Σάββατο 16 Μαΐου 2020

Μένης Κουμανταρέας (17 Μαΐου 1931 - 5 Δεκεμβρίου 2014)



Ο Μένης Κουμανταρέας (17 Μαΐου 1931 - 5 Δεκεμβρίου 2014) ήταν Έλληνας συγγραφέας και μεταφραστής

Ο Μένης (Αριστομένης) Κουμανταρέας γεννήθηκε (1931) και μεγάλωσε στην Αθήνα. Το 1948 έζησε για έξι μήνες κοντά στο θείο του στο Λονδίνο, όπου και ήρθε σε επαφή με την εκεί πολιτιστική κίνηση. Τον επόμενο χρόνο, δηλαδή το 1949, αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών Κάρολος Μπερζάν και φοίτησε κατά καιρούς στη Νομική και Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο ναυτικό και εργάστηκε κατά καιρούς (σχεδόν είκοσι χρόνια) σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες.

Το 1961 ξεκίνησε να συνεργάζεται με το περιοδικό Ταχυδρόμος και την επόμενη χρονιά εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Τα μηχανάκια».

Η δίκη για το Αρμένισμα

Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας οδηγήθηκε τέσσερις φορές σε δίκη για το διήγημα του «Το Αρμένισμα». Η συλλογή του είχε λάβει το 1967 το Β' κρατικό βραβείο διηγήματος. Τα επίμαχα διηγήματα που προκάλεσαν την αυτεπάγγελτη δίωξη του εισαγγελέα ήταν τα Μέρα του 1638 και Οι γάμοι του Σπόρου και της Ποππαίας. Κρίθηκαν ως άσεμνα διότι περιείχαν σκηνές σε οίκο ανοχής, άντρες ντυμένους γυναίκες και αθυρόστομες εκφράσεις. Το Πλημμελειοδικείο Αθηνών του επέβαλε τέσσερις μήνες φυλακή με τριετή αναστολή για παράβαση του νόμου περί ασέμνων δημοσιευμάτων και άσκησε έφεση. Μάρτυρες κατηγορίες ήταν οι Παν.Νέζης συνταξιούχος εκπαιδευτικός, ο Πανεπιστημιακός Κωνσταντίνος Μερεντίτης, ο συνταξιούχος δημοδιδάσκαλος Αναστάσιος Αντωνόπουλος και ο Αντώνιος Κουερίνης αστυνομικός. Υπερασπιστές του ήταν οι Κωνσταντίνος Τσάτσος, Αλέξης Μινωτής, Δημήτρης Μυράτ, Κωστής Μπαστιάς,Αιμίλιος Χουρμούζιος, Βάσος Βαρίκας.Συνήγορος υπεράσπισής του ήταν ο πανεπιστημιακός Γεώργιος Κουμάντος. Το 1972 σπούδασε με υποτροφία στο Βερολίνο για έξι μήνες.

Μετά την δικτατορία

Από το 1982 ζούσε αποκλειστικά από τη συγγραφική του δραστηριότητα. Το 1987 το μυθιστόρημα του «Η φανέλα με το εννιά» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Παντελή Βούλγαρη. Κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, όπως τα Εκλογή, Ηριδανός, Επιθεώρηση Τέχνης, Οδός Πανός, Η λέξη και άλλα. Έργα του μεταφράστηκαν σε 13 γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, αλβανικά, ολλανδικά, τούρκικα, ρώσικα, εσθονικά, εβραϊκά και λετονικά.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και της Κρατικής Ορχήστρας Ελληνικής Μουσικής του Σταύρου Ξαρχάκου.
Το 2012 υπήρξε ένας από τους 32 ανθρώπους της τέχνης και του πνεύματος που συνυπέγραψαν το κείμενο «Τολμήστε», ένα δείγμα γραφής μερικών διανοούμενων της χώρας που υποστήριζε την αποδοχή του ελληνικού μνημονίου.

Ο θάνατός του

Tο βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου 2014, βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στην Κυψέλη «με εμφανείς μώλωπες στο λαιμό και το πρόσωπο». Η κηδεία του τελέστηκε την Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014 στο Α΄ Κοιμητήριο Αθηνών.
Στις 7 Ιανουαρίου 2015, ανακοινώθηκε από την Ελληνική Αστυνομία η εξιχνίαση της υπόθεσης δολοφονίας, με τη σύλληψη 26χρονου άνδρα και τη δημοσιοποίηση στοιχείων δεύτερου ατόμου, το οποίο θεωρείται συνεργός. Όπως προκύπτει από την ανακοίνωση της Αστυνομίας κίνητρο των δραστών, τους οποίους γνώριζε ο συγγραφέας, ήταν η ληστεία. Μετά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων του, ο συνεργός του δράστη παρουσιάστηκε αυτοβούλως στον εισαγγελέα και συνελήφθη. Τον Ιούλιο του 2015 το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών επέβαλε σε αμφότερους τους κατηγορούμενους πρωτοδίκως την ποινή της ισόβιας κάθειρξης για την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως συν τέσσερα έτη για την απόπειρα ληστείας

Βραβεύσεις

Ο Μένης Κουμανταρέας είχε τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τα έργα του Το Αρμένισμα (1967) και για το Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω (1997). Με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για τα έργα του Βιοτεχνία υαλικών (1976) και για το Δύο φορές Έλληνας (2002). Επίσης έχει τιμηθεί με το βραβείο Blue Book στην Έκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης το 2001, για το μυθιστόρημά του Ο ωραίος λοχαγός.
Στις 30 Δεκεμβρίου 2008, κατά την ετήσια τελετή της Ακαδημίας Αθηνών για την απονομή των ετήσιων βραβείων, ο Μένης Κουμανταρέας τιμήθηκε για σύνολο του έργου με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστας και Ελένης Ουράνη, το οποίο εποπτεύεται από την Ακαδημία Αθηνών. Κατά τη βράβευση του δήλωσε, «...θα έπρεπε να τα παίρνουμε νέοι, να μας δίνουν αυτοπεποίθηση, λεφτά και κουράγιο. Θυμάμαι όμως, μολονότι βραβευμένο το δεύτερο βιβλίο μου, 'Το αρμένισμα', δικάστηκε επί χούντας τέσσερις φορές και παραλίγο να καεί. Το τελευταίο, 'Το σόου είναι των Ελλήνων', σκεπάζεται τώρα από τους καπνούς των δακρυγόνων και τα δάκρυα για τον χαμό ενός νέου ανθρώπου αλλά και από τον φριχτό πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Οπωσδήποτε είναι μελαγχολικό να σε βραβεύουν για το σύνολο του έργου σου. Σημαίνει ότι όπου να 'ναι σημαίνουν κι οι καμπάνες..."
Εργα 

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2019) Τα μηχανάκια, Εκδόσεις Πατάκη
(2018) Ο ωραίος λοχαγός, Εκδόσεις Πατάκη
(2017) Η κυρία Κούλα, Εκδόσεις Πατάκη
(2016) Βιοτεχνία υαλικών, Εκδόσεις Πατάκη
(2015) Η σειρήνα της ερήμου, Εκδόσεις Πατάκη
(2014) Ο θησαυρός του χρόνου, Εκδόσεις Πατάκη
(2014) Ο θησαυρός του χρόνου, Εκδόσεις Πατάκη
(2014) Σεραφείμ και Χερουβείμ, Κέδρος
(2013) Θάνατος στο Βαλπαραΐζο, Εκδόσεις Πατάκη
(2012) Βιοτεχνία υαλικών, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2012) Η φανέλα με το εννιά, Κέδρος
(2011) Η συμμορία της άρπας, Ελευθεροτυπία
(2011) Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ, Κέδρος
(2010) Βιοτεχνία υαλικών, Κέδρος
(2010) Η κυρία Κούλα, Κέδρος
(2010) Ξεχασμένη φρουρά, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2010) Το αρμένισμα, Κέδρος
(2010) Το κουρείο, Κέδρος
(2009) Σ' ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά, Κέδρος
(2008) Το Show είναι των Ελλήνων, Κέδρος
(2007) Θυμάμαι την Μαρία, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Τα μηχανάκια, Κέδρος
(2006) Η γυναίκα που πετάει, Κέδρος
(2004) Ο ωραίος λοχαγός, Κέδρος
(2003) Νώε, Κέδρος
(2001) Δυο φορές Έλληνας, Κέδρος
(2001) Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω, Κέδρος
(2000) Η κυρία Κούλα, Κέδρος
(2000) Η συμμορία της άρπας, Κέδρος
(2000) Η φανέλα με το εννιά, Κέδρος
(1999) Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα, Κέδρος
(1999) Το κουρείο, Κέδρος
(1996) Τα καημένα, Κέδρος
(1991) Koula, Κέδρος
(1991) La verrerie, Kauffmann
(1990) Πλανόδιος σαλπιγκτής, Κέδρος
(1990) Σεραφείμ και Χερουβείμ, Κέδρος

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα


(2019) ... των δακρύων, Οδός Πανός
(2018) Λίγη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Γαβριηλίδης
(2018) Χωρίς μαγνητόφωνο, Πόλις
(2016) Το δικό μας Πάσχα, Νάρκισσος
(2014) Νεανική αλληλογραφία 1954 - 1960, Τόπος
(2013) Ημερολόγιο: Παιδιά του κόσμου, Εκδόσεις Γκοβόστη
(2010) Μ. Καραγάτσης: Ιδεολογία και ποιητική, Μουσείο Μπενάκη [εισήγηση]
(2008) Γιώργος Σεφέρης 1900-1971: 45 χρόνια μετά το Νόμπελ, Ελευθεροτυπία
(2008) Ενδοσκεληδόν, Ζήτρος
(2007) 21η Απριλίου: 1967-2007 40 χρόνια από το πραξικόπημα της Χούντας, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2007) Μπλε μελαγχολία. Σας αρέσει ο Μπραμς; Άλτιν, Κέδρος
(2006) Με τον ρυθμό της ψυχής, Κέδρος
(2004) Το χρονικό του Κέδρου, Κέδρος
(2003) Τα παιδικά μου χρόνια, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2001) Βόλος: Μια πόλη στη λογοτεχνία, Μεταίχμιο
(1999) Στα γήπεδα η πόλη αναστενάζει, Ιανός
(1998) Το καρότσι, Εκάτη
(1994) Δεκαοχτώ κείμενα, Κέδρος

Μεταφράσεις

(2013) Carroll, Lewis, 1832-1898, Οι περιπέτειες της Αλίκης στη χώρα των Θαυμάτων, Εκδόσεις Πατάκη
(2011) Faulkner, William, 1897-1962, Καθώς ψυχορραγώ, Κέδρος
(2010) Melville, Herman, 1819-1891, Τρεις απόκληροι, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2008) MacCullers, Carson, Η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου, Κέδρος
(1999) Faulkner, William, 1897-1962, Καθώς ψυχορραγώ, Κέδρος
(1996) Συλλογικό έργο, Ανθολογία του μαύρου χιούμορ, Αιγόκερως
(1996) Fitzgerald, Francis Scott, 1896-1940, Το πλουσιόπαιδο, Κέδρος
(1995) Hemingway, Ernest, 1899-1961, Οι φονιάδες, Κέδρος
(1995) Poe, Edgar Allan, 1809-1849, Στη δίνη του Μάελστρομ, Κέδρος
(1988) McCullers, Carson, Η μπαλλάντα του λυπημένου καφενείου, Κέδρος
(1984) Melville, Herman, 1819-1891, Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς, Οδυσσέας
(1980) Fitzgerald, Francis Scott, 1896-1940, Το πλουσιόπαιδο, Οδυσσέας
(1977) Büchner, Georg, 1813-1837, Λεντς, Ηριδανός
Hesse, Hermann, 1877-1962, Ντέμιαν, Ηριδανός
Carroll, Lewis, 1832-1898, Οι περιπέτειες της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων, Ερμείας

Λοιποί τίτλοι

(2014) Συλλογικό έργο, 15 βγαίνουν με κόκκινο, Τόπος [ανθολόγηση]
(1996) Χουρμουζιάδης, Κρίτων, Συμπόσιο, Κέδρος [επιμέλεια]

Αποσπάσματα 


i. Η κυρία Κούλα


Συνήθως η στάση της Ομόνοιας τους έβρισκε καθισμένους αντικρυστά, της γυναίκας τα γόνατα τοποθετημένα λοξά, μόλις να εξέχουν από τη φούστα τα πόδια του νεαρού ανοιχτά με φαρδιά μπατζάκια, όπως ήταν της μόδας. Εκείνη κρατούσε, πού και πού, κανένα δέμα αγορασμένο από την Ερμού, εκείνος μόνιμα το ντοσιεδάκι. Τον πρώτο καιρό δεν έβγαζαν λέξη. Ούτε τα καθιερωμένα «συγγνώμην», όταν ο νεαρός σηκωνόταν για να κατέβει στη Νέα Ιωνία. Περιορίζονταν στο να ρίχνουν φευγαλέες ματιές˚ τα πόδια της γυναίκας, το πρόσωπο του νεαρού˚ τα μάτια της μιας, το στόμα του άλλου. Κοίταζαν όπως οι επισκέπτες τα ζώα μέσα απ' τα κάγκελα στους ζωολογικούς κήπους. Καθόλου όμως αδιάκριτα, ούτε με επιμονή. Μόνο κάτι σαν διάλειμμα ανάμεσα στις υπόγειες στοές. Δικαιολογούσες αυτές τις ματιές από την έλλειψη ενός φυσικού τοπίου. Μα και όταν ακόμα, από το σταθμό της Αττικής, το τραίνο έβγαινε στον ανοιχτό χώρο, οι δυο συνταξιδιώτες εξακολουθούσαν να κοιτάζονται. Έμεναν απορροφημένοι, χωρίς τη ντροπή πού χωρίζει τ' ανθρώπινα βλέμματα και χωρίς τις στερήσεις που επιβάλλει η καλή αγωγή. Ακουμπούσαν, είναι η αλήθεια, όχι τόσο στα μάτια — κάτι που κούραζε, όπως κουράζει η συνεχής θέα τ' ουρανού — όσο περιδιάβαζαν ο ένας στο δέρμα του άλλου, περνώντας από τους ανοικτούς πόρους, τα μπιμπίκια, τις ελιές, χίλια περιστατικά που πλούτιζαν και χαρακτήριζαν τα πρόσωπά τους. Κάπου-κάπου, η γυναίκα έμοιαζε να συνέρχεται από μια ύπνωση, χαμήλωνε τα μάτια κι έμενε να κοιτάζει τα χέρια της, που για μόνο στολίδι είχαν τη βέρα. Γρήγορα όμως άφηνε πάλι τον εαυτό της ελεύθερο. Πιο πολύ κι απ' τον ίδιο το νεαρό, έμοιαζε να κοιτάζει κάπου πίσω απ' αυτόν, χαμένη μες στην αχλή πού σχημάτιζε ή λάμψη των μαλλιών του. Έμοιαζαν και των δυονών τα βλέμματα να είναι μια αμοιβαία ξεκούραση, μια ανάπαυλα της μέρας που τελείωνε και της νύχτας που ερχόταν. Με την ίδια φυσικότητα άρχισαν να μιλάν. Στην αρχή έλεγαν τα βασικά˚ «καλησπέρα», «καληνύχτα». Έπειτα άρχισαν να ξανοίγονται σε φρασούλες, όπως «ο καιρός κρύωσε» ή «σήμερα έχει πολύ κόσμο». Όταν η γυναίκα φαινόταν φορτωμένη, ο νέος προθυμοποιόταν να της κρατήσει κάποιο δέμα ή όταν τα χαρτιά από το ντοσιεδάκι του νεαρού ξεχείλιζαν, η κυρία τα έπαιρνε, τα ταχτοποιούσε, με χέρια που έμοιαζαν εξαιρετικά ανάλαφρα και στέρεα, επιστρέφοντάς του τα μ' ένα δειλό χαμόγελο σα να του έλεγε, «αύριο πάλι εδώ θα 'μαστε». Από την αρχή είχαν δώσει την εντύπωση μιας οικειότητας και μιας τεράστιας ακρίβειας σ' αυτό που έμοιαζε να 'ναι το ραντεβού τους. Τώρα πια χαμογελούσε ό ένας στον άλλον και συνεννοούνταν μ' ένα κούνημα του κεφαλιού. Το βλέμμα εκεινού κρεμασμένο επάνω της, ήταν σαν κάτι να περίμενε απ' αυτήν, το δικό της, γαλήνιο και κάπως θλιμμένο, έμοιαζε το βλέμμα μιας γυναίκας στερημένης γιό. Δίπλα τους, γύρω τους — άντρες, γυναίκες, στρίγκλικα παιδιά — ήταν σα να μην υπήρχαν. Όλοι μια μάζα, ένας πολτός. Συνέβαινε όπως όταν ταξιδεύεις μ' ένα φίλο στενό ή πρόσωπο αγαπημένο. Τότε η συνείδηση του κόσμου σβήνει γύρω σου, για να επιστρέψει βασανιστικότερη τη στιγμή που ξαναμένεις μόνος. Έτσι συνέβαινε και μ' αυτούς τους δύο. Θαρρούσες πως η διαδρομή ήταν μια πρόφαση. Όσο το ταξίδι διαρκούσε — αυτά τα είκοσι λεπτά — έμεναν αφοσιωμένοι μεταξύ τους, μ' ένα γαλήνιο απαύγασμα στο πρόσωπο που δημιουργεί η συντροφικότητα κι η αρμονική επαφή με τον άλλον. Αντίθετα, μόλις ο νέος σηκωνόταν, αδέξια κάπως συμμαζεύοντας τσιγάρα και ντοσιέ, το πρόσωπο της γυναίκας έπαιρνε μια παγωμένη ουδετερότητα. Μα κι ο νεαρός, περιμένοντας ωσότου ανοίξει η πόρτα, είχε ένα ύφος αδιάφορο που ερχόταν σ' αντίθεση μ' εκείνο που ήταν λίγο πριν. Τις στιγμές εκείνες έμεναν πετρωμένοι κι ανέκφραστοι καθισμένη η γυναίκα, όρθιος ο νεαρός. Έπειτα, καθώς το τραίνο άφηνε τη Νέα Ιωνία, η διαδρομή συνεχίζονταν μονότονα ως την Κηφισιά, οπότε κατέβαινε κι εκείνη. 

Πηγή: cityportal.gr



✦✦✦✦

ii. Αποσπάσματα από το 24ο και τελευταίο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα «Ο Θησαυρός του χρόνου»


Απόψε αφήνω πάλι τη Λιλή μόνη, αφού πρώτα βεβαιωθώ ότι κοιμάται, κι αρχίζω τα σουλάτσα. Παλιά στέκια, δρόμοι λησμονημένοι, με ονόματα λησμονημένα, ευεργετών, ηρώων, φιλελλήνων, γνωστών που σήμερα είναι άγνωστοι, δρόμοι που οδηγούν σε ερειπωμένα σπίτια, χαμοκέλες, μπαρ που μοιάζουν με φαρμακεία που διανυκτερεύουν, διαμερίσματα-κλουβιά που βλέπουν σε φωταγωγούς.


Φωταγωγός είναι σήμερα πια η πόλη. Κι ας απέκτησε λουσάτα μαγαζιά και εμπορικά κέντρα, διαφημίσεις που αναβοσβήνουν, καταστήματα υγιεινής διατροφής, κέντρα που ξενυχτούν, εμένα μου φαίνεται πιο σκοτεινή κι ασφυκτική παρά ποτέ. Δεν ξέρω αν όσοι βαδίζουν πλάι μου είναι άνθρωποι ή ίσκιοι, δικοί μας ή ξένοι. Κανονικοί ή χαπακωμένοι. Οι μαύροι μοιάζουν με μπάλωμα στο δέρμα της νύχτας, κι ακούω τις χρωματιστές πουτάνες να ξεσκίζονται σε γέλια και λαρυγγισμούς. Πέρα, στο βάθος, κάτω από σήραγγες, γέφυρες κι ανισόπεδες διαβάσεις, ακούω τα’ αυτοκίνητα με λάστιχα ξεφούσκωτα, λαχανιασμένα. Η σειρήνα κάποιου ασθενοφόρου ρίχνει ένα φως εναλλασσόμενο σαν διαφήμιση που περιοδεύει. Δεν ξέρω αν μέσα εκεί βρίσκεται κάποιος μεθυσμένος, τρυπημένος ή αυτοκτόνος που ψυχορραγεί με μάσκα οξυγόνου και μπηγμένο στις φλέβες του έναν ορό. Οι σειρήνες των περιπολικών οργώνουν την άσφαλτο και οι κλούβες αράζουν σε νευραλγικά σημεία, φυλακές σε τουρνέ, που μαζεύουν κομπάρσους στο έγκλημα.

Τι θα ‘λεγε η Λιλή αν ήξερε που γυρίζω!

Μια ταμπέλα ξεθωριασμένη από τα καυσαέρια, να χορεύει με τους αέρηδες και μουντζουρωμένη από τα παιδιά των γκράφιτι, δηλώνει την είσοδο του ξενοδοχείου, απ’ αυτά που καταχρηστικά ονομάζουν «δι’ οικογενείας». Προσπαθώ να διαβάσω τα ξεβαμμένα γράμματα, σαν αρχαία ταφική επιγραφή: Ξενοδοχείο «Η Ωραία Θεσσαλία». Με την είσοδό μου χτυπάει ένα καμπανάκι, μαζί κι ένα άλλο, που αυτό ηχεί κάπου βαθιά μες στο μυαλό μου. Στο γκισέ ένας γέρος, φωτισμένος με μια λυχνία νυκτός, ακουμπά με όλο το βάρος των αγκώνων του πάνω στο βιβλίο εισερχομένων πελατών. Το κεφάλι του γέρνει επικίνδυνα προς τα μπρος σε άσκηση υπνοβασίας. Από στιγμή σε στιγμή, νομίζω, θα κοπεί πέφτοντας πάνω στο ανοιχτό βιβλίο, σαν άλλη κεφαλή του Βαπτιστή.
……………………………………………………………………………….
«Λοιπόν;» με ρωτάει ο παράδοξος ταξιτζής μου. «Πώς τα περνάτε αυτές τις δύσκολες στιγμές;»

Τον κοιτάω καχύποπτα. Πού ξέρει αν εγώ περνάω δύσκολες στιγμές;

«Καλά, λοιπόν», αποκρίνεται μόνος του. «Το καλύτερο είναι να το διασκεδάσουμε. Το έχετε και το έχω ανάγκη. Παρακαλώ», λέει στον μπάρμαν, «αυτό δε είναι ποτό. Ένα Brancusi για τον κύριο, παρακαλώ».

Ο θεός Κάλι αποσύρει με ένα από τα πολλά του χέρια το Gordon’s Space και μου σερβίρει σ’ ένα κωνικό ψηλό ποτήρι ένα υποκίτρινο υγρό, όπου επιπλέουν κόκκινες φουσκάλες σαν παραγινωμένες φράουλες.

«Πλήρες, παρακαλώ», διατάσσει ο απαίσιος συνοδός μου.

Ο θεός Κάλι, μ’ ένα ταχυδακτυλουργικό παίξιμο στα δάχτυλα, ρίχνει από ένα σκεύος που μοιάζει με αλατιέρα μια περίεργη σκόνη, που αμέσως κάνει το ποτό μου ν’ αφρίσει, κι εμένα να φτερνιστώ.

Την ίδια στιγμή η μούμια ο σοφέρ με σπρώχνει στο βάθος του μαγαζιού που, αν δεν είναι καθρέφτης, πάντως πολλαπλασιάζει τα είδωλά μας.

Ο κόσμος που αντικρίζω είναι ένα βενετσιάνικο καρναβάλι. Άψογα ενδεδυμένοι με απαστράπτοντα ρούχα εποχής, περιδέραια, βαρύτιμα δαχτυλίδια, λευκές περούκες και μάσκες ιριδίζουσες με γαμψές μύτες. Οι χειρονομίες κομψές, τα νεύματα όλο νόημα, τα χαμόγελα επιπλέουν σαν γόνδολες σε κανάλι.

«Τι είναι εδώ;» ρωτώ.

«Θα το δείτε μόνος σας», μου λέει ο ολέθριος διασκεδαστής.

Στο βάθος του καθρέφτη, σκαραφαλωμένο σε’ ένα ψηλό σκαμπό, κάθεται ένα ολόγυμνο αγόρι.

«Τι λέτε τώρα;» μου λέει ο αυτοσχέδιος νταβατζής. «Σας αρέσει;»

«Καθόλου», λέω πεισματικά.

Έτσι γυμνός μ’ αυτές τις τριχάρες στα πόδια, το ασπριδερό δέρμα, το βουλιαγμένο στήθος και τις ωμοπλάτες σαν κέρατα βοδιού, πώς να μου αρέσει;

«Το πρόσωπο;»

«Δεν πρόσεξα το πρόσωπο. «Ένα κοινό, αξύριστο αγόρι».

«Και όμως», μου λέει, «για τον ίδιο νεαρό ντυμένο, προκειμένου να βγάλει τα ρούχα του, θ’ αδειάζατε το πορτοφόλι σας, κύριε».

Ήταν δυνατόν να το κάνω ποτέ αυτό εγώ; Ή μήπως έχει δίκιο; Άραγε, όλοι αυτοί που έφτιαχναν ένα μπουκέτο ολόγυρά μας, ντυμένοι με δαντέλες, βελούδα, λουστρίνια, μπότες ως το γόνατο, μήπως γυμνοί δεν θα παρουσίαζαν το ίδιο θλιβερό θέαμα, όσο και το καχεκτικό αγόρι πάνω στο σκαμπό;

«Είδατε, κύριε», ακούω το απαίσιο οδηγό να μου λέει. «Τι άλλο είναι η επιθυμία για το ανθρώπινο σώμα παρά μια μορφή ανθρωποφαγίας! Τι μας ξεχωρίζει από τις φυλές των αγρίων στην Αφρική που εξασκούνται σε αυτό το σπορ; Τίποτα, απολύτως τίποτα».

https://provocateur.gr/


✦✦✦✦

iii. Το γκάζι» (απόσπασμα)

Σάββατο βράδυ, η Μπέμπα Ταντή κατηφόριζε την Πειραιώς φορτωμένη τιμολόγια και αποδείξεις. Ένιωθε άκεφη και κουρασμένη. θα προτιμούσε να τριγύριζε με τα χέρια ελεύθερα σαν άντρας. Από τότε που κληρονόμησε το μαγαζί του πατέρα της κι αποφάσισε να πάρει σύζυγο και συνεταίρο, έχασε το βάδισμα του νέου κοριτσιού, το στήθος της είχε μεγαλώσει, τα μαλλιά της θαμπώσει.

Το μαγαζί, η μικρή βιοτεχνία υαλικών, στεγαζόταν στο ισόγειο ενός δίπατου σπιτιού, στη συμβολή Πειραιώς και Ιεράς Οδού, εκεί όπου παλιότερα ήταν η λαχαναγορά και τώρα ο δήμος είχε φυτέψει ένα παρκάκι. Ακριβώς απέναντι, κάπου τριάντα στρέμματα τοιχισμένα, βρισκόταν το Γκάζι. Μέσα από τους λέβητες και τις καμινάδες οι ατμοί ανέβαιναν τυλίγοντας το τετράγωνο σε ομίχλη, και το συρματόπλεγμα, γύρω, θύμιζε Κατοχή. Από τότε μάλιστα που στην πύλη φύλαγε βάρδια με τους πολίτες κι ένας φαντάρος, της φαινόταν πως από ώρα σε ώρα ένα κύμα βίας θα ξεσπούσε στην πόλη. Τάχυνε το βήμα της και χωνόταν στο μαγαζί.

Τα ρολά μισόκλειστα, αναγκαζόταν να σκύψει για να περάσει. Κάτω από τη σύναξη των πολυελαίων η Μπέμπα Ταντή αντίκριζε τον άντρα της καθισμένο σ' ένα γραφείο από φορμάικα, το πρόσωπο σκυμμένο στους λογαριασμούς, τα πόδια μαζεμένα κάτω από την καρέκλα. Τους κροτάφους φώτιζαν ασημένιες τούφες και ανάμεσα τρεμόπαιζαν κάτι άρρωστες φλεβίτσες. Άφηνε την τσάντα της παράμερα και καθόταν κοντά του. Μιλούσαν για τις τελευταίες παραγγελίες, τοποθετούσαν κατά ημερομηνία τα γραμμάτια, έκλειναν ταμείο. Έπειτα κατέβαζαν τα ρολά και με βήμα αργό ξεκινούσαν για το σπίτι. Κατοικούσαν λίγα τετράγωνα παρακάτω. Τραβούσαν μεσ' από τα στενά του Ρουφ, σταματώντας η Μπέμπα να ισιώσει την κάλτσα της, ο Βλάσης ν' αγοράσει τσιγάρα.

Φτασμένοι σπίτι, ο Βλάσης βούλιαζε στην πολυθρόνα, η Μπέμπα ξυπολιόταν και, μ' ένα άνοιγμα του φερμουάρ, άφηνε τη φούστα της να κυλήσει μπρος στον καθρέφτη. Η πρώτη γνωριμία στους διαδρόμους της Σχολής, ο Βλάσης τρέχοντας στη γραμματεία να διεκπεραιώσει κάποιες διατυπώσεις του πτυχίου, η Μπέμπα δευτεροετής με τις μικρές φροντίδες των υπογραφών. Έσμιγαν στα ζαχαροπλαστεία της οδού Σίνα, παρέα με συμφοιτητές της που συνδικαλίζονταν, οργάνωναν απεργίες και προβαίναν σε διαβήματα. Οι λέξεις φασίστας, δολοφόνος, χαφιές έπεφταν σαν πιστολιές. Αργότερα, Κυριακές στην Κόρινθο, του έφερνε αλλαξιές εσώρουχα, γλυκά, βιβλία κοινωνιολογίας τυλιγμένα σ' εφημερίδες της δεξιάς. Περνούσε τα δέματα μπροστά απ' τους σκοπούς προκλητικά, κι εκείνοι την έγδυναν με το μάτι. Φορούσε φορέματα ανοιχτά στο στήθος, την ίδια πάντα άσπρη κορδέλα στα μαλλιά, χτενισμένα πίσω, να φανερώνουν ένα μέτωπο λευκό κι ανάλαφρα προτεταμένο. Έπειτα ήρθε ο καιρός της απόσπασης· τα σαββατόβραδα κλεισμένα σε κάμαρες επαρχιακών ξενοδοχείων, τα τζάμια φραγμένα μ' εφημερίδες, το ίσο πάντα φόρεμα παρατημένο στην άκρη του δωματίου δίπλα σ' ένα ζευγάρι άρβυλα ξεχαρβαλωμένα.

Όση ώρα η Μπέμπα άλλαζε φόρεμα, αφήνοντας τα μαύρα της μαλλιά ξέπλεκα μες στον καθρέφτη, ο Βλάσης άλλαζε κανάλι στην τηλεόραση, σταθμεύοντας στις ειδήσεις. Ήταν αυτές, κάθε βράδυ, κομμένες και ραμμένες στα ίδια μέτρα, και μόνο αραιά και που το βλέμμα του ζωήρευε όταν άκουγε για κάποιο πραξικόπημα, μολονότι κι αυτά, τον τελευταίο καιρό, είχαν καταντήσει κοινός τόπος. Με κινήσεις αργές φορούσε τα βραδινά της, φώναζε τον Βλάση να της κλείσει το φερμουάρ, εκείνος έπαιρνε τα κλειδιά του σπιτιού, εκείνη του αυτοκινήτου, έμπαιναν στη μικρή Σκόντα κι η Μπέμπα καθόταν στο τιμόνι.

Ακολουθούσαν το ίδιο δρομολόγιο, Αγίου Κωνσταντίνου, Σταδίου, Φιλελλήνων, Συγγρού, για να καταλήξουν στο ίδιο πάντα κεντράκι με τις μαρίδες. Καθόνταν στ' ορισμένο τραπέζι, έπαιρναν στην αρχή μεζέ, εμφιαλωμένο κρασί Δεμέστιχα, κι άρχιζαν τις ατέρμονες συζητήσεις. Ποτέ απευθείας οι δύο τους, μα πάντα διασταυρωμένοι μεσ' από τις κουβέντες της παρέας.

Τα μέλη της παρέας ήσαν ο Βάσος Ραχούτης κι ο Σπύρος Μαλακατές, που τους περίμεναν φτασμένοι πρώτοι στο ραντεβού. Ήσαν κι οι δύο σαρανταπεντάρηδες, κατά τι μεγαλύτεροι από τον Βλάση. Ο Βάσος παχύς, ασθματικός, με μάτια τριγυρισμένα από σκάμματα και χείλη γραμμένα σαν κοριτσιού. Είχε τελειώσει μια σχολή τεχνικών επαγγελμάτων και είχε καταλήξει ιατρικός επισκέπτης σε φαρμακευτική εταιρεία. Μιλούσε αδιάκοπα για φάρμακα και ήταν σωστή αυθεντία στα χάπια για τα νεύρα. Ο Σπύρος ψηλός, στεγνός, με άσαρκα χείλη, είχε μια τάση να κουτσαίνει από τ' αριστερό πόδι. Είχε ταξιδέψει στην Αμερική, ανακατευτεί με αλογοτροφεία, κάνει κι ένα διάστημα στην Κορέα με το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, για να καταλήξει στην Ελλάδα ανέστιος και πένης. Τα μπάλωνε τώρα με δουλειές του ποδαριού.

Βάσος και Σπύρος ήσαν και οι δύο εργένηδες, κατοικούσαν στη Νέα Σμύρνη, στον ίδιο όροφο πολυκατοικίας, σε διαμερίσματα του ενός δωματίου, αντικριστά. Τους δυο φίλους συντηρούσε το ζεύγος Ταντή, αναθέτοντάς τους δουλειές πλασιέ σ' επαρχιακές πόλεις. Περιόδευαν για λογαριασμό της βιοτεχνίας στην Πάτρα, στο Βόλο και στη Θεσσαλονίκη, σέρνοντας τις ξεπατωμένες βαλίτσες τους δεμένες με σπάγκο. Ταξίδευαν πάντα με νυχτερινό τρένο, καθισμένοι σε κουπέ, ο ένας απέναντι στον άλλο, ο Σπύρος καπνίζοντας σέρτικα, ο Βάσος Σαντέ.

Η γνωριμία των δύο φίλων με τους Ταντήδες χρονολογείται από τότε που βρέθηκαν όλοι μαζί να παραθερίζουν στη Νέα Μάκρη — πάνε μερικά χρόνια. Τις πολύ ζεστές μέρες, τις ώρες της μεσημβρινής ανάπαυσης, μπορούσες να τους δεις να τριγυρνάνε στην παραλία, ο Βάσος μ' ένα μαύρο μαγιό λαστέξ ξεχειλωμένο, ο Σπύρος ν' ακολουθεί ελάχιστα βήματα πιο πίσω, σκυφτός, μέσα σε άσπρο μπουρνούζι. Προχωρούσαν μέσα στην άχνη της μεσημεριανής ησυχίας, μετρώντας τα βήματα αμίλητοι, βουτώντας πότε πότε, δειλά σαν κοπέλες, τα πόδια τους στο νερό. Τα βράδια, στις βεράντες του ξενοδοχείου, κάπνιζαν κάτι φτηνά πουράκια των περιπτέρων, ντυμένοι μέσα σε άσπρα κουκουλάρικα που πλέανε στα σώματά τους. Έμεναν με τα μάτια καρφωμένα στους Ταντήδες, καραδοκώντας για ένα βλέμμα τους, αρπάζοντας την καλησπέρα τους όπως οι πεινασμένοι την μπουκιά. Τις μέρες εκείνες η Μπέμπα φορούσε ένα κίτρινο φόρεμα με νταντελένιο γιακά, κρατούσε και μια βεντάλια από ξύλο αρωματικό, δώρο κάποιου μακρινού συγγενή της που ταξίδευε με τα καράβια. Τα μάτια της χάνονταν και ξαναφαίνονταν πίσω απ' αυτήν, μεγάλα και θολά, σαν φώτα στην ομίχλη. Με τις ψάθινες πολυθρόνες τους ν' αγγίζονται, οι δύο φίλοι κρατούσαν ώς και την αναπνοή τους.

[πηγή: Μένης Κουμανταρέας, Βιοτεχνία υαλικών, Κέδρος, Αθήνα 1978 (3η έκδ.), σ. 11-15]

http://ebooks.edu.gr/


✦✦✦✦

iv.Παλιά και λησμονημένα (απόσπασμα)

Στο μυθιστόρημα "Βιοτεχνία υαλικών", απ'όπου και το απόσπασμα, ο Βλάσσης και η Μπέμπα Ταντή διατηρούν μια μικρή επιχείρηση, μια βιοτεχνία υαλικών στην Αθήνα. Την επιχείρηση διευθύνει η Μπέμπα, όμορφη, έξυπνη και δραστήρια γυναίκα, ενώ ο Βλάσσης, άβουλος και με αδύνατα νεύρα, ελάχιστα προσφέρει και αργότερα αρρωσταίνει. Κοντά στο ζευγάρι ζούν και δυο φίλοι, εργένηδες και αποτυχημένοι, που προσλαμβάνονται στο μαγαζί. Με την εξέλιξη του έργου, το πέρασμα του χρόνου και τις δυσκολίες της ζωής διαβρώνουν τα πράγματα και τους ανθρώπους. Η επιχείρηση πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Το οίκημα που στεγαζόταν γίνεται πολυκατοικία και η Μπέμπα αναγκάζεται να τη μεταφέρει αλλού. 

~~~~~~
Θυμόταν το γάμο της που είχε συμπέσει με την ημέρα της γιορτής της, τέσσερις Δεκεμβρίου, της Αγίας Βαρβάρας, κι έγινε στο Άγιο Παύλο στο Μεταξουργείο. Είχαν έρθει συγγενείς και φίλοι από το Αίγιο, σε ημιφορτηγά και τρίκυκλα, φορτωμένοι καλαθούνες και πανέρια. Οι γυναίκες κρατούσαν στα χέρια αγκαλιές λουλούδια κι οι άντρες μασούσαν τα μουστάκια τους και παίζανε κομπολογάκι. Μιλούσαν όλοι μαζί και κουνούσαν τα χέρια στον αέρα, και κάπου κάπου, υψωνόταν ένα στρίγκλικο γέλιο, σα βεγγαλικά Αντίθετα, οι συγγενείς του αντρός της σώπαιναν με γυρισμένες τις πλάτες. Εκείνοι, θυμόταν, είχαν έρθει με ταξιά οι άντρες με ασημένια μανικετόκουμπα, οι γυναίκες γαντοφορεμένες, με καπελίνες. Ακόμα είχε τις φωτογραφίες τους φυλαγμένες σε μια κασέλα. Πόζες που ο χρόνο πάγωσε- χαμόγελα, τούλια, κουφέτα. Αυτή ήταν η πρώτη και στερνή φορά που τα δυο σόγια σμίξαν. Στην έξοδο είχε πιάσει δυνατή βροχή, και μέσα σε λίγα λεφτά η σύναξη σκορπίστηκε. 
Στο μεταξύ, στο σπίτι της Αχαρνών, στην οδό Πιπίνου, περίμεναν τα δώρα. Δώρα να δουν τα μάτια σου. Αν εξαιρέσεις μια χρωμολιθογραφία που έδειχνε τις σταφιδαποθήκες στην παραλία του Αίγιου- αυτές που τώρα έμεναν άδειες και μαυρισμένες- κι ένα σερβίτσιο ασημένιο κουταλάκια του γλυκού, όλα τ'άλλα είχαν κάνει φτερά. Τα φανταζόταν να ταξιδεύουν στον ουρανό- κατσαρόλες από του Σγούρδα, κιλίμια από το Αίγιο και χαλιά από την Εθνική Ταπητουργία, κιτρινιασμένες νταντέλες από τις προγιαγιάδες τους και γλάστρες με γαρδένιες από του Φλεριανού, όλα κρεμασμένα σε ράμφη πελαργών, αντίς για μωρά- αυτά που δεν είχα έρθει. 
Έτσι απαράλλαχτα, ταξίδεψαν και οι άνθρωποι του σπιτιού. Ο θείος ο Αχιλλέας,μικρός αδελφός του πατέρα της, μαυραγορίτης στην κατοχή, στίγμα σε μια οικογένεια που είχε βγάλει αντάρτες στο βουνό, κι ο μόνος απ'όλο το σόι που πρόκοψε οικονομικά. Τον βρήκαν, θυμόταν, μέσα στην μπανιέρα του, από αποπληξία είπαν, με το ασπρουδερό δέρμα του όλο πτυχές και ζάρες και τα μικρά άπληστα μάτια του πεταγμένα έξω. Ήταν ακόμα η θεία Ντίνα με τις συνταγές της για σπανακόπιτα και ραβανί, αυτή που στην κατοχή έκρυβε τις χειροβομβίδες το γιου της μέσα στο σακούλι με τα φασόλια, και που κατέληξε, κακήν- κακώς, να πάει από μοτοσικλέτα. Ο Πάρις, μικρανιψιός του πατέρα της, ένα ψηλό Επονιτάκι σωστός λεβεντονιός, τσίφτη τον φώναζαν όλοι, αυτός που αργότερα, το Δεκέμβρη* έκανε τα αίσχη. Έτσι τουλάχιστον διατεινόταν ο στρατοδίκης που τον είχε καταδικάσει. Και ήσαν άλλοι φίλοι και συνάδελφοι, ο Τάκης, ο Αλέκος, η Νανά, που είχαν δοκιμάσει τα μύρια όσα στη Μακρόνησο και στη Γυάρο, άλλοι χορταριασμένοι κι άλλοι φευγάτοι στις ανατολικές χώρες, όπως ο φίλος τους ο Σαραντής με τη μηχανή του Κόντακ και το ωραίο του μαύρο, σαν μεταξωτό, μουστάκι, σ'αντίθεση με τους δεξιούς της εποχής που ήσαν όλοι ξυρισμένοι. Ακόμα είχε στο μυαλό της τα τραγούδια που έλεγαν στις εκδρομές στον Κόκκινο Μύλο [...] 

* Αναφέρεται στο Δεκέμβρη του 1944. 





Είπαν για το έργο του 


Νομίζω, πως η σημαντικότερη δουλειά μου είναι η Βιοτεχνία Υαλικών, που βρήκε να βγει ακριβώς στη μεταπολίτευση και μάλιστα η Πολιτεία μου έδωσε το πρώτο βραβείο, που δεν ήθελα να το δεχτώ στην αρχή, και δεν ήθελα γιατί ήμουν τόσο εναντιωμένος με την πολιτεία 7 χρόνια, που ξαφνικά δεν πίστευα, ότι μια αλλαγή 15 ημερών ή ενός μηνός θα μπορούσε ν’ αποκαταστήσει τα πράγματα και εν μέρει δεν το πιστεύω ακόμα. Πάντως η Βιοτεχνία Υαλικών είναι ένα βιβλίο που με απασχόλησε 56 χρόνια. Δεν ξέρω, αν είναι μυθιστόρημα και δε μ’ ενδιαφέρει, γιατί εγώ δε βάζω ταμπέλες στα βιβλία μου, πάντως φαντάζομαι, ότι είναι ένα πορτραίτο του Έλληνα με την αγωνία του να επιβιώσει και επαγγελματικά, να στήσει μια βιοτεχνία, αλλά και συναισθηματικά, πώς περνάμε από τα γρανάζια μιας πολιτικοποίησης, φτάνεις στην ουδετεροποίηση μιας σύγχρονης ζωής, που δεν έχει καμιά σχέση με τους αγώνες που έχουν προηγηθεί.

[Απόσπασμα από συνέντευξη του Μένη Κουμανταρέα στην Μαίρη Δέγλερη], περ. Περίπλους, τχ. 1 (Άνοιξη 1984) 3-4.

✦ ✦ ✦ ✦ ✦

Μετά τη Βιοτεχνία υαλικών, την Κυρία Κούλα και το Κουρείο το στυλ του Κουμανταρέα αλλάζει για άλλη μια φορά. Από τα Σεραφείμ και Χερουβείμ (1981), τον Ωραίο λοχαγό (1982), τη Φανέλα με το εννιά (1986) και τη Συμμορία της άρπας (1993) μέχρι το Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω (1996), το Δυο φορές Έλληνας (2001) και τον Νώε (2003), ο συγγραφέας δημοσιεύει τόσο διηγήματα όσο και μυθιστορήματα, εμπλουτίζει τη μονιμοποιημένη πλέον στο γράψιμό του τριτοπρόσωπη αφηγηματική γωνία τού ρεαλισμού με αρκετά υποκειμενικά (κάποτε καθαρώς αυτοβιογραφικά) στοιχεία, δίνει στους πρωταγωνιστές του τα πιο διαφορετικά κοινωνικά και επαγγελματικά χαρακτηριστικά (υπάρχουν ρόλοι για ποδοσφαιριστές και για μουσικούς, για τυπογράφους και για ασφαλίτες, αλλά και για νεκροθάφτες ή για ηλικιωμένους συγγραφείς), οι οποίοι, παρ’ όλα αυτά, στο σύνολό τους, χάνουν πάντα με κάποιον τρόπο το στοίχημα της ζωής, μετατρέπει την Αθήνα σε συμβολικό (αν όχι και μυθολογικό) τόπο της πεζογραφίας του και, τέλος, δημιουργώντας μιαν αντίστιξη του παροντικού και του ιστορικού χρόνου της αφήγησης, σπεύδει και να αντικαταστήσει το χρόνο του παραμυθιού με το χρόνο του ονείρου και της φαντασίας.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Μένης Κουμανταρέας. Η σταθερή γραμμή μιας αφανούς τριλογίας. Βιοτεχνία υαλικών (1975), Η κυρία Κούλα (1978), και Το κουρείο (1979)», περ. Κ, τχ. 8 (Ιούλ. 2005) 10-11.

✦ ✦ ✦ ✦ ✦

[…] παρακολουθούμε στο πεζογραφικό έργο του Μένη Κουμανταρέα μια κατά βάση απαισιόδοξη θεώρηση της σχέσης ατόμου και κοινωνίας. Οι ηρωίδες και οι ήρωές του που προέρχονται από το αστικό περιβάλλον διακρίνονται για την ευαισθησία τους και την προσπάθειά τους να βρουν ανθρώπινες αξίες για μια καλύτερη ζωή. Σαν νοοτροπία είναι πιο κοντά στη γενιά του μεταπολέμου, όταν όλα έδειχναν πως η ειρήνη θα έφερνε ένα καινούργιο κόσμο, όπου θα κυριαρχούσαν ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Η αγωγή της γενιάς αυτής περιελάμβανε έναν ιδεαλισμό που κατέρρευσε ιδιαίτερα απότομα στην Ελλάδα με τον εμφύλιο πόλεμο και τις άλλες τραυματικές εμπειρίες που ακολούθησαν. Ο Κουμανταρέας μοιάζει να παρακολουθεί τους ήρωές του στην πορεία τους προς την τέλεια απογοήτευση και αλλοτρίωση μέσα σε μια κοινωνία που δεν προσφέρει αλλά ούτε και δέχεται τις αξίες τους. Ο αγώνας για επιβίωση μέσα από όλες τις νεώτερες κοινωνικοπολιτικές περιπέτειες αναδείχνει σαν μόνες αρχές τον εγωισμό και το γυμνό συμφέρον σε βάρος κάθε ιδανικού ή ανθρωπισμού. Τη χαριστική βολή τη δίνει η απότομη είσοδος της, αστικής τουλάχιστον, Ελλάδας στην αχαλίνωτη υλιστική καταναλωτική κοινωνία. Οι ήρωες του Κουμανταρέα ναυαγούν μέσα σ’ αυτή τη φουρτούνα. Είναι δυστυχώς γι’ αυτούς, άνθρωποι που δεν έχουν θέση σε μια κοινωνία την οποία οι διάφορες μορφές καταπίεσης έχουν κάνει δύσπιστη, πονηρή, εντελώς κυνική. Η κοινωνία αυτή τους εκβάλλει, σαν ξένο σώμα, στο περιθώριο.
Κρίτων Χουρμουζιάδης,«Μετά το αδιέξοδο (Μένη Κουμανταρέα: Η φανέλα με το Εννιά)», περ. Η λέξη, τχ. 54 (Μάιος 1986) 505.

✦ ✦ ✦ ✦ ✦

[…] Οι ήρωες του Κουμανταρέα εντάσσονται συνήθως στο άμεσο παρόν ή σε ένα εγγύς παρελθόν, καθώς, ακόμη κι αν ενσαρκώνουν πραγματικά ιστορικά ή καλλιτεχνικά πρόσωπα που έδρασαν στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα (όπως συμβαίνει στις τρεις εκτενείς νουβέλες του βιβλίου Το show είναι των Ελλήνων, 2008), ανασταίνουν ιστορικές στιγμές που καθόρισαν την παθογένεια και τις αγκυλώσεις της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.

Από την άλλη, ο συγγραφέας τοποθετεί κατ’ εξακολούθηση τους ήρωές του σ’ ένα τοπίο αστικό, και μάλιστα αθηναϊκό, χωρίς να αποκλείει άλλα αστικά κέντρα της Ελλάδας, όπως συμβαίνει στο μυθιστόρημά του Η φανέλα με το εννιά (1986), όπου ο Μπιλ Σερέτης μεταβαίνει από πόλη σε πόλη προς άγραν μιας καλύτερης μοίρας. Πλην όμως […] ο Κουμανταρέας ελέγχεται ως κατεξοχήν αθηναιογράφος συγγραφέας, όπου ο αστικός χώρος —μέσα από τις κραυγαλέες αντιφάσεις μιας θελκτικής και, συγχρόνως, ανυπόφορης πόλης— δεν εγκλείει μόνο τις εσωτερικές αντιφάσεις του ίδιου τού συγγραφέα, και, κατ’ επέκταση, των ηρώων του, αλλά, πρωτίστως, επεμβαίνει ως δραστικός παράγοντας, επηρεάζοντας και, συχνά, καθορίζοντας, την έκβαση μιας ιστορίας. Έτσι, οι υποβαθμισμένες συνοικίες της Αθήνας στο Γκάζι και στο Ρουφ προοιωνίζονται τις ατελέσφορες προσπάθειες της Μπέμπας Ταντή να σώσει τη θνησιγενή «βιοτεχνία υαλικών» της, με τον ίδιο τρόπο που τα νήματα των γραμμών του ηλεκτρικού προδιαγράφουν την αδιέξοδη σχέση του Μίμη με την «κυρία Κούλα» — για να περιοριστώ σε δύο έργα που όλοι έχουμε διαβάσει.
[…]
Κατά κανόνα, τα έργα του Μένη Κουμανταρέα εντάσσονται στον κοινωνικό ρεαλισμό και οι ήρωές του προέρχονται από τα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα μιας ευρύτερης αθηναϊκής κοινωνίας, ασχέτως αν περπατούν (ή νυχτοπερπατούν) σε κεντρικότερες αρτηρίες της πόλης. […]
Αντιγόνη Βλαβιανού,«Μένης Κουμανταρέας: Τρεις ελικοειδείς τροχιές», περ. Εντευκτήριο, τχ. 98 (Αύγ.-Οκτ. 2012) 36-38.

✦ ✦ ✦ ✦ ✦

[…] έχουμε μια πρώτη περίοδο που αρχίζει το 1962, με τα Μηχανάκια, και ολοκληρώνεται με Τα καημένα, δέκα χρόνια αργότερα. Μια δεύτερη, που αρχίζει με τη Βιοτεχνία υαλικών (1975) και ολοκληρώνεται με το Κουρείο (1979), ή τα Σεραφείμ και Χερουβείμ (1981). Για τις δύο αυτές περιόδους έχουν γραφτεί τα περισσότερα. Αντίθετα, η τρίτη περίοδος, αυτή που αρχίζει στη δεκαετία του 1980, και πολύ περισσότερο το κομμάτι της που καλύπτει τη δεκαετία του 1990 και εξής, δεν έχει πλήρως εξερευνηθεί. Περιλαμβάνει έργα εν πολλοίς ανόμοια μεταξύ τους, που ξεκινούν από τον Ωραίο λοχαγό (1982) και φτάνουν στον Νώε. Δεν ξέρω αν έχει νόημα να σημειώσουμε ότι οι περίοδοι στο έργο του Κουμανταρέα συμπίπτουν με μείζονες ιστορικές περιόδους της χώρας, την προδικτατορική και δικτατορική, τη μεταπολιτευτική και τέλος την περίοδο των ριζικών οικονομικοκοινωνικών μεταβολών και του εκσυγχρονισμού της Ελλάδας — με τις πολύπλοκες και αντιφατικές συνέπειές του. Ή ότι ακολουθούν, υπό μία έννοια, την ίδια τη βιολογική διαδρομή του συγγραφέα. Από την άλλη, έχει όμως σημασία να παρατηρήσουμε ότι, πέραν των φυσικών διαφοροποιήσεων στο πέρασμα του χρόνου, υπάρχουν στο έργο του Κουμανταρέα κάποιες σταθερές, μια αναλλοίωτη ύλη, η οποία συντελεί στην πολύτιμη αναγνωρισιμότητα όχι μόνο του λόγου αλλά και της ματιάς του. Αυτήν την ύλη αναδεικνύει κυρίως η τρίτη περίοδος, συγκεντρώνοντας μεγαλύτερα και μικρότερα αφηγηματικά κείμενα, λογοτεχνικά και δοκιμιακά, εναλλάσσοντας τους αφηγηματικούς τρόπους και τις τεχνικές, επεξεργαζόμενη ποικίλες θεματικές. Και λειτουργεί, τρόπον τινά, συγκεφαλαιωτικά αλλά και ανανεωτικά, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι το έργο του Μένη Κουμανταρέα διέπεται στο σύνολό του από ρομαντική αισθητική, οργανικά συνδεδεμένη με την εφηβεία — η οποία δεν τον αφορά μόνο σε επίπεδο ηρώων, αλλά αποτελεί μια νοητική κατηγορία που περιγράφει τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τη ζωή και την τέχνη.
Τιτίκα Δημητρούλια, «Για μια αισθητική της εφηβείας», περ. Κ, τχ. 8 (Ιούλ. 2005) 5-6.











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου