Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Οι άλλοι νόμιζαν πως ψαρεύει"


[φωτ. Μαρίας Κατεινά]

Στη μνήμη του Ιωάννη Γ.


Οι άλλοι νόμιζαν πως ψαρεύει. Εκείνος έφερνε, πού και πού, μερικά πετρόψαρα για να τους ξεγελά και τα μαγείρευε σε κοινό τραπέζι. Κάποιοι κρυφογελούσαν πίσω απ' την πλάτη του αλλά δεν τον ένοιαζε. Του αρκούσε που προστάτευε το μεγάλο μυστικό του. Το μυστικό που γιάτρευε την ταραγμένη ψυχή του. Αυτό τον ένοιαζε, να μη διαρρεύσει, να μη γίνει βορά στη χάβρα των καφενείων και στα κακαρίσματα των γυναικών στις ρούγες.

Ένα καλοσιδερωμένο γαλάζιο σεντόνι απλωνόταν από το βαρκάκι του ως την ακτή. Αυτό αποτελούσε το πρωινό του καταφύγιο. Μόνο εκεί, στην πρωινή θαλασσινή ερημία, εύρισκε γαλήνη η πονεμένη του ύπαρξη και φώτιζε κάπως τη σκοτεινιά που σκέπαζε τις νύχτες του.
Ολονυχτίς, μέσα κι έξω από το πονεμένο του μυαλό, τριγύριζαν αγριεμένες, μουτζουρωμένες φάτσες, πρόσωπα καπνισμένα, φιγούρες μαυροντυμένες. Ένα πελώριο "Γιατί;" κατέβαινε με ορμή από τον σκοτεινό ουρανό και τον πλάκωνε. Μεγάλωνε, μεγάλωνε, γινόταν ένα μεγάλο πανό, μια τεράστια κινηματογραφική οθόνη και τον κουκούλωνε. Τον έπνιγε. Κακομούτσουνα μαυροπούλια έβγαιναν απ' την οθόνη, πετούσαν γύρω του και φώναζαν:
«Γιατί; γιατί;»
Κάθε βράδυ στριφογύριζαν στην οροφή της κάμαράς του ανεμίζοντας μαύρα λάβαρα. Κάθε βράδυ, ως το ξημέρωμα, σφύριζαν στα αυτιά του τα αναπάντητα «Γιατί;». Μέχρι να τον λυτρώσει η αυγή από τη φρικτή αγρυπνία.

Έσκυψε από την κουπαστή και περίμενε να ηρεμήσει το νερό. Στο βυθό, η μεγάλη ξέρα με τα μαβιά φύκια που λικνίζονταν από ένα αόρατο υποθαλάσσιο ρεύμα, έσφυζε από ζωή.
Και τότε την είδε. Πάνω στην ξέρα, ανάμεσα στις θαλάσσιες ανεμώνες, η μαρμαρένια φιγούρα της νεαρής γυναίκας στολισμένη με πολύχρωμους αστερίες και αλογάκια της θάλασσας, αναπαυόταν χαμογελαστή.
Της κούνησε το χέρι του. Τον χαιρέτισε κι εκείνη. Κάθε πρωί τον χαιρετούσε. Άλλοτε με ένα πετάρισμα στα βλέφαρα, άλλοτε με ένα απειροελάχιστο σούφρωμα στα χείλη ή με μια σπίθα στο βλέμμα. Μπορεί να ήταν μόνο ιδέα του, να ήταν μόνο ένα τρεμούλιασμα του νερού ή το παιχνίδισμα μιας ηλιαχτίδας, αλλά ό,τι και να ήταν, το είχε ανάγκη αυτό το καθημερινό μυστικό ραντεβού, μακριά από την βαβούρα της αγοράς.
Η νεαρή, όμορφη γυναίκα άρχισε να αργοκινείται στο βυθό. Στην ώρα της, όπως κάθε πρωί. Πρώτα τα γαλαζοπράσινα μάτια, μετά οι ξανθοκάστανες μπούκλες, ύστερα το λαμπερό χαμόγελο. Η μαρμαρένια φιγούρα ζωντάνευε σιγά-σιγά. Κάθε αυγή ζωντάνευε. Μόνο γι’ αυτόν. Όταν γαλήνευε η θάλασσα. Μαζί της γαλήνευε και η φουρτουνιασμένη ψυχή του.
Η νεαρή γυναίκα άρχισε να ανεβαίνει προς την επιφάνεια αλλά δεν βγήκε από το νερό. Εκείνος γνώριζε, ασυναίσθητα, πως δεν γινόταν να βγει απ' το νερό. Έπλεε κάτω από το διαφανές, γαλάζιο σεντόνι και τον κοιτούσε..., τον κοιτούσε μέσα από το νερένιο τζάμι, με ήρεμο βλέμμα, γεμάτο αγάπη. Με αυτό το λατρεμένο, καλοσυνάτο βλέμμα. Κι αυτός δεν το χόρταινε. Πώς και πώς πρόσμενε κάθε αυγή αυτή την ουράνια στιγμή, για να σβήσει τη μαυρίλα της νύχτας, για να αντέξει ένα ακόμα εικοσιτετράωρο την πονεμένη διαδρομή του προς το άδηλο, αναπόφευκτο τέλος.

Όλοι νόμιζαν πως ψαρεύει. Έφερνε, πού και πού, μερικές πέρκες και χάνους για να τους ξεγελά. Τι κι αν χαμογελούσαν πίσω από την πλάτη του. Τους άφηνε να λένε και αναχωρούσε κάθε αυγή για τη μυστική συνάντηση στην γαλάζια απεραντοσύνη.

Συγκινημένος, κρατούσε ακόμα και την ανάσα του για να μην ταράξει τη λεία επιφάνεια του θαλασσινού νερού. Για να μη σβήσει την αγαπημένη μορφή. Εκείνη άρχισε να του μιλά. Δεν μπορούσε να την ακούσει αλλά της μιλούσε κι εκείνος. Τα αυτιά δεν άκουγαν τα λόγια, μα οι ψυχές καταλάβαιναν.
Ξαφνικά άνοιξε τα χέρια της και τον κάλεσε στην αγκαλιά της. Δάκρυσε. Πρώτη φορά γινόταν αυτό. Άπλωσε το χέρι του να την αγγίξει, να χαϊδέψει τα μαλλιά της, το απαλό δέρμα στα μάγουλά της. Θυμήθηκε που έγερνε ναζιάρικα το κεφάλι στην παλάμη του, έκλεινε τα μάτια της και αφηνόταν στα χάδια του. Θυμήθηκε που γουργούριζε σαν μικρό περιστέρι. Αυτή, που στην κανονική ζωή της ήταν παντοδύναμη, δίπλα του γινόταν ξανά κοριτσάκι και αφηνόταν στην ασφάλεια της πατρικής αγκαλιάς.
Κάτω από τη λεία επιφάνεια, το χαμογελαστό της πρόσωπο τον προσκαλούσε. Άπλωσε και τα δυο του χέρια. Με ένα πρωτόγνωρο πετάρισμα στο φυλλοκάρδι άγγιξε το νερό. Όμως, η εικόνα αμέσως θόλωσε, η μορφή μαρμάρωσε κι άρχισε να βουλιάζει. Ένας τρεμουλιαστός κύκλος σχηματίστηκε, που άρχισε να απλώνεται και να μεγαλώνει. Κι όσο ο κύκλος απλωνόταν, τόσο βυθιζόταν η όμορφη οπτασία.
-Όχιιι!
Η σπαραχτική κραυγή του τάραξε την θαλασσινή ερημία.
-Μη φεύγεις! Ένα χάδι μόνο, να νιώσω ξανά τη ζεστή σου ανάσα. Ένα χάδι, ένα μόνο χάδι, μη φεύγεις!
Πανικοβλήθηκε. Έβγαλε τα χέρια από το νερό και βάλθηκε να ισιώσει το αναταραγμένο γαλάζιο σεντόνι. Μα όσο το έστρωνε, τόσο εκείνο ταραζόταν. Κι όσο ταραζόταν, τόσο θόλωνε η αγαπημένη μορφή. Κι όσο θόλωνε, τόσο πάλευε να το τεντώσει. Μα το σεντόνι ταραζόταν πιο πολύ. Και η μορφή θόλωνε και ολοένα βυθιζόταν.
Όμως, συνέχιζε να του χαμογελά και με τα ανοιχτά χέρια της να τον καλεί στην αγκαλιά της. Άπλωσε το χέρι του να την πιάσει, να μη χαθεί. Δεν ήθελε να την χάσει ξανά. Έσκυψε κι άλλο, βούτηξε στο νερό. Τα μάτια του συνάντησαν τα δικά της, τα χείλη του άγγιξαν τα χείλη της.
Τα χέρια και τα πόδια του πάλευαν να σώσουν το σώμα αλλά η ψυχή του ταξίδευε ήδη μαζί με την αγαπημένη μορφή, στην αιώνια γαλήνη της θαλάσσιας ερημίας.

-ο-ο-ο-

Οι άλλοι νόμιζαν πως ψαρεύει. Για να τους ξεγελά έφερνε, πού και πού, μερικά πετρόψαρα, πέρκες, χάνους, σπαράκια κι άλλα παρόμοια. Τα μαγείρευε και τους καλούσε σε κοινό τραπέζι. Γνώριζε πως ορισμένοι κρυφογελούσαν πίσω από την πλάτη του αλλά δεν τον ένοιαζε. Τους άφηνε να λένε. Εκείνος είχε το σκοπό του. Προστάτευε το μεγάλο του μυστικό από τη χάβρα των καφενείων κι από τα κακαρίσματα των γυναικών στις ρούγες.
Τώρα, εκεί στο βυθό, μαρμαρωμένος πλάι στην αγαπημένη μορφή, το μυστικό του δεν κινδυνεύει πια από κανέναν.

Θ.Μ., Παλιόχωρα Αβίας
11 Αυγούστου 2019


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://belitsosquarks.blogspot.com/









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου