Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Νικόλας Κάλας ( 27 Μαΐου 1907 - 31 Δεκεμβρίου 1988)


Ο Νικόλας Κάλας ή Νικήτας Ράντος (πραγματικό όνομα: Νικόλαος Καλαμάρης, 27 Μαΐου 1907 - 31 Δεκεμβρίου 1988) ήταν Έλληνας ποιητής. Χρησιμοποιούσε επίσης τα ψευδώνυμα Μ. Σπιέρος και N.Calas στα θεωρητικά και κριτικά του κείμενα. Είναι ένας από τους πρώτους ποιητές που χρησιμοποίησαν ελεύθερο στίχο στην δεκαετία του ’30.

Γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1907 και ήταν γιος του Ιωάννη Καλαμάρη, εισοδηματία, και της Ρόζας Καρατζά. Από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από την παλιά φαναριώτικη οικογένεια Καρατζά ενώ ήταν απευθείας απόγονος του Γεώργιου Κουντουριώτη και του Μάρκου Μπότσαρη. Εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στην Αθήνα σε νεαρή ηλικία και σπούδασε στην Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την περίοδο αυτή, δηλαδή μεταξύ 1924 με 1927 υπήρξε μέλος της Φοιτητικής Συντροφιάς. Το 1933 εξέδωσε ως Νικήτας Ράντος την πρώτη του συλλογή, Ποιήματα, και το 1934 αναχώρησε για το Παρίσι, όπου εντάχθηκε στην υπερρεαλιστική ομάδα. Στα προλεγόμενα ενός τρίτου μανιφέστου του υπερρεαλισμού, ο Αντρέ Μπρετόν τον κατέταξε στα «πιο φωτεινά και τα πιο τολμηρά» μυαλά της εποχής . Μέχρι το 1937 ζούσε ταξιδεύοντας ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, όπου τελικά εγκαταστάθηκε μέχρι το 1939, όταν έφυγε για την Λισαβόνα, όπου έμεινε για έναν χρόνο, και μετά μετέβη στην Νέα Υόρκη. Στην δεκαετία του ’60 και του ’70 ταξίδεψε στην Ελλάδα και παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα, αλλά τελικά επέστρεψε στις Η.Π.Α., όπου έμεινε μέχρι τον θάνατό του το 1988.

Εκτός από το ποιητικό του έργο μετέφρασε Τ. Σ. Έλιοτ και Λουί Αραγκόν και συνεργάστηκε με ελληνικά και διεθνή περιοδικά όπου δημοσίευε θεωρητικά κείμενα και δοκίμια. Το 1977 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο ποίησης για την συλλογή του Οδός Νικήτα Ράντου, που είχε δημοσιεύσει με το ψευδώνυμο Νικόλας Κάλας. Υπήρξε πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης, που ασπάστηκε τον τροτσκισμό, χωρίς δογματισμούς. https://el.wikipedia.org/


ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΔΙΧΩΣ ΑΣΤΕΡΙΑ

Καθώς ή ανάμνηση τό νερό κάτω από τό καράβι καί ή ώρα
των πιό μεγάλων μυστικών
Τό όνομά σου είναι μπλε ένα μπλέ της φωτιάς καί της έλπίδας
Θά ’θελα νά τό αφανίσω
Νά κηλιδώσω τό ζεστό σου αίμα καί νά πνίξω την τόλμη μου
Τό αίμα χάθηκε στά μοιρολόγια
Έχασα τό κλειδί των όνειροπολήσεών σου
Σέ έχασα σά μιά πεντάρα ανάμεσα σέ εκατομμύρια άλλες
Ζήλευα τόν ίδιο μου τόν εαυτό
Καί την απεραντοσύνη των θαλασσών

’Αλλά είναι εσένα πού λυπάμαι
Τά ταξίδια σου χωρίς όνειρα
Τίς άγονές σου νύχτες
Τά μαλλιά σου πού παίζουν μόνα τους
Τά όνειρά σου χωρίς καθρέφτες παγωμένα όπως ή έπιθυμία ένός άλλου
Ίχνη αίματος καταυγάζουν τό πρόσωπο

Είμαι άπείρως περισσότερος από τό πλούσιο καί ηδυπαθές χρώμα
ένός εγκλήματος
Πέρα από ένας καθρέφτης γιά τά μάτια σου
Πέρα από τήν αναχώρησή σου
Πέρα από ένα αβέβαιο μέλλον
Περπατάω χωρίς ηχώ
Ή επιστροφή σου δέ θά προσέθετε τίποτα
Μαζί είμαστε πάρα πολλοί γιά μάς τούς ίδιους
Πάρα πολλοί σάν ένας στρατός σέ άτακτη υποχώρηση ή μιά κακή σοδειά
“Ολα μυρίζουν προδοσία ένα όνειρο πού διακόπτεται μιά σκέψη
πού ξεφεύγει απ’ τόν αέρα
Ή αναμονή έκ γενετής τυφλή
Πριν σέ γνωρίσω ή φωτιά ήτανε ιερή
Τώρα είναι ή γη πού καταρρέει
Θά επινοήσουμε κάτι άλλο
Μιά καρδιά πού νά λειτουργεί σά δαιμόνια μηχανή
Μιά ήμιτονοειδή ή έναν καινούργιο χαρταετό
‘Έναν καινούργιο χώρο ένα καινούργιο επίχρισμα γιά την αύγή
Δεν τά ’κλεψαν δλα ούτε τά καταβρόχθισαν
Ό ουρανός είναι απέραντος καί πέφτοντας τό πιό μικρό αστέρι
θά τρόμαζε τά μάτια σου

(Παρίσι 1939)

***

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΣΩΘΕΝΤΩΝ


’Άς δημιουργήσουμε τό πεπρωμένο
“Ας θυμήσουμε στό άπειρο τό ρυθμό τοΰ θράσους
“Ας ξαναδώσουμε έρεισμα στό ένστικτο καί ζωή στή ζωή
Τό ρολόι δίχως δείκτες σ’ έναν φάρο σβηστό
Τό πλοίο πλέει σέ αργές σελίδες
Ή σκέψη έπεσε
‘Όλα γίνονται ιώδη καί τελετουργικά
Τό πεπρωμένο είναι έλεύθερο ταχύ βίαιο
Όλα αποκτούν τεράστιες διαστάσεις
Ό τοίχος σχίζεται αργά έπειτα βουλιάζει
Τό πεπρωμένο είναι φτιαγμένο άπό απειροελάχιστα στοιχεία
φρικτά διεσπαρμένα ‘
Όλα γίνονται τεράστια τεράστια ένας τεράστιος σβώλος ψωμιού
Καί κατευθύνεται πρός τό παράθυρο μέ θέα τήν τρέλα
Καί μιά πολύ μικρή αυλή όπου σαλεύει τό σαράκι
Κάθε χορός σταματά μετά ξαναρχίζει
Γύρω άπό τό παράθυρο πού τραγουδάει τό σαράκι

(’Αθήνα 1937 – Παρίσι 1938)

*Από το βιβλίο “Νικόλαος Κάλας – Δεκαέξι γαλλικά ποιήματα και Αλληλογραφία με τον Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς”, Εκδόσεις “Ύψιλον”, Αθήνα 2002. Μετάφραση: Σπήλιος Αργυρόπουλος, Βασιλική Κολοκοτρώνη.


***
O Νικόλας Κάλας για τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη

Το γαλάζιο του βλέμμα δίνει στο στίχο χρώμα θαλάσσιου ορίζοντος.
Εκεί βαφτισμένα τα λόγια υφαίνουν με χορδές αιολικής άρπας άσματα κύκνεια.
Αγεροδρομούν τα τραγούδια με Ιώνια φυσήματα,
φτάνουν στο Βυζάντιο, την εθνική Νικομήδεια.
Στις ακτές της Συρίας πλούσιων εμπόρων πληρώματα λάμνουν.
Συχνά όμως οργίλα κύματα θραύουν τα κατάφορτα αυτά πλοία
και τους βάρβαρους ήχους των κουπιών που διπλώνονται
στη σκοτεινή Αλεξάντρεια φέρνουν πανικόβλητοι γλάροι.
Αυτούς τώρα ακούει ο ποιητής και ποτίζει τον ανυπάκουο πόντο με μυρωμένο έλαιο.

(Ποιήματα 1932, Κάλας 1983, σ.92)
(Aπό την ανθολογία «Η Ελληνική Ποίηση του 20ού αιώνα», εκδ. Μεταίχμιο, 2006)
https://atexnos.gr/
***
[Υπενθύμισα Στον Εαυτό Μου]

Περιπέτεια φόβου και τόλμης.
Το Σαράντα ξεκίνησα από την Λισσαβώνα.
Μα τι συμβαίνει στην Λισσαβώνα;
Ραγίζονται τοίχοι, συσσωρεύονται λέξεις
πλουτίζεται η ρητορική
στο ταξίδι των σελίδων χορεύει η σκέψη
αστράφτει η τύχη και βροντοφωνεί
mare tenebrosa! Η ιστορία δαμάζει
τον ωκεανό με τριήρεις και πετρελαιοφόρα
θησαυροί Κνωσού και Ινδιών
τόλμη θαλασσοπόρων
κύματα του πληθυσμού
ποιητική σύλληψη και κατάληψη της εξουσίας
όνειρα κι αγώνες, αγωνία και ελπίδες.

***
[ΑΚΡΟΠΟΛΗ]

Στο πρώτο πλάνο
ο Παρθενός
ο δηλητηριασμένος με ψυχαρική μελάνη
ο ψεύτικος, ο νεκρός
ο σκοτωμένος με φακό σε πλούσιο χαρτί
από τον Μπουασονά
νεκροθάπτη της Ελλάδας –
για φόντο χέρια σταυρωμένα
μπλεγμένα
σε θέση προσευχής
εντατικής προσευχής
τα χέρια φλύαρα χοντρά
εξόχως χοντρά
στα δάχτυλα για δαχτυλίδια
σύρματα ηλεκτρικά
που τρεμοσβούν τη λέξη
Ρ ε ν ά ν
– ο επίσημος της Ακρόπολης
κανδηλανάφτης –
πάνου στα μάρμαρα
πόδια, κοιλιά, στήθια, χέρια
μαλλιά ξέπλεκα
της Νταλιλάς
αλλά οι τρίχες κομμένες
είναι χορεύτρα που βαρέθηκε τα παρκέτα
και πηδά
σε παλιά μάρμαρα
προκλητικά
πηδά ανάμεσα σε κολόνες
τοποθετημένες φανταστικά
από ποιητή μεγαλόπνοο πολύ
τον Χερ Καρλ Μπέντεκερ –
κι όλα αυτά
κάποιας έκθεσης Ζαππείου ο προβολέας
ρεκλάμα οίκου γαλλικού
τα χτυπάει σαδικά
με μπουνιές στ’ αυτιά μας
έχει απόφαση ο αθεόφοβος
να ριμάρει με το φεγγάρι
ενώ σε νύχτες πανσελήνου
ο φορατζής εισπράττει τα φιλιά
που κρύβει ψεύτικης καρυάτιδας η φούστα
κι αφήνει σ’ αυτές
χοντρές κοιλιές
σ’ αυτούς σωληνάρια εξακόσια εξ
μόνο κύλινδροι φαίνονται εδώ πέρα
κολόνες ίσιες πεσμένες
μαρμάρινες και άλλες
ρολ-φιλμ, αγκφά, κοντάκ
νομισμάτων – τα ρέστα
αλλαγμένων δολαρίων και στερλινών
κυλινδρικά επίσης οι λέξεις ετούτες
ζουμερά πέφτουν
λέξεις εμπνευσμένες
από τη φρίκη που μας προξενούν
οι κανονιές του Μοροζίνη –
τα κανόνια κι αυτά κυλινδρικά
κάθε μέρα γκρεμίζουν τις ακρόπολες
κάθε μέρα γκρεμίζουν τις ακροπόλεις
που αναστηλώνουν άλλοι σε πλάκες αρνητικές
φωνάζουν τα κλικ των κοντάκ
λέξεις που απαγγέλλει
με ρυθμό μηχανής άντλερ
κυρία ηθοποιός
εκπορνεύει τ’ αυτιά μας
μ’ αδύναμο λάρυγγα
οχετό της ψυχής της
που χύνει τελικά
σε χειροκροτήματα
– μαύροι αφροί θάλασσας ενετικής.

***
[Eπαναστάτης, Μετανάστης, Επαγγέλλομαι]

Eπαναστάτης, μετανάστης, επαγγέλλομαι
τον ονειροκρίτη. Mελετώ Mάγους
τον van Eyck και τον Bosch, τον Breton
και τον Duchamp. Xαιρετώ άθεους Bουδιστές
του Kολοράντο, αναρχικούς κι αιρετικούς.
Γιορτάζω το ηλιοστάσιον και την επέτειο
κάθε Kομμούνας. Σέβομαι τη σκιά του Άθωνα
τις πυραμίδες, την Aφροδίτη.
Xάνομαι στο πλήθος, ξαναβρίσκω τον εαυτό μου
στις αρτηρίες της Bαβυλώνας
στην παλάμη του μέλλοντος. 
 [Mανχάταν 1977]


https://www.bibliotheque.gr/












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου