πηγή φωτογραφίας |
Ο Κώστας Παρορίτης (πραγματικό ονοματεπώνυμο: Λεωνίδας Σουρέας, 1 Ιουνίου 1878 - 10 Νοεμβρίου 1931) ήταν Έλληνας δημοτικιστής πεζογράφος και συγγραφέας.
Γεννήθηκε στο χωριό Παρόρι ή Παρόρειο Λακωνίας. Εμφανίστηκε στα γράμματα ως ποιητής από τις στήλες του περιοδικού Νουμάς. Σπούδασε φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1896 και αναγορεύτηκε διδάκτωρ του πανεπιστημίου το 1898. Έπειτα εργάστηκε ως σχολάρχης στο σχολαρχείο στην Ύδρα από το 1907 μέχρι και το 1916 αλλά και ένα χωριό του Ταΰγετου στην Σπάρτη ως ελληνοδιδάσκαλος μετά την αποφοίτησή του.Κατά την περίοδο της παραμονής του στην Ύδρα έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του γλωσσικού του προσανατολισμού υπέρ του δημοτικισμού του Ψυχάρη και στη στροφή του προς το σοσιαλισμό, που αποκρυσταλλώθηκε μέσω της αλληλογραφίας του για κοινωνικά θέματα και θέματα αισθητικής και της γνωριμίας του με τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο που τότε έμενε στο Μόναχο και ή οποία και στάθηκε καθοριστική την ίδια περίοδο. Από την Ύδρα πραγματοποίησε και την πρώτη του επίσημη εμφάνιση (είχαν προηγηθεί δημοσιεύματά του στην εφημερίδα Σπάρτη και το Σπαρτιατικόν Ημερολόγιον του Μ.Ι.Θεοδωρόπουλου το 1903) στη λογοτεχνία με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Οι νεκροί της ζωής, η ιδεολογική στράτευση της οποίας οδήγησε στην παύση του για ένα μήνα από το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο το 1908. Ενδεικτική είναι η αιτιολόγηση της απόφασης από το Ανώτατο εκπαιδευτικό Συμβούλιο:
«(…) εξέδωκε τόμον διηγημάτων, εν οις παρουσιάζει πρόσωπα της κατωτέρας κοινωνικής ιεραρχίας προερχόμενα, ως αδικούμενα… Εάν εις την εύπλαστον ελληνικήν κοινωνίαν παρουσιάσωμεν τοιούτου είδους ήρωας είναι λίαν επικίνδυνον, διότι δημιουργώμεν αυταπάτας και θίγομεν τας πατροπαραδότους ελληνικάς συνθήκας (…)Η ελληνική κοινωνία ενδέχεται να παρασυρθεί εις αγώνας οίτινες θα καταλήξωσιν εις συμφοράς. Τα εκ της Ευρώπης διδάγματα πρέπει να μας εμβάλωσιν εις σκέψεις. Οι εκπαιδευτικοίλειτουργοί οφείλωσιν να διδάσκωσιν πάντοτε τας χριστιανικάς ηθικάς αρχάς και να πρωτοστατήσωσιν εις την καταπολέμησιν των νέων κοινωνικών ιδεών, αι οποίαι συνταράσσουσιν τας κοινωνίας της Δύσεως και προ ολίγου εβύθισαν εις το χάος την μεγάλην Αυτοκρατορία της Ρωσίας (…)».Στη συγγραφική του παρουσία κορυφαίο μυθιστόρημα Ο Κόκκινος Τράγος (1924). Διηγήματα και άρθρα δημοσίευσε κυρίως στο Νουμά, αλλά και σε έντυπα όπως το Εθνικόν Ημερολόγιον του Σκόκου, οι Νέοι Βωμοί, η Μούσα, ο Πυρσός, το Μικρασιατικό Ημερολόγιο, τα Γράμματα Αλεξανδρείας και αργότερα (μετά το 1920) στις εφημερίδες Ελεύθερος Λόγος, Δημοκρατία, Ελεύθερος Λόγος και Ριζοσπάστης, ενώ υπήρξε επίσης μέλος της Καλλιτεχνικής Συντροφιάς του καφενείου Μαύρος Γάτος και της Σοσιαλιστικής Δημοτικιστικής Ένωσης (ήδη από το 1909).
Το 1909 γίνεται μέλος της Σοσιαλιστικής Δημοτικιστικής Ενωσης και από τη εποχή αυτή αρχίζει να διαβάζει και σοσιαλιστική φιλολογία και φιλοδοξεί να γίνει ο εισηγητής του κοινωνικού διηγήματος. Και στη συνέχεια η Οχτωβριανή Επανάσταση τον ενθουσιάζει και από τότε αρχίζει να παρακολουθεί από πολύ κοντά τους πολιτικούς και οργανωτικούς αγώνες της ελληνικής εργατικής τάξης.Ο Κ. Παρορίτης ανήκει στο στενό πυρήνα των συνεργατών του «Νουμά».Ό Παρορίτης είναι από τους αρχαιότερους και πιστότερους συνεργάτες και πρωτεργάτης του ‘’Νουμά’ ακόμα και όταν ήτανε καθηγητής σε Γυμνάσιο στην Αθήνα.’ Με τον Κώστα Παρορίτη καθιερώθηκε στο «Ριζοσπάστη» το χρονογράφημα και πολεμήθηκε από τους εκπροσώπους της εργατικής τάξης όσο κανείς άλλος λογοτέχνης. Έφτασαν να του αμφισβητήσουν κάθε λογοτεχνική αξία. Ξεκίνησε τον Ιούνη του 1921 όταν ο «Ριζοσπάστης» έγινε επίσημο όργανο του ΚΚΕ και διευθυντής του ήταν ο Γιάνης Κορδάτος.Η ατμόσφαιρα του «Νουμά» ήταν δημοκρατική, προοδευτική, επαναστατική στην εποχή της. Αυτή την ατμόσφαιρα εισέπνευσε ο Παρορίτης και λίγο αργότερα η επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες, όταν ξεκίνησε στο «Νουμά» η συζήτηση με αφορμή το βιβλίο του Γ. Σκληρού «Το κοινωνικό μας ζήτημα». Επηρεάστηκε από τις σοσιαλιστικές ιδέες μόλις αυτές άρχισαν να συζητιούνται στην Ελλάδα.
Ο Κώστας Παρορίτης πέθανε στην Αθήνα το 1931.
Κριτική Έργου
Ο Κώστας Παρορίτης είναι ο πρώτος Έλληνας, όχι σοσιαλιστής, μα κομμουνιστής. Είναι ο πρώτος που έγραψε με ξεκάθαρο κομμουνιστικό προσανατολισμό, έργα εμπνευσμένα από τη ζωή του λαού και της εργατικής τάξης. Τα έργα του διαβάστηκαν και επηρέασαν τους εργάτες και βοήθησαν το κομμουνιστικό κίνημα στα πρώτα του βήματα πιο κοντά στο κόμμα της εργατικής τάξης. Ό Κώστας Παρορίτης έμεινε συνεπής στην ιδεολογία του, παρότι στα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε μια πίκρα για την κριτική που του ασκούσε ο «Ριζοσπάστης».Με αφετηρία το χώρο του ηθογραφικού διηγήματος και το ρομαντισμό του Γκαίτε, ο Κώστας Παρορίτης οδηγήθηκε στη συνέχεια στη μυθιστορηματική απεικόνιση της ζωής των εσωτερικών μεταναστών και των περιθωριακών τύπων της Αθήνας, με επιρροές από τη γαλλική και ρωσική λογοτεχνική παραγωγή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και κινούμενος στο πλαίσιο της κοινωνικά στρατευμένης δημοτικιστικής λογοτεχνίας συγγραφέων όπως ο Δημοσθένης Βουτυράς και ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Διαχωρίστηκε ωστόσο από τους πρώτους Έλληνες σοσιαλιστές συγγραφείς (Χατζόπουλο, Ταγκόπουλο κ.α.), καθώς παρέκκλινε από τη θεωρία του νατουραλισμού για τον κυρίαρχο ρόλο του περιβάλλοντος στην ανθρώπινη μοίρα και υποστήριξε τον οραματισμό μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας με απαραίτητη προϋπόθεση τη δραστηριοποίηση των εργατικών και γενικότερα των λαϊκών στρωμάτων.
Λόγια άλλων για τον Παρορίτη
Ο Κ. Παρορίτης ανήκει στο στενό πυρήνα των συνεργατών του «Νουμά». Γράφει ο εκδότης του περιοδικού Δ. Ταγκόπουλος το 1921:
«Ο Παρορίτης είναι τόσο στενά δεμένος, ψυχικά, με το ‘’Νουμά’’, ώστε ο ‘’Νουμάς’’ νάναι τόσο δικός του, όσο είναι και δικός μου (…).είναι από τους αρχαιότερους και πιστότερους συνεργάτες του ‘’Νουμά’’. Ελληνοδιδάσκαλος ακόμα σ’ ένα χωριό του Ταΰγετου, ήρθε στα 1903, την πρώτη χρονιά, μ’ ένα θερμό γράμμα, να με συγχαρεί για τον αγώνα μου και να μου δηλώσει πως είναι κι αυτός οπαδός της δημοτικιστικής ιδεολογίας. Από τη Σπάρτη, που πήγε κατόπι ως σχολάρχης κι από την Υδρα αργότερα, έστελνε ταχτικά άρθρα και διηγήματά του στο ‘’Νουμά’’ κι όταν καταστάλαξε τελευταία εδώ, χρόνια τώρα, καθηγητής σε γυμνάσιο, έγινε αναπόσπαστος από τη στενή συντροφιά μας, έγινε ένας από τους πρωτεργάτες του ‘’Νουμά’’». Πιο φανατικός οπαδός και θαυμαστής του Ψυχάρη. Αδιάλλακτος στο γλωσσικό ζήτημα: «Γι’ αυτό την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση την έκρινε με ψυχαρικά κριτήρια και ως ένα σημείο την πολέμησε. Πρώτ’ απ’ όλα και πάνω απ’ όλα έβαλε δογματικά το γλωσσικό κήρυγμα του Ψυχάρη. Πίστευε στο αλάθητό του. Έβλεπε το δημοτικισμό σαν ένα προοδευτικό κίνημα, αλλά την παραπέρα εξέλιξη και γενικά τον πλουτισμό της λαϊκής μας γλώσσας τον έβλεπε μέσα στα στενά καλούπια του Ψυχαρισμού. Δεν αναγνώριζε τις επιδράσεις του σχολείου, του Τύπου και ακόμα δεν παραδεχόταν πως η δημοτική μας γλώσσα θα πλουτισθεί και θα εξελιχθεί μέσα στα μεγάλα αστικά (βιομηχανικά) κέντρα. Με δυο λόγια ο ‘’ορθόδοξος’’ δημοτικισμός του ήταν στατικός, αντιδιακλεχτικός. Όταν όμως ο Ψυχάρης κήρυξε φανερά τις αντικοινωνικές και αντιδημοκρατικές ιδέες του, ο Παρορίτης κατάλαβε πως είχε πέσει έξω στο γλωσσικό ιδεολογικό προσανατολισμό του και πλησίασε πιο πολύ το εργατικό κίνημα και τους πολιτικούς εκπροσώπους του. Ήταν όμως αργά γιατί βαριά αρρώστια τον έριξε στο κρεβάτι».
Πολλά είναι τα άρθρα και τα λογοτεχνικά σημειώματα στο «Νουμά» (και σε άλλα περιοδικά) όπου προβάλλει την ανάγκη της σοσιαλιστικής λογοτεχνίας και αξιολογεί τα διάφορα λογοτεχνικά έργα από μαρξιστική σκοπιά. Ό Γρηγόριος Ξενόπουλος έγραψε για τον Παρορίτη:«Ο Παρορίτης ήτο σοσιαλιστής το σοσιαλιστής και το κοινωνικόν σύστημα εθεώρει αίτιον της δυστυχίας των περισσοτέρων. Όλα του τα μυθσιτορήματα εγράφησαν με αποκλειστικόν σκοπόν να διαδώσουν και να ενισχύσουν την ιδέαν μιας ανατροπής. Είναι έργα προπαγάνδας. Δεν θα τα υποτιμήσωμεν δι’ αυτό, δε θα τα αποκηρύξωμεν, άπαγε! Διότι ο συγγραφεύς ήτο σοσιαλιστής. Σοσιαλιστής ήτο και ο Τολστόι και ο Γκόργκι και ο Μπαρμπύς και τόσοι άλλοι μεγάλοι μυθιστοριγράφοι. Ο Παρορίτης ομολογουμένως, δεν είχε τόσον ισχυρόν τάλαντον και από απόψεως τέχνης τα έργα του υστερούν. Αλλά και ούτως απομένουν σεβαστά, διότι είναι και τα πρώτα νεοελληνικά μυθιστορήματα τα οποία έχουν μιαν κοινωνικήν – και όχι απλώς ψυχολογικήν, ιστορικήν ή φιλοσοφικήν – θέσιν, στρέφονται περί το μέγα κοινωνικόν πρόβλημα, δονούνται από τον ανήσυχον, τον αγωνιώδη παλμόν της εποχής μας και κινούν την σκέψιν του αναγνώστου προς μιαν λύσιν ή άλλην» Γρ. Ξενόπουλος 1932.
Για το χρονογράφο Παρορίτη έγραψε ο Μ. Παπαϊωάννου: «Στο χρονογράφημα ο Παρορίτης κρατήθηκε σωστά σ’ αυτές τις κύριες κατευθύνσεις. Υπεράσπιση της ειρήνης, καταδίκη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, υποστήριξη του αγώνα για μεροκάματο. Οι θέσεις του κόμματος και του ‘’Ριζοσπάστη’’ δοσμένες με τον τρόπο της λογοτεχνίας. Επί δύο χρόνια, τουλάχιστον, πέρασαν από τις Κόκκινες πινελιές σκηνές του δρόμου, από δίκες στις αίθουσες Στρατοδικείων, μέσα σε τραμ, από απεργίες, από τη ζωή του καφενείου, που εκτυλίσσονταν, με το ρυθμό της επικαιρότητας. Τα προβλήματα της ημέρας, ήταν τα ίδια για όλους τους ανθρώπους και για τους χρονογράφους όλων των εφημερίδων. Το μόνο που άλλαζε ήταν η ιδεολογική, η ταξική τοποθέτηση. Για τον Παρορίτη η κατασυκοφάντηση του Λένιν, της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία από τις αστικές εφημερίδες, ήταν ένας ερεθισμός για να αναπτύξει τις απόψεις του σχετικά με τη νέα κοινωνία που χτίζονταν στην παλιά τσαρική αυτοκρατορία. Η απάντηση του Ανατόλ Φρανς στην έκκληση του Γκόργκι υπέρ των πεινασμένων διαμερισμάτων της Ρωσίας, με την αποστολή 300 χιλιάδων φράγκων που του απέδωσε η βράβευσή του με το Νόμπελ, ήταν κι αυτή μια άλλη ευκαιρία να μιλήσει για το καθήκον των διανοούμενων ή για να δώσει τον ορισμό του σύγχρονου διανοούμενου. Η επίθεση του αστικού Τύπου εναντίον των λογοτεχνών που υπέγραψαν στα 1921 μια έκκληση προς τον ελληνικό λαό για τη σωτηρία των πληθυσμών της Ρωσίας, που απειλούνταν από την πείνα, αποδεχόμενοι την έκκληση του Γκόργκι, τον κάναν να ξεσπαθώσει κατά των υποκριτών ανθρωπιστών μας (…)Το χρονογράφημα του Παρορίτη στο ‘’Ριζοσπάστη’’ δεν ήταν μόνο μια συμβολή στην πληρότητα του δημοσιογραφικού οργάνου του Κόμματος. Ήταν και μια σοβαρή προσφορά στην εξέλιξη, στον πλουτισμό αυτού του είδους. Ο Παρορίτης ήταν ένας εμπνευσμένος αγωνιστής του λαού και λογοτέχνης, βοήθησε όσο λίγοι διανοούμενοι το απελευθερωτικό εργατικό κίνημα της Ελλάδας, βοήθησε αφάνταστα στη δημιουργία της σοσιαλιστικής μας πεζογραφίας. Βοήθησε το ‘’Ριζοσπάστη’’ στα πρώτα του βήματα».
Οι «Νέοι Πρωτοπόροι» αναφέρονται στη διακοπή της συνεργασίας με το «Ριζοσπάστη».«Οι αντιθέσεις ανάμεσα στο πολιτικό όργανο της εργατιάς και στο χρονογράφο του, που υπήρχαν το δίχως άλλο, περνούσαν τις πιο πολλές φορές απαρατήρητες, μα ως τόσο εκδηλωνότανε πότε πότε καθαρά και εξόφθαλμα. Απ’ τη στιγμή όμως που ο Ριζοσπάστης’’ με μια αλματώδη προσπάθεια έκανε το τεράστιο ιστορικό του βήμα σαν υπεύθυνος πια καθοδηγητής της ταξικής συνείδησης, ο Παρορίτης γιατί το θέλησε ο ίδιος – όχι γιατί αντικαταστάθηκε – εγκαταλείπει τη στήλη του για να ξαναγυρίσει στο Νουμά’’»
Εργογραφία
Δημοσίευσε δύο σειρές διηγημάτων, με τον τίτλο «Από την ζωή ενός δειλινού» και «Οι Νεκροί της Ζωής». Έργο του ήταν επίσης το κοινωνικό ρομάντσο «Στο άλμπουρο».
Διηγήματα
- Από Την Ζωή Ενός Δειλινού (Προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και κοινωνικό προβληματισμό θίγοντας κοινωνικά θέματα και άλλα θέματα σε μια εποχή που κυριαρχεί ή ηθογραφία 1906, διήγημα)
- Οι Νεκροί Της Ζωής (Προκάλεσε σάλο με της τολμηρές ιδέες του όντας σχολάρχης στο σχολαρχείο στην Ύδρα και ή ιδεολογική στράτευση της οποίας οδήγησε στην παύση του για ένα μήνα από το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο το 1908, διήγημα), 1907..
- Διηγήματα(Συγκεντρωτική έκδοση, Αθήνα, Οδυσσέας), 1982.
- Οι νεκροί της ζωής (Αθήνα, Νεφέλη), 1988.
- Από την ζωή του δειλινού (Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή), 1989.
- Οί νεκροί της ζωής (Αθήνα, Νεφέλη), 1990.
- Οί νεκροί της ζωής (Αθήνα, Σύγχρονη εποχή), 2013.
Μυθιστορήματα
- Στο Άλμπουρο (Κοινωνικό ρομάντσο Θίγει κοινωνικά θέματα και άλλα θέματα προκαλώντας πολύ μεγάλη εντύπωση 1910, μυθιστόρημα)
- Ημερολόγιον Σκόκου(Αθήνα, εκ του τυπογραφείου των καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου), 1912.
- Το Μεγάλο Παιδί (Θίγει κοινωνικά θέματα και άλλα θέματα προκαλώντας πολύ μεγάλη εντύπωση 1916, μυθιστόρημα)
- Πατέρας (1921, διήγημα)
- Ό Κόκκινος Τράγος (Το κορυφαίο έργο του εμπνευσμένο από τους αγώνες της εργατικής τάξης πρόβαλλαν την ανάγκη της κοινωνικής επανάστασης 1924, μυθιστόρημα)
- Οι Δύο Δρόμοι (εμπνευσμένο από τους αγώνες της εργατικής τάξης πρόβαλλαν την ανάγκη της κοινωνικής επανάστασης 1927, μυθιστόρημα)
- Το μεγάλο παιδί(Αθήνα, Σύγχρονη εποχή), 1990.
- Στο άλμπουρο(Αθήνα, πελεκάνος), 2005.
- Ό κόκκινος τράγος(Αλεξάνδρεια, πελεκάνος), 2007.
- Χριστουγεννιάτικες ιστορίες( Αθήνα, Καστανιώτη), 2009.
- Το μεγάλο παιδί(Αθήνα, πελεκάνος), 2011.
- Ό κόκκινος τράγος(Αθήνα, πελεκάνος), 2011.
- Το μεγάλο παιδί(Αθήνα, πελεκάνος), 2012.
- Ό κόκκινος τράγος(Αθήνα, πελεκάνος), 2012.
- Χριστούγεννα και χιονιάς(Αθήνα, Νάρκισσος), 2013.
- Οί δύο δρόμοι(Ά Τόμος Αθήνα, πελεκάνος), 2013.
- Οί δύο δρόμοι(΄Β Τόμος Αθήνα, πελεκάνος), 2013.
- Ο Κόκκινος τράγος(Αθήνα, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.), 2013.
- Ό Κόκκινος τράγος(Αθήνα, Σύγχρονη εποχή), 2016.
Δοκίμια
- Εισαγωγή εις την οκτωβριανήν επανάστασιν(Τετράτομο, Αθήνα, Νουμάς), 1916.
- Ή Ιστορία της οκτωβριανής επανάστασης (Οχτάτομο, Αθήνα, Νουμάς), 1918.
Μεταφράσεις Έργων
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Ή Τριλογία των τριών πόλεων:Λονδίνο,Ρώμη και Παρίσι(Αθήνα, Νουμάς), 1912.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Καρποφορίας(Αθήνα, Νουμάς), 1914.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Τερέζα Ρακέν(Αθήνα, Νουμάς), 1915.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Ή τύχη του Ρούγκονς(Αθήνα, Νουμάς), 1916.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Ή παράβαση του Μουρέτ(Αθήνα, Νουμάς), 1917.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Την πλημμύρα(Αθήνα, Νουμάς), 1918.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Σπερμικά(Αθήνα, Νουμάς), 1919.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Ή βιασύνη για τα λάφυρα(Αθήνα, Νουμάς), 1920.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Καυτή!(Αθήνα, Νουμάς), 1921.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Το έδαφος(Αθήνα, Νουμάς), 1922.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Το όνειρο(Αθήνα, Νουμάς), 1923.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Ό δόκτωρ Πασκάλ(Αθήνα, Νουμάς), 1924.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Ό παράδεισος των κυριών(Αθήνα, Νουμάς), 1925.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Μυθιστόρημα Εξοχότητα(Αθήνα, Νουμάς), 1926.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Τα Χρήματα(Αθήνα, Νουμάς), 1927.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Ή χαρά της ζωής(Αθήνα, Νουμάς), 1928.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Εργασία(Αθήνα, Νουμάς), 1929.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Αλήθεια(Αθήνα, Νουμάς), 1930.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Ένα επεισόδιο αγάπης(Αθήνα, Νουμάς), 1931.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Το κόμμα στο Κόκουβιλ ή Κόκουεβίλ(Αθήνα, Νουμάς), 1932.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Ή Εξαλογία Ρούγκον Μακουάρτ:Ή τύχη του Ρούγκον, Ό ιερέας, Ή κοιλιά του παρισιού, Ή κατάκτηση του Πλάσσανς, Ή υπαιτιότητα του πατέρα Μέσερ, Ή εξοχότητα του Έουτζεν Ρούγκον(Αθήνα, Νουμάς), 1933.
- Εμίλ Ζολά Δραματικό Μυθιστόρημα Νανά(Αθήνα, Νουμάς), 1934.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Ή Τριλογία των τεσσάρων ευαγγελίων: Γονιμότητας,Εργασίας,Αλήθειας και Δικαιοσύνης(Αθήνα, Νουμάς), 1935.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Φράγμα ζάκ και άλλες ειδήσεις(Αθήνα, Νουμάς), 1936.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Ή επίθεση του μύλου(Αθήνα, Νουμάς), 1937.
- Εμίλ Ζολά Μυθιστόρημα Φράγμα ζάκ και άλλες ειδήσεις(Αθήνα, Νουμάς), 1938.
- Εμίλ Ζολά Νουβέλα Ό δολοφόνος(Αθήνα, Νουμάς), 1939.
- Εμίλ Ζολά Νουβέλα Δοχείο κούπα(Αθήνα, Νουμάς), 1940.
- Εμίλ Ζολά Νουβέλα Στην ευτυχία των κυριών(Αθήνα, Νουμάς), 1941.
- Εμίλ Ζολά Νουβέλα Ή χαρά της διαβίωσης(Αθήνα, Νουμάς), 1942.
- Εμίλ Ζολά Νουβέλα Το έργο(Αθήνα, Νουμάς), 1943.
- Εμίλ Ζολά Νουβέλα Γή(Αθήνα, Νουμάς), 1944.
- Εμίλ Ζολά Νουβέλα Το ανθρώπινο θηρίο(Αθήνα, Νουμάς), 1945.
- Εμίλ Ζολά Νουβέλα Ή πανωλεθρία(Αθήνα, Νουμάς), 1946.
- Γκόργκι Μαξίμ Μυθιστορήματα Πάβελ Γκορμάϊκα(Αθήνα, Ίκαρος), 1947.
- Γκόργκι Μαξίμ Μυθιστορήματα Φόμα Γκορντέγιεφ(Αθήνα, Ίκαρος), 1947.
- Γκόργκι Μαξίμ Μυθιστορήματα Τρείς από αυτούς(Αθήνα, Ίκαρος), 1948.
- Γκόργκι Μαξίμ Μυθιστορήματα Ή Μητέρα(Αθήνα, Ίκαρος), 1948.
- Γκόργκι Μαξίμ Μυθιστορήματα Ή Ζωή ενός άχρηστου ανθρώπου(Αθήνα, Ίκαρος), 1949.
- Γκόργκι Μαξίμ Μυθιστορήματα Μια ομολογία(Αθήνα, Ίκαρος), 1949.
- Γκόργκι Μαξίμ Μυθιστορήματα Το Οκούροβ σίτυ(Αθήνα, Ίκαρος), 1950.
- Γκόργκι Μαξίμ Μυθιστορήματα Ή Ζωή του Ματβέϊ Κοζχεμιάκιν ή Κοζχεμάϊάκιν(Αθήνα, Ίκαρος), 1951.
- Γκόργκι Μαξίμ Μυθιστορήματα Ή Επιχείρηση Αρτμανόνοβ(Αθήνα, Ίκαρος), 1952.
- Γκόργκι Μαξίμ Μυθιστορήματα Ή Τριλογία της Ζωής του Κλίφ Σάμτζιν ή Σάμγκιν:Ό Θεατής, ό Μαγνήτης,Άλλες πυρκαγιές και Το Φάντασμα(Αθήνα, Ίκαρος), 1953.
- Γκόργκι Μαξίμ Νουβέλα Τσέλκας(Αθήνα, Ίκαρος), 1956.
- Γκόργκι Μαξίμ Νουβέλα Κονοβάλοφ(Αθήνα, Ίκαρος), 1957.
- Γκόργκι Μαξίμ Νουβέλα Το Όρλοφς(Αθήνα, Ίκαρος), 1958.
- Γκόργκι Μαξίμ Νουβέλα Πλάσματα που καποτε ήτανε άντρες(Αθήνα, Ίκαρος), 1958.
- Γκόργκι Μαξίμ Νουβέλα Καλοκαίρι(Αθήνα, Ίκαρος), 1959.
- Γκόργκι Μαξίμ Νουβέλα Μεγάλη αγάπη(Αθήνα, Ίκαρος), 1959.
- Γκόργκι Μαξίμ Μεγάλη φανταστική ιστορία Makar Chudra[Τουλάχιστον ισοπαλία](Αθήνα, Ίκαρος), 1960.
- Γκόργκι Μαξίμ Μεγάλη φανταστική ιστορία Παλιά Ιζεργκίλ ή Ιζεργκάϊλ(Αθήνα, Ίκαρος), 1961.
- Γκόργκι Μαξίμ Μεγάλη φανταστική ιστορία Μάλβα(Αθήνα, Ίκαρος), 1961.
- Γκόργκι Μαξίμ Μεγάλη φανταστική ιστορία Εικοσιέξι άντρες και ένα κορίτσι(Αθήνα, Ίκαρος), 1962.
- Γκόργκι Μαξίμ Μεγάλη φανταστική ιστορία Τραγούδι ενός γερακιού(Αθήνα, Ίκαρος), 1962.
- Γκόργκι Μαξίμ Δράμα Οί ακαλλιέργητοι(Αθήνα, Ίκαρος), 1963.
- Γκόργκι Μαξίμ Δράμα Τα χαμηλότερα βάθη(Αθήνα, Ίκαρος), 1963.
- Γκόργκι Μαξίμ Δράμα Καλοκαιρινή λαϊκή(Αθήνα, Ίκαρος), 1964.
- Γκόργκι Μαξίμ Δράμα Παιδιά του ήλιου(Αθήνα, Ίκαρος), 1964.
- Γκόργκι Μαξίμ Δράμα Οί βάρβαροι(Αθήνα, Ίκαρος), 1965.
- Γκόργκι Μαξίμ Δράμα Εχθροί(Αθήνα, Ίκαρος), 1965.
- Γκόργκι Μαξίμ Δράμα Οί τελευταίοι(Αθήνα, Ίκαρος), 1966.
- Γκόργκι Μαξίμ Δράμα Παιδιά(Αθήνα, Ίκαρος), 1966.
- Γκόργκι Μαξίμ Δράμα Αλλόκοτοι άνθρωποι(Αθήνα, Ίκαρος), 1967.
- Γκόργκι Μαξίμ Δράμα Βάζα Ζελέζνόβα(Αθήνα, Ίκαρος), 1967.
- Γκόργκι Μαξίμ Δράμα Πλαστά χρήματα(Αθήνα, Ίκαρος), 1968.
- Γκόργκι Μαξίμ Δράμα Ό Γέρος ή ό Δικαστής(Αθήνα, Ίκαρος), 1968.
- Γκόργκι Μαξίμ Δράμα Ό Εργασιομανής Σλοβοτέκοβ(Αθήνα, Ίκαρος), 1969.
- Γκόργκι Μαξίμ Δράμα Ό Σόμοβ και οί άλλοι(Αθήνα, Ίκαρος), 1969.
- Γκόργκι Μαξίμ Δράμα Ιγκόρ Μουλίτσοφ ή Μπουλάϊτσοφ και άλλοι(Αθήνα, Ίκαρος), 1970.
- Γκόργκι Μαξίμ Δράμα Ντοστιγκάγιεφ ή Ντοστιγκάϊγιεβ και άλλοι(Αθήνα, Ίκαρος), 1970.
- Γκόργκι Μαξίμ Δράμα Το τραγούδι του θυελλώδη Πέτρελ(Αθήνα, Ίκαρος), 1971.
- Γκόργκι Μαξίμ Αυτοβιογραφία Ή Παιδική ηλικία μου(Αθήνα, Ίκαρος), 1971.
- Γκόργκι Μαξίμ Αυτοβιογραφία Στον κόσμο(Αθήνα, Ίκαρος), 1972.
- Γκόργκι Μαξίμ Αυτοβιογραφία Τα πανεπιστήμια μου(Αθήνα, Ίκαρος), 1972.
- Γκόργκι Μαξίμ Ποίημα Το τραγούδι του θυελλώδη Πέτρελ(Αθήνα, Ίκαρος), 1973.
- Γκόργκι Μαξίμ Μη φανταστικά Μυθιστορήματα Chaliapin[Τσαλιάπιν] άρθρα σε επετηρίδα(Αθήνα, Ίκαρος), 1973.
- Γκόργκι Μαξίμ Μη φανταστικά Μυθιστορήματα Ανέγκαιρες σκέψεις και άρθρα(Αθήνα, Ίκαρος), 1974.
- Γκόργκι Μαξίμ Μη φανταστικά Μυθιστορήματα Οί αναμνήσεις μου από τον Τολστόϊ(Αθήνα, Ίκαρος), 1974.
- Γκόργκι Μαξίμ Μη φανταστικά Μυθιστορήματα Αναμνήσεις του Τσέχωφ, του Τολστόϊ και του Αντρέγιεφ(Αθήνα, Ίκαρος), 1975.
- Γκόργκι Μαξίμ Μη φανταστικά Μυθιστορήματα Βλαδίμηρος Ίλιτς Ουλιάνοφ Λένιν[V.I.Lenin](Αθήνα, Ίκαρος), 1975.
- Γκόργκι Μαξίμ Μη φανταστικά Μυθιστορήματα Ό Όρος Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι Στάλιν-Λευκή θάλασσα-Διώρυγα της
Βαλτικής θάλασσας(Αθήνα, Ίκαρος), 1976.
- Γκόργκι Μαξίμ Συλλογή Διηγημάτων Σκίτσα και ιστορίες(Τρίτομο, Αθήνα, Ίκαρος), 1976.
- Γκόργκι Μαξίμ Συλλογή Διηγημάτων Παραμύθια της Ιταλίας(Αθήνα, Ίκαρος), 1977.
- Γκόργκι Μαξίμ Συλλογή Διηγημάτων Μέσω της Ρωσίας(Αθήνα, Ίκαρος), 1978.
- Γκόργκι Μαξίμ Συλλογή Διηγημάτων Πλάσματα που κάποτε ήταν άνδρες, ιστορίες στην αγγλική μετάφραση(Τρίτομο, Αθήνα, Ίκαρος
αυτό περιείχε μια εισαγωγή από τον Gilbert.Keith.Chesterton[Γκίλμπερτ Κέϊθ Τσέστερτον], Ο ρωσικός τίτλος κυριολεκτικά «προηγούμενοι άνθρωποι ») κέρδισε τη δημοτικότητα ως έκφραση στην αναφορά στους ανθρώπους που έπεσαν σοβαρά στην κοινωνική θέση τους), 1979.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Προμηθέας(Αθήνα, Νεφέλη), 1914.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Γκέντς Φόν Μπερλινχίνγκεν(Αθήνα, Νεφέλη), 1915.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου(Αθήνα, Νεφέλη), 1916.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Ό Βασιλιάς της Θούλης(Αθήνα, Νεφέλη), 1917.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Στέλλα(Αθήνα, Νεφέλη), 1918.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Έγκμοντ(Αθήνα, Νεφέλη), 1919.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Επιστημονική Πραγματεία Προσπάθεια εξήγησης της Μεταμόρφωσης των Φυτών(Αθήνα, Νεφέλη), 1920.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Τορκουάτο Τάσσο(Αθήνα, Νεφέλη), 1921.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Ποίημα Ρωμαϊκές ελεγείες(Αθήνα, Νεφέλη), 1922.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Ραϊνέκε Φούκς(Αθήνα, Νεφέλη), 1923.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Μυθιστόρημα Τα χρόνια της μαθητείας του Βίλελμ Μάιστερ(Αθήνα, Νεφέλη), 1924.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Ποίημα Ό Μαθητευόμενος μάγος(Αθήνα, Νεφέλη), 1925.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Ποίημα Ή Μνηστή της Κορίνθου(Αθήνα, Νεφέλη), 1925.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Επικό Ποίημα Χέρμαν και Δωροθέα(Αθήνα, Νεφέλη), 1926.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Ποίημα Ή πρώτη βαλπουργία νύχτα(Αθήνα, Νεφέλη), 1926.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Δράμα Ή Νόθος κόρη(Αθήνα, Νεφέλη), 1927.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Δράμα Φάουστ Ά Μέρος[Το κορυφαίο λεργο του](Αθήνα, Νεφέλη), 1927.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Μυθιστόρημα Εκλεκτικές συγγένειες(Αθήνα, Νεφέλη), 1928.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Αυτοβιογραφικό έργο Από την ζωή μου:Ποίηση και αλήθεια(Αθήνα, Νεφέλη), 1928.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Μυθιστορηματικά Ημερολόγια Περί των χρωμάτων(Αθήνα, Νεφέλη), 1929.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Επιστημονική πραγματεία Ιταλικό ταξίδι(Αθήνα, Νεφέλη), 1929.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Ποίημα Δυτικό-Ανατολικό Ντιβάν:Πόίηση κατά μίμηση των μουσουλμάνων μυστικιστών(Αθήνα, Νεφέλη), 1930.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Μυιστόρημα Τα χρόνια της περιπλάνησης του Βίλελμ Μάϊστερ(Αθήνα, Νεφέλη), 1930.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Ποίημα Ή Ελεγεία του Μαρίενμπάντ(Αθήνα, Νεφέλη), 1931.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Επιστημονική πραγματεία Ιταλικό ταξίδι(Αθήνα, Νεφέλη), 1931.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Δράμα Φάουστ ΄Β Μέρος(Αθήνα, Νεφέλη), 1932.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Επιστημονική Πραγματεία Αφορισμοί και διαλογισμοί(Αθήνα, Νεφέλη), 1932.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Μυθιστόρημα Περί τέχνηςί(Αθήνα, Νεφέλη), 1933.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Μυθιστόρημα Υπάρχουν όρια(Αθήνα, Νεφέλη), 1933.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Μυθιστόρημα Ό Πενηντάρης(Αθήνα, Νεφέλη), 1934.
- Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε Μυθιστόρημα-Νουβέλα Ή Νουβέλα του λιονταριού(Αθήνα, Νεφέλη), 1934.
- Λέον Τολστόϊ Πόλεμος και Ειρήνη[Το κορυφαίο μυθιστορημά του και ένα από τα καλύτερα όλων των εποχών](Τετράτομο, Αθήνα, Καστανιώτη), 1935
Διήγημα - Το δικό μας χαμόγελο
ΔΕΙΛΙΝΟ. Κόπασε το μελτέμι. Λαμποκοπάει η μουσκεμένη αμμουδιά κάθε που αποτραβιέται η θάλασσα. Το λοξό πεύκο συλλογιέται. Συλλογιόμαστε και μεις μαζί του, τραβάμε στον άμμο γραμμές, γράφουμε κάτι ψηφία, κάτι ζουγραφιές, μια γοργόνα, μια καρδιά, μιαν άγκυρα – έτσι, τι να πεις; Θέλεις κάτι να φτιάξεις, να δώσεις, για να γιομίσει ο καιρός, να ξανασάνεις.
Κρατάς στα χέρια την ημέρα σαν ένα γράμμα μέσα στον άσπρο φάκελο. Θα γράψεις τη διεύθυνση, δυο λέξεις μόνο: στους ανθρώπους. Τίποτ’ άλλο. Θα ‘ναι κει μέσα ένα κομμάτι θάλασσα, ένα άστρο, τρεις – τέσσερις πευκοβελόνες – η χαρά σου. Και θα χαμογελάς στον ύπνο σου. Οπου να ‘ναι θα πάρουν το γράμμα. Θα τ’ ανοίξουν. Θα ξεδιπλώσουν τη θάλασσα. Διαβάζουν. Πώς φέγγουνε τα μάτια τους. Είναι λοιπόν τόσο δύσκολο να χαίρουνται οι ανθρώποι; «Ποιοι κλέβουν απ’ τα μάτια μας το φως;». Ετσι ρωτούσαμε άλλοτες. Τώρα το ξέρουμε. Δεν το ρωτάμε πια. Μονάχα πολεμάμε.
Ο ήλιος λέει: «Είμαι δικός σας. Πάρτε με. Βγάλτε απ’ τη μέση κείνον που με φράζει» . Η θάλασσα λέει: «Είμαι δικιά σας». Το ίδιο κι ο αγέρας και το δέντρο και ο ουρανός κι η γης: «Πάρε με. Δούλεψέ με. Φτιάξε με και φτιάξε τη χαρά σου».
Γράφεις στον άμμο αριθμούς. Μετράς με την καρδιά σου τη χαρά του κόσμου. Μετράς την πίκρα του. Λογαριάζεις τα έξοδα της μέρας, τις έγνοιες σου, σα να λογαριάζεις τα έξοδα που ‘κανες για ν’ αγοράσεις παιχνίδια στα παιδιά, φανέλλες για τους φαντάρους, τσεμπέρια για τις μαννάδες. Ναι, κάτι φτιάξαμε. Κάνεις, τη σούμα: πιστεύω.
Ησυχα, σιωπηλά η βραδιά μαζεύει τα χρώματα σαν την καλή νοικοκυρά που μαζεύει απ’ το σκοινί της πλύσης τα κόκκινα μεσοφόρια και τα πράσινα βρακιά, τις θαλασσιές ποδιές και τις μυριόπλουμες βελέντζες. Μια γλυκιά μυρουδιά. Φύκια και ρετσίνι. Νοτισμένη ζέστα. Κάπου αναμμένο κάρβουνο. Κει πίσω από το βουναλάκι θα σιδερώνει η βραδιά τη νυχτικιά της. ‘Αναψε κιόλας τη λάμπα της. Το πρώτο αστέρι.
Αράζει μια τράτα. Τραβάνε σιωπηλά τα δίχτυα. Γυμνά τα πόδια μπήγουνται στον άμμο. Λοξά τα κορμιά. Τεντωμένα τα νεύρα. Τα μούσκουλα πετάγονται στα μπράτσα και στα μπούτια. Βαθειές χαρακιές αυλακώνουν τα λιοκαμμένα πρόσωπα. Δύο νέοι σταματάνε δίπλα τους. Κουβεντιάζουν,
— Τι μόχτος. Και μπορεί να μην πιάσουν μήτε ένα ψάρι.
— Μόχτος δίχως πλερωμή.
— Αλλιά σε κείνονε που δε μοχτεί καθόλου.
–‘Αδεια ζωή.
— Ναι.
— Τώρα μοχτούνε όλοι για μια φούχτα ανθρώπους.
— Είδες και πάλι τόσα φτιάξανε.
— Ναι, μα με πόση πίκρα, πόσα βάσανα;
— Σκέψου μεθαύριο που καθένας θα δουλεύει για όλους και όλοι για τον καθένανε. Τι βλογημένος μόχτος. Τι χαρούμενος μόχτος.
— Ω, τότες;
— Ναι, τώρα χρωστάμε να μοχτούμε για τούτο το τότες, για μας, για ούλο τον κόσμο. Για βάλτο με το νου σου. Να φτιάχνεις κάτι όχι για σένα και για δύο ή για πέντε άλλους. Να φτιάχνεις κάτι και να λες: «Αυτό ‘ναι για όλους και για μένα». Να ξέρεις πως προσμένουνε να το δεχτούν χιλιάδες. Χιλιάδες νομάτοι να το χαίρουνται. Και συ να χαίρεσαι χιλιάδες χαρές. Για σκέψου το. Τι κέφι τότες να δουλεύεις. Τσιτώνεται η καρδιά. Φουσκώνουν της ψυχής τα μούσκουλα. Να δίνεις όλης της ψυχής σου τ’ αγαθά για να τα βρίσκεις χιλιαπλάσια στις ψυχές όλου του κόσμου.
— Ω, τότες, ναι.
— Και τώρα, ναι, για το τώρα που φτιάχνει το τότες.
Βραδιάζει για καλά. Οι ψαράδες τραβάνε τα δίχτυα. Πάνου στα λιοφρυγμένα τους γυμνά κορμιά τρεμουλιάζει ρίγες – ρίγες ή γαλαζωπή αντιφεγγιά της θάλασσας. Ενα τραγούδι αγαπημένο έρχεται από πέρα, απ’ τις σκηνές της ακρογιαλιάς:
Οσα βλέπουμε μπροστά μας
απ’ τα χρόνια τα παλιά
στη δουλειά μας τα χρωστάμε
ζήτω, ζήτω η εργατιά.
Μας ξέρει τούτο το τραγούδι. Το ξέρουμε. Χιλιάδες κόσμος έχει βάλει την καρδιά του μέσα σε τούτο τον απλό σκοπό. Η πίστη, τ’ όνειρο, ο αγώνας. Μια μεγάλη ιστορία. Πολύ καρδιοχτύπι, πολύ αίμα, πολλή ελπίδα κι ενθουσιασμός. Ακούμε τούτο το τραγούδι, κυττάμε τους ψαράδες, θυμόμαστε κείνους τους άλλους ψαράδες, πίσω απ’ τα χρόνια, θυμόμαστε κείνον το γέρο περβολάρη που μοχτούσε ως τα στερνά του, κλαδεύοντας τα δέντρα, φυτεύοντας τα νια βλαστάρια, ποτίζοντας.
— Παππού, του λέγαμε. Δεν κάθεσαι μια σταλιά να ξανασάνεις;
— Ετσι ξανασαίνω, γιε μου.
— Και δεν κουράζεσαι;
— ‘Αμα κάθουμαι κουράζομαι. Σα βουληθεί ο Θεός θα σταματήσω. Μα και κει πάνου λέω ναν του ζητήσω να μ’ αφήκει να περιποιέμαι τα δέντρα του. Και δε θα ‘βγει ζημιωμένος. Θαν του φτιάξω, μάτια μ’, κάτι δεντρά που θαν του σπάνε τα ρουθούνια απ’ τη μοσκοβολιά τους.
— Και πού το ξέρεις, παππού, πως εκεί πάνου έχει δέντρα;
— Αμ’ δα στραβός είμαι και δε γλέπω; Τι άλλο, μαθές, είναι τ’ αστέρια πάρεξ τα λουλούδια που ‘χουνε τα δέντρα τ’ ουρανού; Πες λεμονιές, πες αχλαδιές, πες μηλίτσες. Και δεν σε παίρνει κάθε βράδυ η μοσκοβολιά που ‘ρχεται από κει ψηλά; Το μεσονύχτι που κοιμάσαι στην ταράτσα σου περουνιάζουνε τα σπλάχνα τούτες οι ευωδιές. Μα κι αν δεν έχει πάλι, θα φυτέψω εγώ. Θα πάρω κάμποσους σπόρους στο μαντήλι μου.
Πότιζε το περβόλι και κουβέντιαζε. Καμάρωνε τα νιόβγαλτα δεντράκια. Επλενε τα φύλλα. Στύλωνε τα στραβά κορμιά. Κάτι μουρμούριζε. Το νοτισμένο χώμα ευώδιαζε. Μια λεμονίτσα τέντωνε γυαλιστερά τα δυνατά της φύλλα.
— Τη βλέπεις τούτη δω την κοπελίτσα. Ξεφάντωσε. Να, να. Πέρσι ήταν μια σταλίτσα, τόση δα. Μ’ έφτανε ίσαμε δώ, λίγο πιο πάνου απ’ το γόνα. Τώρα τραβάει τ’ αψήλου, μου ‘γινε της παντρειάς. Κοντεύει να με ξεπεράσει. Ε, έ, κυρά, μη βιάζεσαι. Βλέπεις, θέλει να διεί όξω απ’ τη μάντρα. Καλά. Σώπα. Του χρόνου πια ποιος μας κρατάει; Ετσι να, κάθε κλαδάκι που φυτρώνει λέω πως κέρδισε ο ντουνιάς μια ζωή. Και περφανεύουμαι του λόου μου πως βόηθηξα και γω το Θεό σε κάτι. Κάθε που ξεμυτίζει ένα καινούριο φύλλο λέω και ξεμυτίζει ένα φτερό στη ράχη μου. Θαρρώ σε λίγο πως φτερό με το φτερό θα μου δεθούν φτερούγες και θα πετάξω ανάλαφρος πάνου απ’ τα δέντρα. Μην το γελάς. Τι ‘τανε πέρσι τούτο δα; Μια σπιθαμή πράμα. Τώρα μου δίνει κάθε μεσημέρι δυο οργιές ίσκιο. Μπορούνε να σταλιάσουν μια χαρά δυο προβατίνες κάτου του. Του χρόνου θα κοιμάμαι γω στη σκιά του. Κι απέ θα δώσει και λουλούδι και καρπό. Κάτι μεγάλα ζουμερά λεμόνια. Θα φτιάχνουν σούπες που θα γλείφουνε τα χείλια τους. Ε, και σα λείψω εγώ τούτο το δέντρο το δικό μου θα μείνει. ‘Αλλοι θα κάτσουνε στον ίσκιο του, άλλοι θα φάνε τα λεμόνια του, κι ας μη με συλλογιούνται εμένα, εγώ θα βρίσκουμαι ολοσούσουμος μέσ’ στη χαρά τους, μέσα στον ίσκιο, μέσα στο λεμόνι. Ναι, ναι και μέσα στο λεμόνι που οι άλλοι, λέω τ’ αδέρφια μου, θα τρώνε και θα χαίρουνται. Και γω θα χαίρουμαι. Μη δα είναι λίγο τούτο να;
Κείνος ο περβολάρης. Το τραγούδι απόμακρα, πάνου απ’ τις σκηνές. Σπιθίζει η θάλασσα. Μέσα στα δίχτυα σπαρταρούν τα ψάρια, αστράφτουν. Ο άγιος μόχτος. Είναι μια δυνατή σιωπή μέσα στο βράδυ. Αντίκρυ ανάψανε τα φώτα. Ρίχνουμε και μεις τα δίχτυα της ψυχής μας μέσα στον ουρανό, μέσα στη θάλασσα, μέσα στον κόσμο. Να πιάσουμε ένα αστέρι, μια φωνή, κάποιο τραγούδι. Κάτι να δώσουμε και μεις, κάτι να πάρουμε. Ο φάκελος της μέρας κολλημένος. Μια απλή διεύθυνση: Στους ανθρώπους. Οχι. Στ’ αδέρφια μας. Θα ξεδιπλώσουν τη θάλασσα. Θα διαβάσουν. Πώς φέγγουνε τα μάτια τους. Χαμογελάνε. Ενα χαμόγελο δικό μας.
Πρώτη δημοσίευση στο τεύχος αρ. 19 του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα» (1945)
Διήγημα - Όξω από το σκέδιο
Ι
– Τι να χτίζη αυτός ο χριστιανός εδώ; με ρώτησε ο φίλος μου.
– Ξέρω κ’ εγώ; του αποκρίθηκα.
Είτανε αλήθεια ένα παράξενο σκέδιο, που για να μπη κανείς στο νόημά του έπρεπε νάχη μαζί του το μπάρμπα Συμεών – που το σκεδίασε – για να του το εξηγήση. Μα ο μπάρμπα Συμεών σε κάθε σκετικό ρώτημα, περιοριζότανε μόνο σ’ ένα αλαφρό, πολυσήμαντο χαμόγελο.
– Άι κάτι έβαλα με το νου μου κ’ εγώ. Σαν τελειώση η δουλειά – πρώτα ο Θεός – θα το δήτε.
Έτσι με αυτή τη γενική και αόριστη απόκριση συνήθιζε να τους ξεφορτώνεται όλους όσοι επιμένανε να τονέ ζαλίζουνε με τα ρωτήματά τους. Σ’ ένα πράμα συμφωνούσανε όλοι: πως ο μπάρμπα Συμεών παλάβωσε. Βέβαια. Για ναποφασίση να ρήξη τα λεφτουδάκια του σε αυτή την οικοδομή, σίγουρα δε θάναι στα καλά του. Γιατί το βλέπανε όλοι, πως από το σκέδιο αυτό, καθώς δείχνανε τα θεμέλιά του δεν μπορούσε να βγη τίποτα πραχτικό, προσοδοφόρο. Γιατί δεν είτανε μόνο το σκέδιο, – σωστός λαβύρινθος – που γεννούσε την απορία. Είτανε το πιο πολύ κ’ η θέση. Τι τούρθε του βλογημένου να πάη να ρήξη τα θεμέλια κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή, δίπλα στη θάλασσα; Τα κύματα θα σπάζανε πάνω στους τοίχους του σπιτιού κ’ ίσως καμμιά μέρα θα του το παίρνανε μαζί τους. Σαν ήθελε να χτίση, χαθήκανε οι σπιτότοποι μέσα στην πόλη να χτίση ένα σπίτι, ένα φούρνο, ακόμα κ’ ένα χάνι, για να βάζουνε τα ζα τους οι χωριάτες πούρχονται από τα χωριά και να κάνη χρυσές δουλειές; Τι τούρθε να πάη στην ερημιά, όξω από την πόλη, κοντά στη θάλασσα που γλείφει το χώμα του δρόμου αδιάκοπα;
Όλα αυτά τα μάθαινε, τάξερε ο μπάρμπα Συμεών, μα δεν έλεγε τίποτα.
– Πέστε τώρα ό,τι θέλετε. Σαν τελειώση με το καλό, ναρθήτε να λογαριαστούμε, μουρμούριζε.
Το κακό που το χτίσιμο δεν προχωρούσε διόλου γλήγορα. Δυό τρεις χτίστες δουλεύανε κάμποσον καιρό, υψώνανε κάμποσες πιθαμές τον τοίχο κ’ έπειτα οι χτίστες ξαφανιζόντανε κ’ η δουλειά σταματούσε άξαφνα για να ξαναρχίση ύστερα από μήνες. Γιατί ο μπάρμπα Συμεών δεν είχε τον παρά στο χέρι. Έπρεπε να δουλέψη, να πιάση λεφτά, για να μπορέση να σπρώξη τη δουλειά μπροστά. Όσο να σωθούνε κι αυτά, και πάλε στοπ. Κ’ έπειτα πάλε από την αρχή. Γιατί ο παράς έβγαινε τώρα με κόπο, με ίδρωτα, όχι σαν άλλοτε που είτανε η τσέπη του γιομάτη μονέδα. Τώρα για να πουλήση ένα Βαγγέλιο, μια Σύνοψη, μιαν Αμαρτωλών Σωτηρία, έπρεπε να βγάλη μαλλί η γλώσσα του. Στο σταθμό του σιδερόδρομου όλοι το ξέρανε πως είτανε αδύνατο να μη συναντήσουνε το μπάρμπα Συμεών με τα γυαλάκια του, με την πέτσινη τσάντα, που του χρησίμευε για αποθήκη βιβλίων. Εκεί είχε το βιβλιοπωλείο του, ένα κινητό βιβλιοπωλείο για τους ταξιδιώτες, αποκλειστικά από ιερά βιβλία. Ζύγωνε κάθε ταξιδιώτη, τούδειχνε τα βιβλία και κείνος είτανε αδύνατο να μην αγόραζε κάτι από όλα. Έτσι είχε κάτι ευχάριστο να διαβάση στο ταξίδι, χώρια πούκανε και καλό στην ψυχή του. Μα τώρα ο κόσμος άλλαξε. Όλοι γελάνε, τον κοροϊδεύουνε σαν τους προτείνει κανένα ιερό βιβλίο.
– Βρε, συ, είσαι μασώνος. Ή δε σε ξέρουμε, θαρρείς;
Κείνος κοκκινίζει, θυμώνει:
– Εγώ μασώνος, εγώ; φωνάζει.
Ένας κάνει τάχα πως θέλει να τονέ διαφεντέψη:
– Άσε τον άνθρωπο, αδερφέ, ήσυχο! Αυτός είναι καλός χριστιανός, λέει.
Ένας ψάχνει τα βιβλία τάχα πως θέλει να διαλέξη.
– Δε μου λες; Ρόδινο Κόσμο δεν έχεις; ρωτάει άξαφνα σιγαλά με ένα ύφος εμπιστεφτικό.
Κείνος του ρίχνει μια ματιά άγρια πάνω από τα γυαλιά του και φεύγει μουρμουρίζοντας.
– Πώς καταντήσανε οι άνθρωποι σήμερα; Ούτε ένα λεφτό δε δίνουνε για την ψυχή τους, μουρμουρίζει κουνώντας το κεφάλι. Το πολύ να ρωτήσουνε, να θαυμάσουνε τόμορφο δέσιμο των βιβλίων, που τάχει τυλιγμένα μέσα σε τσιγαρόχαρτα, μα όχι να δώσουνε λεφτά. Ένας φάνηκε κάποτε πως πήρε την απόφαση κάτι ναγοράση, μα ο σύντροφός του τον κράτησε.
– Δε βαριέσαι. Μην πετάς τα λεφτά σου σε αυτές τις κουταμάρες.
Αυτό έθλιβε την καρδιά του μπάρμπα Συμεών.
– Κι απάνω που θέλουμε λεφτά και λεφτά, για να τελειώσουμε την οικοδομή, συλλογιότανε.
Να ο λόγος που το χτίσιμο προχωρούσε αργά…Κάθε δειλινό, σα σκολάζανε οι μαστόροι κ’ έφευγε και το τελευταίο τραίνο, ο μπάρμπα Συμεών έπαιρνε το δρόμο για την οικοδομή του. Έμπαινε μέσα, τα περιεργαζότανε όλα σα να τάβλεπε για πρώτη φορά, σήκωνε από χάμω καμμιά πέτρα, μάζευε την άμμο σωρό, προσπαθούσε να τα βάλη όλα σε τάξη, να τα σιγυρίση, σα να είτανε εκεί το σπίτι του, η κάμαρά του.
– Θα ζήσω τάχατες να τα χαρώ; Χρειάζουνται λεφτά, λεφτά. Πού θα βρεθούνε; ο κόσμος δεν αγοράζει βιβλία. Όλοι με κοροϊδεύουνε, όλοι με παίρνουνε για τρελό με τη δουλειά αυτή που καταπιάστηκα. Μα σαν το βλέπανε τελειωμένο και μαθαίνανε το μεγάλο σκοπό μου, θα με λέγανε τότε τρελό; μουρμούριζε ένα δειλινό καθισμένος πάνω σε μια πέτρα με τα μάτια γυρισμένα προς τη θάλασσα, μακρυά…
Ένα μεγάλο κύμα ήρθε με ορμή κ’ έσπασε στην ακρογιαλιά, αφρισμένο. Χοντρές πιτσιλάδες τονέ χτυπήσανε στο πρόσωπο. Από μακρυά έφτανε η βουή της θάλασσας μυστηριώδικη, καθώς άρχιζε ναπλώνεται πάνω της το σκοτάδι. Ακούμπησε τη ματιά του στα δυό χρωματιστά φανάρια που φέγγανε ακούνητα, νυσταγμένα στην είσοδο του καναλιού, έπειτα παρακολούθησε τα χρώματα που αργοπεθαίνανε στον ορίζοντα…Σηκώθηκε και τράβηξε για το σπίτι του, με βήμα αργό, συλλογισμένο.
ΙΙ
Μια μέρα ήρθε ένας χωροφύλακας στο σπίτι του και του χτύπησε την πόρτα.
– Να ρθής στην αστυνομία, σε ζητάει ο αστυνόμος, τούπε.
– Εμένα; τι νταραβέρια έχω εγώ με τις αστυνομίες; ψιθύρισε τρομαγμένος.
Πρωί πρωί βρέθηκε στην αστυνομία. Περίμενε ώρες όσο ναρθή ο αστυνόμος. Είτανε ένας καινούριος αστυνόμος πούθελε να τα βάλει όλα σε τάξη. Μπήκε στο γραφείο του δειλά και στάθηκε μπροστά του τρέμοντας με το κασκέτο στο χέρι. Ο αστυνόμος ανακάτεψε καμπόσα χαρτιά σα να ζητούσε κάτι, έπειτα σήκωσε τα μάτια του και τον είδε.
– Δε μου λες εσύ, τι είναι αυτά που μαστορεύεις εκεί κάτω; ρώτησε.
Κείνος σα να μη κατάλαβε. Ζάρωσε τα χείλια του, γύρισε μηχανικά το κασκέτο στα χέρια του.
– Να, γι αυτό που χτίζεις σε ρωτάω. Κάνεις δηλαδή πως δεν καταλαβαίνεις; φώναξε απότομα ο αστυνόμος.
Να το κρύψη κι από τον αστυνόμο όπως τόκρυβε τόσον καιρό από όλον τον κόσμο; Μα ο αστυνόμος δεν έπαιρνε από λόγια.
– Άι, κάτι έβαλα με το νου μου, είπε χαμογελώντας μ’ έναν αμήχανο τρόπο.
-Να μου το πης καθαρά τι είναι αυτό πούβαλες με το νου σου. Τώρα αμέσως.
Ήρθε λοιπόν η στιγμή να ξεμυστηρευτή μπροστά στον αστυνόμο; Στεκότανε δισταχτικός.
– Λέγε λοιπόν. Δεν έχω καιρό να χάνω με σένα.
Στριφογύρισε το κασκέτο του, ξεροκατάπιε, κιτρίνισε.
– Μα δεν είναι τίποτα, κυρ αστυνόμε. Ένα τιποτένιο, ένα απλό πράγμα…Να! ο κόσμος, κατάλαβες, έχει ανάγκη από διδαχή. Το Βαγγέλιο, να πούμε, είναι ένα βιβλίο που όσο βαθύτερα το νιώθει ο κόσμος, τόσο καλύτερος γίνεται. Αϊ λοιπόν. Χρειάζεται μια σάλα για να μαζεύεται ο κόσμος και νακούη το Βαγγέλιο. Πούναι η σάλα; Πουθενά. Λοιπόν, είπα, να χτίσω μια τέτοια σάλα για ένα κήρυγμα θρησκευτικό, όπου οι ανθρώποι να μπαίνουνε πρόθυμα και να βγαίνουνε καλύτεροι. Έπειτα είναι και κάτι άλλο.
– Α, είναι κι άλλο; είπε ο αστυνόμος.
– Είναι τόσοι φτωχοί εδώ στην πόλη, που δεν έχουνε στέγη και ξενυχτάνε στους δρόμους. Αν είχανε κι αυτοί μια στέγη, δε θα είτανε καλύτερο; Έπειτα είναι τόσα άλλα πράματα που μπορεί να γίνουνε. Να. Ένα εξοχικό περιβολάκι για να ξεκουράζεται κανείς και ναναπνέη τον αγέρα της θάλασσας, μακριά από τις βρώμες της πόλης. Έπειτα κ’ ένα ορνιθοτροφείο θα μπορούσε…
Ο αστυνόμος έσκασε στα γέλια.
– Βρε, σε αυτά τα μασκαραλίκια κάθεσαι και ξοδεύεις τα λεφτά σου; Είσαι στα καλά σου μωρέ ή να σε στείλω στο Δαφνί; χα χα χα.
Απόμεινε με το στόμα ανοιχτό κοιτάζοντας στα μάτια τον αστυνόμο που ξακολουθούσε να γελάη αδιάκοπα.
– Έτσι λοιπόν; Σάλα για κήρυγμα, άσυλο για τους φτωχούς, ένα περιβολάκι, ένα ορνιθοτροφείο. Εσύ θα τα κάνης όλα αυτά; Μα λογάριασες πόσα λεφτά θα σου χρειαστούνε για όλες αυτές τις ιστορίες;
– Θα δουλέψω, κυρ αστυνόμε. Φτάνει να ζήσω, είπε σιγαλά.
– Θα δουλέψης; Και τι έχεις εσύ μωρέ, να κερδήσης απ’ όλα αυτά.
Αυτό δεν το είχε συλλογιστή ποτέ του.
– Να κερδίσω; Τι να κερδίσω; Άμα οι ανθρώποι γίνουνε πιο ευτυχισμένοι…ψιθύρισε.
Ο αστυνόμος πήρε τώρα ένα σοβαρό ύφος:
– Ας είναι, ξέρεις τώρα ένα πράμα; ρώτησε.
Τονέ κοίταξε στα μάτια. Τι είχε πάλε να του πη;
– Ξέρεις πως το χτίριο που χτίζεις, είναι όξω από το σκέδιο της πόλης; Ή νόμισες πως μπορεί ο καθένας να χτίζη όπου του καπνίση; Εδώ έχουμε νόμους.
– Μα…Εγώ τον αγόρασα τον τόπο…
– Κ’ έπειτα; Πήρες άδεια από το μηχανικό; Όχι. Δίχως λοιπόν άδεια του μηχανικού δεν μπορείς να χτίσεις πουθενά. Τι χάσκεις; Έτσι είναι όπως σου τα λέω. Καλύτερα να σε είχε εμποδίσει από την αρχή ο μηχανικός, γιατί θάχες διάφορο τα λεφτά σου, κουτούλιακα.
Σιγαλιά. Σάστισε, τάχασε.
– Πήγαινε τώρα και να δούμε τι θαποφασίση το υπουργείο που θα γράψω γι’ αυτή τη δουλειά, είπε ύστερις από ώρα ο αστυνόμος αφού συβουλεύτηκε κάτι χαρτιά.
Πώς δεν έπεσε, καθώς κατέβαινε την ξύλινη σκάλα, καταβρεγμένη με φανικό; Σα βρέθηκε στο δρόμο, άρχισε να ξαναλέη τα λόγια του αστυνόμου με το νου του «όξω από το σκέδιο». Η φράση αυτή τούχε χτυπήσει τόσο παράξενα σταυτιά.
– Είμαι λοιπόν όξω από το σκέδιο. Κ’ εγώ ο κουτός νόμιζα πως θα μου λέγανε και μπράβο.
Ξεμυστηρεύτηκε τον πόνο του σ’ ένα φίλο του, γέρο άνθρωπο, Μακρακιστή, πολύ θεοσεβούμενο και πολύ μπιστεμένο του. Κείνος τον ησύχασε. Αυτός είχε κάποιο κουμπάρο σην Αθήνα.
– Έννοια σου, θα γράψω εγώ στον κουμπάρο μου να πάη να μιλήση στο υπουργείο. Μη φοβάσαι. Δε γίνεται τίποτα.
Τα λόγια του φίλου του, του φέρανε τη γαλήνη στη φουρτουνιασμένη ψυχή του. Από τότε βάλθηκε να δη πιο γλήγορα τελειωμένο το έργο του.
Έτσι πήρε την απόφασή του. Αν περίμενε με τα βιβλία, το χτίριο δε θα τελείωνε ποτέ. Στο χωριό του είχε κάμποσες ρίζες ελιές, λίγα στρέμματα αμπέλι. Είχε και το σπιτάκι, που του άφησε κληρονομιά η μάννα του. Όλα αυτά αντιπροσωπεύανε ένα ποσό, που δεν μπορούσανε να του το δώσουνε πια τα βιβλία, έτσι μαζωμένο και γλήγορα όπως το χρειαζότανε.
– Άμα το δούνε τελειωμένο, τότε δε θα μπορή και το υπουργείο να πη τίποτα. Θα πάω στο χωριό να τα ξεκάνω όλα γλήγορα, όσα όσα, για να τελειώση η δουλειά το γληγορώτερο.
ΙΙΙ
Το είπε και τόκαμε. Έτσι ξαφανίστηκε μια μέρα από το σταθμό δίχως κανείς να ξεύρη πού πάει. Οι ανθρώποι του σταθμού, που τον είχανε συνηθίσει εκεί από χρόνια, ρωτούσανε ο ένας τον άλλονε με απορία:
– Τι έγινε ο μπάρμπα Συμεών; Μην αρρώστησε; Μην πέθανε;
– Αναλήφτηκε στους ουρανούς, είπε κάποιος λούστρος του σταθμού, μια μέρα κι όλοι λιγωθήκανε στα γέλια για το χωρατό.
Σιγά σιγά ο μπάρμπα Συμεών ξεχάστηκε και κανείς δε ρωτούσε πια γι αυτόν. Είχανε περάσει μήνες που βρισκότανε στο χωριό του. Αυτές οι δουλειές δε γίνουνται εύκολα. Όσο να βρη αγοραστή, όσο να συμφωνήσουνε στην τιμή, φαγωθήκανε οι μήνες. Επιτέλους το κατάφερε να δώση το χτήμα του, έβαλε τα λεφτά στην τσέπη κ’ ένα πρωί τον είδανε να κατεβαίνη από το τραίνο με μια φαγωμένη βαλίτσα στο χέρι χαρούμενος και γελαστός.
– Άι, άι! Καλοσώρισες, μπάρμπα Συμεών, φώναξε ένας λούστρος.
Στη φωνή του λούστρου τρέξανε κι άλλοι κ’ έτσι ο μπάρμπα Συμεών βρήκε μια υποδοχή που δεν την περίμενε.
Ξεκουράστηκε λίγο στην κάμαρά του κ’ έπειτα δρόμο για την οικοδομή. Δειλινό. Διψούσε, λαχταρούσε να την ξαναδή ύστερις από τόσον καιρό. Σα να φοβότανε μην του παραπονεθή που άργησε να γυρίση, τάχυνε στο δρόμο το βήμα του για να φτάση το γληγορώτερο πρι να βασιλέψη ο ήλιος. Η καρδιά του χτυπούσε. Να! Πρόβαλε από μακρυά το χτίριο! Τη στιγμή εκείνη ο ήλιος έγερνε να βασιλέψη, το χτίριο πρόβαλε μέσα στη φαντασία του τελειωμένο, περήφανο, άσπρο, αψηλό. Η ψυχή του, γιομάτη περηφάνεια για το έργο του, έλιωνε κείνη τη στιγμή από τρυφεράδα και σα ναπορούσε κι ο ίδιος για το κατόρθωμά του, ταχείλια του ψιθυρίσανε: «Εγώ το έκανα αυτό;»
Έφτασε…Κλείνει τα μάτια του μπρος στην εικόνα που του παρουσιάστηκε ανέλπιστα. Μην ονειράζεται; Από το χτίριο δεν απομένουνε τώρα παρά τα θεμέλια! Ένας δαίμονας λες και πήδηξε μέσα και τάκαμε όλα χωράφι! Στη θέση των τοίχων υψώνεται τώρα ένας άμορφος σωρός από πέτρες, χώματα…
– Καλά να σου τα κάνουνε. Ποιος σούπε να χτίζης όξω από το σκέδιο. Να τώρα που σου το γκρεμίσανε. Κρίμα στα λεφτά σου, του φώναξε κάποιος από το δρόμο.
Κάθεται πάνω σ’ ένα σωρό πέτρες. Ο ήλιος βουτάει στη θάλασσα ολοστρόγγυλος, κόκκινος. Με τα χέρια σταυρωμένα, αμίλητος, ανίκανος να σκεφτή, μοιάζει σαν κουκουβάγια που σκούζει πάνω στα ρημάδια. Το κόκκινο φανάρι του καναλιού λάμπει μέσα στο σκοτάδι, που αρχίζει ναπλώνεται, σα μεγάλη πληγή, ματωμένη…Από μακρυά φτάνει η βουή της θάλασσας πνιχτή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου