Τρίτη 26 Μαΐου 2020

Θανάσης Βέγγος (29 Μαΐου 1927 - 3 Μαΐου 2011)


Ο Θανάσης Βέγγος (Νέο Φάληρο, 29 Μαΐου 1927 - Αθήνα, 3 Μαΐου 2011) ήταν Έλληνας κωμικός ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου και σκηνοθέτης. Επίσης υπήρξε ιδρυτής της εταιρείας ΘΒ Ταινίες Γέλιου. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Βέγκος και όπως είχε πει, το έγραφε με "γγ" όταν έγινε ηθοποιός γιατί φαινόταν καλύτερα στο μάτι. Έχει παίξει σε 126 ταινίες, σε 52 από τις οποίες ως πρωταγωνιστής και έχει σκηνοθετήσει (πρωταγωνιστώντας ταυτόχρονα) ακόμη επτά ταινίες. Θεωρείται ένας από τους πιο δημοφιλείς κωμικούς του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ μέχρι και το τέλος της ζωής του συνέχιζε να εμφανίζεται σε ταινίες, στην τηλεόραση και το θέατρο. Θα μείνει πάντα γνωστός ως «ο καλός μας άνθρωπος».

Οικογένεια

Γεννήθηκε στον Πειραιά, στο Νέο Φάληρο, και γονείς του ήταν ο Βασίλης και η Ευδοκία Βέγκου, των οποίων ήταν και το μοναδικό παιδί. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος, συγκεκριμένα εργαζόταν στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού, και ήρωας της αντίστασης. Μετά τον πόλεμο εκδιώχθηκε από τη δουλειά του εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Η απόλυση του πατέρα του προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, σοβαρό οικονομικό πρόβλημα στην οικογένεια του Θανάση, κάτι που τον ανάγκασε να ριχτεί στον αγώνα για το μεροκάματο. Κυριότερη, μεταξύ των επαγγελμάτων με τα οποία ασχολήθηκε, ήταν η απασχόλησή του σε επεξεργασίες δερμάτων. Παράλληλα έκανε διάφορα μικροθελήματα στη γειτονιά.

Εξορία και πρώτα βήματα

Τα χρόνια 1948-1950 υπηρέτησε τη θητεία του ως "ανεπιθύμητος" στρατιώτης στη Μακρόνησο, όπου γνωρίστηκε με τον μετέπειτα γνωστό σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο. Αυτή η γνωριμία οδήγησε στην πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, το 1954, στην ταινία Μαγική Πόλη του Κούνδουρου. Για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε μικρούς ρόλους, εργαζόμενος παράλληλα και ως φροντιστής στα κινηματογραφικά πλατό. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε σε μερικές από τις πιο ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως Ο δράκος, Διακοπές στην Αίγινα, Μανταλένα, Ο Ηλίας του 16ου, Ποτέ την Κυριακή. Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος είναι μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη στην ταινία Οι δοσατζήδες του 1960. Τον ίδιο καιρό, το 1959, πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού, όχι από Σχολή, αλλά ως εξαιρετικό ταλέντο με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Η πρώτη του θεατρική παράσταση ήταν στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς-πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη, επίσης το 1959.

Κινηματογράφος - τηλεόραση

Τα επόμενα χρόνια, συνεργαζόμενος κυρίως με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη, αναπτύσσει τον τύπο του νευρικού, αεικίνητου τύπου, που τον καθιέρωσε και αρχίζει να γίνεται δημοφιλής. Με ταινίες όπως Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ, Μην είδατε τον Παναή, Ζήτω η τρέλλα!, Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης, καθιερώνεται στη συνείδηση του κοινού. Το 1964, σε αναζήτηση καλλιτεχνικής ελευθερίας, ίδρυσε τη δική του εταιρεία παραγωγής ΘΒ-Ταινίες Γέλιου. Την περίοδο 1965-1969, συνεργαζόμενος με τον Πάνο Γλυκοφρύδη και τον Ερρίκο Θαλασσινό, αλλά και σκηνοθετώντας ο ίδιος κάποιες φορές, γύρισε τις καλύτερες κατά γενική ομολογία ταινίες του, όπως τις Φανερός πράκτωρ 000, Τρελός, παλαβός και Βέγγος, Ποιος Θανάσης;, που τις χαρακτηρίζουν το σουρεαλιστικό χιούμορ, ο αυτοσχεδιασμός και η πηγαία ερμηνεία. Παρά την εμπορική και καλλιτεχνική τους επιτυχία, οι ταινίες αυτές οδηγούν την εταιρεία του Βέγγου σε κλείσιμο και τον ίδιο σε οικονομική καταστροφή, από την οποία θα συνέλθει μόνο μετά από πολλά χρόνια.

Η καριέρα του συνεχίζεται με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη, ενώ η δημοτικότητά του παραμένει σταθερή κι οδηγεί στην αποθέωση του από τον κόσμο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1971, όπου η ταινία Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση; αποσπά τα βραβεία κριτικών και κοινού. Άλλη σημαντική ταινία αυτής της περιόδου είναι Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας του 1976. Η θεματολογία των ταινιών του μετατοπίζεται προς την κοινωνική κριτική, ενώ το 1983 σταματά για λίγα χρόνια να κάνει κινηματογράφο. Τη δεκαετία του 1980 ασχολείται με το γύρισμα έξι βιντεοταινιών και της τηλεοπτικής σειράς Βεγγαλικά, που, μετά από προσπάθειες πολλών ετών, προβλήθηκε τελικά στην τηλεόραση το 1988. Το 1990 εμφανίστηκε στη σειρά του ΑΝΤ1 Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης.

Η επιστροφή του στον κινηματογράφο γίνεται το 1991 με την ταινία Ήσυχες μέρες του Αυγούστου του Παντελή Βούλγαρη. Η ερμηνεία του έχει πια διαφοροποιηθεί, είναι χαμηλών τόνων αλλά μεγάλης εκφραστικότητας, με κορυφαία στιγμή το ρόλο του στην ταινία Όλα είναι δρόμος του 1998. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε επίσης στην Επίδαυρο, το 1997, στον ρόλο του Δικαιόπολη στους Αχαρνής και το 2001 στην Ειρήνη του Αριστοφάνη με μεγάλη επιτυχία. Το 2002, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, ο Θανάσης Βέγγος κράτησε έναν από τους βασικούς ρόλους στην τηλεοπτική σειρά Περί ανέμων και υδάτων. Η τελευταία κινηματογραφική συμμετοχή του ήταν στην ταινία "Το πέταγμα του κύκνου" που προβλήθηκε το 2010.

Θάνατος

Ο Θανάσης Βέγγος νοσηλευόταν από τις 19 Δεκεμβρίου 2010 στην εντατική μονάδα του νοσοκομείου Ερυθρός Σταυρός λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου, όπου και απεβίωσε στις 3 Μαΐου 2011, λίγο πριν συμπληρώσει τα 84 χρόνια του. Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλη στον Ιερό Ναό της Αγίας Μαρίνας στο Θησείο την επόμενη, στις 4 Μαΐου, με παρουσία πολλών επισήμων και φίλων. Τάφηκε στην Αμοργό, τόπο καταγωγής της μητέρας του και της γιαγιάς του.

Προσωπική ζωή

Την εποχή που γυριζόταν "Ο Δράκος" παντρεύτηκε την Μίνα (Ασημίνα) Βέγγου με την οποία ήταν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του. Απέκτησαν μαζί δύο γιους, τον Βασίλη και τον Χάρη. Οι γιοι του τού έδωσαν εγγόνια τα οποία υπεραγαπούσε, όπως επιβεβαιώνει και η γυναίκα του: "Η αγάπη του Θανάση ήταν τόσο μεγάλη για την Νίκη και τον Θανασάκη που σχεδόν έκλαιγε κάθε φορά που άκουγε το όνομά τους. Είχε λατρεία για τα δύο του εγγόνα και τίποτα δεν μπορούσε να την επισκιάσει. Ούτε τα μικροπροβλήματα υγείας. Δεν μπορείτε να καταλάβετε το πάθος του για αυτά."

Σύμφωνα με τον πρωτότοκο γιο του, Βασίλη, ο Θανάσης Βέγγος "έκανε παρέα με τον Δημήτρη Νικολαΐδη, την Σούλη Σαμπάχ, τον Γιώργο Λαζαρίδη και τον Ντίνο Κατσουρίδη. Ένας πραγματικός φίλος του είναι ο Γιώργος Σταυρόπουλος. Γενικά θεωρεί το καλλιτεχνικό κύκλωμα λίγο περίεργο και αισθάνεται σαν ψάρι έξω από το νερό".

Βραβεύσεις

Ο Θανάσης Βέγγος έχει τιμηθεί με τα παρακάτω βραβεία:
Έτος
Φορέας
Βραβείο
Ταινία
1962Ένωση Ελλήνων κριτικών
1971Φεστιβάλ ΘεσσαλονίκηςΑ' Ανδρικού ΡόλουΤι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;
1971Ένωση Ελλήνων κριτικώνΤι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;
1972Φεστιβάλ ΘεσσαλονίκηςΕρμηνείας Α' Ανδρικού Ρόλου [Σημ. 1]Θανάση, πάρε τ' όπλο σου
1973Φεστιβάλ ΘεσσαλονίκηςΕρμηνείας Α' Ανδρικού ΡόλουO Tσαρλατάνος
1991Κρατικό βραβείοΕρμηνείας B' Ανδρικού ΡόλουΉσυχες μέρες του Αυγούστου
1993Φεστιβάλ ΘεσσαλονίκηςΕιδικό βραβείο για το σύνολο του έργου του
2002Δήμος Κορυδαλλούέδωσε το όνομά του στο δημοτικό αμφιθέατρο
2008Δήμος Πειραιά
Πρόεδρος Δημοκρατίας
TV-Έθνος
ονόμασε την πλατεία Ευαγγελισμού σε πλατεία Θανάση Βέγγου
τον έχρισε με τον τίτλο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα
του απένειμε το βραβείο "Πρόσωπα"
2010Περιοδικό Status
Ακαδημία Κινηματογράφου
βραβεύτηκε με το "Έργο Ζωής" για το συνολικό του έργο
του απένειμε τιμητικό βραβείο για το σύνολο του έργου του
  1.  Το βραβείο αυτό του δόθηκε και ως αντίδραση στο τότε καθεστώς.



Φιλμογραφία
Για την ορθογραφία των τίτλων κρατάμε την πρωτότυπη γραφή (Tρελλός αντί τρελός, στάχυα αντί στάχια, πανταλόνι αντί παντελόνι, Τύφλα νάχη... αντί Tύφλα νά 'χει... κλπ)
ΈτοςΤίτλος
1954Μαγική πόλις
Κυριακάτικο ξύπνημα
1955Καταδικασμένη κι από το παιδί της
1956Ο Δράκος
Οι άσσοι των γηπέδων
Το κορίτσι με τα μαύρα
1957Έχει θείο το κορίτσι
Μαρία Πενταγιώτισσα
Της τύχης τα γραμμένα
Τσαρούχι, πιστόλι, παπιγιόν
Το κορίτσι με τα παραμύθια
1958Οι καβγατζήδες
Το εισπρακτοράκι
Μόνο για μια νύχτα
Χαρούμενοι αλήτες
Διακοπές στην Αίγινα
Ο Μιμίκος και η Μαίρη
Κάθε εμπόδιο για καλό
Το κορίτσι της αμαρτίας
Η φτώχεια θέλει καλοπέραση
1959Η μουσίτσα
Το αγοροκόριτσο
Ο Ηλίας του 16ου
Ανθισμένη αμυγδαλιά
Γαμήλιες περιπέτειες
Ο θείος από τον Καναδά
Περιπλανώμενοι Ιουδαίοι
Ένα νερό κυρα-Βαγγελιώ
Ένας Έλληνας στο Παρίσι
Για το ψωμί και για τον έρωτα
Καραγκιόζης, ο αδικημένος της ζωής
1960Μανταλένα
Τυφλός άγγελος
Τα ντερβισόπαιδα
Ερωτικά παιχνίδια
Πόθοι στα στάχυα
Το κλωτσοσκούφι
Ποτέ την Κυριακή
Τρεις κούκλες και εγώ
Το ραντεβού της Κυριακής
Οικογένεια Παπαδοπούλου
Ο Μήτρος και ο Μητρούσης στην Αθήνα
1961Η μυρτιά
Χωρίς μητέρα
Χαμένα όνειρα
Μια του κλέφτη
Ζητείται ψεύτης
Η Λίζα και η άλλη
Διαβόλου κάλτσα
Λάθος στον έρωτα
Η κατάρα της μάνας
Ευτυχώς τρελάθηκα
Η αυγή του θριάμβου
Δουλέψτε για να φάτε
Για σένα την αγάπη μου
Ποια είναι η Μαργαρίτα;
Ο Βέγγος βλαχοδήμαρχος
Οι εννιακόσιοι της Μαρίνας
Ποιος θα κρίνει την κοινωνία
1962Το πιθάρι
Ο ατσίδας
Ζήτω η τρέλα
Υπέροχη οπτασία
Η νύφη το 'σκασε
Βασιλιάς της γκάφας
Ψηλά τα χέρια Χίτλερ
Γαμπρός για κλάματα
Μην είδατε τον Παναή;
Δουλειές του ποδαριού
Αστροναύτες για δέσιμο
Οι υπερήφανοι της γενιάς μας
1963Ο τρελάρας
Ανήσυχα νειάτα
Το τυχερό πανταλόνι
Ο Ιππόλυτος και το βιολί του
Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης
Τύφλα νάχη ο Μάρλον Μπράντο
1964Τα δίδυμα
Ο πολύτεκνος
Ο καταφερτζής
Οι φτωχοδιάβολοι
Σχολή για σωφερίνες
Θα σε κάνω βασίλισσα
Έξω φτώχεια και καλή καρδιά
1965Περάστε την 1η του μηνός
Είναι ένας... τρελλός τρελλός Βέγγος
1966Ο παπατρέχας
1967Πάρε κόσμε
Τρελλός παλαβός και Βέγγος
Βοήθεια! Ο Βέγγος φανερός πράκτωρ 000
1968Δόκτωρ Ζι-Βέγγος
1969Ποιος Θανάσης!
Ένα ασύλληπτο κορόιδο
Θου - Βου φαλακρός πράκτωρ. Επιχείρησις: Γης Μαδιάμ
1970Ένας Βέγγος για όλες τις δουλειές
Ο Θανάσης, η Ιουλιέτα και τα λουκάνικα
1971Διακοπές στο Βιετνάμ
Ένας ξένοιαστος παλαβιάρης
Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση
1972Θανάση, πάρε τ' όπλο σου
1973Ο τσαρλατάνος
Δικτάτωρ καλεί Θανάση
Ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ
1976Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας
1978Από που πάνε για τη χαβούζα;
1979Βέγγος, ο φαλακρός μαθητής
Ο παλαβός κόσμος του Θανάση
1980Βέγγος, ο τρελός καμικάζι
Θανάση σφίξε και άλλο το ζωνάρι
1981Το μεγάλο κανόνι
1982Ο Θανάσης και το καταραμένο φίδι
1983Τρελλός και πάσης Ελλάδος
1987Made In Greece
1991Ήσυχες μέρες του Αυγούστου
1993Ζωή χαρισάμενη
1997Το βλέμμα του Οδυσσέα
1998Το αίνιγμα
Όλα είναι δρόμος
2002Lilly's Story
2009Ψυχή Βαθιά
2010Το πέταγμα του κύκνου

Βιντεοταινίες

ΈτοςΤίτλοςΠαραγωγή
Απρίλιος '88Ο Θανάσης στη χώρα του "θα"Home Video Hellas
Δεκέμβριος '88Τρελοκομείο "Η Ελλάς"CAS Cine Video
Φεβρουάριος '89Θανάσης ο αισιόδοξοςMaster ΑΕ
Μάρτιος '89Κρεβάτι για πέντε
Το δίδυμο της συμφοράς
CAS Cine Video
CAS Cine Video
Οκτώβριος '89Ο πρωταθλητήςMaster AE
Σεπτέμβριος '90Προσοχή μας βάλανε μπόμπαCAS Cine Video

Tηλεταινίες

ΈτοςΤίτλοςΣημειώσεις
Δεκέμβριος '761000 χρόνια πρινμουσικό ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στη παραμονή της Πρωτοχρονιάς στο Βυζάντιο
Ιούλιος '96ΒήματαΙάσων Μακρής, ηλικιωμένος οικογενειάρχης

Θέατρο

Ο Θανάσης Βέγγος απέκτησε άδεια άσκησης επαγγέλματος ηθοποιού (ημερομηνία εγγραφής: 11 Απριλίου 1959) και έγινε μέλος του Σωματείου Eλλήνων Hθοποιών. Η πρώτη του θεατρική εμφάνιση έγινε την ίδια χρονιά, στην επιθεώρηση των Δ. Βασιλειάδη - Ν. Ελευθερίου «Ομόνοια πλατς-πλουτς», Θέατρο Περοκέ.
ΈτοςΤίτλοςΣκηνοθεσίαΘίασος
1959ΜαντουμπάλαΔ. Βασιλειάδη - Ν. ΕλευθερίουΓκιωνάκη - Ρίζου - Μηλιάδη
1960Καινούρια ΑθήναΔ. Βασιλειάδη - Ν. ΕλευθερίουΓκιωνάκη - Ρίζου - Μηλιάδη
1963Άνθρωποι του '60
Οι φτωχοδιάβολοι
Αρχοντορεμπέτισσα
Κόκκινα τριαντάφυλλα
Οκτώ άνδρες κατηγορούνται
Χ. Γιαννακόπουλου - Α. Σακελλαρίου
Α. Γιαλαμά - Κ. Πρετεντέρη
Γ. Γιαννακόπουλου - Κ. Νικολαΐδη
Α. Γιαλαμά - Κ. Πρετεντέρη
Γ. Ασημακόπουλου - Β. Σπυρόπουλου
Γκιωνάκη - Ρίζου - Μηλιάδη
Γκιωνάκη - Ρίζου - Μηλιάδη
Βλαχοπούλου - Βέγγου
Γκιωνάκη - Ρίζου - Μηλιάδη
Γκιωνάκη - Ρίζου - Μηλιάδη
1969Ο τρελλός του λούνα παρκπεριοδεία σε ΗΠΑ και ΑυστραλίαΓιούλη - Βέγγου
1970Ο τρελλός του λούνα παρκΓ. Λαζαρίδη
1976Το βλήμα
Τα μεταξωτά βρακιά
Στη φωλιά του κούκου
Μαμ, κακά, κοκό και νάνι
Γ. Λαζαρίδη
Η. Λυμπερόπουλου
Γ. Μιχαηλίδη - Γ. Ξανθούλη
Γ. Μιχαηλίδη - Γ. Ξανθούλη
1978Τι έκανες στον πόλεμο ΘανάσηΑ. Σακελλάριου
1986Στον κόσμο είναι ίδια, στην Ελλάδα σπάει καρύδια
1987Άνδιαν Εξπρές
1995Ειρήνη, του ΑριστοφάνηΓ. Μιχαηλίδη
1997Έλλην ΕξασθενητήςΓ. Μιχαηλίδη - Γ. Σκούρτη
1998Αχαρνής, Αριστοφάνη
Έλληνες είστε και φαίνεστε
Γ. Μιχαηλίδη
Χ. Κλυνν
1999Εγώ η ΛασκαρίναΜιμή Ντενίση
2001Ειρήνη, του ΑριστοφάνηΓ. Μιχαηλίδη

Τηλεόραση

ΈτοςΤίτλοςΚανάλιΔιάρκεια
1988ΒεγγαλικάΕΤ113 επεισόδια
1990Αστυνόμος Θανάσης ΠαπαθανάσηςΑΝΤ178 επεισόδια
1994Ταύρος με ΤοξότηΑΝΤ132 επεισόδια
2002Περί ανέμων και υδάτωνMEGA95 επεισόδια
2003Έρωτας όπως έρημοςΝΕΤ20 επεισόδια
2006Καθρέφτη, καθρεφτάκι μουΑΝΤ115 επεισόδια
2008Έχω ένα μυστικόALPHA45 επεισόδια
2009Η Θεσσαλονίκη της νοσταλγίαςΕΤ3---

Ντοκιμαντέρ

ΈτοςΤίτλοςΣημειώσεις
1978Βέγγος, ο υπέροχοςδραματοποιημένο ντοκιμαντέρ με συρραφή σκηνών του Βέγγου, της περιόδου 1958-62
2004Ένας άνθρωπος παντός καιρούντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους του Γιάννη Σολδάτου, Β' βραβείο ντοκιμαντέρ στα κρατικά βραβεία 2004

Κληρονομιά

Ο Θανάσης Βέγγος θεωρείται ένας από τους δημοφιλέστερους ηθοποιούς της Ελλάδας. Χαρακτηριστικό της δημοτικότητας του Βέγγου είναι πως η φράση «Τρέχει σαν τον Βέγγο» χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα και δηλώνει ένα άτομο που τρέχει συνεχώς π.χ. να προλάβει τις δουλειές του. Το τρέξιμο είναι χαρακτηριστικό στοιχείο στις ταινίες του. Επίσης για να καλοπιάσουμε κάποιον, λέμε αυτό που έλεγε ο Θανάσης Βέγγος, "Καλέ μου άνθρωπε". Επίσης και το "Over", μιμούμενοι συχνά το ηχόχρωμα της φωνής του, σα να θέλουμε να πούμε: "Εδώ είμαι!



ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ 

Επειδή είσαι από τους λίγους ανθρώπους σ’ αυτόν τον τόπο, που εμφανίστηκε στο σινεμά χωρίς να ‘χει καμιά σχέση μ’ αυτό και δημιούργησε ένα χαρακτήρα, θα ‘θελα να μου μιλήσεις για το ξεκίνημά σου…
Ο Κούνδουρος. Ο Νίκος Κούνδουρος. Αν δεν συναντιόμαστε στο Στρατό, δεν θα υπήρχε στο πανί ούτε Θανάσης, ούτε Βέγγος. Δούλευα σ’ ένα πατάρι τα δέρματα. Στο Στρατό μαζευτήκαμε μια ομάδα για να σκαρώσουμε μια παράσταση. Ο Κούνδουρος ήταν σκηνογράφος. Μια μέρα μου λέει: «Θανάση, όταν απολυθούμε θα παίξεις σε μια ταινία που θα φτιάξω». Γύρισα στο πατάρι κι ούτε που το θυμόμουνα. Έτσι, όταν ήρθε να με βρει, δεν είχα καμιά διάθεση πια κι αρνήθηκα.
Η επιμονή του όμως ήταν τέτοια, που στο τέλος με κατάφερε. Γυρίστηκε η «Μαγική Πόλη» και βρέθηκα μέσα σ’ ένα καινούργιο κόσμο, που ταυτόχρονα αποτελούσε και μια λύση για το οικονομικό μου πρόβλημα. Έπαιζα τρίτους ρόλους και δούλευα σαν φροντιστής για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτή είναι η αρχή. Χειρότερες μέρες δε θυμάμαι στη ζωή μου. Γυρίστηκε και ο «Δράκος». Μέσα σε δυο χρόνια έπαιξα 22 μικρούς ρόλους που μ’ είχαν τσακίσει. Ήθελα να κάνω κάτι άλλο, οπωσδήποτε κάτι πιο σημαντικό. Είχα κάποια επιτυχία και μου ‘δώσαν ρόλους πρωταγωνιστή. Πνιγόμουνα εκεί μέσα, καταλάβαινα πως δεν ήμουν εγώ, αλλά κάποιος ηθοποιός Βέγγος που τον μεταχειριζόντουσαν όπως ήθελαν. Σε τέτοιο σημείο φτάσανε τα πράγματα, και σκέφτηκα να κάνω μια δική μου εταιρία παραγωγής, όπου οι ταινίες θα γινόντουσαν όπως πάνω-κάτω ήθελα. Με βοήθησαν πολύ δύο σκηνοθέτες που κατάλαβαν και πίστεψαν σ’ αυτά που σκεφτόμουνα. Ο Πάνος Γλυκοφρύδης και ο Ερρίκος Θαλασσινός. Ταινίες σαν τον «Παπατρέχα» ή το «Μην Είδατε τον Παναή» δεν θα ‘βγαιναν χωρίς αυτούς. Και μέχρις ένα σημείο ήμουνα ήσυχος. Είχα δυο ανθρώπους που μπορούσαν να με καταλάβουν και να προωθήσουν τις σκέψεις μου πάνω στο φτιάξιμο μιας ταινίας.
Μια μέρα ο Γλυκοφρύδης μου είπε πως ήταν αδύνατο να συνεχίσει μαζί μου, γιατί δεν πίστευε πως οι ταινίες αυτές ανταποκρίνονταν στις απόψεις που είχε για το σινεμά. Η επιτυχία τού «Με τη λάμψη στα μάτια» σιγούρεψε τη στάση του. Λίγο κατόπιν οι δουλειές του Θαλασσινού δεν του αφήναν περιθώρια ν’ ασχοληθεί μαζί μου. Τότε βρέθηκα σε δύσκολη θέση. Δεν είχα εμπιστοσύνη σε άλλο άνθρωπο και το χειρότερο, πίστευα πως δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος που να με καταλαβαίνει. Έτσι πέρασα στη σκηνοθεσία. Πάλεψα όσο μπόρεσα, το αποτέλεσμα το ξέρεις: 4.000.000 δραχμές χρέος, αυτή ήταν η αμοιβή μου. Τρεις κλητήρες κάθε πρωί έξω απ’ την πόρτα μου κι από ολόκληρη την εταιρία έμεινε μονάχα ένα τηλέφωνο. Σ’ αυτήν την τραγική κατάσταση, ο Φίνος ήταν μια λύση. Του εκχώρησα όλες μου τις ταινίες. Τώρα του χρωστάω γύρω στα 2.000.000 και γυρίζω ταινίες για λογαριασμό του έναντι του χρέους.Όμως υπάρχει κι ο Κατσουρίδης. Μετά τον «Δρα Ζιβέγγο» πείστηκα ότι είναι ο καινούργιος μου άνθρωπος. Αφέθηκα σ’ αυτόν και αισθάνομαι μια σιγουριά. Φτιάχνουμε συμπαραγωγές και παρά τις επιμέρους διαφωνίες μας του μένω πιστός και θα του μένω για όσες ταινίες θελήσει. Ώσπου να βαρεθεί.
Το πέρασμά σου στη σκηνοθεσία σού δίνει κι ένα πρόσθετο δικαίωμα. Μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτήν την παρουσία σου;
Θα σου πω κάτι. Ο Κούνδουρος στη «Μαγική Πόλη», όταν πήγε να στήσει τη μηχανή έφαγε καρπαζιά με το κουτάλι. Δεν είχε ιδέα τι του γινόταν. Στο τρίτο γύρισμα ήτανε ξεφτέρι. Δασκάλευε και τους δασκάλους του. Αυτό σημαίνει πως περισσότερο μετράει αν έχεις κάτι μέσα σου για να πεις. Τα υπόλοιπα μαθαίνονται.Λοιπόν, εγώ, ο Θανάσης Βέγγος, είμαι ενστικτώδης άνθρωπος. Ίσως μέσα μου να μην υπάρχει τίποτε άλλο.Μπαίνω στο πλατώ και διαβάζω τη σκηνή που έχω να γυρίσω. Δεν μπορώ να σκεφτώ. Λέω: η μηχανή εδώ. Αν με ρωτήσεις γιατί εδώ κι όχι εκεί, δεν ξέρω ν’ απαντήσω. Αλλά είμαι σίγουρος ότι η μηχανή θα σταθεί εδώ. Αφού τελειώσει η λήψη, δε θα γυρίσω να κοιτάξω πίσω. Η μηχανή στήθηκε εδώ, πάει και τελείωσε. Αν δω τη σκηνή στην οθόνη, ίσως να μη μ’ αρέσει. Την επόμενη φορά η μηχανή θα στηθεί σ’ άλλο μέρος. Εκεί που θα ‘μαι σίγουρος, χωρίς να ξέρω γιατί ότι πρέπει να στηθεί.

Μετά, δε μπορώ να χωνέψω τις ιστορίες του Θανάση, γραμμένες σ’ ένα χαρτί από έναν άνθρωπο που δεν έχει σχέση με το γύρισμα. Τελευταία με τον Κατσουρίδη το βάλαμε σε κάποιον δρόμο. Το σενάριο χτενίζεται από τρία χέρια μέχρι ν’ αρχίσουμε το γύρισμα. Στο τέλος το πετάμε στα σκουπίδια κι αυτοσχεδιάζουμε. Πίστεψέ με, τα πράγματα βγαίνουν μόνα τους. Τα τελευταία 300 μέτρα της «Ιουλιέττας» είναι γυρισμένα χωρίς σενάριο. Όλη η απαγωγή, το ανέβασμα στα κεραμίδια και ό,τι ακολουθάει, ήρθαν μόνα τους, σαν φυσικό επακόλουθο της τρέλας των δύο εραστών. Ξοδέψαμε 22.000 μέτρα νεγκατίφ για την ταινία, αλλά κάναμε αυτό που νομίζαμε σωστό. Δε στο κρύβω, ότι οι καλύτερες στιγμές μου στο σινεμά γυρίστηκαν χωρίς σενάριο. Η αρχή του «Δρα Ζιβέγγου», το ξύρισμα με το πλαίυ μπάκ του Κουρέα της Σεβίλλης στο «Ασύλληπτο Κορόιδο», η σκηνή με το γραμμόφωνο στην Περαία στο «Επιχείρηση Γης Μαδιάμ», είναι γυρισμένες με μια μηχανή στο χέρι. Αυτή η μηχανή πρέπει να’ ναι τρελή σαν τον Θανάση. Πέφτω στη θάλασσα, ανεβαίνω στους στύλους, κρεμιέμαι απ’ τα κεραμίδια, ό,τι έχει σημασία είναι ο Θανάσης. Αυτή είναι η απεικόνιση – όχι η προσφορά, δεν πιστεύω πως υπάρχει κάτι τέτοιο – ενός ανθρώπου που εκφράζει τις ανησυχίες μου. Στο ξαναλέω. Δουλεύω με το ένστιχτο, δεν έχω κανένα ταλέντο, κα… … κι ο Θανάσης; …κανένα ταλέντο. Μόνο αυτή τη φάτσα, που, κοίταξέ την καλά και διάβασε. Εδώ είν’ αποτυπωμένη όλ’ η μιζέρια, όλ’ η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα. Κάποιο βράδυ με πλησιάζει εξ’ απ’ το σινεμά ένας γέρος. «Καλέ μου άνθρωπε», μου λέει, «είμαι συνταξιούχος και βλέπω με τη γυναίκα μου τις ταινίες σου. Σ’ ευχαριστώ. Μόλις βγαίνω απ’ το σινεμά έχω ξαλαφρώσει για τρεις μέρες». Αυτό το ‘καλέ μου άνθρωπε’ έγινε σήμα κατατεθέν του Θανάση.
Έτσι, αγαπητέ, φτιάχτηκε σιγά-σιγά ο Θανάσης. Παρατηρώντας τους ανθρώπους μέσα στο χώρο που κινούνται. Στις λαϊκές αγορές, στις γειτονιές, στα σινεμά κ.λπ. Είναι ψέμα να ισχυριστώ πως δεν απευθύνομαι σ’ αυτούς. Μόνο που τελευταία μου κάνουν νερά. Ενώ οι ταινίες μου δουλεύουν στα κεντρικά σινεμά και στην τελευταία προβολή, αντίθετα χάνουν στη συνοικία. Ενώ κερδίζω τους διανοούμενους που αρχίζουν να ασχολούνται μαζί μου – κι είναι αυτό κάτι σαν τιμή για μένα που προκάλεσα την προσοχή των ειδικευμένων κριτικών – αντίθετα η περιμετρική ζώνη αντιδράει στο καινούργιο μου πρόσωπο. Όμως, θα συνεχίσω, γιατί πιστεύω σ’ αυτό που κάνω. Και με το ίδιο πνεύμα θα προσπαθήσω να τους τραβήξω πάλι με το μέρος μου. Δε σταματώ, γιατί βλέπω τη δουλειά μου να καλυτερεύει κάθε τόσο. Είναι κέρδος και του κοινού.
— Μίλα μου για τους υπόλοιπους συνεργάτες… 
Είμαι δύσκολος στις σχέσεις μου. Σου είπα για το Γλυκοφρύδη και το Θαλασσινό. Το ίδιο τώρα με τον Κατσουρίδη. Δεν είμαι κοινωνικός τύπος. Ούτε μπορώ να ζω όπως η Λάσκαρη με δυο δημοσιογράφους στο κατόπι. Είναι η πρώτη συνέντευξη που δίνω, ας πούμε, γύρω από τη δουλειά μου κι αυτό φανερώνει πως δεν μπορώ να συνεννοηθώ εύκολα με τους ανθρώπους αν δε μου εμπνέουν εμπιστοσύνη. Κατά τα άλλα, προσπαθώ να τελειώνω τις δουλειές μου πριν με πάρουν είδηση. Σου δίνουν το σενάριο και μόλις ακούσουν πως θα το κοιτάξει κάποιος ειδικός, να το διασκευάσει για το σινεμά, φριάζουν, ωρύονται, σου λένε «αυτός ο άσχετος θα πιάσει το σενάριό μου»; Καταλαβαίνεις, με τέτοια νοοτροπία δε μπορείς να κάνεις εύκολα ό,τι θέλεις. Οι ιδέες όμως πάντα είναι δικές μου, μέσα απ’ τον ελληνικό χώρο. Κανένας μέχρι τώρα δεν μ’ έχει πει Κύριε Βέγγο. Για όλους είμαι ο Θανάσης.
— Σωστά. Βλέποντας όμως μια ταινία σου ξεχωρίζεις αμέσως τη διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στον Θανάση και τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας. Ενώ ο Θανάσης καταφέρνει να είναι κινηματογραφικός η υπόσταση των υπολοίπων δημιουργείται και παραμένει στο επίπεδο της πρόζας… 
Έχεις δίκιο. Τα σενάρια δεν με εξυπηρετούν εντελώς – αυτό σου το ‘πα. Η μηχανή στο χέρι και στο δρόμο: όλα λύνονται εκεί. Στο σενάριο είναι δοσμένη η αφορμή. Το πώς θα γυριστεί και το τι θα ειπωθεί πρέπει να βγαίνει επιτόπου, εκεί στο γύρισμα. Στην αρχή του «Ζιβέγγου» ο Κατσουρίδης με κυνηγούσε με τη μηχανή στο χέρι μέχρι που έπεσα στη θάλασσα. Μόνο που δεν μπορεί να γίνεται πάντα έτσι. Συμπιέζουμε το χρόνο. Κάποτε βρέθηκα σ’ απελπιστική θέση. Πηγαίνω στο Λαζαρίδη. «Θέλω ένα σενάριο» του λέω, «πάνω κάτω έτσι». Το γύρισμα έπρεπε να τελειώσει σε είκοσι μέρες. Καταλαβαίνεις ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις δε μπορείς να δουλέψεις παραπάνω από μια δυο σκηνές, γιατί δε σε παίρνει ο χρόνος. Όλα τ’ άλλα πρόσωπα στέκουν. Αν δε μιλήσουν δεν υπάρχουν.
— Κι ο Θανάσης κάπου-κάπου δεν προσέχεται όσο θα ‘πρεπε. Μερικές φορές, ενώ ο δρόμος οδηγεί στην κοινωνική σάτιρα, οι βλέψεις του σεναρίου σταματούν στη φάρσα. Χάνεται έτσι η ευκαιρία να αποχτήσει μεγαλύτερο βάρος το έργο. Θυμάμαι τη σκηνή με το Μηλιάδη στο «Βέγγος για Όλες τις Δουλειές», όταν βρίσκεσαι κάτω απ’ το τραπέζι και ανακαλύπτεις την απάτη. Τα λόγια του Μηλιάδη, ενώ θαυμάσια μπορούν να χρησιμεύσουν σαν αφετηρία για μια κοινωνική κριτική, παραμένουν στα κατατοπιστικά στοιχεία που εξωτερικά μόνο βοηθούν το μύθο…
Έχεις δίκιο. Έτσι πρέπει να’ ναι όπως τα λες. Όμως δεν ξέρω. Δεν υπάρχει σου λέω χρόνος, κι ίσως, ταινία με ταινία, φτάσουμε μέχρι εκεί. Σίγουρα θα φτάσουμε. Βλέπεις, συνέχεια καλυτερεύει η δουλειά μας και μπαίνει σε κάποιον δρόμο.
— Πολλές φορές σε συνάντησα μέσα σε σινεμά όπου παιζόταν ταινία τέχνης. Αυτό μου έκανε εντύπωση… 
Ναι, αλήθεια, βλέπω πολύ σινεμά. Έξη με εφτά ταινίες τη βδομάδα. Δε γίνεται αλλιώς, εκεί μέσα καταλαβαίνεις καλύτερα τα πράγματα. Παίζω στο θέατρο επειδή έχω ανάγκη από λεφτά. Τίποτα δε με συγκινεί εκεί και δεν έχω σκοπό να συνεχίσω. Λοιπόν, κι ο Κούνδουρος έβλεπε πολύ σινεμά. Αυτό έχει αξία. Ξέρω πως είμαι πρωτόγονος, όσον αφορά τη νοοτροπία μου στο σινεμά, κι άλλη λύση από το ίδιο το σινεμά δεν υπάρχει για να βελτιωθώ. Τελευταία είδα το «Ψηλά τα Χέρια Χίτλερ» του Μανθούλη. Δεν μ’ άρεσε πια ο Βέγγος εκεί μέσα. Τώρα θα έπαιζα διαφορετικά το ρόλο. Αυτό είναι κέρδος, δεν νομίζεις;
— Και βέβαια. Πες μου τώρα, ο χαρακτήρας «Θανάσης» τι προσφέρει σε μια κοινωνία σαν τη δική μας; 
Τι προσφέρει; Τι να σου πω… Δεν ξέρω.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος τον Ιούνιο του 1970 και ψηφιοποιήθηκε στο μπλογκ "Δισκορυχείον" του συνεργάτη της LIFO Φώντα Τρούσα.  



ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΙΑ ΚΑΤΣΟΥΝΑΚΗ 
Δεν θα σας στοιχίσω τίποτα!», απάντησε στην πρόταση για γεύμα. «Δυστυχώς, δεν βγαίνω σχεδόν καθόλου από το σπίτι». Η συνάντηση πρωινή, στο διαμέρισμα της Ηπείρου, στην Αγία Παρασκευή, στον 4ο όροφο. Την πόρτα ανοίγει ο ίδιος ο Θανάσης Βέγγος και με αργά, προσεκτικά βήματα μάς οδηγεί στο καθιστικό. Ενας καναπές, δυο πολυθρόνες, με περιποιημένο λευκό – κρεμ προσκεφάλι. Παλιά συνήθεια, που υπογράμμιζε την έγνοια της νοικοκυράς για το σπίτι και για τα έπιπλα. Αισθητικά και πρακτικά (να μη φθαρεί η στόφα) παραπέμπει σε άλλες εποχές. Ενα μανουάλι, εικόνες, ποικίλα έπιπλα, ένας μεγάλος πίνακας με προσωπογραφία του Θανάση Βέγγου δεσπόζει. Ευχάριστη θέα από τα παράθυρα. Σπίτι που έχει διασχίσει αλώβητο τις δεκαετίες, με ζωή πυκνή, οικογενειακή. «Καθίστε όπου θέλετε», η προτροπή. «Να μη σας ξεβολέψω», λέω, καταλαβαίνοντας ότι η θέση του είναι δεδομένη. «Αστειεύεστε;», αποκρούει με ένα ανυπόκριτο αίσθημα φιλοξενίας και μου υποδεικνύει την αναπαυτική μπερζέρα.
«Φοβάμαι, ότι αυτόν τον καιρό, λόγω της ταινίας (σ. σ. εμφανίζεται στην “Ψυχή βαθιά” του Παντελή Βούλγαρη) έχετε εκτεθεί στον Τύπο περισσότερο από ό, τι αντέχετε», ξεκινώ διστακτικά, έτοιμη να κρατήσω σημειώσεις. Δύο πράγματα μπορούν (μπορούσαν) να προκαλέσουν πανικό στον Θανάση Βέγγο: η σκόνη, κατάλοιπο της Μακρονήσου, και τα δημοσιογραφικά μαγνητόφωνα. Στα 83 του, μοιάζει συμφιλιωμένος και με τα δύο.
Εσωτερικά χιλιόμετρα 
‘Oταν τον συναντήσαμε πριν από 10, περίπου, χρόνια, στα γυρίσματα της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Ολα είναι δρόμος», στο Δέλτα του Εβρου, αρνήθηκε το μαγνητόφωνο ευγενικά, αλλά και αδιαπραγμάτευτα. Διηγιόταν, μιλούσε με ένταση, τόνιζε και «τράβαγε» τις συλλαβές, συνοδεύοντας με μικρές νευρώδεις κινήσεις, τινάγματα, στα χέρια και στο κεφάλι, κάθε επεισόδιο της ζωής του. «Ετρεχα σε όλη μου τη ζωή με 300… Αλλά δεν έκοψα ποτέ το νήμα γιατί συνεχώς μου το μετακινούνε. Όλο πλησίαζα και όλο μου το πήγαιναν λίγα μέτρα πιο ‘κει…», έλεγε τότε. Τώρα, παίρνει θέση στον καναπέ, τα χιλιόμετρα που διανύει είναι εσωτερικά, ο χρόνος έχει αποκτήσει σχετικότητα, οι ημερομηνίες δηλώνονται κατά προσέγγιση. Δεν κρύβει τα προβλήματα υγείας, δέσμιος σε ένα σώμα που δεν ακολουθεί τις διαθέσεις του.
Η συζήτηση δεν υπακούει σε τυπικές προδιαγραφές. Οι φράσεις μπορούν να μένουν μισοτελειωμένες, να περνάμε από το ένα θέμα στο άλλο, να παρατηρούμε μαζί τις οικογενειακές φωτογραφίες, να γινόμαστε από δύο, τρεις όταν η σύζυγός του Ασημίνα εμφανίζεται για να σερβίρει, να διορθώσει διακριτικά μια ημερομηνία, να θυμηθεί την πρώτη τους συνάντηση.
Δεν είχα ποτέ φιλοδοξία να γίνω καλός ηθοποιός. Ήθελα να είμαι δουλευταράς. Να δουλεύω με ταχύτητες μεγάλες. 
Πώς να βάλεις εξάλλου σε μια σειρά πάνω από 120 ταινίες, θεατρικούς ρόλους, τηλεοπτικές εμφανίσεις, μια ζωή και ένα πρόσωπο πάνω στο οποίο αποτυπώνονται η πορεία της μεταπολεμικής Ελλάδας, η οδύσσεια του Νεοέλληνα που ελπίζει και αποτυγχάνει, που ονειρεύεται και απογοητεύεται. Αλλά συνεχίζει να πορεύεται.
«Ο Βούλγαρης, ο Κούνδουρος, ο Κατσουρίδης, έφεραν τη ζωή μου άνω κάτω. Ειδικά ο Κούνδουρος. Είμαστε μαζί στη Μακρόνησο. Μου είπε: “Θανάση, θα γυρίσω μια ταινία και θα σε βάλω να παίξεις”. Τι λέει ο άνθρωπος; Σκέφτηκα. Ύστερα από χρόνια εμφανίζεται ο Κούνδουρος στην Καλλιθέα όπου δούλευα σε ένα πατάρι επισκευάζοντας τσάντες γυναικείες, πορτοφόλια και με έκανε ηθοποιό». 1954 και «Μαγική πόλη». Ο Θανάσης, όπως λέγεται ο ήρωας, είναι σπαρακτικά καλός. Τον πνίγει το δίκαιο του αδικημένου, δεν αντέχει τον θρίαμβο του άδικου.
Ο χρόνος κράτησε ανέπαφη αυτήν την πτυχή του Θανάση Βέγγου.
Εμφανίζεται διακριτικά η κυρία Ασημίνα Βέγγου. Με την άκρη του ματιού, έβλεπα τη φιγούρα της να πηγαινοέρχεται στα δωμάτια, ολοκληρώνοντας τις πρωινές δουλειές του σπιτιού. «Η γυναίκα μου», τη συστήνει υπερήφανα.
«Θα πάρετε κάτι;»
«Νερό, ευχαριστώ πολύ»
«Και καφέ, φέρε και καφέ», παρεμβαίνει ο οικοδεσπότης.
«Ο μόνος καφές που υπάρχει στο σπίτι είναι ελληνικός», συμπληρώνει εκείνη.
«Που λέτε, μη δω σκόνη και στραβό πράγμα», συνεχίζει ο Θ. Βέγγος ισιώνοντας την άκρη ενός σεμέν. «Η σκόνη στη Μακρόνησο ήταν άλλο πράμα. Από τα μαγειρεία, για να πας στο αντίσκηνο, ο αέρας έπαιρνε τα φασόλια από την κατσαρόλα και έμενε μόνο η σκόνη». Πώς ήταν η καθημερινότητα στη Μακρόνησο; «Έπρεπε να σας δείξω μια φωτογραφία κάτω από την οποία ο Κούνδουρος έγραψε: “Το παρόν ονομάζεται φαντάρος”». Τι έπρεπε να διαθέτετε για να βγάλετε πέρα τη ζωή σας εκεί; «Αντοχή και ψυχραιμία. Ήταν πέντε τάγματα. Ήμουν στο δεύτερο. Πέρασαν πολλοί επώνυμοι άνθρωποι. Κάθε μέρα 11 με 12 πηγαίναμε στο βουνό της Μακρονήσου και μαζεύαμε αφάνες για τη φωτιά. Έπρεπε να μαζεύουμε τέσσερις με πέντε».
Η αλήθεια μιας εποχής 
O θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιώργος Λαζαρίδης έχει αφηγηθεί το εξής περιστατικό: «Στις δοκιμές του “Τρελού του Λούνα Παρκ” (1970) ο Θανάσης έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσει τις τρεχάλες πάνω στη σκηνή για να τον παρακολουθήσει και ο θεατής. “Δάσκαλε, αδύνατο να φρενάρω. Είμαι ηθοποιός ανοιχτής θάλασσας, κατάλαβέ το”, έλεγε στον Μιχαηλίδη, τον σκηνοθέτη του. “Κι όμως Θανάση μου, στη σκηνή του μονολόγου που λες για τη ζωή σου πρέπει να κάτσεις σ’ αυτό το σκαμνάκι και να συγκεντρωθείς. Αλλιώς, δεν βγαίνει συγκίνηση”. Πράγματι στην πρόβα τζενεράλε ο Θανάσης κάθεται στο σκαμνάκι του μονολόγου και δίνει ρεσιτάλ. Κλαίγοντας τελείωσε. Ορθιοι χειροκροτούσαν. Τρέχει συγκινημένος και ο Μιχαηλίδης στα παρασκήνια. “Είδες Θανάση μου που είχα δίκιο;”. “Δάσκαλε: Δεν βγήκε από το σκαμνάκι η συγκίνηση. Σκεφτόμουν ότι αύριο έρχονται κλητήρες και μου παίρνουν το σπίτι και δεν ξέρω πού να βολέψω τη Μίνα και τα παιδιά…”».
Κάπως έτσι πορεύτηκε ο Θανάσης Βέγγος ως σήμερα: «μακελεύοντας τη ζωή του». «Μακελεμένος λειτουργούσα. Βολεμένος ποτέ», έχει πει στο παρελθόν. Γι’ αυτό και δεν έκανε ποτέ περιουσία. Γι’ αυτό και αν και «πέρασαν πολλά χρήματα από τα χέρια του εξαφανίζονταν σε λίγους μήνες». Δούλεψε σκληρά για να επιβιώσει, βίωσε εξορίες και απώλειες. Ως «πολίτης β’ κατηγορίας» έκανε καριέρα. Δεν έχει καμία σχέση με τη δημοφιλία των σημερινών σταρ, με τις τηλεπερσόνες του περιφερόμενου ναρκισσισμού σε σημείο αυτισμού. Ο Θανάσης Βέγγος είναι φτιαγμένος από πραγματικά υλικά. Ζει αποτραβηγμένος, όχι από στυλ, αλλά από ανάγκη. Όσο και να τον στριμώχνει η αδυναμία του να τρέξει, έχει ήδη διανύσει τόσα χιλιόμετρα που μπορεί να απολαμβάνει τη συντροφιά των οικείων του, χωρίς ενοχές. Δεκαετίες τώρα το έργο του παραμένει μοναδικό στην αυθεντικότητά του: χαρτογράφησε, σε αυτήν την ξέφρενη πορεία του, τη μεταπολεμική Ελλάδα, το μελόδραμα και τη φαρσοκωμωδία, την παράγκα και το σεράι της. Ο Αλέξης Δαμιανός είχε εύστοχα σχολιάσει ότι ο Θανάσης Βέγγος «έφερε με αξιοπρέπεια ακόμη και τον ευτελισμό του εμπορικού κινηματογράφου». Και η αλήθεια είναι ότι όταν έχεις γυρίσει πάνω από 120 ταινίες, δεν είναι δυνατόν να είναι όλες εφάμιλλες της «Μαγικής πόλης» και του «Δράκου».
Από τη ζωή μου κρατάω ότι με αγάπησαν 4 εκατομμύρια άνθρωποι και με μίσησαν τρεις. Νομίζω ότι δεν θα είναι παραπάνω. 
‘Oμως, μπορεί να εμφανίζεται στην «Ψυχή βαθιά» σε μια μόνο σκηνή, ως παππούς που αναζητάει τη σορό του εγγονού, να λέει «δεν είναι πόλεμος αυτός, ντροπή είναι» και στο βλέμμα του να κλείνει την αλήθεια μιας εποχής.
Μας υποδέχτηκε στο διαμέρισμα της Ηπείρου με μια, απρόσμενη για τους καιρούς, καλοσυνάτη οικειότητα. Μας αποχαιρέτησε επιμένοντας να έρθει, μαζί με την κυρία Ασημίνα, ώς την εξώπορτα. Και να περιμένουν μαζί μου το ασανσέρ. «Μα δεν υπάρχει λόγος…», ψέλλισα. «Βεβαίως και υπάρχει»., παρατήρησε. «Ήθελα να είμαι δουλευταράς. Να δουλεύω με ταχύτητες μεγάλες»
– Η πιο χαρακτηριστική φράση της καριέρας σας είναι η προσφώνηση «Καλέ μου άνθρωπε…». Την πιστεύετε; 
Για όνομα του Θεού! Καθόλου… Τότε, θα μου πείτε, γιατί το έλεγα… Έρχεται ο καφές δίνοντας χρόνο για ανασύνταξη. «Στην υγειά σας. Και στην υγειά της Ιωάννας (Καρυστιάνη) και του Παντελή (Βούλγαρη). Τους αγαπάμε πάρα πολύ», εύχεται η κυρία Ασημίνα, τακτοποιώντας στο μικρό τραπέζι που βρίσκεται στη μέση το κέικ (που είχα υποσχεθεί πως θα φέρω συμβάλλοντας στον πρωινό καφέ), κουλούρια, ένα μπολ με σοκολατάκια υγείας. «Ο Παντελής μού έστειλε ένα σημείωμα ότι γυρίζει την ταινία και θα ήθελε να εμφανιστώ. Είκοσι πλάνα όλα κι όλα. Αλλά με ήθελε κοντά του. Μου λέει ο μικρός μου γιος, ο Χάρης, πατέρα ούτε να το συζητάς. Πρέπει να πας. Και πήγα. Παρά το γεγονός ότι έχω στην πλάτη μου αρκετά εγκεφαλικά επεισόδια… Θυμάστε και το ατύχημα με το τρένο; Γυρίζαμε με τη γυναίκα μου από την Κόρινθο. Εκείνη κινδύνεψε πολύ. Εκ των υστέρων κατάλαβα πόσο πολύ. Ότι είναι σήμερα καλά οφείλεται κυρίως σε έναν γιατρό που το πήρε προσωπικά και δεν έφυγε από δίπλα της.»
– Πόσα χρόνια είστε μαζί; 
45… Πώς είπατε;, διορθώνει η κυρία Ασημίνα. Πενήντα δύο, παρακαλώ! Από τα 19 μου.
– Πώς γνωριστήκατε; 
Της πήγαινα πάγο στο σπίτι. Δούλευα σε γαλακτοπωλείο. Ανέβαινα το λόφο Σκουζέ με 100 χιλιόμετρα. Πιστέψτε με! Με τον πάγο στο χέρι. Η μία πόρτα άνοιγε, η άλλη έκλεινε. Είστε πολύ καλή, της έλεγα. Μακάρι να ήταν όλες οι πελάτισσες σαν κι εσάς.
– Τι σας συγκίνησε πάνω του; Απευθύνομαι στη σύζυγο. 
Τα ωραία πράσινα μάτια του. Η λάμψη από ευγένεια, καθαρότητα και καλοσύνη που εξέπεμπαν… Ε, και τρέλα! Μια δόση τρέλας, υπήρχε, χαμογελάει ο Θ. Βέγγος .
Mισό αιώνα στον χώρο του θεάματος. 
Οι συνάδελφοί του σχολιάζουν την τόση εντιμότητα και αφοσίωσή του στην οικογένεια σχεδόν ως παραδοξότητα. Γι’ αυτό και η ερώτηση «τι ρόλο έπαιξαν οι γυναίκες στη ζωή σας», απλώνει ένα ανεπαίσθητο κόκκινο στο πρόσωπό του. Είμαστε 52 χρόνια μαζί. Μιλάμε για λατρεία.
– Ναι, αλλά ασκείτε και ένα επάγγελμα που, ας πούμε ότι, δεν βοηθάει τις μακροχρόνιες σχέσεις, επιμένουμε.
Έχετε δίκιο. Αλλά για μένα ήταν αυτονόητο ότι θα περάσω με τη Μίνα. Δεν προλάβαινα κιόλας!
– Χαλαρώνατε ποτέ; Όχι! Τώρα μόνο, αναγκαστικά… – Τι σας ενοχλεί σε αυτό; Ότι καταφθάνει η ώρα μηδέν…
Η μέρα είναι φωτεινή. Κοιτάει έξω από το παράθυρο, στο βάθος του ορίζοντα. Τρώει με προσοχή λίγο κέικ. Η παύση, αναγκαία. Η κυρία Ασημίνα έχει αποσυρθεί στα ενδότερα. Η στιγμή δεν έχει ούτε αμηχανία, ούτε αγωνία, ούτε αιχμές. Μόνο ησυχία.
– Ποιο ήταν το καύσιμο για τη δική σας μηχανή; Το δικό σας «κάρβουνο» για να συνεχίσετε;
Απαντά χωρίς να σκεφτεί: «Δεν είχα ποτέ φιλοδοξία να γίνω καλός ηθοποιός. Ήθελα να είμαι δουλευταράς. Να δουλεύω με ταχύτητες μεγάλες.»
Ήταν, άραγε, κάτι που ήθελε να αφήσει πίσω του ή κάτι που επιδίωκε να συναντήσει μπροστά του; Διατυπώνω περισσότερο μια σκέψη παρά ερώτηση. «Αφήνω σε εσάς την απάντηση», αποκρίνεται στον ίδιο τόνο.
«Κάτι είχε η φάτσα μου που έφερνε τον άλλον κοντά μου. Ίσως, όταν έπεφτε η ματιά τους επάνω μου, ήξεραν ότι είμαι ένας πολύ εντάξει άνθρωπος. Υπήρξαν και άνθρωποι που επέμεναν να με αποκαλούν “κύριε Βέγγο”. Ε, εκεί γινόμουν έξω φρενών! Μα, Θανάση με λένε! Είναι δυνατόν να με φωνάζετε κύριε Βέγγο; Ένας λαϊκός άνθρωπος ήμουν.»
Είναι στιγμές που το βλέμμα του υγραίνεται. Γεμίζει από εικόνες, ιστορίες, συναντήσεις. Δεν το δηλώνει ευθέως, αλλά κουράζεται. Θα καταρρεύσει προκειμένου να μη γίνει αφιλόξενος. Καταλαβαίνω γιατί σηκώνει το τηλέφωνο ο μικρότερος γιος, ο Χάρης, δημιουργώντας έναν προστατευτικό κλοιό γύρω από τον πατέρα του.
– Τι δεν αντέχετε περισσότερο;
Την υποκρισία και την ψυχική μιζέρια. Αυτό, το εσωτερικό στρίμωγμα στους ανθρώπους.
– Ποιο είναι το μεγάλο δώρο που πήρατε από τη ζωή; 
Πείνασα πολύ κι εγώ και η οικογένειά μου. Πολλά χρόνια. Μην κοιτάτε πού μένω τώρα. Γεννήθηκα στο Νέο Φάληρο, το ’27. Για μια 20ετία η φτώχεια ήταν πολύ μεγάλη. Στην αρχή, με τη γυναίκα μου, μέναμε σε ένα δωμάτιο.
– Έχετε περάσει και καλά στη ζωή σας όμως; 
Ναι, ασφαλώς, Απέκτησα δυο γιους, τον Βασίλη, πενήντα ετών, και τον Χάρη, 40. Από τον Βασίλη έχω δύο εγγόνια που λατρεύω. Την Αγγελική και τον Θανασάκο.
Στις φωτογραφίες απέναντι, χαμογελούν αφοπλιστικά. Και από το διπλανό τραπέζι, από τον τοίχο, παντού, συντροφεύουν τον παππού, όταν δεν είναι κοντά του.
– Τι κρατάτε από τη ζωή σας; 
Ότι με αγάπησαν 4 εκατομμύρια άνθρωποι και με μίσησαν τρεις. Νομίζω ότι δεν θα είναι παραπάνω.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου