ΠΕΤΡΟΣ Ι. ΚΟΤΑΜΑΝΙΔΗΣ - ΜΙΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Δ Ι Η Γ Η Μ Α
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Πες ότι ποτέ δεν πέρασε από τη ζωή σου. Πες ότι ποτές δε χαμογέλασες, δεν ονειρεύτηκες. Φαντάσου ότι ποτές δεν ξέφυγες από εδώ. Τούτο το όνειρο δεν είναι η αλήθεια. ΄Ένα μικρό διάλειμμα ανάμεσα στα τόσα ψέματα ίσως. ΄Όχι όμως η αλήθεια.
Αυτός είναι ο μόνος σίγουρος τρόπος να δέσεις τα πόδια σου πάνω σε τούτη την πυρωμένη άσφαλτο.
Βημάτισε αργά στο δωμάτιο. Τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του. Κοντοστάθηκε. Φόρεσε το σακάκι του. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη . Χτενίστηκε. Χαμογέλασε. ΄Έμεινε ικανοποιημένος από την εμφάνισή του. Σκούρο μπλε σακάκι με σταυρωτό κούμπωμα και με μια κεντημένη άγκυρα στην πάνω τσέπη, στην θέση της καρδιάς.
΄Όταν πριν δύο μέρες –Παρασκευή απόγεμα- μπήκε σ΄ ένα κατάστημα, είχε κατασταλάξει πιο σακάκι θα αγόραζε. Μέρες και μέρες πέρναγε μπροστά από την βιτρίνα και το χάζευε. Του έκανε εντύπωση εκείνη η άγκυρα πούχε στην πάνω τσέπη, στη θέση της καρδιάς.
Θα μοιάζω με καπετάνιο σκέφτηκε. Θα περπατάω αργά, στητός όπως ο καπετάνιος στην γέφυρα του καραβιού. Πάντα του άρεσαν τα ταξίδια της θάλασσας. Μικρός θυμάται κατέβαινε στο λιμάνι της πόλης και χάζευε με τις ώρες τους ναυτικούς και τα καράβια. Τον μάγευαν τούτοι οι άνθρωποι με τις άγνωστες λέξεις που χρησιμοποιούσαν. ΄Ηταν άραγες ελληνικές; «Μάϊνα, σκαντζάρω, νέτο». Μπα, μάλλον ξένες θα ήταν. Αυτό τον γοήτευε. Πόσους και πόσους ανθρώπους και τόπους δε θάχαν δει! Τους είχε πρώτους στην εκτίμησή του.
- Πόσο έχει εκείνο το μπλε σακάκι με την κεντημένη άγκυρα στην τσέπη; ρώτησε την πωλήτρια, μια κοπέλα όλο δροσιά, γύρω στα είκοσι.
- Τρεις χιλιάδες πεντακόσιες πενήντα, του απάντησε χαμογελώντας εκείνη. Βλέπετε, συνέχισε, είναι εισαγωγής. Κατ΄ ευθεία από το εξωτερικό.
- Τρεις χιλιάδες πεντακόσιες πενήντα, επανέλαβε εκείνος. Μα είναι μια μικρή περιουσία!
- Ελάτε, του είπε η πωλήτρια, διατηρώντας πάντα το χαμόγελο της. Τα παραλέτε.
Πρόσεξε τα κάτασπρα δόντια της έτσι όπως χαμογελούσε.
- Εξ άλλου έχει και την άγκυρα κεντημένη στην πάνω τσέπη, εκεί στη θέση της καρδιάς, πρόσθεσε όλο χάρη η κοπέλα. Ξέρετε τι είναι μια κεντημένη άγκυρα; Κάτι σαν σήμα κατατεθέν.
Ναι, έπρεπε να το παραδεχτεί. ΄Ένα σακάκι με μια άγκυρα στην τσέπη πάνω στο μέρος της καρδιάς είναι ένα σακάκι πούχε ένα δικό του στοιχείο. Δεν είναι απλά και μόνο ένα άψυχο σακάκι. ΄Εχει τη δική του ιστορία, το δικό του σύμβολο. ΄Εχει το σήμα κατατεθέν του.
- Ναι μα τρεις χιλιάδες πεντακόσιες πενήντα δραχμές είναι πολλά είπε, κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια να κάμψει την αντίσταση της νεαρής πωλήτριας, προκειμένου να κατεβάσει λίγο την τιμή.
- Ελάτε, του είπε εκείνη ανένδοτη και πάντα χαμογελώντας. Πρόσεξε και πάλι τα όμορφα δόντια της.
- Για ένα σακάκι σαν αυτό δεν είναι τίποτα τρεις χιλιάδες πεντακόσιες πενήντα δραχμές.
- Εντάξει είπε. Μπορώ να το δοκιμάσω; Το δοκίμασε.
- Σας δίνει ένα άλλο αέρα του εξομολογήθηκε κρυφά η νεαρή πωλήτρια. Πηγαίνετε στο ταμείο να πληρώσετε.
Πλήρωσε και το πήρε. Ευκαιρία ήταν. Με τρεις χιλιάδες πεντακόσιες πενήντα δραχμές, είχε αποκτήσει ένα σακάκι με κεντημένη μια άγκυρα και μάλιστα του έδινε και ένα άλλο αέρα. . .
Παίρνοντας το σακάκι να φύγει, πλησίασε την νεαρή πωλήτρια.
- ΄Έχετε πολύ όμορφα δόντια της ψιθύρισε.
- Ευχαριστώ, του απάντησε. ΄Όμως τώρα πια δεν χαμογελούσε.
Την ιδέα για να αγοράσει καινούργιο σακάκι «εκείνη’ του την έβαλε. Εκείνη, ήταν ακριβώς αυτό που περίμενε μέχρι τώρα στη ζωή του. ΄Ηταν η ενσάρκωση των ονείρων του. Μια γλυκιά, γεμάτη τρυφερότητα ύπαρξη, με μακριά καστανά μαλλιά και δύο πράσινα μάτια, γεμάτα φως, ζεστασιά και αγάπη. Την πρωτογνώρισε στο ζαχαροπλαστείο όπου μπήκε να αγοράσει μερικά γλυκά. Την πρόσεξε αμέσως. Καθόταν σ΄ ένα απόμερο γωνιακό τραπεζάκι. Φαινόταν ανήσυχη και στα χέρια της έπαιζε συνέχεια τα τσιγάρα της. Κάποιον έπρεπε να περιμένει, αφού όλη την ώρα κοίταγε το ρολόι της. Την ώρα που αυτός πλήρωνε τα γλυκά, σηκώθηκε κι΄ εκείνη να φύγει. Πέρασε δίπλα του, δίχως να τον προσέξει. Πρόλαβε όμως και είδε στα μάτια της μια σκιά μελαγχολίας και στο ακροβλέφαρό της κάποιο δάκρυ που λαμπίριζε.
Σηκώθηκε, πήρε γρήγορα τα γλυκά και την ακολούθησε.
- Δεσποινίς, της φώναξε! Δεσποινίς!
Κοντοστάθηκε. Γύρισε αργά και τον κοίταξε.
- Εμένα φωνάξατε τον ρώτησε
- Ναι, δηλαδή. . .Τάχασε. Με τις γυναίκες δεν τα πήγαινε ποτέ του καλά. ΄Εχανε τα λόγια του, κατάπινε τη φωνή του, κοκκίνιζε σαν παπαρούνα
- Ναι, δηλαδή συνέχισε, να. . . ΄Ηθελα να σας πω ότι. . .Σταμάτησε. Εκείνη χαμογέλασε.
- Λοιπόν τι είναι αυτό που θέλετε να μου πείτε, ώστε να σας κάνει να χάνεται τα λόγια σας;
- Θέλω να σας πω. . .Μη στενοχωριέστε, δεν αξίζει. Δηλαδή, σας είδα, άθελά μου βέβαια, κάπως στενοχωρημένη. ΄Υστερα ήταν και αυτό το δάκρυ.. . ΄Ότι και να είναι όμως αυτό που σας έκανε να δακρύσετε, δεν αξίζει, σίγουρα!
Δεν του απάντησε. Δεν τον διαολόστειλε όμως όπως και περίμενε. Μόνο χαμογέλασε.
- Θα θέλατε να περπατήσουμε μαζί; την ρώτησε δειλά.
- Ναι, νομίζω θα μου έκανε καλό λίγη συντροφιά, του απάντησε.
Περπάτησαν μαζί. Για ώρες. Κουβέντιασαν για χίλια δυο πράγματα. Αστειεύτηκαν, γέλασαν, τρέξανε. Δεν φιλήθηκαν! Θα ήθελε, μα δεν τόλμησε. ΄Όχι πολλά. ΄Ένα απλό φιλί στο μέτωπο, σαν ένα πελώριο ευχαριστώ.
Την ώρα που χώριζαν, τόλμησε να την ρωτήσει.
- ΄Ηταν σημαντικό πρόσωπο αυτό που περιμένατε σήμερα;
- Τώρα πια όχι! Νόμιζα ότι ήταν. Νόμιζα ότι είχε μια θέση στην καρδιά μου. Τώρα όμως όχι.
- Θα θέλατε να ξανασυναντηθούμε; την ρώτησε
- Ναι πολύ. Μαζί σας νιώθω τόσο όμορφα, τόσο άνετα. Είναι Σα να σας γνωρίζω από χρόνια.
- Αύριο; ρώτησε δειλά
- Αύριο, του απάντησε και ανασηκώνοντας το πρόσωπό της, τον φίλησε στο μέτωπο.
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Η σκέψη του έτρεχε συνέχεια στο αύριο.
Κάπως έτσι μπήκε στη ζωή του εκείνη. Σιγά-σιγά συνειδητοποίησε πως του έγινε απαραίτητη. Του πρόσφερε το γέλιο, την ξεγνοιασιά. Στοιχεία που τα είχε ξεχάσει. ΄Ισως και να μη τα είχε γνωρίσει κιόλας ως τότε. . . .
- Ξέρεις, της είπε κάποια μέρα, από τότε που γνωριστήκαμε έχω αλλάξει εσωτερικά. ΄Έχω γίνει άλλος άνθρωπος. Μου γνώρισες την αξία του χαμόγελου.
- Ωραία, του απάντησε. Είναι καιρός να αλλάξεις και εξωτερικά. Δεν μπορείς να κυκλοφορείς έτσι. Είσαι χαρούμενος ε; ΄Ετσι Δε μου λες;
- Ναι πολύ χαρούμενος. Ευτυχισμένος θα έλεγα.
- Πολύ ωραία, συνέχισε εκείνη. Δεν αρκεί να είσαι χαρούμενος και τη χαρά να την κρατάς μόνο για σένα. Την χαρά μας την ευτυχία μας θα πρέπει να μπορούμε να την περνάμε και στους άλλους ανθρώπους. Να σε βλέπουν οι άλλοι και να το γνωρίζουν ότι είσαι ευτυχισμένος, ότι είσαι χαρούμενος, ότι είσαι αισιόδοξος. Να το γνωρίζουν πριν το δηλώσεις.
- Μα πώς θα ξέρουν οι άλλοι, για το αν εγώ είμαι χαρούμενος ή όχι;
Τον κοίταξε με εκείνο το βλέμμα, που μόνο αυτή γνώριζε. Θα ξεκινήσουμε από τα ρούχα σου, του είπε. Θα πρέπει να φορέσεις κάτι πιο φωτεινό, πιο φανταχτερό. Δεν μπορείς να είσαι συνέχεια με τα ίδια ρούχα, όταν μάλιστα αυτά που φοράς είναι τόσο θλιβερά σαν χρώματα και γενικά σαν σύνολο.
Κοίταξε τα ρούχα του. Μια μαύρη μπλούζα –του την είχανε φέρει δώρο πριν από δύο χρόνια κάτι φίλοι- Είχε ξετρελαθεί μαζί της. Από τότε σπάνια την έβγαζε. ΄Ισα-ίσα για πλύσιμο- και ένα καφέ παντελόνι. ΄Οσο για σακάκι! Αυτό πια δεν βλεπότανε. Είχε τριφτεί από την πολυκαιρία. Στη θέση των αγκώνων μάλιστα, επειδή είχε αρχίσει να φαγώνεται, πήρε και έραψε δύο πέτσινα μπαλώματα. Τι χάλι, συλλογίστηκε και ντράπηκε για τον εικόνα του. ΄Εχει δίκιο το κορίτσι. ΄Έπρεπε να αλλάξει ντύσιμο. Μα από την άλλη πάλι αναλογίστηκε θα χρειάζονταν ένα σωρό χρήματα προκειμένου να αγοράσει καινούργια.
Υπάλληλος αυτός –από τους κατώτερους- ίσα που τα έφερνε βόλτα με το μισθό που έπαιρνε. Κάτι το νοίκι, κάτι το φαγητό, κάτι τα τσιγάρα, η εφημερίδα που καθημερινά αγόραζε, αν έβαζες και τον κινηματογράφο που πήγαινε απαραίτητα μια-δυο φορές την βδομάδα, του ερχότανε τσίμα-τσίμα ο μισθός.
- Ξέρεις με τα χρήματα που κερδίζω θάναι δύσκολα να τα καταφέρω κλαψούρισε η απολογητική φωνή του που βγήκε ντροπαλή από τα χείλη του.
- Μη κάνεις έτσι, τον ενθάρρυνε εκείνη. Δεν είπαμε να τα αγοράσεις όλα μαζί. Σιγά-σιγά. Και πρώτα-πρώτα το σακάκι. Τα άλλα φοριούνται ακόμα. Μα τούτο το σακάκι. . . ΄Όχι, δεν επιτρέπεται. Σε δείχνει δέκα χρόνια τουλάχιστον μεγαλύτερο. Λοιπόν από σήμερα θα αρχίσεις οικονομία. Και για να γίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να κόψεις τα περιττά σου έξοδα. Λοιπόν τι έξοδα έχεις;
Της τα είπε.
- Ωραία. Από σήμερα κόβεται η εφημερίδα.
Προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί. Μα, ξέρεις, η εφημερίδα είναι για μένα. . . .
Τον έκοψε!
- Τι νομίζεις ότι γράφουν οι εφημερίδες. ΄Όλο τα ίδια και τα ίδια. Ψέματα και πάλι ψέματα προκειμένου να πουλάνε τα φύλλα τους. Οι αληθινές ειδήσεις δεν περνάνε στις σελίδες τους. Οι αληθινές ειδήσεις βρίσκονται εδώ, κοντά μας, αρκεί να γυρίσουμε το κεφάλι μας και να τις δούμε. Κάτι που το προβάλουν για μεγάλο γεγονός, πιθανά για σένα να είναι ασήμαντο και αδιάφορο. Αλήθεια, για σένα ποιο είναι το μεγαλύτερο γεγονός της χρονιάς;
Τον ρώτησε ξαφνικά και τον κοίταξε στα μάτια με εκείνο το βλέμμα που μόνο αυτή μπορούσε και είχε!
Εκείνος ένιωσε να δένεται και πάλι κόμπο η φωνή του. Εκείνη βρήκε την ευκαιρία να ολοκληρώσει την ερώτηση:
- Εννοώ για σένα μόνο σημαντικό γεγονός, ανεξάρτητα από το ανώνυμο και επώνυμο κοινωνικό σύνολο. Τον ξανακοίταξε πάλι ίσα στα μάτια και χαμογέλασε με εκείνο το ζεστό, φωτεινό, γλυκό χαμόγελο, το τόσο οικείο.
Αναθάρρησε.
- Η γνωριμία μου με εσένα της απάντησε. Είναι το πιο σημαντικό γεγονός όλων των χρόνων και όχι μόνο το φετινό.
- Σ΄ ευχαριστώ! Του είπε ικανοποιημένη και συνέχισε. ΄Εγραψε
καμιά εφημερίδα κάτι γι΄ αυτό;
- Οφείλω να ομολογήσω όχι, της είπε.
- Λοιπόν, κομμένη η εφημερίδα. Η φωνή της ήταν κοφτή, αποφασιστική. Τα λόγια της έμοιαζαν διαταγή. Μια διαταγή όμως που τον γοήτευε, τον έπειθε. . . .
- Κομμένη, μουρμούρισε, τι να κάνουμε.
- ΄Υστερα είναι και το τσιγάρο συνέχισε αυτή. Γιατί καπνίζεις;
- Δεν ξέρω, απάντησε φοβισμένος. Είναι ένα ερώτημα που δεν το έχω θέσει ποτέ στον εαυτό μου. Πάντως πιστεύω πως με βοήθησε να ξεπεράσω ορισμένες δύσκολες καταστάσεις.
- Ανοησίες! Νόμιζες ότι σε βοηθούσε. Το τσιγάρο είναι ναρκωτικό. Σε τι νομίζεις ότι διαφέρει από τα άλλα ναρκωτικά; Σε τίποτα! Η μόνη διαφορά που θα μπορούσε να βρει κάποιος είναι ότι το τσιγάρο-ναρκωτικό στο προσφέρει νόμιμα η κοινωνία, ενώ τα άλλα υποτίθεται ότι τα προμηθεύεσαι παράνομα. ΄Άκουσε με! ΄Όλα τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούνε. Απόγνωση! Αν από μόνος σου δεν δώσεις λύσεις στα προβλήματά σου, τα υποκατάστατα δεν βοηθούν. Μόνος σου, εντελώς μόνος σου πρέπει να σηκώσεις το βάρος των προβλημάτων σου. Λοιπόν, κομμένο και το τσιγάρο.
- Εντάξει. Εξ΄ άλλου Δε μπορώ να σου αρνηθώ τίποτα.
΄Εβγαλε ένα χαρτί και ένα στυλό από την τσάντα της. ΄Εγραψε. Τόσα για τσιγάρα, τόσα για εφημερίδες, μας κάνουν τόσα. Σε τρεις μήνες το πολύ, θα μπορέσεις να αγοράσεις ένα καινούργιο σακάκι. Θα δεις πόσο εύκολα θα τα καταφέρουμε.
- Το ελπίζω, απάντησε εκείνος νιώθοντας για πρώτη φορά πως ζει σ΄ ένα όνειρο, παρά στην πραγματικότητα!. . .
Ξανακοιτάχτηκε στον καθρέπτη. Ξαναχαμογέλασε. Τα είχε καταφέρει να αγοράσει τούτο το σακάκι με την κεντημένη άγκυρα πάνω στη τσέπη εκεί στη θέση της καρδιάς, σε λιγότερο χρόνο από όσο είχανε υπολογίσει. Βέβαια δυσκολεύτηκε λίγο. Δεν είναι εύκολο να στερείς από τον εαυτό σου κάποιες μικροαπολαύσεις. Ακόμα και τον κινηματογράφο τον ελάττωσε. Μια φορά στις δέκα πέντε μέρες. Σήμερα, λοιπόν, θα της έκαμνε την έκπληξή του. Θα πήγαινε στο ραντεβού τους φορώντας το καινούργιο σακάκι του. Φαντάστηκε την έκπληξη και τη χαρά της όταν θα του έλεγε: «είδες, τα καταφέραμε»!
Κοίταξε το ρολόι του . Είχε μια ώρα καιρό. ΄Εβγαλε το σακάκι του και το κρέμασε στην κρεμάστρα πίσω από την πόρτα. Ξάπλωσε στο μικρό ντιβάνι. Σήμερα είχε αποφασίσει να της μιλήσει, Τόσο καιρό όλο το ανέβαλε. Μα σήμερα δεν πήγαινε άλλο. ΄Εκλεισε τα μάτια και προσπάθησε με τη φαντασία του να κάνει για μια ακόμα φορά, γενική πρόβα.
Θα χαιρότανε σίγουρα που τα κατάφερε να αγοράσει τούτο το σακάκι. Θα πρόσεχε και την άγκυρα. ΄Ισως να του έλεγε κιόλας ότι μοιάζει με καπετάνιο. Μετά θα πήγαιναν να καθίσουν στο μικρό παρκάκι της πλατείας. Εκεί! Στο παγκάκι τους. Τότε, θα έπαιρνε τα χέρια της στα χέρια του και θα της έλεγε το πόσο πολύ την αγαπάει και το πόσο πολύ απαραίτητη του είναι. Θα της ζήταγε να μείνουνε για πάντα μαζί. ΄Ετσι! Αυτός και εκείνη. Αυτή θα χαμογελούσε και θα του έλεγε ότι το ήθελε πολύ κι΄ εκείνη. Μετά θα έπαιρνε το πρόσωπό της και θα αιχμαλώτιζε τα χείλη της στα χείλη του. Ανατρίχιασε με αυτή τη σκέψη. Λαχταρούσε τόσο πολύ να συμβούν όλα έτσι!. . . ΄Εμεινε για κάμποση ώρα ξαπλωμένος με τα μάτια κλειστά, να φαντάζεται την ευτυχία που σε λίγο θα κτύπαγε την πόρτα του. Ξανακοίταξε το ρολόι του. ΄Ηταν η ώρα για να ξεκινήσει. Είχε λίγο τρακ. Προσπάθησε να το διώξει σιγοτραγουδώντας. Φόρεσε το καινούργιο σακάκι του. Ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη. ΄Εδωσε το «εντάξει» στον εαυτό του, άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Τράβηξε κατ΄ ευθεία στο μέρος που ορίσανε τη συνάντησή τους. Είχε την εντύπωση ότι στο δρόμο γυρνάγανε και τον βλέπανε όλοι. Σκέφθηκε πως από μέσα τους όλοι θα λέγανε: «να ένας χαρούμενος άνθρωπος». ΄Έφτασε στο «ραντεβού» δέκα λεπτά πιο μπροστά. Βημάτισε για λίγο πάνω-κάτω. Νευρικά στην αρχή, λιγότερο νευρικά όσο πέρναγε η ώρα. Κοίταξε προς το μέρος απ΄ όπου ερχότανε τις άλλες φορές. Δεν την είδε. Κοίταξε το ρολόι του Είχανε περάσει εφτά λεπτά. Χαμογέλασε. Συνήθως αργούσε γύρω στα δέκα λεπτά. Επομένως όπου νάναι έπρεπε να φανεί. Βημάτισε. Αν είχα ένα τσιγάρο, σκέφτηκε, η ώρα θα πέρναγε πιότερο εύκολα. Ξανακοίταξε το ρολόι του. Είχανε περάσει είκοσι ολόκληρα λεπτά. Ανησύχησε. Ξαναβημάτισε. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Σα φρουρός στη σκοπιά, σκέφτηκε. Μέσα του φούντωσε ένας φόβος. Κοίταξε το ρολόι του. Σαράντα πέντε λεπτά. Πήγε στο κοντινότερο τηλέφωνο. Σχημάτισε τον αριθμό της. Βγήκε η μάνα της.
- Με ποιόν μιλώ; τον ρώτησε.
Της είπε το όνομά του.
- Μήπως τυχόν άφησε καμιά παραγγελία; ρώτησε.
- ΄Όχι, του απάντησε. Εξ άλλου η κόρη μου έφυγε σήμερα το πρωί για ταξίδι. Ξέρετε, χθες το βράδυ αρραβωνιάστηκε. Δεν σας είπε τίποτα; Βλέπετε ήταν λίγο ξαφνικό. Μια παλιά ιστορία. Τον αγαπούσε και την αγαπούσε. Παιδιά βλέπετε! Ενθουσιασμοί!
΄Εκλεισε το τηλέφωνο. ΄Εμεινε στη θέση του. Καρφωμένος. Τα πόδια του δεν κουνάγανε. Το κεφάλι βούιζε. ΄Εψαξε τις τσέπες του για τσιγάρα. Δεν είχε! ΄Ηθελε να κλάψει. ΄Ηθελε να τρέξει. Δεν κουνήθηκε. Λες και η κεντημένη άγκυρα ξάφνου βάραινε, λες και τον είχε δέσει εκεί. Κάτι έσπαζε μέσα του. ΄Ακουγε το θόρυβο. Η καρδιά του! ΄Ένιωσε αμήχανος, γελοίος. Το σακάκι, η έκπληξη, τα λόγια αγάπης, ο αρραβώνας, τα πόδια του που δεν κινάγανε, η άγκυρα γερά ριζωμένη στη καρδιά του. ΄Ένα τσιγάρο, γιατί στερήθηκα το τσιγάρο, γιατί στερήθηκα την εφημερίδα, γιατί; Φώναζαν φωνές μέσα του! Το σακάκι! Το σακάκι! Το ξεκούμπωσε. Το έβγαλε γρήγορα-γρήγορα. Τον έκαιγε. Δεν άντεχε τούτη την άγκυρα, να βαραίνει τη καρδιά του. Το πέταξε! Εκεί στην άκρη του δρόμου. Τώρα τα πόδια λευτερώθηκαν, τώρα οι φωνές σταμάτησαν. Τώρα η καρδιά ανάσανε. Βημάτισε. Στο πρώτο περίπτερο αγόρασε τσιγάρα, στο δεύτερο εφημερίδες. «ΠΑΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ Σ΄ ΟΛΗ ΤΗ ΧΩΡΑ» έγραφαν οι εφημερίδες. «Οι εργάτες ζητάνε το δίκιο τους. Η αστυνομία βαράει στο ψαχνό. Δώδεκα νεκροί στα αιματηρά γεγονότα της πρωτεύουσας. Οι εργάτες στους δρόμους υψώνουν τις γροθιές τους. Θα νικήσουμε, λεει ο πρόεδρος της επιτροπής αγώνα. ΄Όχι στις διώξεις των συνδικαλιστών εργατών. Να γυρίσουνε οι απολυμένοι κανονικά στις δουλιές τους. ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΑΠΟ ΣΗΜΕΡΑ ΟΛΗ Η ΧΩΡΑ»
Να γυρίσουνε φώναξε, να γυρίσουνε. ΄Ολοι όσοι φύγανε να γυρίσουνε.
Πίσω του σχηματίστηκε πλήθος. Φώναζαν μαζί του.
- Να γυρίσουνε. Να γυρίσουνε.
Πρόσεξε απέναντι τους στρατιώτες. Πρόσεξε την έκπληξή τους. Πρόσεξε τα όπλα τους.
Δε σταμάτησε. Ούτε οι άλλοι.
- Να γυρίσουνε, να γυρίσουνε!
Η σφαίρα τον βρήκε κατ΄ ευθεία στη καρδιά.
Γονάτισε. Ανασηκώθηκε. Σωριάστηκε.
-Να γυρίσουνε ψιθύρισε. ΄Ολοι! Να γυρίσουνε! Να γυρίσει!
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ-ΦΛΕΒΑΡΗΣ 1982
Η φωτογραφία είναι από http://www.warmaths.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου