i.Élan Vital
Πλαταγίζει νερό
Κι άνεμοι τρεις
-Καταιγίδα.
Βουνό πευκοβελόνες εκεί που ο Σίνης....
Όχι, δεν είναι τόσο κόκκινες.
Η Γραία αγέραστη κλώθει
Το νήμα
Έχει το Αδράχτι εδώ και
Λέει φημί μυθέω λέχω ερώ
Φήμη μέθη κι ω γέννημα λέχος
Που σε πάει και σε φέρνει
Ανόμματος ιπτάμενος ποιμένας
Έρως
Στροφή-σκολιά ατραπός
Και μακρά.
Κοιμάται ύπνο του λαγού
Η Άτροπος.
Βάδιζε, βάδιζε.
Ωραία πέλματα αβρά
Κομψά σφυρά
Θαυμάζει η Πυθία χασμώμενη.
Νωρίς την ξύπνησαν
Νωρίς ο Θεός την γέμισε
Των αινιγμάτων.
Πήγαινε, πήγαινε
Φίλον τέκος μητρός
Ω, δεν θυμάμαι ποιας
Εν τοις "Μεγάλοις Έργοις"*
Του Αργυρού** πολλές.
Στροφή·
Εδώ οι ξέρες κόκκινες,
Οι πεσμένες. Γλιστρούνε.
Δεν ξέρεις γιατί, αθώε
Αμνέ Αμήν των ευχών.
Τον κρόκο κοιτάς μαγεμένος
Κι εσύ,
Νάρκισσος είναι ηδέ Κολχικόν
Ευωδιάζει.
Νέκταρ νεκρός πλυμμένος.
Από έναν βολβό
Μια ρίζα όμοια σάκου βαλαντίου
Έγινεν η αρχή.
Γεννιούνται, τους τρέφουν θηλές
Αγκάλες τους θάλπουν
Παιδαγωγοί τους παιδεύουν
Κόποι πολλοί
Κυνήγι πλούτου και
Δόξας φτηνής βέβαια
Οι πολλοί.
Γεννιούνται και
Πεθαίνουν και
Γεννιούνται.
Έκτοτε και δια παντός
-πλην ελαχίστων.
*Πρόκειται για το απωλεσθέν γενεαλογικό
Αρχείο του οποίου αποσπάσματα βρίσκονται
στα σωζόμενα μέρη του έργου “Ηοĩαι” του Ησιόδου.
** Αναφορά στο μητροτροπικό Αργυρό Γένος
(Ησίοδος “Έργα και Ημέραι”.
Μαρία Σίδερη
ii.Imago
Ντύθηκες με το έκκριμα των αδένων σου
όταν μόλις που ήσουν κάτι-τι;-
ένα άσπρο παχύ γυαλιστερό
έρπον υπόμνημα της Σηρών χώρας.
Κρατούσες μίαν έκπληξη στο
σώμα σου,
κρατούσες μιάν ανάγκη σε όστρακο
Πολύτιμο να τυλιχτείς,
λευκό οπωσδήποτε και τέλειο
σε σχήμα των όλων Ουρανών.
Κλείστηκες μέσα κι έπειτα, άλλη σε κίνησεν ανάγκη.
Μια νέα φανέρωση,
σ' ανέγνωρη μορφή κι άξαφνη δύναμη
Χάρης ιπτάμενης του ανέμου
και χρωμάτων φαντασία
σημάτων διακόσμηση έχοντας
μιας γραφής
των φωτοειδών πνευμάτων
μονάχα γνωστής
μια τέτοια φανέρωση νέα
σου είπαν οι αιώνες να πετύχεις
των ημερών οι δυνάμεις.
Στα σκοτεινά εργάστηκες.
Ποιος την οδύνη σου μαντεύει
όταν φτερά φυτρώνουν στο λιπαρό σου σώμα
κι όταν τα σπλάχνα σου αλλάζουν
κι ο χρόνος της ζωής σου
προμηνύεται από λουλούδι σε λουλούδι
κι από ξημέρωμα σε νύχτωμα ένα;
Διστάζεις. Είναι ήσυχα στο κουκούλι σου.
Η μεταμόρφωση δεν είναι ακόμη τέλεια.
Ίσως μπορείς να επιστρέψεις στην αβλαβεια της απουσίας.
Ίσως να πρέπει.
Όμως.
Η βία, αυτή η μαμή σε τραβάει, τεντώνει.
Η βία της τελείωσης,
αυτή η γυμνή Σαλώμη
αυτή η Άλκηστης
-όλα έχουν να κάνουν με τα
επτά πέπλα
αυτά που γδύνεσαι
κι αυτά που ντύνεσαι
πάντα ακροβατώντας
ανάμεσα στα αίματα της ζωής
και τους χορούς
και στου θανάτου
τον τρίβωνα.
Πονάς;
Κι όμως, δεν γίνεται να σταματήσεις.
Άνοιξε κι όλας το άντρο σου
ήδη το φως τυφλώνει τα νέα σου μάτια.
Χέρια ανυπόμονα μαζεύουν
το άδειο σου κέλυφος.
Σε λίγο, ίσως πριν δύσει ο ήλιος,
κλωστές μεγάλες σε τολύπες θα τυλίγονται.
Για το φόρεμα κάποιας γυναίκας,
ή για ένα αλεξίπτωτο
υλικό ακριβό
θαυμαστής ελαφρότητας
ακραίας αντοχής
Μα εσύ ξεχνάς των μυστικών σου
έργων
αξία και τέχνη.
Έκανες αυτό που είχες να κάνεις πριν γεννηθείς,
μικρό, παχύ, γυαλιστερό σκουλήκι.
Τώρα πετάς.
Τώρα γυρεύεις μέλι στ' ανθισμένα
χωράφια.
Μεσημέριασε.
Μαρία Σίδερη
iii.Ποιος ήσουν
Τι έλεγες
Ποιος ήσουν
Δεν θυμάμαι
Μα ήσουν
Όψη του Ερώτα
Στον Λαβύρινθο
Των κάτοπτρων
Και είχε φως
Στο μαύρο πλάτος
Αργυρές μαρμαρυγές
Είναι τυφλός ο Έρωτας
Κρυφών κρουσμάτων μάντης
Ποιμένας συριχτής
Νυχτερινών αμνών,
Κολυμβητής του Χάους
Του ζόφου βλάστημα
Αίνιγμα του πυρός.
Κάτι θα είπες·
Μόνο η φωνή σου μένει
Ήχος ρήγμα
Στο παραπέτασμα
Του αποχωρισμού.
κάτι θα είπες·
Εγώ την νύχτα βύζαινα.
Το χέρι σου κρατούσα
Λίγο πριν
κάτι αιώνες τώρα·
Χορεύοντας
Ελικωτήν οχεία
Τα σπέρματα του άπειρου
Μ' έπαιρναν.
Είχαμε φύγει πια
Μ' αντίθετους
Πετούσαμε ανέμους.
Που πας;
Θα είπες.
Κι αποκρίθηκα:
Είναι όλκιμο το Τίποτε
Αγάπη μου.
Και το χειρότερο,
Αντιστέκομαι.
Κάπου το φως γεννιόταν
Πάλι
Λίκνο ενός σύμπαντος
Που ανακλαδιζόταν
-Βρέφος αρτιγέννητο.
Εκεί θα πήγες·
Θα ήταν καλά για σένα.
Κάπου θα ζεις, εκεί.
Σε θυμάμαι.
Μαρία Σίδερη
iv.Πρωτογένεια
Στο φλεγόμενο πέλαγος
του Ηρακλείτου κολυμπώ.
Έρχεσαι;
Δεν τα φοβάμαι τούτα τα
νερά.
Εδώ κοράλλια πετρώνουν
χρώματα τρομερά και θλιμμένα
φωσφορίζουν τα φύκια
σαλεύοντας
καθώς Νηρηίδων οι κόμες
ή όπως βέλη
από φαρέτρες θεών
και τα ψάρια χορεύοντας
ιλιγγιούν
τρώγοντας, γεννώντας, αγκαλιάζοντας το ένα τ' άλλο
-σπείρα χοάνης και
κράση μορφών και παθών
μεγεθών, σπαραγμών
θριάμβων οδύνης.
Έρχεσαι;
Μαρία Σίδερη
v.Θρόνιο
Τρεις μήνες
τρεις ενιαυτούς υπαίσθησης
έζησα πλάι σε μια θάλασσα
παχειά, βαρειά μυρωμένη.
Σαΐτευε η σουπιά το ψάρι
κι ένα κεφάλι γλάρου
έθαψε το σκυλί στα φύκια
εκεί που ξάπλωνα.
Κάθισε δίπλα μου
ήσυχο σοβαρό και βέβαιο μετά
και αφουγκραζόταν τον χρησμό
του γέροντα Πρωτέα
που λιαζόταν στην πέτρα
ντυμένος κάβουρας φαιός.
Τυμπάνιζε παιάνα ο ήλιος
και το ηφαίστειο πέρα
έσειε την κορφή του
-καθρέφτης τα κύματα-
όμοιο αθώο νησί
και χλωρό.
Κι είπα στη λήθη πως είναι ωραία
σαν αλιπόρφυρο πανί στο ηλιοβασίλεμα.
Μα πόσο να κρατήσει·
από τα σπήλαια του Πίερου
κι απ’ τις πηγές του Ελικώνα
έρχεται Κείνη.
Μαγεύτρα, Μάννα, Μάντισσα
-η Μνημοσύνη.
Μαρία Σίδερη
vi.Θεσπρωτικόν
Νύχτα που σ’ ονομάζει η βροχή
Βροχή στα δέντρα
Άγριες ξεμαλλιασμένες γυναίκες
Ηέρι και νεφέληι το μαντήλι ιστουργημένο
Των Ευμενίδων φτεροκόπημα
Των βορεινών αχνός θυγατέρων
Του άγριου Σείριου κουρνιαχτός
Ριγμένο στο ποτάμι σείοντάς το
Λένε
Τα μάγια της σαγήνης
Για κάποια νίκη η
Κάποιον χαμό
Κι ο λυγμός των αιώνων τους
Κόμπος Ηράκλειος
Στη δέση απόγειου και θαλάσσιου
Ανέμου
Άμμα
Ανεμώνη
Ανάθεμα
Ευχή κι
Ανάθημα
Μαρία Σίδερη
Ποιήματα Μαρίας Σίδερη
Από την ανέκδοτη Συλλογή "Ειρμοί του Ρόδου"
Οι φωτογραφίες είναι από τις Τοιχογραφίες στο Ακρωτήρι της Θήρας
Από την ανέκδοτη Συλλογή "Ειρμοί του Ρόδου"
Οι φωτογραφίες είναι από τις Τοιχογραφίες στο Ακρωτήρι της Θήρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου