Με αγέρι νοτιά
Με μια θλίψη έσμιξα
Κι από κάποια σχισμή
Ονείρου ανταύγεια
Θαρρείς πως είδα
Και στο όνειρο
διάβηκα
Και στο όνειρο έσβησα
Μη ρωτήσεις τον
άνεμο
Για τ᾽ αχνάρια που πήρα
Μη και έμειν᾽
ανάμνηση
Από όλο το διάβα μου;
Μη και στέφανα
δάφνης
Θριάμβων πορεία;
Κάπως έτσι η ανάσα
μου
Έσμιξε κι έσβησε
Μ´ ένα κάποιο
χαμόγελο
Σε θυσίας θητεία
Και μ᾽ ανέμου φιλιά
Σε μια λήθη έγειρα
Σ᾽ ουτοπίας ορόσημο
Φαντασίας ελπίδα.
Μη ρωτήσεις τον
άνεμο
Για τ᾽ αχνἀρια που πήρα
Βοριά οι ριπίδες
Σε κύμα αλμύρας
Και εκεί τη χαρά μου
Στο αγέρι έταξα
Κοχύλια της άμμου
Πελάγου αστερίες
Η ζωή μας είπα
Νησιά με την θύελλα
Την άγρια την θάλασσα
Κι εκεί ναυαγός
Μιας μέθης και βρήκα
Ειρήνη στην άμπωτη
Στο όνειρο άφεση
Γραφίδες της πάλης
Μια λίγη ευτυχία
Μη ρωτάς πια τον
άνεμο
Για τ᾽ αχνάρια που πήρα
Στους λειμώνες της γης
❀ ❀ ❀ ❀
Στους λειμώνες της
γης
Με αιώνες έσμιξα
Και με δέος το θαύμα
της ζήσης είδα
Κάποια αχνάρια χαράς
Μοναχή μου έψαξα
Και στο άκληρο διάβα
Μιαν αγάπη δεν είχα
Με ανέμους τους
δρόμους
Συντροφιά σεργιάνισα
Στους αδύναμους ώμους
Μια ελπίδα γι᾽
ασπίδα.
Μη μου πάρει ο
άνεμος
Το πικρό μου το όνειρο
Μη χαθεί στην πορεία
Της χαράς μου η πυξίδα
Και σ᾽ αγιάζι ανέμων
Την όψη μου έχρισα
Με μια γεύση αλμύρας
Η αμίλητη πίκρα
Μη μου πάρεις καρδιά
μου
Το ανέλπιδο όνειρο
Μη και σβήσει για
πάντα
Προσμονής η ελπίδα
Στην οργή των καιρών
Τη ζωή μου διάβηκα
Και στο δάκρυ του
νότου
Λιγοστή η ευτυχία
Μη ρωτήσεις τον
άνεμο
Για τ᾽ αχνάρια που πήρα
Και σ᾽ αιώνων σιγή
Και σε λήθη έσβησα
Κάτι ψήγματα αγάπης
Μοναχή μου βρήκα
Κι᾽ αν τη γνώση του
κόσμου
Κάπως λίγο αγάπησα
Στην τρανή την υφή της
Ειρήνη δεν είχα
Του βοριά η ανάσα
Πια όλα τα ᾽συρε
Σε δρόμους λήθης
Σε χέρσα ουτοπία
Και με άνεμο έσμιξαν
Και στον άνεμο έσβησαν
Τα αχνάρια που πήρα
❀ ❀ ❀ ❀
Κρίνα κι αγγελικές
στα μονοπάτια του ναίσκου
Εκεί, ανάλαφρη θωριά
διάβηκες σαν αυγή
Κι έμοιαζε όνειρο η στιγμή με τ´ άσπρο φόρεμά
σου
Λεμονανθοί κι
υάκινθοι στολίζαν το κορμί
Σκιές οι μνήμες
σεργιανούν στου δειλινού την ώρα
Με άνοιξης τις
ευωδιές σμίγουνε στη σιγή
Και μαργαρίτες
κάτασπρες και μύρο από μια βιόλα
Θυμίζουνε την όμορφη
του γάμου τελετή
Ω, στα γλυκά τα
μάτια σου οι θύμησες τρυγίσαν
Το μέλι το
γλυκύτατο, νέκταρ για τη ζωή
Την όμορφή σου την
μορφή μοίρες μη και φθονήσαν
Και έδεσαν τα
στέφανα μ᾽ αγκάθινο κλαδί;
Κρίνο και η καρδούλα
σου και στ᾽ όνειρο εδόθη
Κι ας μάδησαν οι
άνεμοι την άδολη χαρά
Μ᾽ αγράμπελη λες
έσμιξαν της νιότης σου οι πόθοι
Με δάκρυαπου κύλισαν
μα φέραν λευτεριά
Στο εικονοστάσι τώρα
προσφορά στεφάνια, ξεχασμένοι όρκοι
Τα χρόνια κύλισαν
συρμό πίκρας και ερημιάς
Κισσός στις πέτρες του ναού και στη φτωχή την κόχη
Και παπαρούνες
πορφυρές εχρίσαν την καρδιά.
❀ ❀ ❀ ❀
Είδα το κύμα του
γιαλού και σε θυμήθηκα
Λεύκας το θρόισμα
και γύρισες στο νου
Πως και μια τόση
ευτυχία την αρνήθηκα
Παράθυρο που έκλεισε
στη ζέστη τ ουρανού
Και με τ᾽ ανέμου τα
φτερά ήλθα σ᾽ αγκἀλιασα
Μια μεταμέλεια σ᾽ ερημική
πικρή σιγή
Ω, να μπορούσα πάλι
λίγο να᾽γερνα
Σ᾽ ονείρου
κεφαλόσκαλο και ουτοπίας χλιδή
Σκιές απ ᾽όνειρα και
λες και με τυλίξανε
Ιτιάς θαρρείς
κλωνάρια θλιβερά, αποπνικτικά
Χρόνια οι ελπίδες σβήσανε
ειρηνικά και σμίξανε
Λίμνης ανταύγειες
από κάστρα μυθικά
Και παραμύθι,
ουτοπίες, άστρα, κρίνανθα
Πλέξαν πολύχρωμο
στεφάνι της ζωής
Πνοές καλοκαιριού
πια το μαράνανε
Μα μένει πάντα μες᾽
στο νου
Στεφάνι ενός γλυκού Μαγιού
❀ ❀ ❀ ❀
Ω, με το κύμα έλα
μου
Βάρκα των λογισμών μου
Εκεί να δέσεις τα
όνειρα
Στου μόλου την τριχιά
Μη και τ´ αγέρι του
νοτιά
μου πάρει τον καλό μου
μη και χαθεί η χαρά
μου
σε ξένη ακρολιμνιά
Μια πεταλούδα κι έγειρε
στου νούφαρου το μίσχο
Κι ο γλάρος που
ταξίδεψε
στην άκρη τ´ουρανού
λες κι έσυρε τη
σκέψη σου
στον ελαφρύ του ίσκιο
κάτι λογάκια σου
γλυκά
στα τρίσβαθα του νου
Φύλλων σκιές,
νανούρισμα
τ´ ανάριο θρόισμά του
Κι η βάρκα να
λικνίζεται
στα ήρεμα νερά
Παρέα με το άκληρο
το μάταιο πέρασμά
σου
Ἰσκιοι και σούρουπα
μαβιά
η
μόνη συντροφιά
Και με τα νούφαρα τα
ροζ
που κρύβουν τη θολούρα
Γκρίζου νερού
λιμνάζοντος
στην όχθη τη ρηχή
Εκεί η αγάπη μου η
παλιά
της λίμνης σημαδούρα
Τα ξωτικά και τα
στοιχειά
θα ζει να καρτερεί
❀ ❀ ❀ ❀
Να᾽τανε Θε μου ν᾽
άνθιζε
Στη γη μου ένα άνθος
Με πέταλα,
δροσοσταλιές
Και χρώμα ροδαλό
Ένα μικρό και ταπεινό
Κάτι σαν ασφοδίλι
Να το κοιτώ και να
θωρώ
Όσα στη γη αγαπώ
Να ᾽τανε στον
κατάξερο
Της ερημιάς μου κάμπο
Οι παπαρούνες ν᾽άνθιζαν
Με στάχυα αγκαλιά
Και μαργαρίτες
κάτασπρες
Με κίτρινο τον κόρφο
Να τις ρωτώ αν μ᾽αγαπά
Η έγνοια μου η παλιά
Να ᾽τανε στο παράθυρο
Του φτωχικού σπιτιού μου
Μια μαντζουράνα να ᾽δινε
Στον κόσμο ευωδιά
Και κόκκινα γαρίφαλα
Βλέμματα του καλού μου
Να στόλιζαν την
έρημη
Την άδεια μου φωλιά
Ιακωβίδης Γεώργιος, Θλιμμένη κόρη, 1879
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου