Η γλάστρα έμεινε στο περβάζι
-Ξεράθηκε!-
Ο λαχειοπώλης φώναξε
«τελευταία είναι»
Οι κεραμιδένιες στέγες
πάνω στον ήλιο
και ο ήλιος
πάνω σε όλους μας.
Η αίσθηση της μοναξιάς
που έτρεχε μέσα
από τις άδειες τσέπες μας
μας σκότωσε
Χρυσός, κόκκινος, πορτοκαλής ο ήλιος,
που στεκόταν απέναντί μας.
Αγκαλιάσαμε τις αχτίδες του.
Νιώσαμε τη ζεστασιά του,
την ανάσα του, το τραγούδι του.
Το λουλούδι του κήπου αναστέναξε.
Υψώθηκε να φτάσει στην αγκαλιά του ήλιου.
΄Έμειναν στη γη, οι ρίζες του και δύο γέρικα φύλλα.
Ζωή! Μια υπόσχεση!
Ο θάνατος είναι τόσο δικός μου, είπε.
Σαν τις τρύπιες τσέπες του παντελονιού μου.
Οι εργάτες θα απεργήσουν και σήμερα!
Περπάτησε μόνος του μες τη βροχή.
Σεργιάνισε τις βιτρίνες,
αγκάλιασε την ομίχλη της πόλης,
αγάπησε το θόρυβό της.
΄Έδεσε τις ελπίδες του,
στα άδεια από σημαίες κοντάρια!
Ζωγράφισε τη νίκη ανάμεσα στις δυο του παλάμες.
Αγωνίζομαι!
Γι΄ αυτό υπάρχω!
Γι΄ αυτό δεν υπάρχω!
Πάντως έχω εξοικειωθεί με το θάνατο!
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΘΥΜΑΡΙ ΣΤΗ ΚΑΡΔΙΑ»
Πίνακες : Marcin Kołpanowicz art
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου