Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ "Η Ζαν από τό Σαρόν" - Διήγημα

Πίνακας - George Romney

Ανήμερα στη γιορτή της Ανάληψης του Κυρίου είχαν επιλέξει η Εταιρία Φωταερίου και ο Δήμαρχος της πόλης του Παρισιού να φωταγωγήσουν την πλατεία του Καρουζέλ.
Ήταν μια ζεστή και υγρή βραδιά του Ιούνη του 1818. Η πλατεία εκτείνεται στα ανατολικά της ομώνυμης αψίδας του Θριάμβου που είναι και ή είσοδος στον Κήπο του Κεραμεικού. Στα ανατολικά της πλατείας απλώνεται η μεγάλη τετράγωνη αυλή του κτίσματος του παλατιού του Λούβρου, η Κούρ Καρέ. 

Σπουδαίο γεγονός έμελλε να είναι η φωταγώγηση της πλατείας. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε προηγηθεί ο φωτισμός με γκάζι, της πλατείας της Όπερας και του βουλεβάρτου των Ιταλών. Γεννήθηκε τότε η ανάγκη, τα καταστήματα να αποκτήσουν μεγάλες βιτρίνες, ώστε το φως να μπαίνει άπλετο και να αναδεικνύει τα, με σπουδή μεγάλη επιλεγμένα προϊόντα. Άστραψαν οι βιτρίνες των μεγάλων οίκων μόδας, τροφίμων ντελικατέσεν και εκλεκτών παλαιωμένων κρασιών. Όπου υπήρχε χρυσός, έλαμψε στην κυριολεξία, ακόμα κι αν δεν ήταν αληθινός. 

Δεν είχε δύσει ακόμα η ήλιος στον Σηκουάνα και το πλήθος άρχισε να συνωστίζεται. Οι πανηγυριώτες - ανά οικογένειες, παρέες, μπουλούκια- κατέφθαναν από όλες τις συνοικίες του Παρισιού, ιδιαίτερα τις πιο λαϊκές. Ακόμα κι από κοντινά προάστια ή χωριά. Για να δουν την νίκη που το φως θα κατακτούσε στην προαιώνια μονομαχία με το σκοτάδι. Ο μέχρι τότε γνώριμος φωτισμός της πλατείας ήταν πιο διακριτικός από ποτέ, χαμηλωμένος έτσι ώστε να αναδειχτεί ακόμα περισσότερο το αναμενόμενο λαμπερό αποτέλεσμα.
Στην πλατεία, από τη μεριά της Αψίδας είχε στηθεί μια ξύλινη σκηνή με στύλους, δοκάρια και μαδέρια από πεύκο του γαλλικού νότου, φτηνή κατασκευή. Τα μαδέρια που, στηριγμένα σε δοκάρια αποτελούσαν και το δάπεδο της σκηνής τα είχαν βάψει με μια καφεκόκκινη μπογιά, χρώμα γήινο. Το βάθος της σκηνής χρώμα ουρανί, σιέλ. Κάτι λευκοκίτρινα αστέρια, αποτυχημένες απομιμήσεις των άστρων του Βαν Γκόγκ, πάνω στο πένθιμο ουρανί συμπλήρωναν το σκηνικό. Οι ξυλουργοί του Δήμου, είχαν στήσει και κάτι πρόχειρα παρασκήνια, ανοιχτά από πάνω κι από την πίσω μεριά. Οι πέντε - έξι ηθοποιοί μπαινόβγαιναν στη σκηνή πού ήταν υπερυψωμένη από το έδαφος κατά έξι σκαλοπάτια, περισσότερο για να χαζέψουν το πλήθος παρά για να προβάρουν τον ρόλο τους. Και ποιόν ρόλο άραγε; Η αφίσα που είχε κυκλοφορήσει σε όλα τα παρισινά καρτιέ, ανάγγελε μια παράσταση με θέμα το καλωσόρισμα του φωταερίου στο Παρίσι. 

Ο ήλιος βούλιαξε για τα καλά μέσα στο ποτάμι και η δεξιά όχθη, η ρίβ ντρουάτ, βυθίστηκε στο σκοτάδι. Μόλις άναψε ο αδύναμος δημοτικός φωτισμός με λάμπες του λαδιού από το 1766, τα παληά ρεβερμπέρ εξασφάλισαν μια στοιχειώδη ασφάλεια στις κινήσεις του πλήθους που συνέχεια αυγάταινε, να μη πέφτει ο ένας πάνω στον άλλο δηλαδή, να αναγνωρίζουν ο ένας τη φάτσα του άλλου. Ήταν μια βραδιά χωρίς φεγγάρι και με αρκετά σύννεφα, τόσα ώστε να κρύβουν τα αστέρια. Οι ολοκαίνουργιοι, σε σκούρο καφέ γυαλιστερής μπογιάς χρώμα φανοστάτες, μεγαλύτεροι σε όγκο και λίγο ψηλότεροι από τους παληούς… περίμεναν την εντολή για να αρχίσουν να επιτελούν το «ακτινοβόλο» έργο τους. 

Η Ζάν έφτασε στην πλατεία από την πλευρά του Λούβρου, παρέα με δυο φιλενάδες της, τη Νικόλ που δούλευε στο φούρνο του Ντυραμιέ και την Οντέτ. Η Οντέτ ήταν η μικρότερη και είχε ένα σπάνιο ταλέντο στο τραγούδι. Ερχόντουσαν από το χωριό του Σαρόν. Έξω από το βορειοανατολικό Παρίσι. Η μητέρα της δούλεψε κλησσάρισα στον Σάν Ζερμαίν του Σαρόν και καντηλανάφτισσα στο ομώνυμο μικρό διπλανό νεκροταφείο. Είχε φύγει πριν χρόνια από τη ζωή. Η Ζαν δεν είχε βγάλει παρά τις τρεις πρώτες τάξεις του μικρού σχολείου. Έμεινε να βοηθάει τον πατέρα της στο τσαγγαράδικο που διατηρούσε στην πλατεία του Περ Λασαίζ. Έπίσης ήξερε να πλέκει ανθεκτικά και πανέμορφα μάλλινα γάντια για κυρίες, που τα μοσχοπουλούσε γιατί το μαγαζί του πατέρα της ήταν σε πολύ καλό πόστο, πάνω στην πλατεία. Είχε πέντε αδέρφια, τρία κορίτσια και δυο αγόρια, όλα μικρότερα από αυτή. Τα φρόντιζε, έλεγαν στο χωριό, περισσότερο από ό,τι η μάνα τους, η μητριά της και δεύτερη γυναίκα του πατέρα της δηλαδή, μια γυναίκα αμόρφωτη και με χαρακτήρα αψύ. Η Ζαν λοιπόν φρόντιζε το φαγητό τους. Να είναι καθαρά. Να μη τους λείπουν τα απαραίτητα. Και για να τα κάνει όλα αυτά, χρησιμοποιούσε το δικό της πορτοφόλι που γέμιζε από το χαρτζηλίκι που της έδινε ο πατέρας της και τα έσοδά της από τα γάντια, υποστήριζε εκείνη. «Αδύνατο», έλεγαν οι κουτσομπόλες. «Από αλλού έρχονται τόσα χρήματα. Τα παιδιά ντυμένα, ποδεμένα, καθαρά, καλοταϊσμένα. Κι εκείνη καθαρή και πάντα περιποιημένη. Αδύνατο.» Επίσης ήταν κοινό μυστικό ότι η Ζαν βοηθούσε πάντα, συγχωριανούς της σε στιγμές δύσκολες της ζωής τους, βάζοντας προσωπική εργασία ή χρήματα. Και έκανε το παν, τίποτα να μη μαθεύεται, άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε όχι.
Η μεγαλύτερη από τα αδέρφια της, η Μαρί είχε εφτά χρόνια διαφορά από εκείνη. Το μικρότερο, ένα μελαχροινό αγοράκι, μόλις είχε γίνει ενός χρόνου. Η Ζαν είχε κλείσει τα δεκαεννιά και ονειρευόταν μια καλύτερη ζωή, στον ύπνο και στο ξύπνιο της. Είχε προλάβει να διδαχτεί ανάγνωση και γραφή στο σχολείο. Διάβαζε την Αγία Γραφή και όποιο βιβλίο τύχαινε να της δανείσουν οι πελάτισσες του πατέρα της. Μιλούσε σωστά σαν να είχε τελειώσει το κολέγιο.
Είχε καλό μπόι και ανάστημα μαζί. Με σταρένια επιδερμίδα. Τα μαλλιά της μακριά, κυματιστά σε καστανό ανοιχτό χρώμα κυλούσαν πρώτα στον μακρύ λαιμό της και στη συνέχεια στους ώμους της, πλησιάζοντας τη λυγερή μέση της . Γυναίκα, επιθυμητή. Παρά τις πολλές δουλειές κατόρθωνε να διατηρεί τα χέρια της βελούδινα. Δάχτυλα μακριά και ευκίνητα. Το στήθος της στητό, πίεζε τον κορσέ της. Παντού στο κορμί της οι αναλογίες ήταν αρμονικές. Οι άντρες την χάζευαν όπου την συναντούσαν. Λυγερόκορμη καθώς ήταν, ξεχώριζε. Στο χωριό πολλά λέγονταν για μια άλλη ζωή της Ζάν που εκείνη με επιμέλεια κρατούσε κρυφή, αλλά όλο και κάτι άρπαζαν με τις κεραίες τους οι κουτσομπόλες του χωριού. Έτοιμες να την τσακίσουν με τη γλώσσα τους, σε κάποιο -πιθανό- στραβοπάτημα.

Στην πλατεία του Καρουζέλ, οι τρεις κόρες, ανακατεύτηκαν με το πλήθος που εκείνη την ώρα βρισκόταν σε αναταραχή καθώς πλησίαζε η μεγάλη στιγμή. Οι χωροφύλακες που βρισκόντουσαν παραταγμένοι ανά τριάδες διάσπαρτες μέσα στο πλήθος επέβαλαν ησυχία σε όλη την πλατεία και τους γύρω δρόμους. Επρόκειτο να μιλήσουν ο πρόεδρος της επιχείρησης του γκαζιού και ο δήμαρχος της πόλης. Κανείς δεν πρόσεξε τι είπαν. Άλλωστε ο λόγος τους δεν περιείχε κάτι το αξιομνημόνευτο. Αμέσως μόλις ο δήμαρχος Ντοραί είπε: «γεννηθήτω φως», άνοιξαν οι στρόφιγγες του γκαζιού και άναψε η πρώτη ομάδα των φανοστατών. Φως αδύναμο, θαμπό, χωρίς ακτινοβολία στην αρχή. Αμέσως μετά όμως δυνάμωσε η φλόγα, ενώ σιγά σιγά άναψαν όλοι οι φανοστάτες και πολύ απλά η νύχτα έγινε μέρα. Ένα φως λευκό απλώθηκε στην πλατεία πάνω και γύρω από αυτήν. Τρύπωσε στους γύρω δρόμους στα σπίτια και τις ταβέρνες. Φωτίστηκαν επίσης, και οι πινακίδες των εμπορικών καταστημάτων που εκείνη την ώρα ήσαν κλειστά. Όλα τα κτίρια, μικρά – μεγάλα, απέκτησαν την δική τους φωτεινή πλευρά…
Η προγραμματισμένη παράσταση δεν ξεκίνησε ποτέ γιατί το πλήθος βρισκόταν σε μια διαρκώς αυξανόμενη ένταση που θα μπορούσε κάποιος να την αποκαλέσει και έκσταση. Το κρασί είχε ξεφύγει από τις ταβέρνες και έρρεε άφθονο ανάμεσα στους αλαλάζοντες που κάτω από την επήρεια του οινοπνεύματος τραγουδούσαν και χόρευαν ευχαριστώντας τον Θεό για το δώρο που μόλις τους είχε χαρίσει, απλόχερα και χωρίς ανταλλάγματα. 

Μέχρι τότε το μόνο ισχυρό φως που μπορούσε να διαλύσει το σκοτάδι της νύχτας ήταν αυτό των πυροτεχνημάτων στις γιορτές που οργάνωνε κυρίως το παλάτι. Μόνο που τα πυροτεχνήματα ήταν για να ευχαριστήσουν την αυτού μεγαλειότητα τον βασιλιά και τον Ύψιστο. Ενώ τούτο δώ είχε γήινη αποστολή: να φωτίσει το λαό, τα σπίτια, τους δρόμους, τις πλατείες, τα δημόσια κτήρια, τα πάρκα. Τέλος ήταν ακόμα πιο καλοδεχούμενο γιατί ο πρόεδρος κι ο δήμαρχος με τα λεγόμενά τους εδώ και πολύ καιρό, έκαναν τους πανηγυριώτες να πιστεύουν ότι το φώς αυτό ήταν και θα συνέχιζε να είναι μια δωρεάν παροχή της πόλης του Παρισιού, στους ευτυχείς δημότες.

Ανάμεσα στους πανηγυριώτες και η Ζάν. Κάπως ζαλισμένη από το κρασί που άγνωστοι μεταξύ αγνώστων της πρόσφεραν. Αρκετά επηρεασμένη από την έντονη αίσθηση του λούσου, της απρόσμενης πολυτέλειας που αυτή η φωταψία υποσχόταν. Πολύ φορτωμένη ψυχικά από το κουτσομπολιό που την κατέτρεχε στο χωριό της. Πήρε την απόφαση, αιφνιδιάζοντας τις φιλενάδες της να ανέβει στη σκηνή όπου δυο, τρεις ηθοποιοί είχαν ξεμείνει να κάνουν παντομίμα προσπαθώντας να διασκεδάσουν τους λιγοστούς εκεί γύρω που έδιναν σημασία στην παρουσία τους. 

Αφέθηκε λοιπόν, στους ρυθμούς της καρδιάς της και στο ίσο που κρατούσε η λαμπερή οχλοβοή. Άρχισε ένα χορό φερμένο απο άλλα τοπία άγνωστα και μακρυνά, που δεν είχε να κάνει με τους μέχρι τότε γνωστούς χορούς, με ζίγκα ή με φαντανγκό, ούτε με το μπαλέτο που είχε από μικρή διδαχτεί. Ηταν μια χορογραφία ολότελα δική της, το αποτύπωμα της ψυχής της που σπαρταρούσε εκείνη την ώρα. Ένας χορός μοναχικός, σπινθηροβόλος και βαθιά ερωτικός. Τείνοντας τα χέρια της προς τον ουρανό, σαν να ευχαριστούσε τον αποστολέα του δώρου που εκείνη και όλο το μαζεμένο πλήθος απολάμβαναν. Οι θεατές αυτής της μοναδικής παράστασης πλήθαιναν γύρω από τη σκηνή. Ιδίως οι άντρες που κρατούσαν την αναπνοή τους ανάμεσα σέ δυο ανασηκώματα της μακριάς, στο χρώμα του κρόκου, φούστας της. Της κεντημένης με διάσπαρτα, στο χρώμα του κρασιού του Μπορντώ μικρά τριαντάφυλλα φούστας της, καθώς το ευλύγιστο, ποθητό κορμί της στροβιλιζόταν γύρω από τον άξονά του. 
Όργανα μουσικά εκεί γύρω δεν υπήρχαν, η μπάντα του δήμου είχε αποχωρήσει ώρα πριν. Οι λίγες εκατοντάδες θεατές και κοινωνοί του χορού της, άρχισαν να χτυπούν ρυθμικά τις παλάμες τους, μερικοί και τα άδεια από κρασί μεταλλικά κύπελλά τους με ό,τι άλλο μεταλλικό ή ξύλινο αντικείμενο κουβαλούσαν επάνω τους. Και αυτή η «μουσική» έδινε νέο ρυθμό στον μυστηριακό, διονυσιακό χορό της και αντλούσε ρυθμό από αυτόν.

Είχε περάσει πάνω μισή ώρα που ταραζόταν σύγκορμη σε κάθε της κίνηση. Τα στήθη της, κάποιες στιγμές έλεγες θα επιστρέψουν στον πλάστη τους, πένθος και θλίψη για τους επίγειους θαυμαστές της, αν αυτό, αλήθεια, συνέβαινε. Όταν έστρεφε το κεφάλι της προς τα πάνω, προς το άπειρο, το χνώτο που κρύωνε από την υγρασία, ήταν ευδιάκριτο από όλους και έμοιαζε θυμίαμα προς τον Πλάστη για το δώρο εκείνης της βραδιάς που ωστόσο δεν φαινόταν να είναι... μόνο της μιας βραδιάς.
Οι κινήσεις των χεριών της τόσο αέρινες, τόσο λεπτεπίλεπτες και αισθησιακές, που πότε έμοιαζαν να ζωγραφίζουν σκάλα που οδηγούσε στον ουρανό, πότε έμοιαζαν να αγκαλιάζουν ένα σάρκινο αλλά άφυλο, αγγελικό κορμί που τελικά ξεγλιστρούσε ανάμεσα από τα δάκτυλά της! Αυτά τα δάχτυλα! Και τα δάχτυλα των ποδιών της, -χόρευε ξυπόλητη νυχοπατώντας- υπέροχος άξονας στις περιστροφές του κορμού της, σταματούσαν αυτή την περιστροφική κίνηση, όπου εκείνη αποφάσιζε, με την ακρίβεια εκτέλεσης καλογυμνασμένου αλόγου που ακινητοποιείται στην εντολή τού ιππέα, ενώ εκείνος σφίγγει το χαλινάρι. Αυτά τα ίδια ακροδάχτυλα των ποδιών της παρασύροντας την τορνευτή γάμπα και τον βγαλμένο από καλλιτεχνικό χυτήριο μηρό της υψώνονταν κάθετα προς το δάπεδο της σκηνής απειλώντας, τεντωμένα στο έπακρο, να τρυπήσουν τη σκηνή – γη και να την οδηγήσουν σύγκορμη, από την άλλη μερηά της. Σε ένα κόσμο, που ανυπόμονα διψούσε να γνωρίσει.

Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα και οι λιγοστοί θεατές που είχαν απομείνει αποχωρούσαν επευφημώντας με χλιαρό, πλέον, χειροκρότημα και σφυρίγματα, ειλικρινούς ωστόσο, επιδοκιμασίας. Το κορμί της Ζαν είχε αρχίσει να μην υπακούει στις εντολές της. Μια γλυκιά κούραση γεμάτη ένταση και ευχαρίστηση μαζί την είχε κυριεύσει και άρχισε να την παραλύει. Ευτυχώς πρόλαβε να υποκλιθεί πριν καταρρεύσει. Οι δυο φίλες της παρακολουθώντας την με κομμένη την ανάσα, καλογυμνασμένες χωριατοπούλες καθώς ήσαν, με δυο δρασκελιές ανέβηκαν πάνω στη σκηνή και την πρόλαβαν όρθια. Την κάθισαν απαλά πάνω στα μαδέρια. Η μια της έτριψε τα χέρια και η άλλη τα πόδια. Της έδωσαν και νερό από ένα παγούρι που η Οντέτ είχε δεμένο στη ζώνη της. Την βοήθησαν να φορέσει τα πανέμορφα χαμηλοτάκουνα παπούτσια που της είχε φτιάξει ο πατέρας της. Τα χαμηλά γοβάκια, τώρα, έδειχναν ομορφότερα, ακόμα πιο αστραφτερά καθώς τα καλλίγραμμα πόδια της γλιστρούσαν μέσα τους.

Η Ζάν ήταν και μπαλλαρίνα. Πήρε μαθήματα χορού στη σχολή, στο τέρμα της οδού Μπανιολέ που ήταν η συνέχεια της οδού που ένωνε τη Βαστίλλη με το Σαρόν. Από πιτσιρίκι μέχρι που έκλεισε τα δεκαπέντε. Σταμάτησε για λόγους οικονομικούς, καθώς άλλα πέντε παιδιά περίμεναν στη σειρά να μεγαλώσουν… Και να μεγαλώσουν με δική της ευθύνη χρέους και καρδιάς. Πάντως ήταν η πρώτη φορά που χόρεψε σε μεγάλο κοινό. Μεχρι τότε, μονο στις ετήσιες επιδείξεις δεξιοτεχνίας που έπαιρνε μέρος η σχολή. Ήταν η παράσταση της ζωής της ή έστω η πρώτη παράσταση της μικρής ζωής της... Αφού ξαναπήρε δυνάμεις κατέβηκαν και οι τρεις τους στην πλατεία, την σχεδόν άδεια και μισοσκότεινη. Μόνο μερικά ρεβερμπέρ του λαδιού έκαιγαν ακόμα. Μέσα στο μισοσκόταδο ξυπνούσε η ιστορία της πλατείας. Τώρα η Ζαν άκουγε το τροτ και τον καλπασμό των αλόγων του καρουζέλ για χάρη κάποιου Λουδοβίκου, απ' όπου η πλατεία πήρε το όνομά της στα μέσα του 17ου αιώνα. Και στη συνέχεια «είδε» να κοκκινίζουν μέσα στο σκοτάδι τα μάτια των τριανταπέντε αποκεφαλισμένων τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, από μια βουτηγμένη στο αίμα γκιγιοτίνα, στημένη στη μέση της πλατείας. Ίδια με την γκιγιοτίνα που ένιωθε να χάσκει πάνω από τον μακρύ λαιμό της κάθε που ζούσε την πιο σκληρή και ανάλγητη στιγμή, της σκοτεινής πλευράς της ζωής της. Μαύρες σκέψεις στριμώχνονταν στο μυαλό και στην καρδιά της, προοίμιο των όσων επρόκειτο να συμβούν.

Είχαν φτάσει οι τρεις τους, στην έξοδο της πλατείας προς το δρόμο που οδηγεί βορειοανατολικά ανάμεσα από τον τεράστιο όγκο του Λούβρου και τον Σηκουάνα, όταν μια γνώριμη, τραχιά φωνή πίσω από ένα γιγάντιο κορμό λεύκας την επανέφερε στην πραγματικότητα που έμοιαζε πολύ χειρότερη από τις στενάχωρες σκέψεις της. «Ζαν, σταμάτα βρωμιάρα! Τσακίσου κι έλα 'δώ» Ήταν η φωνή του Πιέρ – Ανρί, του νταβαντζή της. 
Ναι, η Ζαν ήταν πόρνη, την κάθε νύχτα που οι κουτσομπόλες την έχαναν από το χωριό. Ναι η Ζάν δεν εκδιδόταν μόνο για λογαριασμό της. Δυστυχώς είχε καί νταβαντζή. Τον παιδικό της φίλο Πιέρ – Ανρί! Πρώτα παιδικό φίλο, μετά εραστή, στο τέλος μαστρωπό. Από τα δεκαπέντε της ξεκίνησε να πουλάει το κορμί της για λογαριασμό του Πιέρ – Ανρί.

Το αίμα της πάγωσε. Μόνο αυτό δεν περίμενε εκείνο το βράδυ. «Πες στις φίλες σου τις παλαβιάρες να μας αφήσουν μόνους. Αμέσως! Τώρα λοιπόν!» Η Ζαν είχε χάσει τη μιλιά της. Τα κορίτσια απομακρύνθηκαν χωρίς να τους πει τίποτα εκείνη. Ο Πιεράν ( έτσι τον φώναζαν στην πιάτσα, από το Πιέρ – Ανρί) είχε στη ζώνη του περασμένο ένα μαχαίρι και δίπλα του έναν όμοιό του, ίσως και χειρότερο απ' αυτόν, τον Γκύ. Γνωστός κι αυτός στις πιο κακόφημες συνοικίες του Παρισιού. Έμειναν οι τρείς τους. 
Πρέπει να ήταν περασμένες δύο τα χαράματα, όταν μια περίπολος τριών χωροφυλάκων, η τελευταία που είχε μείνει στην πλατεία, απομακρύνθηκε από το χώρο περνώντας σε απόσταση τριάντα περίπου μέτρων, από τη θλιβερή "παρέα". «Όλα καλά εκεί;» φώναξε ο ενωμοτάρχης από την περίπολο. «Όλα εν τάξει, κύριε ενωμοτάρχα» απάντησε ο Γκύ, ο μόνος που δεν είχε πιει αλκοόλ εκείνο το βράδυ. Από το μυαλό της Ζάν δεν πέρασε ούτε στιγμή η ιδέα να καλέσει σε βοήθεια. Γνώριζε πως απαντούσαν ο Πιέρ – Ανρί και οι όμοιοί του σε παρόμοιες συμπεριφορές.

-Πού το είδες γραμμένο, παλιοβρώμα, να παρατάς τη δουλειά σου και να τρέχεις σαν την κυρία, σε φανφάρες και φωταψίες μαζί με τις φίλες σου, τις βλαμμένες;
-Μη φοβάσαι, δε θα μπεις μέσα. Δεν θα μπεις μέσα παλιοτόμαρο, αύριο θα δουλέψω «διπλοβάρδια», απάντησε με ειρωνική διάθεση η Ζάν.
-Εμένα να μη με ειρωνεύεσαι, γιατί σου κόβω λουρίδες τα μάγουλα και τα πετάω στα γουρούνια του μπαρπα – Σονιέ. Το κατάλαβες μωρή ότι σήμερα χάσαμε δύο από τους καλύτερους πελάτες μας τον μεσιέ Τορνιέ στην οδό Μπανιολέ και τον γερο Αντερζώ διπλα στου Όμπερκαμπφ το μαγαζί;
- Σιγά τα αυγά. Να πάψεις να μπεκρουλιάζεις βρέ χαμένο κορμί και να κουνήσεις τον κώλο σου, να πας να βρεις καλύτερους.
Η απάντηση του Πιεράν ήταν ένα δυνατό, ανάποδο χαστούκι που γέμισε αίματα το όμορφο πρόσωπο της Ζάν. Εκείνη έβαλε τα κλάμματα από τον πόνο, κάτι που εξόργισε ακόμα περισσότερο τους δυο παληκαράδες. Από κει και πέρα αγρίεψε κι άλλο ο καυγάς όταν εκείνη προσπάθησε να τρέξει μακριά από τα χειρότερα που ένιωθε να την ζώνουν. Την άρπαξαν, την χτύπησαν άσχημα στο κεφάλι και στην κοιλιά με κλωτσιές. Αυτό το κορμί που πριν από κάμποση ώρα έμοιαζε να τινάζεται ως τ' άστρα, τώρα κουβάρι ματωμένο, τραβούσε το δρόμο για την κόλαση. Ήταν ακόμα ζωντανή όταν την βίασαν. Ο Γκύ και ο Πιεράν διαδοχικά. Σταμάτησαν όταν το αίμα, ίδιο με τα κεντημένα τριανταφυλλα της φούστας της, κυλώντας κατά μήκος των μηρών της στάλαξε στο νωτισμένο χώμα εκεί στην δεξιά όχθη του Σηκουάνα, μπροστά από το παληό ανάκτορο του Λούβρου. Εκεί ξεψύχησε, αβοήθητη η όμορφη Ζανώ, όπως τη φώναζε ο πατέρας της. Μετά την πέταξαν σαν σακί γιομάτο κοπριά, στον ταραγμένο και μαυριδερό, βρώμικο Σηκουάνα. Το πρωί, δύο ψαράδες βρήκαν το βασανισμένο κορμί σφηνωμένο ανάμεσα σε δύο μαούνες και ειδοποίησαν τους χωροφύλακες.

Όταν το φονικό μαθεύτηκε στο χωριό του Σαρόν έπεσε μεγάλη στεναχώρια. Πένθος βαρύ. Όλοι αγαπούσαν τη Ζαν, ακόμα και οι κουτσομπόλες λυπήθηκαν για το κορίτσι αν και κατά βάθος ένιωσαν ικανοποίηση για τη δικαίωσή τους. Ο πατέρας της ο γερο-Κορντιέ, πέθανε πέντε χρόνια αργότερα βυθισμένος στη γεροντική άνοιά του. Είχε χάσει το στήριγμά του στο τσαγγαράδικο, την αγαπημένη πρωτότοκη κόρη του, τη Ζανώ του.
Ο Πιεράν κρυβόταν κυνηγημένος, από χωριό σε χωριό της γαλλικής επαρχίας. Καταζητούμενος από την χωροφυλακή μέχρι το 1827. Εννιά ολόκληρα χρόνια. Συνελήφθη σε μια απόπειρά του να επιστρέψει στο Παρίσι. Καταδικάσθηκε σε θάνατο με αποκεφαλισμό. Φυλακίστηκε για έξι χρόνια στη φυλακή της Ροκέτ, στο Παρίσι. Αποκεφαλίστηκε στις 12 Ιουλίου του 1836, χαράματα, στο προαύλιο της ίδιας της φυλακής του.

Κάποιοι στο χωριό του Σαρόν, ακόμα και οι δικοί της άνθρωποι, υποπτεύονταν ή και γνώριζαν ασύνδετα γεγονότα ή φήμες, για τη σκοτεινή πλευρά της ζωής της Ζάν. Οπότε βρήκαν τον μίτο της θλιβερής ιστορίας. Όμως στην καρδιά τους κράτησαν ζωντανή την όμορφη στην όψη και στην ψυχή, την καλοπροαίρετη, την δοτική, την πονόψυχη Ζάν. Την «Ζανώ του», όπως την αποκαλούσε ο πατέρας της. Όλο το χωριό έκλαψε στην κηδεία και στην ταφή της, στο μικρό νεκροταφείο του Αγίου Γερμανού από το Σαρόν. Θρήνησε την δική του Ζαν ντ' Άρκ, την Ζαν ντε Σαρόν.

Δημήτρης Κ. Κ.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου