Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Ζωρζ Μπιζέ - Georges Bizet (25 Οκτωβρίου 1838 – 3 Ιουνίου 1875)

Ο Ζωρζ Μπιζέ ( Georges Bizet, 25 Οκτωβρίου 1838 – 3 Ιουνίου 1875) ήταν Γάλλος συνθέτης. Το τελευταίο έργο που δημιούργησε στη σύντομη ζωή του, η όπερα Κάρμεν, είναι από τα δημοφιλέστερα και συχνότερα παριστώμενα του διεθνούς δραματολογίου.
Μετά από λαμπρές σπουδές στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού, κέρδισε, μεταξύ άλλων βραβείων, και το πολυπόθητο Prix de Rome (1857). Ήταν ιδιαίτερα διακεκριμένος πιανίστας, αλλά προτιμούσε τη σύνθεση. Όταν όμως επέστρεψε ύστερα από τρία χρόνια από τη Ρώμη, διαπίστωσε ότι τα παρισινά λυρικά θέατρα δυσπιστούσαν προς τους νέους συνθέτες και αναγκάστηκε να κερδίζει τα προς το ζην ενορχηστρώνοντας και μεταγράφοντας μουσική άλλων συνθετών. Δύο έργα του που ανέβηκαν τελικά στη σκηνή, Οι αλιείς μαργαριταριών και Η γλυκιά κόρη του Περθ, δεν γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Ευτυχέστερη ήταν η μουσική επένδυση του θεατρικού έργου του Αλφόνς Ντωντέ Η Αρλεζιάνα, που έγινε αμέσως δημοφιλής.
Η Κάρμεν ανέβηκε τον Μάρτιο του 1875 σε μια αποτυχημένη πρεμιέρα. Τρεις μήνες μετά ο συνθέτης πέθανε από καρδιακή προσβολή κι έτσι δεν πρόλαβε να δει ούτε καν την απαρχή της λαμπρής της πορείας. Στον 20ό αιώνα οι μουσικοκριτικοί και το κοινό αναγνώρισαν την αξία του και διερωτήθηκαν τι έχασε η μουσική από τον πρόωρο θάνατό του.

Επιλογή έργων

Le docteur Miracle («Ο δόκτωρ Θαύμα», οπερέττα, 1857)
Don Procopio («Δον Προκόπιο», όπερα μπούφα, 1858-9/1910)
Les pêcheurs de perles («Οι αλιείς μαργαριταριών», 1863)
La jolie fille de Perth («Η γλυκιά κόρη του Περθ», 1867)
Djamileh («Ντζαμιλέ», οπερά κομίκ, 1872)
L'Arlésienne («Η Αρλεζιάνα», μουσική για το ομώνυμο έργο του Ντωντέ, 1872)
Carmen («Κάρμεν», όπερα, 1875)



Κάρμεν

Η Κάρμεν (Carmen) είναι όπερα σε 4 πράξεις του Γάλλου συνθέτη Ζωρζ Μπιζέ. Το λιμπρέτο της γράφτηκε από τους Ανρί Μεϊλάκ και Λυντοβίκ Αλεβύ με βάση μία ομώνυμη νουβέλα του Προσπέρ Μεριμέ. Η παγκόσμια πρεμιέρα της όπερας έγινε στη σκηνή Opéra-Comique στο Παρίσι, στις 3 Μαρτίου 1875, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Στην πρώτη της περίοδο πραγματοποίησε 36 παραστάσεις, αλλά πριν τελειώσουν ακόμα και αυτές ο Μπιζέ πέθανε ξαφνικά και έτσι δεν γνώρισε τη μεταγενέστερη μεγάλη επιτυχία της όπερας.

Η Κάρμεν, που ανήκει στο είδος της όπερα κομίκ, με μουσικά νούμερα που χωρίζονται με διαλόγους, διηγείται την ιστορία της καταστροφής του Δον Χοσέ, ενός απλοϊκού στρατιώτη που σαγηνεύεται από τα παραπλανητικά νάζια της φλογερής τσιγγάνας Κάρμεν. Ο Χοσέ εγκαταλείπει τον παιδικό του έρωτα και τα στρατιωτικά του καθήκοντα, αλλά παρ'όλα αυτά χάνει τον έρωτα της Κάρμεν από τον φημισμένο ταυρομάχο Εσκαμίγιο, οπότε ο Χοσέ τη σκοτώνει σε μια κρίση ζηλοτυπίας. Η παρουσίαση της ζωής των εξαθλιωμένων, της ανηθικότητας και της ανομίας, καθώς και το τραγικό τέλος, στο οποίο το ομώνυμο πρόσωπο πεθαίνει επί σκηνής, υπήρξαν πρωτοποριακά στοιχεία για τη γαλλική όπερα και προκάλεσαν πολλές συζητήσεις. Μετά την πρεμιέρα οι περισσότερες κριτικές ήταν αρνητικές και το γαλλικό κοινό γενικά μάλλον αδιάφορο. Η Κάρμεν πρώτα κέρδισε τη φήμη της σε παραστάσεις της έξω από τη χώρα, και δεν ξαναπαίχθηκε στο Παρίσι μέχρι το 1883. Στη συνέχεια έγινε γρήγορα διάσημη και συνεχίζει να είναι μία από τις συχνότερα παρουσιαζόμενες όπερες. Μεταγενέστεροι σχολιαστές έχουν γράψει ότι η Κάρμεν στέκεται ως γέφυρα ανάμεσα στην παράδοση της όπερα κομίκ και στον ρεαλισμό ή βερισμό που χαρακτηρίζει την ιταλική όπερα του ύστερου 19ου αιώνα.

Η μουσική της Κάρμεν έχει ευρύτατα εξυμνηθεί για την ευφυή μελωδία, την αρμονία, την ατμόσφαιρα και την ενορχήστρωσή της, καθώς και για την επιδεξιότητα με την οποία ο Μπιζέ απέδωσε μουσικά τα συναισθήματα των χαρακτήρων του. Μετά τον θάνατο του συνθέτη η μουσική του έργου τροποποιήθηκε με την εισαγωγή ρετσιτατίβων στη θέση των αρχικών πεζών διαλόγων. Δεν υπάρχει πρότυπη έκδοση της όπερας και υφίστανται διαφορετικές απόψεις ως προς το ποιες εκδοχές της εκφράζουν καλύτερα τις προθέσεις του ίδιου του Μπιζέ. Η όπερα έχει ηχογραφηθεί πολλές φορές μετά την πρώτη της ηχογράφηση, σε δίσκο 78 στροφών το 1908, ενώ και η πλοκή της έχει αποτελέσει το αντικείμενο πολλών μεταφορών σε κινηματογραφική ταινία και θεατρικό έργο.



Η υπόθεση του έργου

Πράξη Α΄

Μία πλατεία στη Σεβίλλη. Στα δεξιά η πύλη του καπνεργοστασίου. Στο βάθος μια γέφυρα. Στα αριστερά ένα στρατιωτικό φυλάκιο.
Μία ομάδα στρατιωτών αναπαύεται στην πλατεία, περιμένοντας την αλλαγή φρουράς και σχολιάζοντας τους περαστικούς ("Sur la place, chacun passe"). Εμφανίζεται η Μικαέλα αναζητώντας τον Χοσέ. Ο Μοράλες την πληροφορεί ότι δεν έχει πιάσει υπηρεσία ακόμα και την προσκαλεί να τον περιμένουν μαζί. Εκείνη αρνείται, λέγοντας πως θα επιστρέψει αργότερα. Ο Χοσέ φθάνει με τη νέα βάρδια, την οποία υποδέχεται και μιμείται ένα πλήθος από αλητόπαιδα ("Avec la garde montante" - «Με τη νέα τη φρουρά»).
Καθώς το κουδούνι του εργοστασίου χτυπά, οι καπνεργάτριες βγαίνουν και μιλάνε με τα παλικάρια στο πλήθος ("La cloche a sonné" - «Το κουδούνι έχει χτυπήσει»). Η Κάρμεν έρχεται και τραγουδά την προκλητική «Χαμπανέρα» πάνω στην αδάμαστη φύση του έρωτα ("L'amour est un oiseau rebelle" - «Η αγάπη είναι ένα ανυπότακτο πουλί»). Τα παλικάρια την παρακαλούν να διαλέξει ένα ταίρι και εκείνη, μετά από λίγο παιχνίδι, πετά ένα λουλούδι στον Δον Χοσέ, που μέχρι τότε την αγνοούσε.
Καθώς οι εργάτριες επιστρέφουν στο εργοστάσιο, η Μικαέλα γυρίζει και δίνει στον Χοσέ ένα γράμμα από τη μητέρα του ("Parle-moi de ma mère!" - «Μίλησέ μου για τη μητέρα μου»). Σε αυτό διαβάζει ότι η μητέρα του θέλει να γυρίσει σπίτι και να παντρευτεί τη Μικαέλα. Καθώς ο Χοσέ ανακοινώνει πως είναι έτοιμος να ακούσει τη μητρική συμβουλή, οι γυναίκες βγαίνουν από το εργοστάσιο αναστατωμένες. Ο Θουνίγκα, ο αξιωματικός της φρουράς, μαθαίνει ότι η Κάρμεν έχει επιτεθεί σε μία γυναίκα με μαχαίρι. Προκαλούμενη, η Κάρμεν απαντά αψηφώντας με ειρωνεία ("Tra la la... Coupe-moi, brûle-moi"). Ο Θουνίγκα διατάζει τον Χοσέ να δέσει τα χέρια της, ενώ ετοιμάζει ένα ένταλμα. Μένοντας μόνη με τον Χοσέ, η Κάρμεν τον παραπλανά με μία seguidilla, στην οποία τραγουδά για μια νύχτα χορού και πάθους με τον εραστή της, όποιος κι αν είναι, στο καπηλειό του Λίλας Πάστια. Μπερδεμένος αλλά και γοητευμένος, ο Χοσέ πείθεται να της λύσει τα χέρια. Καθώς οδηγείται στη φυλακή, σπρώχνει τη συνοδεία της και τρέχει μακριά γελώντας. Ο Χοσέ συλλαμβάνεται για παραμέληση καθήκοντος.



Πράξη Β΄

Το πανδοχείο-καπηλειό του Λίλας Πάστια

Σχεδόν ένα μήνα μετά, η Κάρμεν και οι φίλες της Φρασκίτα και Μερθέντες ψυχαγωγούν τον Θουνίγκα και άλλους αξιωματικούς ("Les tringles des sistres tintaient") στο καπηλειό. Η Κάρμεν χαίρεται που μαθαίνει για την απελευθέρωση του Χοσέ μετά από κράτηση ενός μήνα. Απέξω, μια πομπή ανακοινώνει την άφιξη του ταυρομάχου Εσκαμίγιο ("Vivat, vivat le Toréro" - «Ζήτω, ζήτω ο ταυρομάχος»). Προσκαλούμενος μέσα, αυτοσυστήνεται με το «Τραγούδι του ταυρομάχου», ("Votre toast, je peux vous le rendre") και ρίχνει βλέμματα στην Κάρμεν, η οποία τον σπρώχνει μακριά. Ο πανδοχέας απομακρύνει τα πλήθη και τους στρατιώτες.

Αφού μείνουν μόνο η Κάρμεν, η Φρασκίτα και η Μερθέντες, φθάνουν οι λαθρέμποροι Ντανκαΐρ και Ρεμεντάδο, αποκαλύπτοντας τα σχέδιά τους να απαλλαγούν από το πρόσφατα αποκτηθέν εμπόρευμά τους ("Nous avons en tête une affaire"). Οι Φρασκίτα και η Μερθέντες θέλουν να τους βοηθήσουν, αλλά η Κάρμεν αρνείται καθώς θέλει να περιμένει τον Χοσέ. Πράγματι, μετά την αποχώρηση των λαθρεμπόρων, φθάνει ο Χοσέ. Η Κάρμεν του προσφέρει έναν εξωτικό χορό ("Je vais danser en votre honneur ... La la la"), αλλά το τραγούδι της διακόπτεται από ένα μακρινό προσκλητήριο της σάλπιγγας από τον στρατώνα. Όταν ο Χοσέ της λέει πως πρέπει να επιστρέψει στο καθήκον του, εκείνη τον περιγελά, οπότε αυτός της δείχνει το άνθος που του είχε πετάξει στην πλατεία ("La fleur que tu m'avais jetée" - «Το λουλούδι που μου 'χες πετάξει»). Αμετάπειστη, η Κάρμεν απαιτεί να της δείξει την αγάπη του φεύγοντας μαζί της. Ο Χοσέ αρνείται, αλλά καθώς ετοιμάζεται να επιστρέψει στον στρατώνα, μπαίνει ο Θουνίγκα αναζητώντας την Κάρμεν. Εκείνος και ο Χοσέ παλεύουν και χωρίζονται από τους λαθρεμπόρους, που επιστρέφουν και συγκρατούν τον Θουνίγκα. Ο Χοσέ, έχοντας επιτεθεί σε έναν αξιωματικό, δεν βλέπει πλέον άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει την Κάρμεν και τους λαθρεμπόρους ("Suis-nous à travers la campagne").



Πράξη Γ΄

Μια ερημιά πάνω στα βουνά

Η Κάρμεν και ο Χοσέ εμφανίζονται με τους λαθρεμπόρους και την πραμάτεια τους ("Écoute, écoute, compagnons"). Αλλά η Κάρμεν έχει αρχίσει να βαριέται τον Χοσέ και του λέει περιφρονητικά ότι θα πρέπει να επιστρέψει στη μητέρα του. Οι Φρασκίτα και Μερθέντες διασκεδάζουν διαβάζοντας τις τύχες τους από τα χαρτιά. Η Κάρμεν τις μιμείται και βρίσκει ότι τα χαρτιά προλέγουν τον θάνατό της. Οι γυναίκες φεύγουν για να δωροδοκήσουν τους τελωνειακούς που επιτηρούν την περιοχή, ενώ ο Χοσέ φρουρεί για λογαριασμό των λαθρεμπόρων.

Η Μικαέλα έρχεται με έναν οδηγό, αναζητώντας τον Χοσέ και αποφασισμένη να τον σώσει από την Κάρμεν ("Je dis que rien ne m'épouvante"). Ακούγοντας όμως ένα πυροβολισμό κρύβεται φοβισμένη. Είναι ο Χοσέ, που έχει πυροβολήσει προς ένα παρείσακτο, ο οποίος αποδεικνύεται ότι είναι ο Εσκαμίγιο. Η χαρά του Χοσέ που συναντά τον ταυρομάχο μετατρέπεται σε οργή όταν ο Εσκαμίγιο δηλώνει πως είναι ξεμυαλισμένος με την Κάρμεν. Οι δυο τους παλεύουν, αλλά τους διακόπτουν οι λαθρέμποροι που επιστρέφουν με κοπέλες ("Holà, holà José"). Καθώς ο Εσκαμίγιο αποχωρεί, προσκαλεί όλους στην επόμενη ταυρομαχία του στη Σεβίλλη. Οι άλλοι ανακαλύπτουν τη Μικαέλα. Στην αρχή ο Χοσέ δεν θέλει να φύγει μαζί της, παρά τη συμπεριφορά της Κάρμεν, ωστόσο αλλάζει γνώμη όταν η Μικαέλα του λέει ότι η μητέρα του πεθαίνει. Καθώς αναχωρεί υποσχόμενος πως θα επιστρέψει, ο Εσκαμίγιο ακούγεται στην απόσταση να τραγουδά το τραγούδι του ταυρομάχου.



Πράξη Δ΄

Μία πλατεία στη Σεβίλλη. Στο βάθος οι τοίχοι ενός αρχαίου αμφιθεάτρου.

Οι Θουνίγκα, Φρασκίτα και Μερθέντες βρίσκονται μεταξύ του πλήθους που περιμένει την άφιξη των ταυρομάχων ("Les voici ! Voici la quadrille !"). Ο Εσκαμίγιο μπαίνει μαζί με την Κάρμεν και εκφράζουν τον αμοιβαίο τους έρωτα ("Si tu m'aimes, Carmen"). Καθώς ο Εσκαμίγιο μπαίνει στην αρένα, η Φρασκίτα προειδοποιεί την Κάρμεν ότι ο Χοσέ είναι κοντά, αλλά η Κάρμεν είναι ατρόμητη και θέλει να του μιλήσει. Μόνη της, αντιμετωπίζει τον απελπισμένο Χοσέ ("C'est toi ! C'est moi !"). Ενώ εκείνος της ζητά μάταια να επιστρέψει κοντά του, ακούγονται ζητωκραυγές από την αρένα. Καθώς ο Χοσέ κάνει την τελευταία του ικεσία, η Κάρμεν πετάει κάτω περιφρονητικά το δαχτυλίδι που της είχε δώσει και επιχειρεί να μπει στην αρένα. Τότε εκείνος τη μαχαιρώνει και, καθώς ο Εσκαμίγιο επευφημείται από τα πλήθη, η Κάρμεν πεθαίνει. Ο Χοσέ γονατίζει και της τραγουδά "Ah! Carmen! ma Carmen adorée!". Καθώς το πλήθος βγαίνει από την αρένα, ο Χοσέ ομολογεί ότι σκότωσε τη γυναίκα που αγαπούσε.https://el.wikipedia.org/




Αλιείς μαργαριταριών

Αλιείς μαργαριταριών (πρωτότυπος τίτλος στα γαλλικά Les pêcheurs de perles, αρχικός τίτλος Leïla) είναι ο τίτλος τρίπρακτης όπερας του Ζωρζ Μπιζέ, βασισμένη σε λιμπρέτο των Μισέλ Καρέ και Εζέν Κορμόν. Ο Μπιζέ συνέθεσε την όπερα με ταχείς ρυθμούς το καλοκαίρι του 1863 και εκτελέστηκε για πρώτη φορά στο Λυρικό Θέατρο (Théâtre Lyrique) του Παρισιού, στις 30 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Αποτελεί τη δημοφιλέστερη όπερα του Μπιζέ μετά την Κάρμεν.
Έτυχε θερμής υποδοχής από το κοινό και παίχθηκε 18 φορές μέχρι το φθινόπωρο του 1863, ωστόσο επικρίθηκε από τον τύπο της εποχής, ο οποίος αντιμετώπισε το έργο του Μπιζέ με επιφύλαξη. Μετά την επιτυχία της Κάρμεν, η όπερα άρχισε να παίζεται σε πόλεις εκτός της Γαλλίας, ενώ μία εκτέλεσή της στην ιταλική γλώσσα παρουσιάστηκε στο Παρίσι το 1889. Περίπου τριάντα χρόνια μετά την πρεμιέρα της, άρχισε να αναγνωρίζεται η σπουδαιότητα του έργου, ενώ σήμερα αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή έργα ρεπερτορίου.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε μια εξωτική νήσο του Ινδικού Ωκεανού (Κεϋλάνη), όπου αναπτύσσεται έντονα η αλιεία μαργαριταριών. Το έργο αυτό, αν και το έκρινε ο ίδιος ο συνθέτης πολύ αυστηρά, εντούτοις αποδείχθηκε να υπερέχει των άλλων έργων γαλλικής όπερας της ίδιας περιόδου, περιέχοντας κάποια στοιχεία από την όπερα Κάρμεν. Αν και ο Μπιζέ συνέθεσε την όπερα σε νεαρή ηλικία, χαρακτηρίζεται ως ώριμο έργο με μελωδικά και ρυθμικά χαρίσματα. Ως σημαντικότερα μέρη της όπερας αναφέρονται συχνά η άρια για τενόρο Je crois entendre encore και το μελωδικό ντουέτο τενόρου-βαρύτονου Au fond du temple saint.
Στην Ελλάδα, η όπερα εκτελέστηκε για πρώτη φορά από την Εθνική Λυρική Σκηνή την 1 Απριλίου 1974.













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου