Είχαν κάνει αμέτρητες φορές chat. Είχαν κοιμηθεί και ξυπνήσει πολλές φορές με ψιλή κουβέντα. Είχαν μιλήσει και δυο τρεις φορές στο τηλέφωνο. Είχαν χάσει για μέρες ο ένας τον άλλο κι είχαν ξαναβρεθεί με μηνύματα. Αυτό ήταν όλο. «Είναι αρκετό;» αναρωτιόταν. Ήταν αρκετή αυτή η μετρημένη επαφή άραγε για να νιώθει όλα αυτά τα συναισθήματα, τώρα που πήγαινε να την συναντήσει εκεί, ψυχή τε και σώματι; Το «εκεί» ήταν η είσοδος του εθνικού κήπου από την οδό Ηρώδου του Αττικού. Είχε σκοπό να της προτείνει να καθίσουν σε εκείνο το καφέ που χρόνια πριν σύχναζε με την σύζυγο και τον μικρό του γιο. Ενα καφέ υπαίθριο κάτω από πέργκολες κι αυτές με τη σειρά τους υποταγμένες στα πανύψηλα δέντρα, τα πανύψηλα δέντρα του κήπου. Λεύκες ίσως. Ανάμεσα σε γάτες, χελώνες, πρασινοκόκκινες σαύρες, στρουμπουλά αστεία βατράχια και μπόλικα νερά που ανάβλυζαν από δυο διαφορετικά σημεία, διαμορφωμένα έτσι ώστε να μοιάζουν με τις πηγές του παραμυθιού. Ήταν σίγουρος πως θα της άρεζε. Έπειτα δεν μπορεί να έπεφτε τόσο έξω για τα γούστα της. Αφού ένιωθε πως την γνώριζε εδώ και πολλά χρόνια. Και να μη γνωρίζει όμως, να μην έχει ρωτήσει πως πίνει τον καφέ της; Να την εντυπωσιάσει απευθυνόμενος στον σερβιτόρο: και για την κυρία ένα φρέντο καπουτσίνο με τρεις κουταλιές γάλα και μαύρη ζάχαρη στην άκρη του κουταλιού. Ή ένα σκέτο διπλό ελληνικό; Τι να την κάνει άλλωστε τη ζάχαρη με τόση γλύκα στο βλέμμα και το χαμόγελό της... Πάνω στη γλύκα λοιπόν αναγκάσθηκε να επανέλθει στην Πατριάρχου Ιωακείμ, εκεί που μόλις είχε εντοπίσει θέση κενή σε πάρκιν ελεγχόμενης στάθμευσης. Άκου, στάθμευση ελεγχόμενη, στη χώρα των ανεξέλεγκτων συναισθημάτων και καταστάσεων!
Αλάρμ λοιπόν, στο τσάκ δεν του την έχωσε ο από πίσω. Γκαπ και γκούπ μπήκε και η όπισθεν. Μοντέλο του 82, τογιότα κορόλα, τριανταοχτώ χρονών αμάξι. Μόνο ένα γιαπωνέζικο θα μπορούσε να αντέξει πέντε έξι ιδιοκτήτες με τελευταίο εδώ και δυο χρόνια έναν ατζαμή σαν του λόγου του. Πάντα όταν παρκάριζε έφερνε στο μυαλό του την περίφημη σκηνή από τον Νευρικό Εραστή του Γούντι Άλλεν. Ο ίδιος ο Γούντι στο βολάν ενός τεράστιου αυτόματου κάμπριο, προκειμένου να παρκάρει χαλαρά γυρνάει να κυτάξει πίσω απλώνοντας το δεξί χέρι περασμένο στην πλάτη του μπροστινού καθίσματος. Και πάει εξ ίσου χαλαρά και καρφώνεται στο μπροστινό αυτοκίνητο...
Τον επανέφερε πάλι στην Πατριάρχου, η φωνή ενός περαστικού: όχι ρε φίλε το τσάκισες το αμάξι. Τότε κατάλαβε ότι η επίπονη κατά τα άλλα διαδικασία του παρκαρίσματος είχε ολοκληρωθεί. Έσβησε τη μηχανή. Βγήκε κοπανώντας την πόρτα πίσω του. Δεν είχε ανάγκη το σαράβαλο. «Δεν το κλειδώνω μπας και το κλέψει κανένα παρακλάδι της 17 Νοέμβρη και γινει διάσημο, κι εγώ μαζί του» σκεφτόταν χαμογελώντας ενώ ολοκλήρωνε την τελετουργία του παρκόμετρου. Κατηφορίζοντας την Κουμπάρη σκεφτόταν ότι πλησίαζε στο πόιντ ζίροου. Και αγνοούσε ακόμα τόσα πράγματα. Μέσα ενός δροσερού Μάη, πώς να είναι ντυμένη μια γυναίκα του διαμετρήματός της; «Τή φωράς;», θυμήθηκε κάτι δικά τους και συνειδητοποίησε ότι γελούσε μόνος… Άστο για έκπληξη σκεφτηκε, ό,τι και να φοράει θα μου αρέσει... Και μαζί με τον φρέντο ή τον διπλό ελληνικό, τυρόπιτα, πίτα ηπειρώτικη που έφτιαχνε το κατάστημα ή ραβανί γλυκό; Ιδέα δεν είχε… που πας ρε ταλαίπωρε; μονολόγησε. Και χαμογέλασε αυτοσαρκαστικά, πιο πολύ πεθαίνεις.
Το ραντεβού ήταν για τις 12. Στήθηκε μπροστά από την είσοδο. Άρχισε τα πάνω κάτω, πέρα δώθε… και με το μυαλό του επίσης. Αυτός και οι εύζωνοι της προεδρικής στο απέναντι πεζοδρόμιο και λίγο δεξιά. Κοίταξε το ρολόι του. Δώδεκα παραδέκα. Σιγά μην έρθει στην ώρα της, ώχ αδερφέ γυναίκα δεν είναι; Τον έπιασε το φαλλοκρατικό του… Ήταν σίγουρος πως θα την αναγνώριζε με την πρώτη. Είχε δει πολλές φωτογραφίες που δημοσίευε με τα γραπτά της και είχε βγάλει κρίση για το ποια ακριβώς ήταν η Ευτυχία. Έτσι, πάντα, μια ζωή κεφάλι αρβανίτικο. Του άρεσε να είναι σίγουρος, έτσι στα χαμένα, χωρίς επιχειρήματα. Και συνήθως του έβγαινε.
Δώδεκα παρά επτά. Νάτη, λυγερόκορμη, αεράτη. Ακτινοβολούσε. Κάπως έτσι τη φανταζόταν. Μπα, να και η έκπληξη…! Νωρίτερα κιόλας. Άνοιξε μια τεράστια αγκαλιά εκείνη. Κι αυτός προσπάθησε να την μιμηθεί. Την έσφιξε δυνατά. Αιστάνθηκε μια ζεστασιά απέραντη. Κάτι του θύμησε. Κάτι, μόνο από την αγκαλιά της μάνας του μερικές δεκαετίες πριν. Αλλά κρατήθηκε να μη πει καμιά ανοησία και το κάψει. Χαμογέλασε όσο του επιτρεπόταν καθώς το σαγόνι του ακουμπούσε στον δεξιό γυμνό ώμο της. Επίσης σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να μείνει εκεί, σε αυτή τη στάση για την υπόλοιπη ζωή του. Όρθιος, ναι όρθιος αυτός που σιχαινόταν την ορθοστασία, σαν γκαστρωμένη γυναίκα στον μήνα της.
Παρόλα αυτά ξεκόλλησαν. Και ήρθαν τα πρόσωπά τους αντικριστά σε απόσταση αναπνοής. Αγγίζοντας τον στις παρειές με τα δάχτυλά της του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. Πεταχτό, μα γεμάτο αισθαντικότητα, από αυτά που προκαλούν ένα λιποθυμικό αισθησιασμό, και σαν ίχνος, αφήνουν έναν ανεπαίσθητο λεκέ στο αντρικό εσώρουχο.
Εκείνη τη στιγμή ένα δροσερό αεράκι φύσηξε από τη μεριά, της οδού της βασιλίσσης. Αερικό θα είναι, του πέρασε από το μυαλό, δεν μπορεί να είναι μόνο γυναίκα. Σίγουρα πάντως ένας ζωογόνος άνεμος που φυσούσε στη ζωή του εδώ και παραπάνω από πέντε μήνες, ήταν.
Επόμενη σκηνή: καθισμένοι στο καφέ, απέναντι ο ένας στον άλλο, οι πλάτες ακουμπισμένες στα άβολα σκουροπράσινα μεταλλικά πτυσσόμενα καθίσματα. Άνετες πολυθρόνες τους έμοιαζαν ωστόσο εκείνη τη στιγμή τους. Κοινή, σιωπηλή απόφαση πάρθηκε, να κοιτάζονται στα μάτια μέχρι να χορτάσουν ο ένας τον άλλο. Δεν θυμάται μετά από πόσην ώρα ο σερβιτόρος διέκοψε την οπτική σμίξη τους: θα πάρετε κάτι; κυρία μου; κύριε; Με εξαιρετικά ενοχλημένο τόνο στη φωνή του. Έκείνη τον στραβοκοίταξε. Ωχ, την πατήσαμε σκέφτηκε ο Γιώργος. Ευτυχώς έπεσε έξω… Όλη τη γκάμα των σφολιατοειδών παρήγγειλε η Ευτυχία η οποία σε πείσμα της λαϊκής ρήσης ήταν ωραία μα διόλου παχεία. Γυμνασμένο κορμί. Καμπύλες υπέροχες χωρίς την παραμικρή δόση υπερβολής. Με τις ψηλοτάκουνες πορφυρές γόβες της, τον έφτανε και τον ξεπερνούσε κατά τι, 1,85 εκείνος… Στη συνέχεια παρήγγειλαν και τους καφέδες.
Περιμένοντας έπιασαν κουβέντα σπουδαία και ψιλή. Πώς ήταν το ταξίδι, που μένεις τώρα εδώ στο κλεινόν, ζέστη βρε παιδί μου, από τώρα; ήρθες με συγκοινωνία ή με αμάξι, παρκάρισες εύκολα; ώσπου έφτασαν και στο καίριο και αγωνιώδες ερώτημα «τή φωράς;». Εκεί το σκηνικό άλλαξε σε γέλιο ασυγκράτητο, κόντεψε το δικό της ποτήρι να φύγει στο διπλανό παρτέρι. Στον αέρα το έπιασε.
Μαζί της το γέλιο δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο, μυϊκές συσπάσεις του προσώπου μόνο. Ήταν εύθυμη μυσταγωγία, μετάληψη χαράς, αισιοδοξίας και ερωτισμού ταυτόχρονα. Μίλησαν για πολλά, γέλασαν και πολύ, αγγίχτηκαν με το βλέμμα άπειρες φορές, ακόμα και σε σημεία καλά φυλαγμένα. Κάποια στιγμή, διαπίστωσαν με έκπληξη ότι το καφέ άρχισε να μαζεύει διακριτικά τα συμπράγκαλά του. Εκείνος, τότε, πήρε την πρωτοβουλία κι έφερε την καρέκλα του γωνιακά, πλάι στη δική της. Είδε το όμορφο χέρι της, στολισμένο με ένα πελώριο δαχτυλίδι, -ίσως και με μια βέρα, πολύ που τον ένοιαζε!- να ψαχουλεύει διερευνητικά το ανάγλυφο του τραπεζιού, που είχε δημιουργηθεί από τα πολλά στρώματα πράσινης λαδομπογιάς. Έβαλε τέλος σε αυτή την περιπλάνηση, σκεπάζοντας το χέρι της με το δικό του. Ήταν ο τρόπος του να λέει σε αγαπώ, σε θέλω. Καθόλου πρόωρο, πίστευε. Και είχε σοβαρή επιχειρηματολογία γι' αυτό: σε αγαπώ και σε θέλω γι αυτό που μούχεις δώσει μέχρι τώρα, γι αυτό που έχω νιώσει για σένα μέχρι τώρα. Στο τώρα αυτό το ιερό λοιπόν, νιώθω να σε αγαπώ, νιώθω να σε ποθώ. Να Σε ποθώ. Να επιζητώ τον έρωτά σου. Να ζηλεύω αυτό τον τυχερό που έδειχνε προτίμηση σε Γερμανούς, σύγχρονους συγγραφείς… Γιατί όχι; Μη γελάς καλή μου…
Την χαλαρή ατμόσφαιρα, μετά από λίγη ώρα διέκοψε το: σας παρακαλώ μπορείτε να με πληρώσετε γιατί πρέπει να κλείσω;
Μετά από ένα δεκάλεπτο κατηφόριζαν την Βασιλίσσης Σοφίας. Εκεί στο τελευταίο φανάρι πριν το Σύνταγμα, λίγο πιο πέρα από τα λουλουδάδικα, σέ ένα από τα πιο πολυσύχναστα σημεία της Αθήνας, την έπιασε από τους ώμους και την ακούμπησε με την πλάτη στον ζεσταμένο απο τις αχτίνες του ήλιου τοίχο που στηρίζει το προαύλιο της βουλής. Της έκλεισε το στόμα με ένα φιλί που κανείς από τους δυο δεν θυμάται πόσο κράτησε. Την στιγμή που ο φυσικός αέρας άρχισε να τους λείπει, εκείνος σκέφτηκε ότι προ πολλού είχε ξεπεράσει το 8400 για χάρη της. Είχε ξεπεράσει τα όριά του. 70 σφίγξεις/λεπτό κατά μέσον όρο x 120 λεπτά. Τα λεπτά είχαν φτάσει τα 360 και οι σφίξεις είχαν πάρει τον ανήφορο…
Αποφάσισαν να συνεχίσουν την ημέρα τους μαζί, μετά από ένα δίωρο που εκείνη έπρεπε να πάει στο ξενοδοχείο της να φρεσκαριστεί και να κοιτάξει τα μέιλ της.
Αυθόρμητα αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Ήταν έξι και τέταρτο ακριβώς.Το χέρι του κύλησε χαμηλά στην πλάτη της ώσπου ένιωσε την ανατριχίλα του κορμιού της. Εκεί στα υψίπεδα της Φιλελλήνων.
Γύρω στις εφτάμιση στην οθόνη του λάπτοπ της και ενώ ήταν ξαπλωμένη έχοντας ριγμένο επάνω της κάτι λιγότερο από το τίποτα, είδε το εξής μήνυμα: Δεν μου λείπεις καρδιά μου. Γιατί σε κουβαλάω συνέχεια μέσα μου.
Η βραδινή συνάντηση ματαιώθηκε. Πρωτοβουλία δική του. «Γιατί;» τον ρώτησε, με την απορία πολύ έντονα αποτυπωμένη στη φωνή της, μιλώντας στο μέσεντζερ. «Εγώ για σένα κατέβηκα στην Αθήνα Γιώργο μου…». «Όχι δεν…, αύριο στο ίδιο μέρος, την ίδια ώρα. Εντάξει γλυκιά μου;» «Εντάξει...».
Εκείνος για να μη γυρίσει στο σπίτι όπου κανείς δεν τον περίμενε, περιφερόταν για ώρες στα βιβλιοπωλεία της Σόλωνος. Την αναζητούσε κάθε φορά πού ένιωθε να πλησιάζει το άρωμά της.
Περασμένες δέκα βρισκόταν στο πάνω μέρος της πλατείας Συντάγματος. Ακουμπισμένος στα κάγγελα, αγνάντευε στο βάθος της Ερμού, τον φωτισμένο γκαζομέτρη και η σκέψη του πετούσε στο απόγευμα που πέρασαν μαζί… Ώσπου ένιωσε ένα απαλό σκούντηγμα και στη συνέχεια ένα γνώριμο άγγιγμα στην ράχη του… Ήταν η σειρά του να ανατριχιάσει σύγκορμος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου