Christian Schloe art
Η Έλλη έστρεψε το βλέμμα της στο φιδίσιο μονοπάτι που ξετυλίγονταν μπροστά της, περήφανο και απαθές στο χώρο και στο χρόνο που περνούσε από πάνω του.Αιώνες εκεί.. υποταγμένο στη συνήθεια και στη μοίρα του.Της θύμιζε λίγο τον εαυτό της τούτο το μονοπάτι. Σαν εκείνη…. υποτακτική μιας μοίρας που αγνόησε τα " θέλω " της και βουτηγμένη στη δύναμη μιας συνήθειας που την έπνιγε. Ριζωμένη κοντά και πέντε δεκαετίες στον ίδιο τόπο, άνευρη ονείρων, απαθής προσδοκιών,χαμένη προσανατολισμού. Ίδια βήματα ,ίδια μάσκα, ίδιος θυμός. Η Έλλη ήξερε πολύ καλά το παιχνίδι της μάσκας. Το είχε διδαχτεί από μαστόρισσα δασκάλα από τα μικράτα της.
" Ας όψεσαι γιαγιά, αν μπορώ να σε αποκαλώ έτσι " σκέφτηκε η Έλλη. " Έκαψες εμένα για μια αξιοπρέπεια θέσης στην κοινωνία. Και βούτηξα εγώ στην αναξιοπρέπεια της συνείδησης. "
Το φεγγάρι μόλις έκανε την εμφάνιση του πάνω από το κεφάλι της. Η γυναίκα ύψωσε το πρόσωπο και το ειρωνεύτηκε. " Τόσα βλέπεις ..γιατί σιωπάς; Παρόν ήσουν και κείνη τη νύχτα; Γιατί δεν άκουσες την προσευχή μου; "
Κάθε δειλινό ο ίδιος διάλογος, η ίδια ειρωνεία, η ίδια αναπάντητη ερώτηση. Η Έλλη άρχισε να ανηφορίζει τον ίδιο κλασικό φιδογυριστό δρόμο που την οδηγούσε στην έπαυλη- κολαστήριο. Η αλήθεια είναι πως διέθετε πολλά υλικά αγαθά, ζούσε σε ένα τεράστιο αρχοντικό, περιτριγυρισμένο από κήπους και μια απίστευτη θέα,είχε υπηρετικό προσωπικό για κάθε της ανάγκη έτοιμο να την εξυπηρετήσει μα...ήταν άπορη ονείρων και ανθρώπινης επαφής. Δεν είχε ούτε μία αγκαλιά να ξαποστάσει τη δίψα της ψυχής της, δεν διέθετε ούτε μία φίλη να ξεδιπλώσει τους καημούς της.
Μια ψυχρή και δυναμική μόνο.. γιαγιά που της απομυζούσε σταγόνα, σταγόνα τις χαρές της ζωής.
Κι όμως τριάντα χρόνια πριν όλα ήταν αλλιώς. "Ακόμα μια χαμένη νύχτα ζωής " σκέφτηκε η Έλλη και έβγαλε το βαρύ κλειδί για να ανοίξει την σιδερόφραχτη εξώπορτα του αρχοντικού της.
Και τότε της κόπηκε η λαλιά..
Ο φόβος ενώθηκε με την αδρεναλίνη της που έφτασε στα ύψη. Το σκυλί ,ο νυχτοφύλακας της έπαυλης, απουσίαζε από τη συνηθισμένη του θέση, οι φανοστάτες του εξωτερικού κήπου δεν άπλωναν το χρυσαφί τους φως στον περιβάλλοντα χώρο και το κυριότερο μια απροσδιόριστη σιωπή είχε κατακλύσει τον γύρω ορίζοντα.Η Έλλη ένιωσε άμεσα μια περίεργη απροσδιόριστη ομίχλη να την κυκλώνει ενώ μια τρομαχτική ενσυναίσθηση, της υποδείκνυε πως τούτη η νύχτα θα στοίχειωνε τη ζωή της. Οι περισσότερες αισθήσεις της γυναίκας μόλις...είχαν τεθεί σε πλήρη ακινησία. Η όραση πλακωμένη από το σκούρο χρώμα της νύχτας, χωρίς βοήθεια τεχνητού φωτός, η ακοή λαβωμένη από, ενδεχομένως, φανταστικούς απόηχους ενός πλανώμενου μυστηρίου, η οσμή πληγωμένη απο την έλλειψη της μυρωδιάς του νυχτολούλουδου και του γιασεμιού που είχαν σταματήσει να τροφοδοτούν το χώρο ,η γεύση δηλητηριασμένη από την έκκριση της πικρής προοικονομίας ενός επερχόμενου φόβου και μόνο η αφή μάλλον... παρούσα σε αυτήν την απουσία αισθήσεων, ενεργή στα χέρια της ,με το κράτημα του σιδερένιου κλειδιού..
Και τότε την είδε. Εκείνη την ανθρώπινη φιγούρα που πετάχτηκε μπροστά της και η οποία έκρυβε μια ασυνήθιστη αύρα και μετέφερε ,ένα απροσδιόριστο σε άρωμα, φορτίο.
"Τούτη η νύχτα μυρίζει ..κόλαση" πρόλαβε μόνο να σκεφτεί η Έλλη πριν..παραδοθεί στο έλεος του νυχτερινού εισβολέα.
Η σκιά απέναντι της ,ντυμένη με κατάμαυρα ρούχα και μάσκα στο πρόσωπο, της έκλεισε το στόμα και της έφραξε τη μύτη με ένα πανί που μύριζε.. μύριζε..
Κενό. Η Έλλη λιποθύμησε. Όταν άνοιξε τα μάτια της βρίσκονταν ξαπλωμένη στο πριγκιπικό της κρεβάτι ,τυλιγμένη στο δαντελένιο απογευματινό της φόρεμα που ομολογουμένως είχε.. τσαλακωθεί. Το σκοτάδι ήταν ακόμα βαθύ.
" Τί στο καλό; " σκέφτηκε ,καθώς προσπάθησε να ανασηκωθεί. Η έντονη ζάλη, της έφερε τάση εμετού και τότε η Έλλη θυμήθηκε. Μια άγνωστη στην εξώπορτα του αρχοντικού της. Σίγουρα ..γυναίκα!! Πρόλαβε και είδε το χέρι της καθώς ξεπρόβαλε από το μαύρο ρούχο, στο ίδιο ανάστημα με.. εκείνη.
" Μα πώς βρέθηκα εδώ; " αναρωτήθηκε. Και τότε μέσα από ένα σκοτεινό πέπλο μνήμης έφερε στην επιφάνεια ,την εικόνα μιας σκιάς που της έφραξε το δρόμο, την πλησίασε σε απόσταση αναπνοής και...απόλυτο κενό στη συνέχεια." Και ο σκύλος μου; Γιατί δεν αντέδρασε σε τούτον τον εισβολέα; Μα...δεν ήταν στη θέση του! Θεέ μου τον δηλητηρίασαν !!"
Σε τούτη την τελευταία σκέψη, η τάση του εμετού επανήλθε δριμύτερη. Ο σκύλος της αποτελούσε τη μοναδική της παρηγοριά σε τούτο το αφιλόξενο στην ψυχή της ,αρχοντικό. Ήταν το μοναδικό κομμάτι της ζωής της που τη συνέδεε με κείνο το μακρινό παρελθόν, με την αλλοτινή της ζωή ,τότε που κι εκείνη υπήρξε ακόμα ευτυχισμένη και ονειροπόλα.
Ο σκύλος της, αποτελούσε τη μοναδική φυσική ανάσα της σε μια τεχνητή πορεία οξυγόνου ζωής. Έπρεπε άμεσα να κινηθεί...να σηκωθεί.. να ελέγξει την κατάσταση του αγαπημένου της ζωντανού.
Με πολύ κόπο τράβηξε τα βήματα της να πλησιάσει την πόρτα του υπνοδωματίου της. Προσπάθησε να τραβήξει το χερούλι. Μάταιος κόπος!!
Ήταν κλειδωμένη στο ίδιο της το δωμάτιο. Η Έλλη παραλίγο να παρανοήσει. " Τί μου συμβαίνει; " έθεσε ξανά την ερώτηση στον εαυτό της. Επέστρεψε μισοζαλισμένη πίσω στο κρεβάτι της και πριν προλάβει να αποθέσει το σώμα της στο πουπουλένιο του στρώμα, η κλειδαριά του υπνοδωματίου της ,έτριξε. Η Έλλη κράτησε την αναπνοή της. Η μαύρη σκιά εμφανίστηκε στην είσοδο ,κλείδωσε εκ νέου την πόρτα και πάτησε τον διακόπτη. Φορούσε ακόμα τη μάσκα στο πρόσωπο.
Η Έλλη είχε κερώσει από φόβο. Οι κινήσεις της γυναίκας είχαν μια συγκεκριμένη τελετουργία. Πρώτα την κοίταξε με απίστευτο θάρρος….θράσος - η Έλλη δεν μπορούσε να προσδιορίσει τα κύματα του κρυμμένου βλέμματος, πίσω από τη μάσκα,το αισθάνθηκε όμως- απαλλάχτηκε με αργές κινήσεις τον μαύρο μανδύα που κάλυπτε το μικροκαμωμένο της σώμα, στη συνέχεια αφαίρεσε τα λευκά δαντελένια γάντια από τα χέρια της. Την ώρα που έβγαζε τούτα τα γάντια η Έλλη ένιωσε πιο έντονη τη ζάλη της .
" Μα αυτά τα γάντια ανήκαν...." δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη της και η σκιά έβγαλε αργά,αργά τη μάσκα από το πρόσωπο της και τότε…
Τότε η Έλλη ..γύρισε πίσω στο χρόνο… στο βράδυ εκείνο με το ολόγιομο φεγγάρι,στη νύχτα της χαμένης της συνείδησης.
Ήταν μαγευτική η σελήνη τούτη τη βραδιά. Το φεγγάρι φώτιζε το φιδογυριστό μονοπάτι που κατέβαινε στη βάση του μικρού φυσικού ορμίσκου, κάτω από το αρχοντικό των Συροκάκηδων. Οι δύο νεαρές κοπέλες πιασμένες χέρι ,χέρι απολάμβαναν τούτη τη νυχτερινή βόλτα ανέμελες κι ευτυχισμένες ή μάλλον η μία από αυτές ανέμελη ..και οι δυο όμως ενθουσιασμένες. Η Ροδούλα από τότε που ήρθε στο φως του κόσμου υπήρξε ατίθαση, αγέρωχη, με ψυχή κουρσάρικη. Αντίθετα η Έλλη ήταν πάντα υπάκουη, δειλή και κολλημένη στα "πρέπει". Σήμερα όμως η ομορφιά του φεγγαριού την παρέσυρε στα δίκτυα του. Υπέκυψε λοιπόν στη σαγήνη του κι ακολούθησε το ένστικτο και τη Ροδούλα της. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Ρόδω αποτολμούσε κάτι τέτοιο και το αποτέλεσμα ήταν πάντα επιτυχές.
" Ζωή δεν πλέκεται μόνο με κανόνες " υποστήριζε." Ζωή σημαίνει ελευθερία, επαφή, χρώματα, αποδράσεις, έρωτας" συνέχιζε να διαλαλεί μπροστά και πίσω της.
Και η Έλλη σήμερα αποφάσισε την υπέρβαση. Θα ακολουθούσε τη Ρόδω στο πανηγύρι τούτων των αισθήσεων. Είχε φτάσει ήδη είκοσι χρονών και είχε αναλώσει τη ζωή της σε αυστηρές συνήθειες, επιβαλλόμενα πρέπει, τελετουργική χρήση του " σαβουάρ- βιβρ" όπως όριζε η κοινωνική της θέση. Η γιαγιά της ήταν αυστηρή στους κανόνες που της καθόριζε και η Έλλη λόγω χαρακτήρα ,αδύναμη να αντισταθεί. Γονείς εξάλλου δεν γνώρισε για να τη νουθετήσουν διαφορετικά κι έτσι η κηδεμονία του μοναδικού της συγγενή ,της γιαγιάς Ανδρομάχης την καταδυνάστευε ανέκαθεν.
Σήμερα όμως η Έλλη ήθελε να νιώσει ευτυχία και λίγη ελευθερία και πήρε τη μεγάλη απόφαση να αποδράσει από την έπαυλη. Προχωρούσε το φιδογυριστό δρομάκι της κατάβασης στη θάλασσα, φοβισμένη μεν,ευτυχισμένη δε. Κοιτούσε την απόλυτη ομορφιά της βραδινής φύσης, εκστασιασμένη κι ευτυχισμένη.
" Πόση ομορφιά κρύβει το φεγγάρι! Μια παράξενη μαγεία διαθέτει η φύση τη νύχτα. Πόσο διαφορετικά καθρεφτίζονται όλα στις αχτίδες της Σελήνης! Σαν βγαλμένη από παραμύθι η εικόνα της πλάσης. Και τι υπέροχο χρώμα τα νερά της φεγγαρόλουστης θάλασσας! " σκεφτόταν και χαμογελούσε στη συνοδοιπόρο της.
Η Ρόδω ,ως παρορμητική και ατίθαση στα τελευταία μέτρα πριν τον μικρό φυσικό ορμίσκο, προπορεύτηκε κι άφησε την Έλλη να ρεμβάζει στις σκέψεις και στα συναισθήματά της. Εκείνη δεν έμοιαζε με την Έλλη στον χαρακτήρα. Ήταν γεννημένη ,παρά το μικροκαμωμένο της μέγεθος, αμαζόνα του κόσμου,κυρίαρχη των επιθυμιών και των ονείρων της.
Ήδη είχε πετάξει τα ρούχα της κι είχε βουτήξει στα μαγικά νερά του όρμου. Η Σελήνη πάνω από το κεφάλι της, γελούσε πονηρά και έπαιζε ένα παιχνίδι φωτοσκίασης νερών. Η Έλλη δίστασε για λίγο και αμέσως μετά πλησίασε τα κρυστάλλινα νερά.
Ετοιμάστηκε για μια διαδρομή στην ελευθερία.
Μα δεν πρόλαβε..
Σαν σε όνειρο είδε μια μεγαλόσωμη σκιά που τσαλαβούτησε από τον απέναντι βράχο στα νερά της φεγγαρόλουστης θάλασσας δίπλα… στο κορμί της Ρόδως και την πλησίασε σε απόσταση αναπνοής….
Εκείνη την ώρα η Έλλη μίσησε τη Σελήνη. Και η Σελήνη το εισέπραξε και ..το ανταπέδωσε…
Η Έλλη ζαλιζόταν τώρα εντονότερα. Έφταιγε αυτή η μυρωδιά που ακόμα κυριαρχούσε στη μύτη της ή η ψυχολογική ταλάντευση της καρδιάς της; Τα μάτια της κοιτούσαν τη γυναικεία μορφή απέναντι της και οι αναμνήσεις επανήλθαν δριμύτερες. Η Έλλη έκλεισε ξανά τα μάτια για να ταξιδέψει στο παρελθόν ή για να σωθεί από τις ενοχές που στεκόταν ολοζώντανες μπροστά της; Προτίμησε το πρώτο και κράτησε σφραγισμένα τα μάτια της.
Η σκιά πήδηξε στη θάλασσα κι όρμησε στη Ροδούλα. Η Έλλη ακινητοποιημένη στην άκρη του όρμου παρακαλούσε το φεγγάρι για ένα θαύμα. Μα το φεγγάρι δεν έδειχνε οίκτο στο αίτημα της.
Η μορφή της Ρόδως ξεμάκραινε σιγά σιγά από τα μάτια της. Η σκιά κατάπινε σταδιακά και μεθοδικά την υπόσταση της Ροδούλας. Ένας άνισος αγώνας δυνάμεων είχε μόλις ξεκινήσει. Το θέαμα της αρπαγής της γυναικείας ταυτότητας ξεδιπλώνονταν μπροστά στα μάτια της Έλλης. Η αντρική σκιά είχε τεράστια δύναμη, απροσέγγιστη όψη ,παράφορο βλέμμα και είχε τραβήξει στην κατοχή της το νεαρό κορίτσι . Το κρατούσε σαν λάφυρο στα χέρια του,το έκλεισε μέσα στους τεράστιους καρπούς των χεριών του ,το άδραξε σαν μαριονέτα στο στήθος του και...Η Έλλη άρχισε να τρέμει,απέστρεψε το βλέμμα από την εικόνα μέσα στο θαλασσινό νερό και ξανακοίταξε το ματωμένο φεγγάρι .Μόλις είχε γκρεμιστεί η εικόνα της ψεύτικης ελευθερίας που ζωγράφιζε πριν λίγο το ίδιο το φεγγάρι πάνω από τη νυχτερινή βόλτα των νεαρών κοριτσιών.
Η Έλλη ετοιμόρροπη αισθήσεων,το φεγγάρι απαθές,η Ρόδω εγκλωβισμένη σε αρπακτικά μπράτσα και ο όλεθρος "προ των πυλών". Η στιγμή απαιτούσε ετοιμότητα και γενναιότητα.
Μα το νεαρό κορίτσι δεν είχε την ικανότητα να ανταποκριθεί σε τούτο το κάλεσμα.
Ξανακοίταξε δακρυσμένη τη Σελήνη κι εκείνη της φώναξε να απομακρυνθεί - έτσι της φάνηκε - για να σώσει τη δική της ελευθερία και γυναικεία αξιοπρέπεια. Και η Έλλη υπάκουσε…- πάντα υπάκουγε στους κανόνες-.
Τράβηξε τρέχοντας το δρόμο για την έπαυλη . Έτρεχε για να γλιτώσει τη ζωή και την ψυχή της.
Μέγα λάθος. Είχε ήδη υπογράψει την αιώνια καταδίκη της.
Έφτασε ασθμαίνοντας στο μεγάλο αρχοντικό. Μπήκε ουρλιάζοντας στο εσωτερικό του σπιτιού και ξύπνησε τη γιαγιά της. Ανάκατα λόγια, ασυνεχής ροή λέξεων, ημιτελείς προτάσεις ,διάχυτοι φόβοι μέχρι… μέχρι η Ανδρομάχη να την σταματήσει με ένα επιτακτικό πρόσταγμα.
" Στο δωμάτιο σου ,γρήγορα. Τσιμουδιά. Αναλαμβάνω εγώ. Η τιμωρία σου θα ακολουθήσει άμεσα. ".
Η γιαγιά την έσυρε στο δωμάτιο της και κλείδωσε την πόρτα. Πήρε το κλειδί κι εξαφανίστηκε. Η Έλλη έμεινε θεατής ενός δράματος που μόλις έπαιρνε τραγικές διαστάσεις.
Η Έλλη δεν το γνώριζε τότε. Ήξερε πως η γιαγιά της, τα τακτοποιούσε όλα κι ευχόταν και τώρα η δύναμη της ,να οδηγήσει στη σωτηρία της Ρόδως.
Η Σελήνη όμως είχε μάλλον.. αντίθετη άποψη.
Πήρε το μέρος της Ρόδως κι όχι της Έλλης.
Η Σελήνη λατρεύει την γενναιότητα και την ελευθερία, δε συμβιβάζεται με τις δεσμεύσεις και τη δειλία . Η Σελήνη είναι αθεράπευτα ερωτευμένη με την τόλμη και την υπέρβαση ,με τα παραμύθια της νύχτας που φανερώνουν γενναίους ήρωες κι ασυμβίβαστες ψυχές. Η Σελήνη ξέρει καλά να φυλάσσει μυστικά και να καταγράφει κρίματα. Γνωρίζει πότε και πώς να αποκαλύπτει αλήθειες και είναι συχνά- όχι πάντα- με το μέρος της δικαιοσύνης. Και πήρε μία απόφαση που βύθισε για τριάντα χρόνια την Έλλη στο σκοτάδι…
Η Έλλη άνοιξε ξανά τα μάτια της για να βεβαιωθεί για τη γυναικεία παρουσία απέναντι της. Η θηλυκή οντότητα παρέμενε σταθερή κοιτώντας την, ίσια στα μάτια. Η γυναίκα άνοιξε το στόμα και ρώτησε με θάρρος.
" Γιατί Έλλη; Γιατί ήσουν πάντα τόσο δειλή; ". Η Έλλη προσπάθησε να σχηματίσει λέξεις, προτάσεις,γνώμη. Στάθηκε αδύνατο. Μια ζωή υποταγμένη στη θέληση τρίτων, στις εντολές ισχυρότερων, στη δύναμη των γενναίων. Δεν είχε την ικανότητα ούτε να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Το συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγμή. Χαμήλωσε το βλέμμα και μπόρεσε να αρθρώσει μόνο τούτο:
" Επειδή έμαθα μόνο να περπατώ τη ζωή ..πάντα με κάποιον δίπλα μου...ίσως. Δεν την αντέχω τη μοναξιά.. ίσως. Επειδή γεννήθηκα να υπηρετώ τους κανόνες και να μην τους κρίνω..ίσως. Επειδή με κινεί η ζωή κι όχι εγώ εκείνη… ίσως " ολοκλήρωσε μερικές προτάσεις η Έλλη. Η γυναίκα απέναντι της δεν τη λυπήθηκε.
" Και η αγάπη Έλλη; Πού την κατατάσσεις την αγάπη; Δεν ξέρεις πως η αγάπη απαιτεί γενναιότητα; Αν αγαπάς πραγματικά ..ξεπερνάς τη δειλία. Δε με αγάπησες ποτέ πραγματικά Έλλη. " είπε η γυναικεία φωνή.
Η Έλλη ταράχτηκε ." Δεν είναι αλήθεια αυτό. Σε αγάπησα και σε αγαπώ . Δεν υπάρχει μέρα που να μην σε σκέφτηκα, ούτε νύχτα κυρίως.. νύχτα που να μην σε έφερα στη σκέψη μου..Είσαι άδικη.. Πέθανα μαζί σου εκείνη τη νύχτα.Πώς βρέθηκες εδώ; Πού ήσουν.. Γιατί…." είπε χαμηλόφωνα.
Η γυναίκα ,η επιδρομέας της νύχτας, δεν της επέτρεψε να συνεχίσει την διαταραγμένη ροή συναισθημάτων και λέξεων που το στόμα της Έλλης ,σχημάτιζε με ακανόνιστο ρυθμό.Την πλησίασε σε απόσταση αναπνοής , της σήκωσε το πηγούνι και την ανάγκασε να την κοιτάξει ίσια στα μάτια.
" Το "λίγο" Έλλη, γεννήθηκε για τους δειλούς, το "μέτριο" για τους βολεμένους και το "πολύ" για τους γενναίους. Μα για να είσαι γενναίος ,Έλλη, πρέπει να έχεις μεγάλη καρδιά, να αγαπάς.. Έλλη! Να αγαπάς πέρα από τα όρια! Η αγάπη δεν ζυγιάζεται στη ζυγαριά του "λίγου", ξέρεις. Κι εσύ σταμάτησες εκεί. Μα η ζωή δεν χαρίζεται, βλέπεις. Κερδίζεται με θάρρος. Οι κανόνες δημιουργούνται από εμάς τους ίδιους ,όταν παλεύουμε για την αγάπη μας. Και ξέρεις κάτι ακόμα Έλλη; Μόνο όταν θελήσεις κάτι πολύ, τότε μόνο ίσως ..το κατακτήσεις.Ο χρόνος της απραγίας σου έληξε. Για τη ζωή σου...δεν ξέρω...
Εσύ θα κρίνεις" της σφύριξε δίπλα στο αυτί.
Η γυναίκα που της μιλούσε δεν της άφησε κανένα περιθώριο ,επιπλέον, χρόνου. Δεν είχε διάθεση, ίσως, να ακούσει περιττές δικαιολογίες, δεν ήθελε να ζυμωθεί σε αδικαιολόγητες συμπεριφορές ή δεν επιθυμούσε να ξεδιπλώσει τις δικές της χαρακιές ψυχής ,μια τέτοια θλιβερή ώρα, άραγε;
Χωρίς έλεος, ξεστόμισε και τα τελευταία της λόγια στην ετοιμόρροπη για νευρικό κλονισμό, μοναδική πλέον, αρχόντισσα της έπαυλης.
" Α...και η γιαγιά πέθανε. Μόλις τώρα .Είσαι μόνη σου πια Έλλη. Εντελώς μόνη!! Τώρα ..δεν σου επιβάλλει κανείς ,κανόνες που δεν επιθυμείς!! Για να σε δω..τώρα!! Θα πάψεις άραγε να είσαι δειλή; Ή θα καλυφτείς πάλι πίσω από νέα δικαιολογία; Λυπάμαι… ειλικρινά σε.. λυπάμαι!!",
είπε η γυναίκα ,ξεκλείδωσε την πόρτα κι εξαφανίστηκε, χωρίς να χαραμίσει ,άλλη ματιά πάνω στην κουρελιασμένη ,ψυχικά, Έλλη.
Η Σελήνη μπήκε αδιάντροπη μέσα από το παράθυρο του υπνοδωματίου της Έλλης, σταμάτησε πάνω στη ζαρωμένη της φιγούρα ,την ανάγκασε να στρέψει το βλέμμα της στις χρυσαφένιες της ανταύγειες, εισχώρησε στα άδυτα της ψυχής της και μάλλον την ειρωνεύτηκε ακόμα μία φορά- έτσι το εισέπραξε η Έλλη-. Ο πόνος της γυναίκας ,όμως, ήταν τόσο βαθύς που ξεχύθηκε από το στόμα της ,ως χείμαρρος,στην εικόνα του φεγγαριού, του έκλεψε το φως και του αντέστρεψε το χαμόγελο σε δάκρυ.
" Εσύ.. "ψέλλισε" Εσύ είσαι ο μοναδικός μάρτυρας του λάθους μου.Δεν έσωσες την ψυχή μου τότε. Γιατί; "πρόλαβε μόνο να του πει.
Η Έλλη λιποθύμησε ακόμα μία φορά. Όταν ξανάνοιγε τα μάτια της θα ήταν ακόμα ο ίδιος άνθρωπος ,άραγε;
Η κηδεία της γριάς αρχόντισσας Ανδρομάχης Συροκάκη αποτέλεσε γεγονός ύψιστης σημασίας για το μικρό κυκλαδίτικο νησί. Η Έλλη ντυμένη στη μαύρη της τουαλέτα ,έσερνε τα συντρίμμια της ψυχής και της ζωής της. Την ενοχλούσε τούτη η πολυκοσμία και ο θόρυβος. Αυτή πάντα ζούσε αποστειρωμένη θορύβων κι ανθρώπων. Ήθελε να λήξει τούτη η τελευταία παράσταση μάσκας που έδινε και να επιστρέψει στην αφόρητη μοναξιά της ζωής της και να ανοίξει εκείνο το γράμμα που βρήκε απιθωμένο στο κομοδίνο της γιαγιάς της.
" Πάλι συμβουλές και οδηγίες ,θα περιέχει " σκέφτηκε.
" Πάλι καλά. Αφού δεν μπορώ να περπατήσω μόνη μου τούτη τη ζωή. Θέλω μπαστούνι" μειδίασε στη σκέψη που έκανε.
Και τώρα η Έλλη μόλις διάβασε το..γράμμα. Δεν ήταν επιστολή συμβουλών κι οδηγιών. Ήταν ημερολόγιο αλήθειας. Μιας αλήθειας που έκαιγε, πονούσε, τσουρούφλιζε τα σωθικά της.Μια αλήθεια που την ξεπερνούσε και της έκλεψε τη ζωή. Μιας αλήθειας που την κράτησε στη ζωή εδώ και τριάντα χρόνια στάσιμη και..μισερή. Η Έλλη ναι...ήταν δειλή και ανασφαλής μα η μοίρα ..προνόησε γι'αυτό. Της εξασφάλισε αιώνια σφραγίδα ασφαλείας για πάντα. Της χάρισε χέρι να την υποβαστάζει διαχρονικά, της έδωσε άλλη μία καρδιά να χτυπά στους ίδιους ρυθμούς με την δική της καρδιά, την μοίρανε με ευλογία ζωής, της δώρισε μια δίδυμη αδελφή τη Ρόδω κι εκείνη… την πρόδωσε. Την άφησε αβοήθητη εκείνη τη νύχτα στο φως της Σελήνης- έτσι τουλάχιστον νόμιζε μέχρι τώρα… ακόμα μια ψευδαίσθηση ζωής.!!
Δεν ήταν επίθεση αντρικής σκιάς σε γυναικεία υπόσταση ,το θέαμα που είδαν τα μάτια της. Ήταν η υπογραφή του έρωτα του αρσενικού στο γυναικείο φύλο. Ήταν η Ρόδω κι ο Αλέξανδρος δύο νέοι που αγαπήθηκαν στο φως της Σελήνης και η δική της συντηρητική,παλιομοδίτικη,οπισθοδρομική αντίληψη έδωσε διαφορετική διάσταση στο μυαλό της κι απομάκρυνε ,λόγω ανάγκης, την ίδια νύχτα τους δύο νέους ,από το νησί.
Και η Ανδρομάχη την κατέστησε υπαίτια του χαμού της νεαρής γυναίκας.
"Εξευτελίστηκε και πνίγηκε" ήταν οι ελάχιστες κουβέντες που βγήκαν από το στόμα της γιαγιάς και δόθηκε πλήρης απαγόρευση αναφοράς πλέον, στο όνομα της Ρόδως. Η Ρόδω,όμως, εδώ και τριάντα χρόνια ζει ..με τον έρωτα του Αλεξάνδρου και την αγάπη της, την κόρη της ,την Ελευθερία..
Και η Έλλη το αγνοούσε... Μα η Ρόδω αγαπούσε πολύ την δίδυμη της ,και τόλμησε ένα χρόνο μετά ,να στείλει γράμμα στο αρχοντικό να της δώσει εξηγήσεις και παρά.. την έλλειψη απάντησης συνέχιζε να στέλνει γράμματα.... ανά τακτά διαστήματα. Μα η γιαγιά Ανδρομάχη τα έλεγχε όλα και τα κρατούσε μυστικά.
" Λογικό...Εγώ της άφησα όλα τα περιθώρια.. αφού πάντα υπήρξα δειλή. Τριάντα χαμένα χρόνια ζωής χωρίς την πατερίτσα μου,χωρίς το άλλο μου μισό....
χωρίς τη δίδυμη αδελφή μου, χωρίς τη Ρόδω μου" έκλαιγε και συλλογιζόταν η Έλλη!
"Ζούσα στο ψέμα. Εσύ γιαγιά, μου είπες πως η Ρόδω πνίγηκε. Κι όμως εσύ.. ήξερες τα πάντα. Δεν της επέτρεπες να γυρίσει πίσω.
Σε ντρόπιασε..έλεγες!! Τη δική μου ψυχή δεν την υπολόγισες γιαγιά; Τη λεηλασία των πόθων μου; Πάντα για τους τύπους τα έκανες όλα γιαγιά !
Μα τώρα δε ζεις πλέον. Η Ρόδω το ένιωσε.. και ήρθε να σε ..συγχωρέσει!! Τη δική μου όμως ζωή ποιος θα μου την φέρει πίσω γιαγιά ; Κι έχει δίκιο η Ρόδω, δεν είμαι γενναία ..για να σε συγχωρέσω.. εγώ".
Μέρες τώρα ..ο ίδιος μονόλογος, νύχτες τώρα.. η ίδια αναστάτωση.
" Και τώρα τι; Η ελευθερία θέλει τόλμη, η αρετή παιδεία και η αγάπη θυσία. Κι εγώ ανάξια και για τα τρία. Δε μένει λοιπόν άλλη λύση. "
Η Έλλη κατέβηκε για πρώτη φορά το φιδογυριστό μονοπάτι με θάρρος. Είχε πάλι πανσέληνο σήμερα. Σαν εκείνη τη βραδιά που έσβησε τη ζωή της τριάντα χρόνια πριν. Η Σελήνη της χρωστούσε την οφειλή της.
" Η ταν ή επι τας" σκέφτηκε η Έλλη κι ανέβηκε στο βραχάκι δίπλα στον όρμο, ικετεύοντας το φεγγάρι για εξιλέωση. Και η Σελήνη δεν βρέθηκε σε δίλημμα τούτη τη φορά. Σεβόταν πάντα τις αγνές ψυχές κι είχε μάθει να συγχωρεί. Χαμογέλασε στην Έλλη- έτσι της φάνηκε-.
Και τότε άκουσε ….μια φωνή πίσω της.
"Θεία ...είμαι η Ελευθερία.Έχω και εγώ το ίδιο όνομα με σένα. Μα η μαμά με φωνάζει..μόνο.. Έλλη.. όπως.. εσένα!! Ήρθαμε όλοι... να μείνουμε μαζί σου,θεία .Δεν είσαι μόνη σου πια!"
Το φεγγάρι δάκρυσε στην εικόνα της αλήθειας που άπλωσε η δύναμη της αγάπης, η παιδεία της αρετής και η γενναιότητα του ονείρου. Μια φορά η Έλλη στάθηκε γενναία και.. παρακάλεσε με δύναμη ψυχής για ένα ..όνειρο .Και τα όνειρα δεν απογοητεύουν ...τους γενναίους!!!
Και η Έλλη αγκάλιασε την... Ελευθερία της!
ΤΕΛΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου