασε θάλασσα και στεριά,
ξεσήκωσε όλες μαζί τις θύελλες και τους ανέμους όλους,
έγινε η μέρα νύχτα, πέφτοντας ψηλά απ᾽ τον ουρανό.
Λεβάντες και νοτιάς, άγριος πουνέντες και βοριάς αιθερογέννητος
συγχρόνως φύσηξαν και σήκωσαν τεράστιο κύμα.
Λύθηκαν τότε του Οδυσσέα τα γόνατα, λύγισε η ψυχή του,
βάρυνε η γενναία καρδιά του, και μόνος του μιλούσε:
«Άμοιρος και τρισάμοιρος εγώ. Τι άλλο, πιο μεγάλο, κακό με περιμένει;300
Τρέμω μήπως όλα τα είπε αλάθευτα η θεά,
που μου προφήτεψε πως θα χορτάσω πάθη του πελάγου,
προτού πατήσω χώμα της πατρίδας.
Και να που τώρα όλα επαληθεύονται, αφού ο Ζευς
με τέτοια νέφη απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη σκέπασε τον μέγα ουρανό,
τον πόντο τάραξε, η θύελλα λυσσομανά, σφυρίζουνε από παντού ανέμοι.
Καμιά πια σωτηρία, σκέτος όλεθρος. Ευτυχισμένοι
τρεις και τέσσερις φορές οι Δαναοί που είχαν την τύχη
στην ευρύχωρη Τροία να χαθούν για τους Ατρείδες.
Κι εγώ μακάρι εκεί να ᾽χα τελειώσει,
εκεί να μ᾽ έβρισκε η μοίρα του θανάτου, τη μέρα εκείνη που Τρώες
310
αμέτρητοι με σημαδεύαν με τα χάλκινά τους δόρατα,
καθώς για τον νεκρό Αχιλλέα πολεμούσα.
Τότε θα με τιμούσαν και με του τάφου τα κτερίσματα,
το όνομά μου οι Αχαιοί θα το είχαν δοξασμένο. Μα τώρα το γραφτό μου
ήταν να γίνω λεία ανήκουστου θανάτου.»
Δεν είχε καν τον λόγο του τελειώσει, κι έπεσε μέγα κύμα πάνω του
σαρωτικό που ταρακούνησε και τη σχεδία.
Βρέθηκε ξαφνικά μακριά της, του ξέφυγε απ᾽ το χέρι το τιμόνι.
Η θυμωμένη θύελλα με τους μεικτούς ανέμους σύντριψε το κατάρτι,
πανί κι αντένα σφενδονίστηκαν πέρα στο πέλαγο.
Κι έμεινε αυτός ώρα πολλή μέσα στη δίνη,
κεφάλι δεν μπορούσε να σηκώσει
320
μπρος στην ορμή των φοβερών κυμάτων. Τον βάρυναν ακόμη
και τα ρούχα, αυτά που η θεία Καλυψώ τού είχε φορέσει.
Κάποια στιγμή ωστόσο ανάβλεψε, φτύνει από το στόμα του πικρή την άρμη
(σαν χείμαρρος κελάρυσε καθώς του βγαίνει απ᾽ το κεφάλι),
όμως και τη σχεδία του θυμάται, κι ας είχε πια αποκάμει.
Βρήκε ξανά τη δύναμη κι αρπάζεται
μέσα απ᾽ τα κύματα επάνω της και, καθισμένος τώρα
εκεί στη μέση, δοκίμαζε πώς να ξεφύγει το τέλος του θανάτου.
Όμως το μέγα κύμα την πήγαινε όπου ήθελε· τη μιαν εδώ,
την άλλη εκεί. Πώς ο χειμερινός βοριάς σαρώνει στον κάμπο αγκάθια,
κι αυτά σφιχταγκαλιάζονται και γίνονται ένα πράμα,
330
έτσι και τη σχεδία οι άνεμοι εδώ και εκεί τη φέρναν και την πήγαιναν·
τη μια ο νότος στον βοριά την άφηνε κουμάντο,
την άλλη ο λεβάντες την παράδινε για να τη σέρνει ο πουνέντες.
Ώσπου τον πήρε είδηση η καλλίσφυρη Ινώ, του Κάδμου η θυγατέρα,
η Λευκοθέη, που πρώτα είχε ανθρώπινη φωνή και φύση, μα τώρα
οι θεοί τής έδωσαν θεϊκή τιμή μες στα πελάγη.
Αυτή τον Οδυσσέα ελέησε όπως τον είδε θλιβερά παραδαρμένο·
σκούρο πουλί με την ουρά σχιστή, παρόμοια πέταξε και βγήκε
από το κύμα, κάθησε πάνω στη σχεδία του, και του είπε τον δικό της λόγο:
«Δύσμοιρε, γιατί ο κοσμοσείστης Ποσειδών τόσο πολύ μαζί σου τα ᾽βαλε;
340
γιατί σου σπέρνει τόσα πάθη;
Κι όμως, παρ᾽ όλο τον θυμό του, δεν θα μπορέσει να σε θανατώσει.
Να κάνεις μόνο ό,τι σου πω, και δεν μου φαίνεσαι ασύνετος:
βγάλε από πάνω σου αυτά τα ρούχα, ξέχασε τη σχεδία σου
και χάρισέ τη στους ανέμους· βάλε
τα δυνατά σου να κολυμπήσεις μ᾽ απλωτές, νόστο να βρεις
στη χώρα των Φαιάκων, όπου η μοίρα σου σου γράφει να γλιτώσεις.
Πάρε και τούτο το άφθαρτο μαγνάδι, ζώσε μ᾽ αυτό το στέρνο σου,
και φόβος πια θανάτου δεν θα σ᾽ απειλήσει,
μήτε και τ᾽ άλλα πάθη.
Κι όταν με το καλό πιάσουν τα χέρια σου στεριά,
λύσε το πάλι το μαγνάδι, στο μπλάβο πέλαγο να το πετάξεις,
350
όσο μπορείς μακρύτερα, κοιτάζοντας εσύ στην άλλην άκρη.»
Τελειώνοντας μαστίγωσε τ᾽ άλογα με την πλούσια χαίτη
και σίμωσε προς τις Αιγές, όπου βρισκόταν και το ξακουστό παλάτι του.
Μα να που η Αθηνά, του Δία η κόρη, έρχεται τώρα μ᾽ άλλες σκέψεις:
δένει τον δρόμο στους ενάντιους ανέμους, τους προστάζει ανάπαυλα,
όλους τούς κατευνάζει.
Σήκωσε μόνο τον γοργό βοριά, σπάζει τα κύματα μπροστά του,
για να μπορεί, ξεφεύγοντας τον χάρο και τη μαύρη μοίρα,
να σμίξει ο θείος Οδυσσεύς μ᾽ εκείνους που έχουν
χαρά τους το κουπί, τους Φαίακες.
Κι ωστόσο δυο μερόνυχτα, δοσμένος στο μεγάλο κύμα,
είδε πολλές φορές τον χάρο με τα μάτια του.
390
Μόνο την τρίτη μέρα, σαν την ξημέρωσε η Αυγή
με τους ωραίους πλοκάμους, έπεσε ο άνεμος,
γαλήνεψε, κι έγινε νηνεμία.
Και ξαφνικά βλέπει στο πλάι του στεριά·......

Μετάφραση : Δ. Μαρωνίτης 

Alexa Lee-Ulysses (Inspired by song “Ulysses” by Josh Garrels)

Νίκος Κάσδαγλης  - Σοροκάδα

Είναι μέρες που το νησί κλείνει. Μήτε πλεούμενο σιμώνει, μήτε αεροπλάνο.
Όξω από το Ναυτικόν Όμιλο, σιμά στο φανάρι του «Αϊ-Νικόλα» έχει ένα χαμηλό μόλο ίσα ίσα με τη θάλασσα. Πρέπει να ξιπολυθείς, για να πας στην άκρη του.
Με σοροκάδα, μ’ άρεζε να κολυμπάω πίσω από το μόλο, μέσα στους αφρούς που το καβάλαγαν, φυλαγμένος απ’ τη δαιμονικήν ορμή της θάλασσας. Σαν ξεπρόβαινα στην άκρη του μόλου μ’ άρπαζε ένα κύμα μακρύ, αμάχητο, και με σφεντόναγε μονομιάς εκατό μέτρα πέρα, στ’ απάγκιο.
Στον πάτο, τρία τέσσερα μέτρα βαθιά, έχει κομμάτια καλώδια και λαμαρίνες. Ό,τι απόμεινε από ‘να αμερικάνικο καταδρομικό, που το διαλύσανε.
Τούτο το πολεμικό είχε έρθει στη Ρόδο για επίσκεψη καλής θελήσεως — κάπως έτσι το λένε, θαρρώ. Το λιμάνι είχε τοιμαστεί για να καλοδεχτεί τους Αμερικάνους. Οι γυναίκες των αξιωματικών είχανε φτάσει απ’ την παραμονή, και νιαουρίζανε στα σαλόνια των ξενοδοχείων — αλλόκοτην αίσθηση που σου δίνουν οι Αμερικάνες, σα μαζευτούνε πολλές.
Τα μπαρ ήταν έτοιμα όλα — ο Μπαμπούλας, που γινότανε Black Cat για την περίσταση, το Rio Grande, το Long John και τ’ άλλα. Τα κορίτσια τους ήρθαν απ’ τον Πειραιά μαζί με τις γυναίκες των αξιωματικών, και περιμέναν στις πόρτες τα ναυτάκια που θα ξεμπαρκάραν.
Μόνο που πήρε σοροκάδα τ’ απόγιομα. Το λιμάνι άδειασε μονομιάς, οι βάρκες τραβηχτήκανε στη στεριά και τα καΐκια κρυφτήκανε στο φυλαγμένο κόρφο, το Μαντράκι. Δυο τρία βαπόρια που βρέθηκαν, λεβάραν τις άγκυρες και πήγανε στην Ψαροπούλα, από σταβέντο. Μόνο ο Αμερικάνος απόμεινε, φουνταρισμένος αρόδο, όξω απ’ το λιμάνι. Σαν κατάλαβαν απ’ το Λιμεναρχείο πως δεν το ‘χε σκοπό να κουνήσει, του μήνυσαν να φύγει, κι η σοροκάδα δε σήκωνε λεβεντιά.
Ο καπετάνιος κούνησε τους ώμους σαν του τα ‘πανε. Το δελτίο καιρού έδειχνε άνεμο εφτά οχτώ μποφόρ, κι οι κανονισμοί του προβλέπανε πως με τέτοιον καιρό έπρεπε να ‘ναι φουνταρισμένος με τις δυο άγκυρες, με τόσα κλειδιά καδένα στην καθεμιά. Καλού κακού φουντάρισε δυο κλειδιά παραπάνω, κι επιτέλους αν αγρίευε ο καιρός είχε κι άλλη καδένα. Βάστηξε επιφυλακή το μισό τσούρμο, και τις μηχανές αναμμένες, για να ‘χει ατμό.
Δε γινόταν καλύτερη φροντίδα, αλίμονο αν αλλάζαν αραξοβόλι τ’ αμερικάνικα πολεμικά, με την κουβέντα ενός ντόπιου λιμενάρχη· τι τους είχαν τους κανονισμούς!
Μόνο που φρεσκάρισε η σοροκάδα, με το σούρουπο. Δουλεύοντας επίμονα, ύπουλα, το μπόντζι ξεκλείδωσε τη μια καδένα, και το καράβι απόμεινε φουνταρισμένο στο ‘να σίδερο. Από κει και πέρα, δεν το γλιτώνανε. Βάρεσε συναγερμός, το τσούρμο χίμηξε να μανουβράρει, πού να προφτάσει! Το πολεμικό ξέσυρε σα φρόκαλο το σίδερο, και κόλλησε πάνω στα βράχια του χαμηλού μόλου. Οι Αμερικάνοι πηδούσανε στη θάλασσα σαν τα μπακακάκια, κι οι ντόπιοι μαζευτήκανε στην ακρογιαλιά και τους μαζεύανε μισοπνιγμένους.
Την άλλη μέρα το πρωί η σοροκάδα έσπασε. Τ’ αμερικάνικο καράβι ήταν καθισμένο ψηλά πάνω στα βράχια, κι ο κόσμος το χάζευε από μακριά — δεν τον αφήναν να σιμώσει. Έμοιαζε απείραχτο, να το πετάξεις στη θάλασσα και να ξαναφύγει, έτσι πίστεψαν οι πολλοί. Οι θαλασσινοί κουνούσαν το κεφάλι, ξέραν πως το καράβι είχε πεθάνει πια...
Το κουφάρι απόμεινε δυο τρεις μήνες καρφωμένο στα βράχια του χαμηλού μόλου, για να δοξάζει τους κανονισμούς. Ύστερα το διαλύσανε. Ένας βουτηχτής σκοτώθηκε πάνω στη δουλειά.
Αν κοιτάξεις με το γυαλί, βλέπεις ακόμα στον πάτο παλιές λαμαρίνες και κομμάτια καλώδια.

σοροκάδα: (σορόκος και σιρόκος): νοτιανατολικός άνεμος.
λεβάρω: (λέξη ιταλ.): τραβώ καταπάνω, ανασύρω, σηκώνω.
σταβέντο: (λ. ιταλ.): απάνεμα.
αρόδο και αρόδου: (λ. ιταλ.)· ναυτ. όρος που σημαίνει ότι κάποιο πλοίο έχει αγκυροβολήσει στ’ ανοιχτά του λιμανιού, δηλ. δεν έχει αράξει σε αποβάθρα.
μπόντζι και μπότζι: κλυδωνισμός (ταλάντευση) του πλοίου μια προς τη δεξιά πλευρά, μια προς την αριστερή, ανάλογα με το κύμα. Ο κλυδωνισμός πλώρης-πρύμνης (δηλ. μια σηκώνεται ψηλά η πλώρη και μια η πρύμνη), λέγεται σκαμπανέβασμα.
φρόκαλο: σκουπίδι.

Grace Darling and Her Father Rescuing Survivors from the Wreck of the Forfarshire by Charles Achille D'Hardiviller

Α. Καρκαβίτσας - Ναυάγια

Το διήγημα περιέχεται στη συλλογή Λόγια της Πλώρης (1899).

Μόλις αράξαμε στη Στένη, ο καπετάν Ξυρίχης πήρε τη βάρκα κι έτρεξε στο τηλεγραφείο. Δυο ημέρες τώρα δεν ήβρεσκε ησυχία. Τριάντα μίλια έξω από το Μπουγάζι αντάμωσε τον «Αρχάγγελο», το μπάρκο του, που ήταν μέσα κυβερνήτης και γραμματικός τα δυο του αδέρφια. Δεν πρόφτασαν να καλοχαιρετηθούν, να ειπούν για το φορτίο και το ναύλο τους και τους χώρισε ο χιονιάς. Κατόρθωσε τέλος να ορθοπλωρίσει το δικό μας και ολάκερο ημερονύχτι θαλασσοδαρθήκαμε στ' ανοιχτά. Μα όταν μπήκε στο Βόσπορο, ρώτησε όλους τους βαρκάρηδες, τους πιλότους, ακόμη τους κουμπάρους και τις κουμπάρες· αλλά τίποτε δεν έμαθε για τον «Αρχάγγελο». Τι να έγινε; Φυλάχτηκε πουθενά; Πρόφτασε να ορθοπλωρίσει κι εκείνος ή έπεσε απάνω στους βράχους; Κι αν τσακίστηκε το μπάρκο, σώθηκαν τουλάχιστον τ' αδέρφια του; Όλο τέτοια συλλογίζεται κι έχει συγνεφωμένο το μέτωπο, τρέμουλο έχει στην καρδιά.

'Οταν έφτασε στο τηλεγραφείο, ξέχασε μια στιγμή τον πόνο του εμπρός στον πόνο των αλλωνών. Κάτω στην αυλή, απάνω στις σαρακωμένες σκάλες και παραπάνω στ' ασάρωτα πατώματα κόσμος σαν αυτόν ανήσυχος· γυναίκες, άντρες, παιδιά πρόσμεναν να μάθουν από το σύρμα την τύχη των δικών τους. Κι εκείνο σώριαζε με την ταρναριστή φωνή του ακατάπαυστα θλίψη. Ονόμαζε πνιγμούς, μετρούσε θανάτους, έλεγε ναυάγια, περιουσίας χαμούς, συνέπαιρνε χαρές κι ελπίδες σαν δρόλαπας. Και κάθε λίγο απάνω στα πατώματα, στις σκάλες κάτω και παρακάτω στην αυλή θρήνοι α-κούονταν, κορμιά έπεφταν λιπόθυμα, φωτιά κυλούσε το δάκρυ.

Ο καπετάν Ξυρίχης δε μπορούσε να υποφέρει περισσότερο το βάσανο. Βιαζότανε να μάθει και τη δική του μοίρα. Έσπρωξε τον κόσμο ζερβόδεξα, ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά, έφτασε με κόπο στη θυρίδα και ρώτησε με ολότρεμη φωνή:

- Για τον «Αρχάγγελο»... το μπάρκο... μην ακούσατε τίποτα;

- Τίποτα· του απαντά ξερά ο τηλεγραφητής.

- Τίποτα! πώς είναι δυνατόν; ξαναρωτάει. «Αρχάγγελο» το λεν έχει φιγούρα δέλφινα... έχει στο μεσανό κατάρτι κόφα. Σπετσιώτικο χτίσιμο.

Και κολλάει περίεργα τα μάτια στου υπαλλήλου το πρόσωπο, αυτιάζεται τους κρότους που βγάζει ξερούς, συγκρατητούς, σαν δοντοχτύπημα κρυωμένου, η μηχανή. Τα σωθικά του λαχταρούν, φεύγουν τα σανίδια από τα πόδια του- έτοιμος να λιποθυμήσει. Μα δεν την παρατά τη θέση του. Τέλος σηκώνει εκείνος τα μάτια, τον καλοκοιτάζει μια στιγμή και λέει με φωνή αδιάφορη:

- Ναι ...«Αρχάγγελος». Χάθηκε στο τάδε μέρος της Ρούμελης. Κόπηκε στα δυο· η πρύμνη του ρίχτηκε στους βράχους με δυο παιδιά μέσα... Τα παιδιά είναι ζωντανά.

- Ζωντανά! Αναστυλώνεται ο καπετάνιος στα πόδια του.

- Τα ονόματα; λέει με φωνή σαν χάδι· δεν μπορούμε τάχα να μάθουμε τα ονόματα;

- Πέτρος και Γιάννης.

Δόξα σοι ο θεός! Πέτρος και Γιάννης είναι τ' αδέρφια του. Ζωντανά λοιπόν και τα δυο. Ζωντανά εκείνα, θρύμματα το ολοκαίνουργο σκαφίδι! Πάλι δόξα σοι ο θεός! Φτιάνουν άλλο μεγαλύτερο και ομορφότερο. Φι-λεύει ανοιχτόκαρδος πέντε πούρα τον υπάλληλο· δίνει ένα μετζίτι κέρασμα στον υπηρέτη· παρηγορεί γλυκομίλητος τα θλιμμένα πρόσωπα: - Δεν είναι τίποτα· όλοι καλά είναι· όλα καλά!

- Ποιας ηλικίας τάχα να είναι τα παιδιά; ρωτάει πάλι.

Ο υπάλληλος σκουντουφλιάζει· μα τον παρασκότισε! Γύρω ακούονται φωνές· ανυπόμονες· σπρώχνει ο ένας τον άλλον θέλουν να τον βγάλουν από τη θυρίδα. Έμαθε πως ζουν τ' αδέρφια του· δεν του φτάνει; Είναι κι άλλοι που λαχταρούν για τους δικούς τους. Ας μάθουν κι εκείνοι κατιτί! Μα εκείνος δεν αφήνει τη θέση του.

- Ποιας ηλικίας τάχα; ξαναρωτά.

- Δέκα δώδεκα χρονών.

Πάλι απελπισία. Τ' αδέρφια του δεν είναι τόσο μικρά. Είναι από είκοσι

πέντε κι απάνω. Σκουντούφλης κατεβαίνει τις σκάλες, βγαίνει από την αυλή, παίρνει το βαποράκι και φτάνει στα Θεραπειά. Από κει μ' έν' άλογο φτάνει στον Αϊ-Γιώργη, παίρνει την ακρογιαλιά. Τα μάτια του ομπρίζουν. Ο ήλιος παιγνιδίζει ακόμη σε ζαφειρένιο ουρανό. Η θάλασσα λίμνη απλώνεται ως τα ουρανοθέμελα. Η γη ανθοσπαρμένη μοσχοβολά. Μα - η ακρογιαλιά μοιάζει με νεκροταφείο. Κάθε βράχος και νεκροκρέβατο. Καράβια κομματιασμένα, βαρκούλες μισοσπασμένες, σχοινιά, κατάρτια, φιγούρες, πανιά, εικονίσματα, παδέλες, πιάτα, λιβανιστήρια, πυξίδες, χρυσόξυλα. Και μαζί χέρια, πόδια, κορμιά, δίχως κεφάλια, κεφάλια δίχως κορμιά, άδεια καύκαλα, τρίχες χωμένες στις σκισμάδες, μυαλά στουπιασμένα στην πέτρα. Ένα τρεχαντηράκι ομορφοφτιασμένο, άγγελος, πρόβαινε με πανιά και ξάρτια, λες κι αρμένιζε ανάερα. Και όμως ήταν καρφωμένο στο βράχο, σφιλιασμένο τόσο καλά στην πέτρα, που ουδέ νερό ουδ' άνεμος μπορούσε να περάσει. Κι ένα σκυλί στην πρύμνη δεμένο γύριζε μάτια φωτιές, δάγκωνε την αλυσίδα του και το νερό κοιτάζοντας αλύχταγε, κι αλύχταγε, σαν να το έβριζε, που χάλασε τ' ομορφοκάραβο.

Έκαμε ακόμη μερικά βήματα ο καπετάν Ξυρίχης και άξαφνα βρέθηκε μπρος στο μπάρκο του. Έπρεπε να είναι δικό του ξύλο, για να το γνωρίσει. Ούτε κατάρτια ούτε πανιά ούτε σκαφίδι απόμενε πλια. Μονάχα η πρύμνη του, κι εκείνη ξεσκλισμένη, κρατιότανε σε δυο χάλαρα. Και γύρωθέ της πικρή νεκροπομπή, άλλα ξύλα σκορπισμένα, κουπιά και άρμενα· άλλες καρίνες φαγωμένες· άλλα ποδόσταμα και σωτρόπια και σταύρωσες. Κι ακόμη γύρωθέ της άλλη πικρότερη συνοδεία! Βλέπει το ναύκληρο νεκρό στο πλάγι· βλέπει τους ναύτες πέρα δώθε σκορπισμένους, άλλους κολλιτσίδα απάνω στα κοτρόνια, άλλους μισοσκεπασμένους με τον άμμο, άλλους παιχνίδι του νερού, δαρμός και φτύμα του. Κι απάνω στα τουμπανιασμένα κουφάρια, στα πρόσωπα τα χασκογέλαστα τα όρνια καλοκαθισμένα βύθιζαν το ράμφος στη νεκρή σάρκα και στον κρότο του πέταξαν κράζοντας, σαν να διαμαρτύρονταν που τα ενοχλούσε στο πλούσιο φαγοπότι.

Αρχίζει τώρα φριχτότερο του καπετάνιου το βάσανο. Εκείνα τα κουφάρια δείχνουν πως κοντά βρίσκονται και τα δικά του. Θέλει να δράμει,να ψάξει ολούθε, μα δεν τολμά. Κάτι μέσα του τον κρατεί, τα πόδια του καρφώνει στ' αχνάρια τους. Τέλος πάει και ψαχουλεύει. Βρίσκει ασούσουμα και τ' αδέρφια του. Το ένα κείτεται με το κεφάλι συψαλιασμένο, το άλλο έχει και τα δυο πόδια κομμένα στα γόνατα. Αν δεν του το 'λεγε η ψυχή, βέβαια δε θα τα γνώριζαν τα μάτια του, όπως και το μπάρκο. Αλλά του το είπε και τα καλογνώρισε. Και τότε τα μάτια του στέρεψαν ούτε δάκρυα βγάζουν ούτε σπαρταρούν. Τη θάλασσα μόνον κοιτάζουν πεισμωμένα. Άξαφνα ο γρόθος σηκώνεται να πέφτει με ορμή, που λες τρόμαξε και πισωπάτησε εκείνη φοβισμένη.

Έπειτα σκύφτει και γλυκοφιλεί τ' αδέρφια του. Χαϊδεύει τους τα χτυπημένα κορμιά ανάλαφρα, σαν να φοβάται μην τα ξυπνήσει· κάτι τους ψιθυρίζει μυστικά στ' αυτί, θες παρηγοριά, θες μακρινήν υπόσχεση. Έπειτα με το λάζο αρχίζει και σκάφτει τον τάφο τους. Παιδεύτηκε κάπου μια ώρα στον άμμο. Τον άνοιξε καλά απίθωσε πρώτα τ' αδέρφια, έπειτα το ναύκληρο, κατόπιν τους ναύτες, κύλησε επάνω πέτρες και χάλαρα. Έπειτα έπιασε πάλι τη στράτα του κι έφτασε στα θεραπεία. Βρίσκει το βαπόρι, έφτασε πάλι στο μπάρκο του.

- Έτοιμα; ρωτά το γραμματικό.

- Έτοιμα.

- Βίρα άγκουρα!

Ο καπετάν Ξυρίχης, αμίλητος, έπιασε τη θέση του στο κάσαρο κι εξακολουθήσαμε το ταξίδι.

Αfter the Hurricane Bahamas by Winslow Homer


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ "ΝΑΥΑΓΙΩΝ ΝΑΥΑΓΙΑ"

Πελώριον κῦμα, λυσσωδέστερον τῶν ἄλλων, ἐκορυφώθη οὐ μακρὰν τῆς ἀκτῆς, μανιῶδες παφλάζον, μετὰ ροίβδου φοβεροῦ ρηγνύμενον κατὰ τοῦ βράχου, ἀφῆσαν ὀπίσω τοὺς ἀσθενεστέρους του συντρόφους, ἀναλαβὸν δὲ αὐτὸ τὸν ἀγῶνα, ὡς νὰ ἔτρεφεν ἀτομικὸν πάθος κατὰ τοῦ ἐλαφροῦ σκάφους, ἐλεεινοῦ φελλοῦ, περιφέροντος ἐν ἑαυτῷ, πρὸς τῇ συμφυεῖ ἐλαφρότητι τοῦ ξύλου, καὶ τὴν τρικέφαλον ἀνθρωπίνην κουφότητα τῶν ναυβατῶν. Σφοδρότατος Εὖρος εἶχεν ἀρχίσει νὰ φυσᾷ ἀπὸ τῆς δείλης, συρίζων λυσσωδῶς εἰς θαλάσσας καὶ ἠπείρους, συσφίγγων καὶ περιελίσσων ἐγγύθεν τὰ κύματα, ἐμβάλλων δίνας καὶ στροβιλισμοὺς εἰς τὸ πέλαγος, πεδίον ἄπειρον ἀσπόνδου πολέμου, ὅπου δυσδιάκριτον ἦτο τό τε ὁρμητήριον καὶ ἡ κατεύθυνσις τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ ὁρίζων εἶχε συσκοτασθῆ ἤδη πρὶν δύσῃ ὁ ἥλιος, καὶ οὐρανὸς μολύβδινος, στυγνὸς καὶ ἀφεγγής, ἐκρέματο ὕπερθεν ἀγρίως μαινομένου πελάγους, ἄφωνος ἐπὶ βρέμοντος, ἀκίνητος ἐπὶ συνταραττομένου, ὡς θόλος σκοτεινοῦ τζαμίου ἐπὶ δαπέδου ὀρχουμένων δερβισῶν. Εἶτα κατῆλθε κατὰ μικρὸν ἡ νύξ, συγχέουσα καὶ συγκαλύπτουσα διὰ τῆς ἀμέτρου μαυρίλας της τὴν ἀταξίαν τῆς πλάσεως, κρύπτουσα ἐπάνω τοὺς ἀστέρας καὶ κάτω τὰς ἠπείρους καὶ τὰς θαλάσσας. Τρία ἄστρα ἔτρεμον ἄνω πρὸς βορρᾶν, πότε συγκρυπτόμενα, πότε ἐπιφαινόμενα, ἕτοιμα νὰ πέσωσιν εἰς τὸ ἀτέρμον κράτος τοῦ Ποσειδῶνος νὰ ταφῶσι, καὶ ἄλλα δύο ἔφαινον πρὸς μεσημβρίαν, ἑτοιμόσβεστα, ὡς λύχνοι πενιχρᾶς καλύβης χωρικοῦ ἐν ἐνιαυτῷ ἀφορίας. Καὶ τὰ κύματα φρίσσοντα, ὀρχούμενα, λυσσῶντα, ἐθραύοντο μετὰ παιδικῆς πεισμονῆς κατὰ τοῦ βράχου, ἡττώμενα ἀλλὰ μὴ καταβαλλόμενα, ὑπερήφανα ὡς νὰ εἶχαν τὴν συνείδησιν τοῦ ἰσχυροτέρου καὶ τῆς τελικῆς νίκης τὴν πρόγνωσιν. Καὶ ἓν κῦμα πελώριον, φουσκωμένον, ἑωσφορικόν, πλαταγίζον, ὀγκούμενον, ὡς νὰ εἶχεν εἰσέλθει κ᾿ ἐκρύπτετο ἔσω αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον τοῦ μίσους, φαντάζον οἱονεὶ ὑγρὸν κῆτος, προτεῖνον ἀφροὺς ἀντὶ ὀδόντων λευκῶν, συνέλαβεν ὡς διὰ πελωρίας ἁρπάγης, ἀπὸ τὴν πρύμνην καὶ ἀπὸ τὴν πρῷραν, ἀπὸ τὴν τρόπιν καὶ ἀπὸ τὰς δύο πλευράς, τὸ μικρὸν σκάφος, καὶ φέρον τὸ ἔρριψεν ἐπὶ τοῦ βράχου, ὅπου μετὰ φοβεροῦ ροίβδου καὶ πολυκτύπου πλαταγισμοῦ ὁ ἀσθενὴς φλοιὸς κατασυνετρίβη, διὰ νὰ πέσῃ πάλιν εἰς τεμάχια εἰς τὰ πολλὰ μικρὰ κύματα, εἰς ἃ διελύθη ἐν ἀκαρεῖ τὸ ἕν, τὸ μέγα, τὰ ὁποῖα μετὰ φλοίσβου θωπευτικοῦ ἐδέχθησαν τὴν βοράν των.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ 

Tc1061  by Anthony Casay 


Γρηγόρης Καρταπάνης:Τα ναυάγια στο διήγημα του Αλ. Μωραϊτίδη 

ΝΑΥΤΙΚΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Αυθεντικός και καταξιωμένος θαλασσογράφος αποδεικνύεται μέσα από το λογοτεχνικό του έργο ο Αλ. Μωραϊτίδης, με τις παραστατικές και γλαφυρές παρουσιάσεις καταστάσεων και συμβάντων του σκιαθίτικου ναυτικού βίου, που οπωσδήποτε, ειδικά κατά την περίοδο της ιστιοφόρου ναυτιλίας, υπήρξε πολύμορφος και σημαντικός. 

Δόκιμος θαλασσογράφος

Από τα 23 σκιαθίτικα διηγήματά του, τα 14 χαρακτηρίζονται ως θαλασσινά πεζογραφήματα, δηλαδή περίπου τα δύο τρίτα, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό. Από αυτά τα 9 μπορεί να θεωρηθούν αμιγώς θαλασσινά με λεπτομερείς αναφορές ναυτικών περιπετειών και άλλων περιστατικών: «Των θαλασσών ο Αγιος», «Ο Αναποδιασμένος», «Με τα πανιά», «Αλτανού», «Χριστούγεννα στις τρείς Μπούκες», «Σε μια παράκληση», «Ψυχοσάββατον», «Μανουήλα», και «Βαρκαρογιάννης». Στα υπόλοιπα 5, έστω κι αν ελλείπει στο σύνολο η ναυτική περιγραφή, οι υποθέσεις τους αφορούν σκιαθίτες ναυτικούς και βεβαίως υπάρχουν εκτενή θαλασσινά τμήματα: «Η θεία Μυγδαλίτσα», «Φαντάσματα», «Καθ’ εμπόδιο για καλό», «Η Πορταϊτισσα», «Αρατε Πύλας». Κι επιπλέον σε δύο ακόμη διηγήματα («Ο Δεκατιστής», «Η χρυσή καδένα») βρίσκουμε επίσης θαλασσινές σελίδες, δίχως ν’ αναφερθούμε στις διάφορες μικρότερες ανάλογες καταγραφές στο υπόλοιπο διηγηματικό έργο του σκιαθίτη συγγραφέα.

Η θεματολογία λοιπόν ενός τόσο σημαντικού αριθμού διηγημάτων αναμφίβολα καθιερώνει τον Αλ. Μωραϊτίδη ως γνήσιο θαλασσογράφο που μάλιστα υπερτερεί, κατά τη γνώμη ορισμένων μελετητών, του πιο «επώνυμου» και… συνώνυμου τρίτου του εξάδελφου. Οχι μόνο η ποσοτική αναλογία τίτλων και σελίδων επί του συνόλου του έργου (1), αλλά και η γλαφυρή, ποιητική όσο και παραστατική γραφίδα του οδηγούν σε αιτιολογημένες αποτιμήσεις. Ο Τέλλος Αγρας στη μελέτη του «Τα διηγήματα του Μωραϊτίδη» (2) επισημαίνει αρχικά την κυριαρχία της θάλασσας στα διηγήματα του συγγραφέα, με αρκετά στοχευμένα παραδείγματα, αναφερόμενος κυρίως στις τρικυμίες και τα ναυάγια, όπως θα δούμε πιο κάτω.

Στη συνέχεια υποστηρίζει ότι οι κυρίαρχοι και αυθεντικότεροι - «… γενναίοι, ελεύθεροι, αρρενωποί τύποι ανδρικοί…» - ήρωες των διηγημάτων είναι εκείνοι που σχετίζονται άμεσα με τη θάλασσα.

Αναφέρει σχετικά: «Οι τύποι του Μωραϊτίδη είναι κυρίως οι ναυτικοί, θαλασσινοί, βιοτέχναι - βαρκάρηδες, ψαράδες, ναύτες, και καπεταναίοι, αυτοί προ πάντων, οι τελευταίοι. Εις αυτό ο Μωραϊτίδης διαφέρει από τον Παπαδιαμάντην, ο οποίος έδωσε περισσότερον τον τύπο του μικροαστού νησιώτη κι ολιγώτερο του καπετάνιου. Ο θαλασσογράφος Μωραϊτίδης πλησιάζει περισσότερο τον θαλασσογράφο Καρκαβίτσα, από τον οποίο όμως λείπει η γυναίκα και ο κληρικός. Γενικώς ο Μωραϊτίδης είναι περισσότερο ναυτικός από τον Παπαδιαμάντη τόσον από διάθεση όσον και από πείρα…».

Και συνεχίζει ο Αγρας με τις παραθέσεις των ονομάτων των πρωταγωνιστών - καπεταναίων κυρίως - στα θαλασσινά διηγήματα του συγγραφέα, για την επικύρωση των θέσεων του. Αλλά και ο Ν. Γ. Πεντζίκης στο μελέτημά του «Περί Αλεξάνδρου Μωραϊτίδη» (3) τονίζει τις εμφανείς θαλασσινές προτιμήσεις του Μωραϊτίδη. Οι συχνές και λεπτομερείς περιγραφές των σκιαθίτικων θαλασσών και παραλιών, της ευρύτερης περιοχής των Σποράδων, της Εύβοιας και της Μαγνησίας, όπως και οι σκιαγραφήσεις της Χαλκιδικής και του Άθωνα, μαζί με τις περιγραφόμενες ιστορίες συνθέτουν ένα αμιγώς θαλασσινό τοπίο, αυθεντικό και ελκυστικό. Επίσης επισημαίνεται η αγάπη του για τα κάθε λογής πλεούμενα: «Αντίθετα με ότι συνέβαινε με τον Παπαδιαμάντη φαίνεται ότι τον συγκινούσαν (σ. σ. τον Μωραϊτίδη) περισσότερο από τα σπίτια τα καράβια. Βλέπει μια βάρκα την παρομοιάζει με κορμί ανθρώπου … Τα αραγμένα σκαριά λέει ότι ρεμβάζουν… Νοιώθει την επιθυμία να τα φιλήσει σα να είναι όμορφα κορίτσια. Τα λέει πανδαίδαλα ινδάλματα των θαλασσών…». Παραθέτει ο Ν. Γ. Πεντζίκης κάμποσα παραδείγματα, μέσα από το διηγηματικό, θαλασσινό έργο του Μωραϊτίδη.

Με τα παραπάνω, σε γενικές γραμμές, αποδεικνύεται η υψηλού επιπέδου ναυτικότητα του Μωραϊτίδη, που σε πολλά σημεία υπερβαίνει εκείνη του Παπαδιαμάντη. Δεν είναι επίσης, νομίζω, τυχαίο που οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Μωραϊτίδη φέρουν το γενικό τίτλο: «Με του βορηά τα κύματα». Η σύνταξη μιας εμπεριστατωμένης μελέτης για τη ναυτικότητα του έργου των δύο Αλεξάνδρων και την παρουσίασή τους ως γνήσιων θαλασσογράφων, θεωρείται, θαρρώ, απαραίτητη.

Ναυάγια, προσφιλές θέμα

Το ναυάγιο οπωσδήποτε αποτελεί το πλέον οδυνηρό συμβάν του ναυτικού βίου, ειδικά όταν συνοδεύεται και από ανθρώπινες απώλειες. Τραγικό αλλά και συχνά αναπόφευκτο, ειδικά στην περίοδο της ιστιοφόρου ναυτιλίας που τα σκαριά ήταν σαφώς πιο ευάλωτα στα ξεσπάσματα του καιρού. Ετσι θεωρείται ευεξήγητη η καταγραφή τέτοιων γεγονότων στα έργα της θαλασσινής λογοτεχνίας.

Ειδικότερα, στα θαλασσινά διηγήματα του Μωραϊτίδη τα ναυάγια κυριαρχούν. Μνήμες οδυνηρές από τραγωδίες και άλλα ναυτικά ατυχήματα σκιαθίτικων πλεούμενων και των ναυτικών τους, κεντρίζουν την έμπνευση του συγγραφέα που τα μετατρέπει με την γραφίδα του σε εξαιρετικά λογοτεχνικά έργα, έστω και με την προσθήκη της όποιας μυθοπλασίας. Ας δούμε τι σημειώνει σχετικά πάλι ο Τέλλος Άγρας για τις τρικυμίες στα διηγήματα του Μωραϊτίδη (4), που βέβαια σχεδόν πάντοτε καταλήγουν σε ναυάγια: «Και εις τον Μωραϊτίδην, όπως και εις τον Παπαδιαμάντην, αι περιγραφαί των τρικυμιών υπερβαίνουν και εις διάθεσιν και εις δύναμιν και εις ποσότητα τας περιγραφάς των νηνεμιών. Πρέπει άραγε να το αποδώσωμεν εις την πραγματικότητα, την γεωγραφικήν θέσιν της Σκιάθου, εκτεθειμένης εις τρικυμίας, ή εις αισθητικήν προτίμησιν, λόγω της κάποιας ιδιαιτέρας αγρίας καλλονής του τρικυμιώδους στοιχείου;». Όπως και να χει το ζήτημα είναι εύκολη η διαπίστωση ότι έξη διηγήματα αποτελούν ιστορίες ναυαγίων: «Των θαλασσών ο Αγιος», «Ο Αναποδιασμένος», «Αλτανού», «Σε μια παράκληση», «Μανουήλα», «Βαρκαρογιάννης», ενώ σε τρία ακόμη υπάρχουν εκτενείς σχετικές αναφορές: «Αρατε Πύλας», «Φαντάσματα», και «Ψυχοσάββατο», χώρια μικρότερες αναφορές όπως στο ελάχιστα ναυτικό διήγημα «Ο Δεκατιστής» ή το καθόλου «Ο Μπάρμπα - Δήμαρχος».

Τα ναυάγια ως θαλασσινά συμβάντα ατυχή ή τραγικά, διακρίνονται από ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία που συνθέτουν την «ταυτότητά» τους και βοηθούν στην αποτύπωση και την αποτίμησή τους.

Αυτά είναι:

Α) Στοιχεία σκάφους (τύπος, είδος, προέλευση, πλοιοκτησία, όνομα κλπ.)

Β) Αιτία ναυαγίου (κακοκαιρία, ανθρώπινο λάθος, βλάβη, ατύχημα κλ.)

Γ) Τόπος ναυαγίου

Δ) Χρόνος ναυαγίου

Ε) Ανθρώπινες απώλειες

ΣΤ) Διάφορες άλλες, κατά περίπτωση, επισημάνσεις.

Στα ναυάγια που περιγράφονται στα διηγήματα του Αλ. Μωραϊτίδη, εμπλέκονται πάντοτε – εκτός από λίγες εξαιρέσεις - σκιαθίτικα σκαριά διαφόρων τύπων, χρήσεως και μεγεθών(εμπορικά ιστιοφόρα, ψαροκάικα, βάρκες κ.α.).

Αναφέρεται ο τύπος του σκαριού, και ιστιοφορίας του, το όνομα του σκάφους και του πλοιοκτήτη κυβερνήτη, όπως θα δούμε κατά περίπτωση. Αιτία των ναυαγίων είναι συνήθως η κακοκαιρία, αλλά συναντούμε και το ανθρώπινο σφάλμα , όπως και συνδυασμό των δύο (π.χ. Ο Αναποδιασμένος), ενώ δε λείπουν και άλλες αιτίες, όπως η συνάντηση με φάλαινα στον Βαρκαρογιάννη. Τόπος του συμβάντος ορίζεται σχεδόν πάντοτε η θαλάσσια περιοχή της Σκιάθου - ακόμη και μέσα στο λιμάνι - δίχως ν’ απουσιάζουν και μακρινότερες θάλασσες. Για το χρόνο των ναυαγίων δεν έχουμε βέβαια πλήρη ημερομηνία και έτος, αλλά τις περισσότερες φορές μνημονεύεται η εποχή ή ο μήνας, με συνηθέστερη τη χειμερινή περίοδο, οπότε και οι δυσμενέστερες καιρικές συνθήκες προκαλούν περισσότερα οδυνηρά περιστατικά. Σε ότι αφορά τις απώλειες ζωών, αυτό συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, ενώ συναντούμε και συμβάντα που περιορίζονται στις υλικές ζημιές, έστω και με ολοκληρωτική καταστροφή του πλεούμενου. Ακόμη, στον βαθιά θρησκευόμενο Μωραϊτίδη, βρίσκουμε διαρκώς παρούσα την επίκληση στο θεό - και βέβαια στον Αη Νικόλα - για την αποφυγή των ναυαγίων ή τη διάσωση των ναυαγών. Παρακλήσεις, προσευχές, τα κεριά του επιταφίου, λειτουργούν αποτρεπτικά για τις τυχόν δυσάρεστες εξελίξεις και συμβάλουν στον κατευνασμό των καιρικών φαινομένων. Βέβαια από τη λαϊκή σκιαθίτικη παράδοση δεν λείπουν και οι διάφορες δοξασίες, προλήψεις και οράματα που έχουν σχέση με ναυτικά ατυχήματα. Όλα ετούτα θα τα δούμε στο επόμενο μέρος του άρθρου μας κατά περίπτωση.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο Παπαδιαμάντης έγραψε 171 διηγήματα, ενώ ο Μωραϊτίδης μόνο 30, τα περισσότερα όμως πολυσέλιδα.

(2) Εμπεριέχεται στο βιβλίο «Ομόπλουν πλοίον - 5 κείμενα για τον Μωραϊτίδη», φιλολογική επιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδόσεις Γνώση και Στιγμή, 1990, στις σελ. 11-38.

(3) Στο «Ομόπλουν πλοίον…» οπ. π. σελ 63-81.

(4) οπ. π. σελ 20 


Moonlit Shipwreck at Sea by Thomas Moran


ΝΑΥΤΙΚΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ

Γνώστης της σκιαθίτικης ναυτικής δραστηριότητας και της θαλασσινής ζωής γενικότερα ο Αλ. Μωραϊτίδης μας προσφέρει, με τη γλαφυρή γραφίδα του, εξαιρετικά διηγήματα αυτής της θεματολογίας. Σε τούτα τα οπωσδήποτε ενδιαφέροντα ναυτικά περιστατικά που περιγράφονται , περιλαμβάνεται, όπως επισημάναμε στο προηγούμενο μέρος του άρθρου μας, κι ένας σημαντικός αριθμός ναυαγίων, από απλά ατυχήματα έως οδυνηρές τραγωδίες που σημάδεψαν τη ζωή του νησιού. Παρουσιάζουμε τα διηγήματα που εμπεριέχουν ναυάγια, ακολουθώντας τη σειρά της τρίτομης έκδοσης: Αλέξανδρος Μωραϊτίδης «Τα Διηγήματα» φιλολογική επιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδόσεις Γνώση και Στιγμή 1990-1993. 
«Των θαλασσών ο Άγιος» (Α’ 65-80). Πρώτο διήγημα του Μωραϊτίδη (απροσδιόριστη η πρώτη δημοσίευσή του) με αναμενόμενη την εκτενή αναφορά σε ναυάγια και διασώσεις χάρη στην παρέμβαση του θαλασσινού αγίου. Η αποφυγή δυσάρεστων και οδυνηρών συμβάντων επαφίεται στην επέμβαση του Αη Νικόλα με την πίστη των ναυτικών να εκδηλώνεται σε κάθε στιγμή της θαλασσινής δραστηριότητας και η επίκληση του ονόματός του σε δύσκολες στιγμές να αποδεικνύεται σωτήρια. Στη σελ. 70 σημειώνεται μεγάλη και διαρκής κακοκαιρία, μήνα Νοέμβριο, στον Εύξεινο Πόντο, όπου σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής βούλιαξαν κάπου δέκα ιστιοφόρα, ανάμεσά τους κι ένα μεγάλο «βρίκιον» από το Γαλαξίδι, στο οποίο επέβαινε και ο σκιαθίτης ναυτικός, ο Νικόλας του παπά – Νικόλα. Η βύθιση υπήρξε αύτανδρη. Πιο κάτω στις σελ. 74-75 μνημονεύεται ο θρήνος στο σπίτι του απολεσθέντα, που ήταν νεοπαντρέμενος και η γυναίκα του κόντευε να παραφρονήσει. Στις σελ. 76-78 Μωραϊτίδης γράφει για τα ευλαβικά τάματα διασωθέντων ναυαγών προς τον Αγ. Νικόλαο, όπως και για τη θαυματουργή επέμβασή του σε άλλες περιπτώσεις ναυαγίων. Τέλος στις σελ. 79-80 επέρχεται η πλήρης ανατροπή των εξελίξεων με την επιστροφή του θεωρημένου ως πνιγμένου, ναυτικού, που διασώθηκε ,μόνον αυτός, χάρη στην επίκληση του ονόματος του αγίου. Μάλιστα η ανέλπιστη επιστροφή του – σα νεκρανάσταση – πραγματοποιείται κατά την παραμονή της γιορτής του Αγ. Νικολάου, όπου ο διασωθείς διηγείται τις δραματικές στιγμές του ναυαγίου και τη διάσωσή του. Και βέβαια το διήγημα ολοκληρώνεται με τέλεση παράκλησης και ευχαριστίας μπροστά στην εικόνα του θαλασσινού αγίου.
« Ο Αναποδιασμένος», (Α’ 113-126). Πρωτοδημοσιεύτηκε στην Χριστουγεννιάτικη Ακρόπολι του 1889. Εδώ αναφέρεται η περίεργη περίπτωση ενός περίπου εκούσιου ναυαγίου, με ολική καταστροφή του σκάφους, από τις ιδιορρυθμίες και τις παραξενιές του ιδιοκτήτη – κυβερνήτη του. Ενώ ήταν ικανότατος ναυτικός είχε ένα περίεργο ελάττωμα: Δεν επιθυμούσε υποδείξεις, επειδή γνώριζε τι έπρεπε να κάνει και όταν αυτό συνέβαινε, έκανε το αντίθετο, έστω κι αν αυτό απέβαινε σε βάρος του. Στη σελ. 120 σημειώνει ο Μωραϊτίδης πως τρείς φορές ο καπετάν Κωνσταντής, ο «αναποδιασμένος», κόντεψε να ρίξει το σκαρί σε ύφαλο, όταν του υπέδειξαν το εμπόδιο, που βέβαια γνώριζε. Η τέταρτη φορά υπήρξε μοιραία κατά την επιστροφή στη Σκιάθο, παραμονή Χριστουγέννων, εισπλέοντας στο λιμάνι του νησιού, όταν κάποιος ναύτης του επέστησε την προσοχή για τη γνωστή βραχονησίδα Δασκαλείο, στην είσοδό του, ενώ επικρατούσε και σχετική κακοκαιρία. Το αποτέλεσμα ήταν να προσαράξει το μπρίκι Ευαγγελίστρια, 105 τόνων στη βραχονησίδα, όπου στη συνέχεια το δυνάμωμα του καιρού αποτελείωσε το ημιβυθισμένο ιστιοφόρο. Στις σελ.123-125 περιγράφεται παραστατικά η πρόσκρουση του σκάφους από την «αναποδιά» του ιδιοκτήτη του.
«Άρατε Πύλας» (Α’ 171-183). Πρώτη δημοσίευση περ. Αττικόν Μουσείον τ. 3, 1891. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, μπάρμπα – Κώστας ο ολλανδέζος, που υπέστη σοβαρό ατύχημα κατά την τήρηση του εθίμου του «άρατε πύλας» τη Μεγάλη Παρασκευή ,υπήρξε νωρίτερα ναυτικός και είχε αποκτήσει μια βάρκα από ναυαγισμένο, ευμέγεθες ιστιοφόρο ολλανδικό στο Ξάνεμο. (Πρόκειται για το ίδιο που αναφέρει ο Παπαδιαμάντης στο διήγημα «Οι ναυαγοσώσται». Όφειλε δε το παρώνυμι του χάρη στο κασκέτο που επίσης είχε περισυμμαζέψει από το ολλανδικό ιστιοφόρο. Με την βάρκα ετούτη λοιπόν, σημειώνει ο Μωραϊτίδης στη σελ 177, ναυάγησε στα νερά της Σκιάθου τουλάχιστον πέντε φορές, ευτυχώς χωρίς δυσάρεστα επακόλουθα, καθώς διασώθηκαν και ο ίδιος και η βάρκα του. Όμως σε μια χειμωνιάτικη, νυχτερινή κακοκαιρία το μικρό σκάφος συνετρίβη στον όρμο Μικρός Ασέληνος κι ο μπάρμπα – Κώστας, ίσα ίσα που πρόλαβε να γλιτώσει. Έκτοτε εγκατέλειψε τη θάλασσα κι έγινε νεοκόρος του ναού. Ακόμη στη σελίδα 181 αναφέρεται η συνήθεια «διαρπαγής» των λαμπάδων του επιταφίου που χρησιμοποιούνταν ως «φυλακτήρια εν ταις τρικυμίαις», δηλαδή για την αποτροπή ναυαγίων. 
«Φαντάσματα» (Β’ 141-171). Ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός, κορυφαίος καραβοκύρης του νησιού παραφρονεί από τη στεναχώρια του για την απρόσεκτη διαχείριση του γιου του στα δύο ιστιοφόρα τους. Μέσα στην παραφροσύνη του οραματίζεται τον είσπλου των δύο σκαριών,για τα οποία δεν είχε ειδήσεις , στο λιμάνι της Σκιάθου, αλλά από κακό χειρισμό παραλίγο να συντριβούν και τα δύο στο Μπούρτζι, με τον ίδιο να δίνει φωναχτά οδηγίες από τον εξώστη του αρχοντικού του. (σελ. 150). Δυστυχώς ό,τι φαντάστηκε ο καπετάν Τσούρμας επαληθεύτηκε με τον πλέον τραγικό τρόπο, όταν μαθεύτηκε η είδηση του ναυαγίου: οι δύο σκούνες του συγκρούστηκαν μεταξύ τους και βούλιαξαν αύτανδρες, κοντά στην είσοδο του Βοσπόρου, «εν νυκτερινή θυέλλη». Το όραμα του γέρο – καραβοκύρη υπήρξε προάγγελος του τραγικού περιστατικού (σελ. 150- 151). Όμως παρά την επιδείνωση της κατάστασης του καπετάν – Τσούρμα και τον οδυνηρό θάνατό του ,στη συνέχεια το διήγημα καταλήγει σε ευτυχές τέλος με την ανέλπιστη επιστροφή του γιου του που διασώθηκε από το ναυάγιο, συνετίστηκε, εγκατάλειψε τον άσωτο βίο και δουλεύοντας σκληρά απόκτησε δικό του σκαρί και επανέπλευσε με αυτό, έπειτα από χρόνια στο νησί του. Στη σελ. 169 περιγράφει ο ίδιος το τραγικό ναυάγιο στα στενά του Βοσπόρου και την διάσωσή του «επιτυχών το ξύλινον μαγειρείον» του ιστιοφόρου του, ενώ όλοι οι υπόλοιποι πνίγηκαν. Το ναυάγιο επιδρά λυτρωτικά στον άσωτο ναυτικό και γίνεται η αφορμή ν’ αλλάξει τη ρότα του.
«Αλτανού» (Β’ 273-290). Χαροκαμένη κατά συρροή χήρα και μάνα η κεντρική ομώνυμη ηρωίδα του διηγήματος δε σώνει να θρηνεί απώλειες από ναυάγια . Πρώτα – πρώτα ο άντρας της και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της πνίγηκαν όταν η μπρατσέρα τους βυθίστηκε αύτανδρη ανοιχτά από την Κύμη. Ακολούθως τα’ άλλα δύο αγόρια της χάθηκαν όταν η γολέτα που είχαν ναυτολογηθεί – παλιό, ταλαιπωρημένο σκαρί – βούλιαξε στην περιοχή του Αγίου Όρους. Σα να μην έφθαναν όλα τούτα, πνίγηκε στην παραλία του Κάστρου ακόμη ένα μικρό παιδάκι της, ενώ υπήρχε και ανάλογο παρελθόν πνιγμών στην οικογένειά της (σελ.279). Γι αυτό και η Αλτανού πρόσεχε σαν τα μάτια της τον μοναδικό εν ζωή γιο της, τον Μανώλη, που ατυχώς κι αυτός έτρεφε παθολογική αγάπη για τη θάλασσα. Από τη στιγμή δε που ανακάλυψε, έρμαιο των κυμάτων, στο Ξάνεμο «μιαν μεγάλην σκαμπαβίαν», την οποία μόνος του επισκεύασε και την ονόμασε «Γαλανομάτα», εξελίχτηκε στον ικανότερο και πλέον φιλόπονο πορθμέα – μεταφορέα του νησιού που τον προτιμούσαν όλοι. Μόνο η μητέρα του παρέμενε επιφυλακτική φροντίζοντας επίμονα να εφιστά την προσοχή του γιου της στις ναυτικές του εξορμήσεις, ώστε να μη συμβεί κι άλλο κακό. Κι αυτό δυστυχώς συνέβη, όταν παραμονή Χριστουγέννων ο Μανώλης προτίμησε να μην πάει στην εκκλησία ,προκειμένου να μη χάσει συμφέροντα ναύλο, μεταφέροντας προμήθειες σε μοναστήρι στη Β. Δ. πλευρά του νησιού. Η καθυστέρηση όμως του μοναχού Γαλακτίωνα, απέβη μοιραία γιατί ο καιρός επιδεινώνονταν άσχημα και το ταξίδι πραγματοποιούνταν με δυσμενέστατες συνθήκες και την Αλτανού να προσπαθεί μάταια με φωνές να μεταπείσει το γιο της. Το ξέσπασμα του καιρού πρόλαβε τη βάρκα λίγο πριν τον προορισμό της με αποτέλεσμα να βυθιστεί και ν’ απολεστεί ο Μανώλης – το στερνοπαίδι της Αλτανούς – ενώ ο συνεπιβάτης μοναχός με τα βίας διασώθηκε και διηγούνταν με οδύνη το συμβάν. Στις σελίδες 287-288 περιγράφεται παραστατικά το ναυάγιο και πιο κάτω στη σελ. 289, ο διασωθείς πατήρ – Γαλακτίων, με τον ιδιόρρυθμο λόγο του, αφηγείται την τραγωδία. Για την Αλτανού η παράδοση έλεγε ότι ακολούθησε με τη θέλησή της, απελπισμένη τη μοίρα των δικών της, στα βράχια του Κάστρου. Εύστοχα ο Μωραϊτίδης την αποκαλεί «θαλασσινή Νιόβη». Η Αλτανού είναι ίσως ένα από τα πλέον «ναυαγιακά» διηγήματα του συγγραφέα. 



TΕΟΝΤΟΡ ΖΕΡΙΚΩ " Η Σχεδία της Μέδουσας " - Η τραγική ιστορία που κρύβεται πίσω από τον πίνακα .

Η Σχεδία της Μέδουσας (γαλλ.: Le Radeau de la Méduse) είναι ζωγραφικός πίνακας μεγάλων διαστάσεων του Γάλλου ρομαντικού ζωγράφου Ζαν-Λουί-Τεοντόρ Ζερικώ, ο οποίος προκάλεσε αμηχανία στους καλλιτεχνικούς κύκλους τόσο για το μοντερνισμό του θέματος όσο και για τους αιχμηρούς πολιτικούς υπαινιγμούς του. Ο Ζερικώ χρησιμοποίησε ελαιοχρώματα σε καμβά και οι διαστάσεις του πίνακα είναι πραγματικά τεράστιες: 491 x 716 εκατοστά. Απεικονίζει γεγονός, του οποίου τόσο η ανθρώπινη όσο και η πολιτική διάσταση ενδιέφεραν ζωηρά τον ζωγράφο: Το ναυάγιο της γαλλικής φρεγάτας "Μέδουσα" (Μéduse) στις ακτές της Αφρικής το 1816. Ο Ζερικώ ερεύνησε το ιστορικό του ναυαγίου σε βάθος: Διάβασε το φυλλάδιο που έγραψαν δύο από τους επιζώντες του ναυαγίου, επισκέφθηκε τα νοσοκομεία στα οποία είχαν διακομιστεί οι επιζώντες και τα νεκροτομεία στα οποία είχαν μεταφερθεί οι σοροί των νεκρών, έριξε μια σχεδία στη θάλασσα για να διαπιστώσει τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόταν στα κύματα και σχεδίασε πολυάριθμα σκίτσα πριν καταλήξει στην τελική του σύνθεση.

Ο πίνακας εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου (πτέρυγα Sully, 2ος όροφος, αίθουσα 61). 

Ιστορικό υπόβαθρο

Το 1816 η νέα γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει ένα μικρό στόλο στο λιμένα του Πορ Λουί της Σενεγάλης για να αναλάβει, όπως είχε συμφωνηθεί, την διακυβέρνηση στην ως τότε αγγλική αποικία. Ο στολίσκος αποτελείτο από τέσσερα σκάφη, το μπρίκι Argus, το ανεφοδιαστικό Loire, την κορβέτα Echo και την φρεγάτα Medusa ("Μέδουσα"). Το τελευταίο σκάφος μετέφερε τους επιβάτες, μεταξύ των οποίων ήταν και ο νέος Γάλλος κυβερνήτης Ζυλιέν-Ντεζιρέ Σμαλτζ (Julien-Desiré Schmalz) και τη σύζυγό του Ρεν (Reine). Συνολικά στο σκάφος αυτό επέβαιναν 400 άτομα, συμπεριλαμβανομένων και των 160 μελών του πληρώματος. Κυβερνήτης στη "Μέδουσα" ορίστηκε ο Υγκ Ντυρουά ντε Σωμερύ (Hugues Duroy de Chaumereys), ο οποίος δεν είχε κανένα προσόν για να αναλάβει παρόμοια αποστολή, παρά μόνον την γνωριμία του με τον αδελφό του βασιλέα και είχε να ταξιδέψει στη θάλασσα για περισσότερα από είκοσι χρόνια χωρίς ποτέ να έχει αναλάβει την διακυβέρνηση πλοίου. Οι περισσότεροι συνάδελφοί του δυσαρεστήθηκαν με την ανάληψη αυτής της θέσης από τον ντε Σωμερύ, τον οποίο θεωρούσαν απλά έναν ευνοούμενο του καθεστώτος, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί κλίμα έντασης σε ολόκληρο τον στολίσκο. Ο κυβερνήτης του Loire υποπλοίαρχος ντε Τους (des Touches) αναφέρει σχετικά: «Ο Ντυρουά ντε Σωμερύ ήταν ένας ευγενής αυλικός, αλλά όχι σοβαρά σκεπτόμενος, ενώ θεωρούσε ότι, λόγω της θέσης του, εγώ θα έπρεπε να είμαι υπάκουος υπηρέτης του. Αρχικά του έδωσα να καταλάβει ότι δεν είχα λάβει εσφαλμένη θέση όταν υπηρέτησα τη χώρα μου την περίοδο που αυτός είχε επιλέξει την εξορία. Στη συνέχεια η στάση του απέναντί μου άλλαξε, κάτι που ήταν χαρακτηριστικό του. Όπως συμβαίνει σε όλους τους μη ικανούς αυλοκόλακες, ήταν εύκολα διαχειρίσιμος.»
Στις 17 Ιουνίου 1816 ο στολίσκος απέπλευσε από το Ροσφόρ του νομού Σαράντ-Μαριτίμ (Rochefort, Charente-Maritime) με προορισμό το Πορ-Λουί της Σενεγάλης. Σε μια προσπάθεια να υπερφαλαγγίσει χρονικά τα άλλα σκάφη του στολίσκου, η "Μέδουσα", λόγω κακής πλοήγησης, βρέθηκε περίπου 100 μίλια εκτός πορείας με συνέπεια στις 2 Ιουλίου 1816 να προσαράξει σε μια σύρτι της δυτικής ακτής της Αφρικής, κοντά στην σημερινή Μαυριτανία. Η προσάραξη αυτή αποδίδεται στην ανικανότητα του ντε Σωμερύ. Όλες οι προσπάθειες αποκόλλησης του σκάφους απέβησαν άκαρπες και αποφασίστηκε η εγκατάλειψή του με τις σωσίβιες λέμβους. Ωστόσο ο αριθμός και το μέγεθός τους ήταν ανεπαρκή για τον αριθμό των επιβαινόντων, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η επιβίβαση όλων των επιβατών και μελών του πληρώματος σε αυτές. Ως συνέπεια, αποφασίστηκε η κατασκευή μιας σχεδίας, η οποία θα προσδενόταν στις λέμβους προκειμένου να ρυμουλκηθεί από αυτές ως την ακτή. Η σχεδία κατασκευάστηκε, επιβιβάστηκαν περίπου 150 άτομα σε αυτήν, αλλά όταν έπεσε στο νερό όλα τα σχοινιά πρόσδεσής της στις λέμβους κόπηκαν μυστηριωδώς, αν και σύμφωνα με άλλες πηγές ο ίδιος ο Σωμερύ αποφάσισε να κοπούν τα σχοινιά, γιατί η ρυμούλκηση της σχεδίας από τις λέμβους ήταν αδύνατη. Τα 150 άτομα που επέβαιναν στη σχεδία διέθεταν ελάχιστα τρόφιμα και νερό, κανένα μέσο πλοήγησης και ήταν τόσο στριμωγμένοι στη σχεδία που σχεδόν δεν είχαν χώρο να μετακινηθούν. Ο πλους της σχεδίας ήταν πραγματική κόλαση για τους επιβαίνοντες. Μερικοί παρασύρθηκαν από τα κύματα κατά τη διάρκεια καταιγίδων, άλλοι πέθαναν κατά τη διάρκεια μιας βίαιης εξέγερσης, ενώ από την τρίτη ημέρα άρχισαν να παρατηρούνται φαινόμενα κανιβαλισμού. Την έκτη ημέρα οι τραυματίες και οι άρρωστοι ρίχτηκαν στη θάλασσα για να εξοικονομηθούν τα ελάχιστα εφόδια που απέμεναν. Η σχεδία παρασύρθηκε από τα ρεύματα και εξακολούθησε να πλέει για μια ακόμη εβδομάδα, συνολικά δηλ. επί 13 ημέρες, πριν βρεθεί ολοσχερώς κατά τύχη, και περισυλλεγεί από το πλοίο Argus. Το ναυάγιο ξεπέρασε τα όρια μιας καταστροφής λόγω των φαινομένων κτηνωδίας και κανιβαλισμού που έλαβαν χώρα μεταξύ των επιβαινόντων. Από τους 150 περίπου επιβαίνοντες περισυνελέγησαν ζωντανοί μόνον δέκα.
Η γαλλική κυβέρνηση κατηγορήθηκε για τον διορισμό του ανεπαρκούς Σωμερύ ως κυβερνήτη της "Μέδουσας", που έγινε με μοναδικό κριτήριο την εύνοια του Λουδοβίκου του 18ου προς αυτόν, αλλά και για τα ανεπαρκή σωστικά μέσα με τα οποία ήταν εφοδιασμένη η φρεγάτα. Η υπόθεση έλαβε μεγάλη δημοσιότητα από την φιλελεύθερη αντιπολίτευση, την οποία ο Ζερικώ βοήθησε δημιουργώντας δύο λιθογραφίες για την εικονογράφηση ενός φυλλαδίου που εκδόθηκε ως "κατηγορητήριο" κατά της κυβέρνησης, το οποίο στηρίχθηκε στις αφηγήσεις δύο επιζώντων.

Διαβάστε περισσότερα εδώ : https://homouniversalisgr.blogspot.com/

The Sinking Of The Titanic  by Graham Coton


Το ναυάγιο του Τιτανικού 

Ο «Τιτανικός» είναι ίσως το πιο διάσημο πλοίο όλων των εποχών. Η μνήμη του παραμένει ολοζώντανη στις ημέρες μας, μέσα από πολυάριθμα βιβλία, εκατοντάδες ταινίες και εκθέσεις.

Το μοιραίο παρθενικό ταξίδι

Την Τετάρτη 10 Απριλίου 1912 ο «Τιτανικός» θα ξεκινούσε για το πρώτο και τελευταίο ταξίδι του.

Το πολυτελές υπερωκεάνιο, με καπετάνιο τον 62χρονο εγγλέζο Έντουαρντ Σμιθ (αρχικαπετάνιο της White Star Line) και πλήρωμα 885 άνδρες και γυναίκες, θα μετέφερε 1.339 επιβάτες, με δύο ενδιάμεσες σταθμεύσεις προς τον τελικό προορισμό του, που ήταν το λιμάνι της Νέας Υόρκης.

Η άφιξή του ήταν προγραμματισμένη για τις 17 Απριλίου.

Από τις 9:30 το πρωί άρχισαν να καταφθάνουν στο Σαουθάμπτον οι πρώτοι επιβάτες, με ειδικούς συρμούς από το Λονδίνο.

Πρώτοι άρχισαν να επιβιβάζονται οι επιβάτες της Γ’ Θέσης, άνθρωποι του μόχθου και τυχοδιώκτες απ’ όλη την Ευρώπη, που αναζητούσαν το «αμερικάνικο όνειρο» και έπρεπε πρώτα να περάσουν από έλεγχο για τυχόν λοιμώδεις αρρώστιες.

Οι επιβάτες της Α’ και Β’ θέσης ήταν, ως επί το πλείστον, πλούσιοι τουρίστες, που επιβιβάστηκαν στον «Τιτανικό» μία ώρα πριν από την αναχώρησή του.

Ο «Τιτανικός» με 922 επιβάτες αναχώρησε στις 12 το μεσημέρι, με κατεύθυνση το Χερβούργο της Γαλλίας, πρώτο σταθμό του ταξιδιού του.




Στο λιμάνι του Σαουθάμπτον παραλίγο να εμπλακεί σε ατύχημα, όταν το κύμα που προκάλεσε το τεράστιο εκτόπισμά του έσπασε τους κάβους του αγκυροβολημένου πλοίου City of New York, το οποίο παραλίγο να συγκρουστεί με τον «Τιτανικό».

Με καλό αλλά και κρύο καιρό, ο «Τιτανικός» προσέγγισε την ίδια ημέρα το γαλλικό λιμάνι του Χερβούργου, όπου παρέλαβε 274 επιβάτες και αποβίβασε 24.

Με πορεία προς την Ιρλανδία, έφθασε στο λιμάνι του Κορκ στις 11:30 το πρωί της 11ης Απριλίου, όπου παρέλαβε άλλους 120 επιβάτες, ενώ αποβίβασε επτά, ανάμεσά τους και τον πατέρα Φράνσις Μπράουν, ιησουίτη μοναχό και δεινό φωτογράφο, στον οποίον οφείλουμε πολλές από τις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στα καταστρώματα του «Τιτανικού».

Μετά την αναχώρησή του από το Κορκ, το πολυτελές υπερωκεάνιο χάραξε πορεία προς τη Νέα Υόρκη διαμέσου του Βορείου Ατλαντικού. Οι πρώτες τρεις μέρες του ταξιδιού πέρασαν χωρίς απρόοπτα.

Παρά τις προειδοποιήσεις για επιπλέοντα παγόβουνα στην περιοχή του Νιουφάουντλαντ, το πολυτελές υπερωκεάνιο έπλεε με πρόσω τις μηχανές, καθώς όπως πίστευε ο καπετάνιος Σμιθ τα παγόβουνα δεν αποτελούσαν ιδιαίτερο κίνδυνο για ένα πλοίο της κλάσης του «Τιτανικού».

Όμως, στις 11:40 μ.μ. της 14ης Απριλίου συνέβη το μοιραίο.

Ο «Τιτανικός», πλέοντας με σχετικά υψηλή ταχύτητα των 22 κόμβων και χωρίς καμία προφύλαξη, προσέκρουσε σε παγόβουνο, 37 δευτερόλεπτα αφότου έγινε αντιληπτό από το πλήρωμα.

Πέντε από τα στεγανά του πλοίου αρχίζουν να μπάζουν νερά και η πλώρη άρχισε να καταβυθίζεται.

Πλήρωμα και επιβάτες ήταν ανέτοιμοι για μια τέτοια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.

Οι σωστικές λέμβοι επαρκούσαν μόνο για τους μισούς επιβάτες. Επικράτησε πανικός.

Στις 12:05 π.μ. της 15ης Απριλίου ο καπετάνιος διατάσσει να ετοιμαστούν οι σωσίβιες λέμβοι.

Στις 12:45 π.μ. η πρώτη σωσίβια λέμβος με γυναικόπαιδα, όπως επιτάσσει το πρωτόκολλο, «κατεβαίνει» στη θάλασσα.

Στις 2:20 π.μ. ο «Τιτανικός» βυθίζεται, λίγα δευτερόλεπτα αφότου έσπασε στα δύο.

Οι εναπομείναντες επιβάτες και μέλη του πληρώματος πηδούν στα παγωμένα νερά του Βορείου Ατλαντικού για να σωθούν, αλλά βρίσκουν σχεδόν ακαριαίο θάνατο από υποθερμία ή καρδιακή προσβολή, καθώς η θερμοκρασία του νερού είναι στους -2 βαθμούς Κελσίου.

Τα σήματα κινδύνου του βυθιζόμενου «Τιτανικού» δεν απέδωσαν αμέσως, καθώς παραπλέοντα πλοία δεν υπήρχαν.

Στις 4:10 π.μ. το υπερωκεάνιο «Καρπάθια» της Cunard Line βρέθηκε στον τόπο του ναυαγίου και περισυνέλεξε τους πρώτους ναυαγούς.

Στις 8:30 π.μ. περισυλλέγονται και οι επιβάτες της τελευταίας σωστικής λέμβου και το «Καρπάθια» με τους 711 διασωθέντες θα καταπλεύσει στο λιμάνι της Νέας Υόρκης στις 18 Απριλίου 1912.
(Πηγή πληροφοριών: sansimera.gr)


Titanic 1996 Full movie

Man Proposes, God Disposes by Sir Edwin Landseer 

ΤΑΙΝΙΑ : O Ναυαγός -  Cast Away


O Ναυαγός - Cast Away είναι μια περιπετειώδης, δραματική ταινία Αμερικανικής παραγωγής 2000 με σκηνοθέτη και παραγωγό τον Ρόμπερτ Ζεμέκις και πρωταγωνιστή τον Τομ Χανκς, που υποδύεται έναν εργαζόμενο της εταιρείας FedEx ο οποίος βρίσκεται απομονωμένος σε ένα ακατοίκητο νησί όταν το αεροπλάνο στο οποίο επέβαινε, κατέπεσε στον Νότιο Ειρηνικό. Η ταινία απεικονίζει τις προσπάθειές του να επιβιώσει στο νησί χρησιμοποιώντας ό,τι απέμεινε από το φορτίο του αεροπλάνου. Η ταινία ήταν εμπορική επιτυχία με θετικές επίσης κριτικές και ο Χανκς έλαβε υποψηφιότητα για βραβείο Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου

Το 1995, ο Τσακ Νόλαντ (Τομ Χανκς) είναι ένας αναλυτής συστημάτων που ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο επιλύνοντας προβλήματα παραγωγικότητας στις αποθήκες της FedEx. Έχει μακροχρόνια σχέση με την Κέλι Φρίαρς (Έλεν Χαντ), η οποία κατοικεί στο Μέμφις. Παρόλο που το ζευγάρι θέλει να παντρευτεί, το επαγγελματικό πρόγραμμα του Τσακ δεν τους το επιτρέπει. Ανήμερα των Χριστουγέννων, ο Τσακ καλείται να επιλύσει ένα πρόβλημα στη Μαλαισία διακόπτοντας την οικογενειακή συγκέντρωση. Ενώ πετάει για Μαλαισία μέσω μιας βίαιης καταιγίδας, το αεροπλάνο του πέφτει στον Ειρηνικό ωκεανό. Ο Τσακ καταφέρνει να βγει από το βυθιζόμενο αεροπλάνο και σώζεται χάρη μιας φουσκωτής ναυαγοσωστικής λέμβου αλλά στη συνέχεια χάνει τον πομπό εντοπισμού έκτακτης ανάγκης της λέμβου. Προσκολλάται στη λέμβο, χάνει τις αισθήσεις του και επιπλέει όλο το βράδυ πριν ξεβραστεί στη στεριά ενός νησιού. Όταν επανακτά τις αισθήσεις του ερευνά το νησί για να ανακαλύψει σύντομα ότι είναι ακατοίκητο.

Διάφορα FedEx πακέτα ξεβράζονται επίσης στη στεριά, όπως επίσης και το πτώμα ενός από τους πιλότους του αεροπλάνου, το οποίο και θάβει. Αρχικά, προσπαθεί να στείλει σήμα διάσωσης και επιχειρεί να φύγει από το νησί με ό,τι απέμεινε από την ναυαγωσωστική λέμβο, αλλά δεν μπορεί να πάει πέρα από τον κοραλλιότοπο και τα δυνατά κύματα που περιβάλλουν το νησί. Ψάχνει για φαγητό, νερό και καταφύγιο καθώς ανοίγει τα πακέτα στα οποίο βρίσκει πράγματα τα οποία μπορεί να του φανούν χρήσιμα ενώ αφήνει ανάνοικτο μόνο ένα πακέτο με ζωγραφισμένα φτερά πάνω. Κατά την πρώτη του προσπάθεια να ανάψει φωτιά, ο Τσακ τραυματίζει το χέρι του και θυμωμένος αρχίζει να πετάει διάφορα αντικείμενα, συμπεριλαμβανομένου και μιας μπάλας του βόλεϊ της εταιρείας αθλητικών ειδών Γουίλσον. Λίγο αργότερα, χρησιμοποιώντας το αποτύπωμα που άφησε το ματωμένο του χέρι πάνω στην μπάλα, ζωγραφίζει ένα πρόσωπο, ονομάζοντάς το Γουίλσον και αρχίζει να του μιλάει.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Τσακ είναι δραματικά πιο αδύνατος, με γένια, μακριά μαλλιά και φοράει ένα περίζωμα, έχει αποκτήσει εμπειρία στο να ψαρεύει με δόρυ και να ανάβει φωτιές. Έχει επίσης συχνές συνομιλίες και διαφωνίες με τον Γουίλσον, την μπάλα του βόλεϊ, ο οποίος τώρα είναι ο μόνος του φίλος. Ένα μεγάλο μέρος φορητής τουαλέτας ξεβράζεται στο νησί και ο Τσακ τη χρησιμοποεί ως ιστίο για τη σχεδία που κατασκευάζει. Περνώντας χρόνο κτίζοντας και ανεφοδιάζοντας τη σχεδία και αποφασίζοντας ότι οι καιρικές συνθήκες είναι ευνοϊκές (χρησιμοποιώντας ένα ανάλημμα το οποίο δημιούργησε στη σπηλιά του για να μετράει τον χρόνο), σαλπάρει χρησιμοποιοώντας το ιστίο για να ξεπεράσει τα δυνατά κύματα. Μετά από κάποιο καιρό στον ωκεανό, η καταιγίδα σχεδόν διαλύει τη σχεδία. Την επόμενη μέρα, ο Γουίλσον πέφτει από τη σχεδία και παρασέρνεται στον ωκεανό, αφήνοντας τον Τσακ καταβεβλημένο από την μοναξιά. Αργότερα, ένα φορτηγό πλοίο τον εντοπίζει και τον μαζεύει από τον ωκεανό.

Μετά την επιστροφή του στον πολιτισμό, ο Τσακ μαθαίνει ότι τον θεωρούσαν για νεκρό. Η οικογένειά του και οι φίλοι του του είχαν κάνει κηδεία, ενώ η Κέλι έχει παντρευτεί έναν από τους οδοντιάτρους του Τσακ και έχει μια κόρη. Μετά την επανασύνδεσή του με την Κέλι, το ζευγάρι εκφράζει την αγάπη του που έχει ο ένας για τον άλλο, αλλά συνειδητοποιώντας ότι ένα μέλλον μαζί είναι αδύνατο λόγω τις υποχρεώσεις της Κέλι απέναντι στην οικογένειά της, χωρίζουν. Η Κέλι δίνει στον Τσακ τα κλειδιά του αυτοκινήτου που κάποτε μοιράζονταν. Αφού ο Τσακ αγοράζει μια νέα μπάλα του βόλεϊ, ταξιδεύει στο Κανάντιαν για να επιστρέψει το ανάνοικτο πακέτο FedEx στον ιδιοκτήτη του. Το σπίτι όμως είναι άδειο και έτσι αφήνει το πακέτο στην πόρτα μαζί με ένα σημείωμα που λέει ότι το πακέτο του έσωσε τη ζωή. Αποχωρεί και σταματά σε ένα σταυροδρόμι. Μια γυναίκα που περνά με ένα φορτηγάκι σταματά για να του εξηγήσει που οδηγεί ο κάθε δρόμος. Καθώς η γυναίκα απομακρύνεται με το φορτηγάκι, ο Τσακ παρατηρεί ότι το φορτηγάκι είναι το ίδιο με την εικόνα στο πακέτο. Ο Τσακ μένει να κοιτάει τον κάθε δρόμο και που οδηγεί και τότε προχωρεί προς το δρόμο που ακολούθησε η γυναίκα χαμογελώντας.



A First rate Man of War driven onto a reef of rocks, floundering in a gale  by George Philip Reinagle


ΜΟΥΣΙΚΗ

Το μπαρ το ναυάγιο ( To Bar To Nauagio ) - Αρλέτα

Στίχοι: Αρλέτα Μουσική: Αρλέτα Προχθές αργά στο μπαρ το ναυάγιο βρέθηκα να τα πίνω μ’ έναν άγιο καθότανε στο διπλανό σκαμπό και κοινωνούσε με ουίσκι και νερό Του είπα παππούλη τι ζητάς εδώ δεν είναι μέρος για έναν άγιο αυτό μου είπε, τέκνον κάνεις μέγα λάθος εδώ είναι ο φόβος των ανθρώπων και το πάθος Κοίταξε γύρω του στεγνούς και μεθυσμένους και μου είπε εγώ τους αγαπάω τους κολασμένους αν θες ν’ αγιάσεις πρέπει ν’ αμαρτήσεις ε κι αν προλάβεις, ας μετανοήσεις Προχθές αργά στο μπαρ το ναυάγιο βρέθηκα να τα πίνω μ’ έναν άγιο καθότανε στο διπλανό σκαμπό και κοινωνούσε με ουίσκι και νερό καθότανε στο διπλανό σκαμπό στο τέλος πλήρωσε και το λογαριασμό


Ναυαγός – Από την Παλατινή Ανθολογία

Shipwreck off Nantucket  by William Bradford 


Σαν ναυαγός Μητροπάνος Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου Μουσική: Βασίλης Παπακωνσταντίνου Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου & Δημήτρης Μητροπάνος ( Ντουέτο ) Θα σου γλιστρήσει από τα χέρια άλλη μια μέρα θα τις μετράς και θα` ναι οι μισές θα βλέπεις θάλασσα και θα` σαι σε μια ξέρα μόνο τα κύματα θ` ακούς και τις φωνές. Κάνει στην άκρη ο καιρός να σε χωρέσει μια αυταπάτη οι επιλογές Έχεις αφήσει το ταξίδι σου στη μέση για το χατίρι σου αλλάζουν οι εποχές. Κρύβεις ακόμα μια φορά το πρόσωπό σου μακάρι να` τανε τα πάντα αλλιώς Μακάρι να` ταν να περνούσε το δικό σου νιώθεις χαμένος, αλλά είσαι ζωντανός. Σαν ναυαγός που ονειρεύεται καράβια κρατώντας τη φωτιά του ζωντανή ψάχνεις ακόμα στον ορίζοντα σημάδια που θα σε φέρουν πάλι πίσω στη ζωή. Χάνεις αυτό που σου` χει τύχει για να ζήσεις είναι το σήμερα αίμα ζεστό ένα τσιγάρο σου` χει μείνει να καπνίσεις δεν έχει αλλού, δεν έχει αλλιώς, μόνο εδώ.

The Nereids by Joaquin Sorolla




Θοδωρής Κοτονιάς & Μακρινά Ξαδέρφια – Ναυαγός
Μουσική - Στίχοι: Θοδωρής Κοτονιάς

ΝΑΥΑΓΟΣ

Καράβι είμαι στ’ ανοιχτά
που ψάχνει για λιμάνι,
που όλο βλέπει τη στεριά
κι όμως ποτέ δε φτάνει.

Το σπίτι σου δυο βήματα,
μα ξενιτιά μου μοιάζει,
έγινε ο κόσμος θάλασσα
κι όπου πατώ βουλιάζει.

Το φυλαχτό που μου `δωσες
το έχω φυλαγμένο,
μα πιο κακό απ’ το χωρισμό,
δεν έχω να προσμένω.

Και με βρήκαν ναυαγό,
έξω από την Αμοργό.

Shipwreck on the Coast  by Eugene Delacroix


Ο ΝΑΥΑΓΟΣ – ΤΑ ΞΥΛΙΝΑ ΣΠΑΘΙΑ

ΣΤΙΧΟΙ - 
ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ

Ταξίδεψα όσο βαθύτερα μπορούσα μες στις μέρες
είδα γαλέρες, ψευτοπαντιέρες
και καπετάνιους που κερδίζουν τη ζωή τους με φοβέρες, λέρες
και τώρα ξέμεινα, εδώ που στέκονται αιώνια ακίνητες οι μέρες.

Είχα ξεχάσει πια τι έψαχνα να βρω, κάποια πατρίδα,
ώσπου σε είδα
σαν να μην είχες δει ποτέ σου ναυαγό

Εγώ ήθελα απλώς να πιω λίγο νερό μα εσύ διψούσες
για τον απέραντο βαθύ ωκεανό.
Όλο ρωτούσες
αν πέρασα απ’ την ήπειρο των Μάγων,
αν ξέρω να διαβάζω τον καιρό.

Λίγο πριν χάσω τις αισθήσεις μου πριν να παραδοθώ
σε ρώτησα ποιοί μένουνε εδώ
κι εσύ μου απάντησες μέσα από τον καπνό
κοιμήσου τώρα έχουμε καιρό.
Αυτή είναι η γη των λωτοφάγων.

Σ’ ένα δωμάτιο με νεράιδες κάτι χρώματα
μέσα από σήραγγες περνάγαμε και βγαίναμε
σ’ ένα υπόγειο ωκεανό
σε μία βάρκα οι ψυχές,
ένα βαρκάρη που όλο βιάζεται
Θεέ τι να πω
Αφήστε με ακόμα λίγο εδώ παρακαλώ
Εκατομμύρια σταλακτίτες σ’ ουρανό χρυσή βροχή
και σταλαγμίτες κατ’ εικόνα ομοιώματα πλανήτης Γη
Είχα ξεχάσει πια τι έψαχνα να βρω
Αυτή είναι η γη των λωτοφάγων

The Shipwreck, 1883 by Ivan Aivazovsky



Ναυαγός – Αλκίνοος Ιωαννίδης

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης Στίχοι: Κώστας Καρτελιάς

Αχ θάλασσά μου όταν ξυπνάς στου φεγγαριού τη χάση Να με κουνάς ανάλαφρα ύπνος να μη με πιάσει Γιατί είναι ο ύπνος μου βαρύς απ’ όσα έχω περάσει Μέρες τα κύματα μετρώ νύχτες τα ημερεύω Να βρω λιμάνι να σταθώ νησάκι να κατέβω Φυσάει βοριάς φυσάει νοτιάς και ‘γω όλο ταξιδεύω Να βρω λιμάνι να σταθώ νησάκι να κατέβω Αχ θάλασσά μου που μιλάς των κοχυλιών τη γλώσσα Πάρε από 'μέ τα βάσανα και κάντα μοιρολόγια Γιατί τον πόνο της καρδιάς δεν τον λένε λόγια Μέρες τα κύματα μετρώ νύχτες τα ημερεύω Να βρω λιμάνι να σταθώ νησάκι να κατέβω Φυσάει βοριάς φυσάει νοτιάς και ‘γω όλο ταξιδεύω Να βρω λιμάνι να σταθώ νησάκι να κατέβω Αχ θάλασσά μου όταν ξυπνάς στου φεγγαριού τη χάση Να με κουνάς ανάλαφρα ύπνος να μη με πιάσει


The Lifeboat by William Lionel Wyllie



















1 σχόλιο: