Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

Ηλίας Πετρόπουλος ( 26 Ιουνίου 1928 - 3 Σεπτεμβρίου 2003)

Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Αθήνα, 26 Ιουνίου 1928 - Παρίσι, 3 Σεπτεμβρίου 2003) ήταν Έλληνας ποιητής, λαογράφος και μελετητής του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Ήταν ο πρώτος (ερασιτέχνης) λαογράφος στην Ελλάδα που ασχολήθηκε με το περιθώριο και κατέγραψε πρόσωπα και πράγματα περιφρονημένα από την επίσημη ιστορία της χώρας του. Έζησε από κοντά ρεμπέτες, αλήτες, μάγκες, πόρνες και ομοφυλόφιλους, φυλακισμένους, συμμορίτες και καταδιωκόμενους, που έγιναν οι ήρωες των βιβλίων του. Εγραφε μέχρι το 2003 όταν πέθανε από καρκίνο. Σύμφωνα με τη διαθήκη του, το πτώμα του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του πετάχτηκαν στον υπόνομο.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1973. Πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό, πολέμιος των ακαδημαϊκών και του κατεστημένου, ο Πετρόπουλος ήταν ο πρώτος λαογράφος στην Ελλάδα που ασχολήθηκε με το περιθώριο και κατέγραψε πρόσωπα και πράγματα περιφρονημένα από την επίσημη ιστορία της χώρας του. Έζησε από κοντά ρεμπέτες, αλήτες, μάγκες, πόρνες και ομοφυλόφιλους, φυλακισμένους και καταδιωκόμενους, που έγιναν οι ήρωες των βιβλίων του. Ακάματος συγγραφέας και ερευνητής έγραφε μέχρι το 2003 που πέθανε από καρκίνο. Ο Πετρόπουλος λογοκρίθηκε και καταδικάστηκε τέσσερις φορές από τα ελληνικά δικαστήρια για τον αναρχικό χαρακτήρα των γραπτών του. Για το βιβλίο του Τα ρεμπέτικα τραγούδια, που δεν έφερε σφραγίδα λογοκρισίας, η χούντα τον καταδίκασε σε πεντάμηνη φυλάκιση το 1968, όπως και για τα Καλιαρντά το 1972 και για το κείμενό του Σώμα, που δημοσίευσε στο περιοδικό Τραμ. Το 1972 διεκδίκησε και πέτυχε να αποκτήσει αστυνομική ταυτότητα η οποία ανέγραφε στο θρήσκευμα «άθεος». Μέχρι το 1998 —δηλαδή για πάνω από 25 χρόνια και μέχρι τα 70 του— εκκρεμούσε εναντίον του καταδίκη σε φυλάκιση για προσβολή της θρησκείας. Κουρασμένος από το κυνηγητό και απογοητευμένος, μετακόμισε στο Παρίσι το 1975, από όπου συνέχισε ασταμάτητα να γράφει βιβλία για την Ελλάδα.




ΕΡΓΟ
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2013) Η εθνική φασουλάδα και η ομελέτα, Νεφέλη
(2013) Παροιμίες του υποκόσμου, Νεφέλη
(2013) Ρεμπετολογία, Κέδρος
(2013) Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, Νεφέλη
(2009) Ρεμπέτικα τραγούδια, Κέδρος
(2005) Ελλάδος κοιμητήρια, Κέδρος [κείμενα, φωτογράφιση]
(2004) Μετά, Νεφέλη
(2004) Ποτέ και τίποτα, Νεφέλη
(2003) Ο κουραδοκόφτης, Νεφέλη
(2001) Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες, Νεφέλη
(2000) Η τραγιάσκα, Εκδόσεις Πατάκη
(2000) Ιστορία της καπότας, Νεφέλη
(2000) Τέσσερεις ζωγράφοι, Νεφέλη
(1998) Ελύτης, Μόραλης, Τσαρούχης, Εκδόσεις Πατάκη
(1998) Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Εκδόσεις Πατάκη
(1997) Ξυλόπορτες, σιδερόπορτες στην Ελλάδα, Κέδρος [κείμενα, φωτογράφιση]
(1996) Άρθρα στην Ελευθεροτυπία, Εκδόσεις Πατάκη
(1996) Το παράθυρο στην Ελλάδα, Νεφέλη
(1995) Η ονοματοθεσία οδών και πλατειών, Εκδόσεις Πατάκη
(1995) Καρέκλες και σκαμνιά, Νεφέλη
(1994) Κυρίως αυτό, Νεφέλη
(1994) Τα σίδερα. Η λάσπη. Τα μπαστούνια, Νεφέλη
(1994) Το ταντούρι και το μαγκάλι, Νεφέλη
(1993) Η φουστανέλα, Νεφέλη
(1993) Καλιαρντά, Νεφέλη
(1993) Ποιήματα 1968-1974 και 1982-1991, Νεφέλη
(1993) Ποτέ και τίποτα, Νεφέλη
(1992) Tsoclis, Αδάμ - Πέργαμος
(1991) Topor: Τέσσερεις εποχές, Νεφέλη
(1991) Η μυθολογία του Βερολίνου, Νεφέλη
(1991) Το άγιο χασισάκι, Νεφέλη
(1991) Το μπουρδέλο, Νεφέλη
(1991) Ψειρολογία, Νεφέλη
(1990) Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη, Νεφέλη
(1990) Ο μύσταξ, Νεφέλη
(1990) Ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι, Νεφέλη
(1990) Πτώματα, πτώματα, πτώματα, Νεφέλη
(1990) Τα μικρά ρεμπέτικα, Νεφέλη
(1980) Cages à oiseaux en Grèce, Νεφέλη [κείμενα, φωτογράφιση]
(1980) La voiture grecque, Νεφέλη
(1980) Le kiosque grec, Νεφέλη [κείμενα, φωτογράφιση]
(1980) Salonique: L' Incendie de 1917, Μπαρμπουνάκης Χ.
(1980) Δώδεκα τραγουδάκια από την Παλατινή Ανθολογία, Νεφέλη
(1980) Ελληνικές σιδεριές, Νεφέλη [κείμενα, φωτογράφιση]
(1980) Παλιά Σαλονίκη, Κέδρος [κείμενα, φωτογράφιση]
(1980) Της φυλακής, Νεφέλη
(1976) Album turc

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2018) Λίγη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Γαβριηλίδης
(1998) Επιστολαί προς μνηστήν, μετά σκηνών ευδαίμονος βίου, Νεφέλη

Μεταφράσεις
(2016) Maslennikov, Aleksandre A., Οι αρχαίοι Έλληνες στο βόρειο Εύξεινο Πόντο, Αφοί Κυριακίδη Εκδόσεις Α.Ε.
(2013) Maslennikov, Aleksandre A., Οι αρχαίοι Έλληνες στο βόρειο Εύξεινο Πόντο, Κυριακίδη Αφοί
(1992) Aretino, Pietro, Ακόλαστα σονέτα, Νεφέλη

Λοιποί τίτλοι
(2008) Κολάζ, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης [έργα]
(1991) Ιωάννου Αποκάλυψις, Νεφέλη [διασκευή]
http://www.biblionet.gr/




Ηλίας Πετρόπουλος: «Να κάψεις το κουφάρι μου και να ρίξεις τις στάχτες στον υπόνομο. Τέτοια είναι η διαθήκη μου»
Από https://tvxs.gr/

"Αγαπώ τα τσογλάνια και τους χασίκλες, τους κλέφτες, τις πουτάνες, τους ρεμπέτες και τους πούστηδες γιατί μάχονται κάθε μορφή εξουσίας και τους αγαπώ πιο πολύ γιατί τα καταφέρνουν και επιζούν κόντρα στην αστυνομία, κόντρα στον ποινικό νόμο, κόντρα στην απαίσια ηθική των μικροαστών, κόντρα στον φλογερό εαυτό τους». Ηλίας Πετρόπουλος

Στις 3 Σεπτεμβρίου του 2003 πέθανε στο Παρίσι ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο πρώτος λαογράφος στην Ελλάδα που ασχολήθηκε με το περιθώριο και κατέγραψε πρόσωπα και πράγματα περιφρονημένα από την επίσημη ιστορία της χώρας του.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και τουρκολογία στο Παρίσι, όπου έζησε μετά το 1975. Δημοσίευσε κάπου ογδόντα βιβλία και σχεδόν χίλια άρθρα. Έζησε από κοντά ρεμπέτες, αλήτες, μάγκες, πόρνες και ομοφυλόφιλους, φυλακισμένους,συμμορίτες και καταδιωκόμενους, που έγιναν οι 'ήρωες' των βιβλίων του.

Τα βιβλία του έχουν συχνά τη μορφή της μελέτης ή της μονογραφίας ενώ πολλά αποτελούν συλλογές άρθρων παρεμφερούς θεματικής, είτε αδημοσίευτων, είτε δημοσιευμένων σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Σύμφωνα με τη διαθήκη του, το πτώμα του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του πετάχτηκαν στον υπόνομο.

Ακολουθούν αποσπάσματα από την εισαγωγή στα “Καλιαρντά” του Ηλία Πετρόπουλου, Νεφέλη, 1993:

«Στο καιρό μας πια πιστεύουν ότι όλα γράφονται, αφού όσο καθαρότερα βλέπουμε τόσο αγνότερα ζούμε. Οι μετριοπαθείς είναι ψεύτες. Οι ριζοσπαστικές ιδέες οι μόνες ιδέες. Κατέχω σημαίνει ψυχορραγώ. Εκείνοι, που λόγω αρμοδιότητος, διώκουν τους συγγραφείς ας μάθουν, επιτέλους, να τους βλέπουνε με προοπτική μερικών δεκαετιών. Εξάλλου, ποιος συγγραφεύς δέχεται άλλην εξουσίαν έξω από την εξουσία της καρδιάς του; Οι συγγραφείς γνωρίζουν κάλλιστα πως θεωρούνται περιττοί. Ακριβώς γιαυτό ταυτίζουν τα ιδεώδη με τα πεπρωμένα τους. Εκάς οι ηθικολόγοι». 

«Οι συγγραφείς, τώρα πια, δεν πρέπει να γράφουν όμορφα, αλλά σκληρά. Δυστυχώς οι μικροαστοί χαράσσουν την μοίρα της Ελλάδος. Αυτά τα αήττητα κνώδαλα ήταν, είναι και θα είναι ανεπίδεκτα ασθητικής διαπαιδαγωγήσεως. Κι έτσι στην αλλοπρόσαλλη χώρα μας, ων Έλλην, πρέπει διαρκώς να πείθεις ότι είσαι όντως έλλην. Οι άνθρωποι με τα επίχρυσα μανικετόκουμπα ωθούν τους συγγραφείς στην αυτοκτονία. Των μικροαστών το πνεύμα διέβρωσε την πατρίδα. Η φύτρα και η φύση του έλληνος απέβη ολοκληρωτική. Φασίστριες πρωταρχικές οι μανάδες μας. Οι έλληνες αγνοούν την κριτικήˑ άρα τον διάλογο. Ανέκαθεν ο λαός υφίσταται για να χρησιμοποιείται.

Ο κυνισμός δεν αποκλείει την αγάπη. Επιζείς στην Ελλάδα μόνον αν σε κατέχει ο διάβολος. Οι συμπατριώτες μου καθεύδουν όταν η χώρα δημοπρατείται. Επαγγελματίες έλληνες υπεραμύνονται της ιδέας του ελληνισμού. Λησμονούν πως ο ελληνισμός είναι η ευρύτερη έννοια της Ελλάδος, εδώ και αιώνες. Στον καιρό μας, περισσότερο από ποτέ, είναι χρήσιμα τα πλήγματα κατά των ελλήνων, όπου μόνο βρίζουν ή χειροκροτούν και ποτέ δεν σκέφτονται. Η αιτιολογία του γεγονότος της 21-4-67 αρχίζει να διαφαίνεται. Δέξου αυτό το γεγονός και ήδη έκανες ένα βήμα. Όποιος μαχαιρώνει τους ρομιούς εκδήλως τους ευεργετεί. Πάντως, επί του παρόντος, προτιμώ να μένω φιλέλλην, παρά έλλην." [...]

"Εμείς, όλοι μας, από του παρελθόντος αιώνος, υφιστάμεθα έναν ασταμάτητο και εντεινόμενο πνευματικό βιασμό. Η γνώση σώζει. Αλλά ακόμη δεν εγράφη η ιστορία της νεοελληνικής τέχνης. Ούτε της νεοελληνικής μουσικής. Η δε τιμή του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη επιμόνως διασύρεται. Ευλογητή η ιερή αλήθια. Οι έλληνες, σαν λαός γνησίων χατζαϊβάτηδων, είθισται να πρεσβεύουν αλλότριες ιδέες. Παιδιόθεν, συμπιέζουν στην κεφαλή μας τους ενάριθμους Λουδοβίκους και Ερίκους και Ναπολέοντες. Τίποτα, όμως, δεν μας εδίδαξαν για τους σουλτάνους, που, χθες ακόμη, τύποις και ουσία, εβασίλευαν στον τόπο μας. Και τίποτα δεν μάθαμε για τον μαγικό περσικό πολιτισμό και τον ισάξιό του πολιτισμό των αράβων. Η λεγόμενη εθνική παιδεία είναι πλέον αναγκασμένη να καθιερώσει την εδελεχή διαδασκαλία της τουρκικής ιστορίας. Αν, φυσικά, επιθυμούμε να εφαρμόσουμε το δελφικό γνώθι σεαυτόν. Ή, τουλάχιστον, να μάθουμε να ξεχωρίζουμε έναν αναρχικό από έναν χαφιέ."  https://tvxs.gr/

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

(Ι)

Πιθανότατα, βρισκόμαστε μπρος σε μια νέα Αναγέννηση.
Το sex shop αποβαίνει πιο αναγκαίο και πιο απαραίτητο
από το μανάβικο της γειτονιάς.
Οι ερωτικές αφίσες στους τοίχους του Παρισιού
είναι- κι αναστενάζουν.
Κόβουμε το ψωμί σε μικρά κομματάκια,
για να γαμήσουμε όλοι.
Μα, κανενός είδους Κομουνισμός δεν θα καταφέρει
να μειώσει την ερωτική ανισότητα:
ο καμπούρης του χωριού δεν θα απολαύσει την ωραία γυναίκα.
Γλιστράμε, κι όλο γλιστράμε απαλά,
προς μια νέα ερωτική θρησκεία.
Όταν είσαι μες στον λαβύρινθο δεν βλέπεις τον λαβύρινθο.
Ω, Σατανά Τρισμέγιστε,
γύρνα πάλι να βοηθήσεις τους ανθρώπους!

(ΙΙ)

Είμαι πια βέβαιος: το Βερολίνο είναι
η πιο ενδιαφέρουσα πόλη της Ευρώπης∙
ή μάλλον, η καρδιά της Ευρώπης.
Ο Μέγας Ναπολέων ήταν κοντοστούπης∙
αυτό το ξέρουν όλοι.
Ο Μέγας Ναπολέων είχε μικρή τσουτσού∙
αυτό το γράφει η έκθεση αυτοψίας,
που του έκαναν οι φαρμακεροί Εγγλέζοι.
Οι κωλόγαλλοι αποφεύγουν να μιλάνε γι’ αυτά.
Προτιμούν να λένε με κρυφή περηφάνια ότι
ο Βοναπάρτης, μόλις ξεμονάχιαζε μια γυναίκα,
της ξεφούρνιζε το περίφημο: deshabillez- vous!
Απεχθάνομαι την ψυχανάλυση, αλλά θα ήθελα
να μάθω γιατί, εξαιτίας αυτού του ανίκανου κοπρίτη,
γέμισε η Ευρώπη κουφάρια.
Να ’τανε τουλάχιστον, ικανός στρατηλάτης…
8 Φεβρουαρίου και ψιλοχιονίζει.
Απ’ το παράθυρο βλέπω την πλατεία
και θα μείνω μέσα.

(ΙΙΙ)

Το ξέρω∙ η θέση μου είναι στο νεκροταφείο.
Είμασταν ακόμη παιδιά όταν μας μάραναν και ζήσαμε σαν γέροι.
Δεν είμαι δικός μου.
Σιωπώ μεν, αρνούμαι δε να πεθάνω,
γιατί τα δακρυσμένα μάτια σου πάντα με γνέφουν.
Θλιβερά βλέμματα τέκνα της σιωπής μου.
Ο θάνατος απόψε διώχνει το καθετί από την ψυχή μου.
Χαίρομαι την παραφροσύνη μου τώρα.
Επιλογή-Επιμέλεια: Λάμπρος Αναγνωστόπουλος


Καπνίζω.
Καμιά φορά φουμάρω μέχρι σαράντα τσιγάρα τη μέρα.
Συχνά, όμως, το τσιγάρο μου καίει ανώφελα, λησμονημένο στο τασάκι, ενώ αναπολώ
τις γυναίκες που αγάπησα.
✦✦✦✦
Γέρασα.
Καλύτερα που γέρασα
αν έτσι πρόκειται να βρω τη γαλήνη.
✦✦✦✦

Όλα τα δικά σου τα ξέρω.
Πώς κοιτάς όταν λες ψέματα.
Πώς κόβεις το κρέας με το μαχαίρι.
Πώς ακριβώς μυρίζει η επιδερμίδα σου.
Ακουμπώ το κεφάλι στην κοιλιά σου και
τα έντερά σου γουργουρίζουν.
Την Γυναίκα την αγαπάς στο σύνολό της, ή καθόλου.

✦✦✦✦
Να πάρει ο Διάολος!
Ήρθα στο Βερολίνο χωρίς να φέρω μαζί μου την όμορφη έκδοση των Memoires
του Casanova.
Ευτυχώς, δεν ξέχασα το Walden του Thoreau και την Ιλιάδα
αυτά είναι τα τρία αγαπημένα μου βιβλία.

✦✦✦✦

δεν εζήτησα συμβουλές και συμβουλές μου δίνουν
απρόσκλητοι συμβουλάτορες φαφλατάδες μικροαστοί
λένε λένε κι όλο προφητεύουν
τάχα θα με φάνε οι ωραίες γυναίκες
ενώ χαρά μου να με φάνε οι καλλονές
κι αλίμονο σε σας δυστυχισμένοι
που τα γεγονότα δεν σας χορταίνουν
κι η ζωή σας χτισμένη σιωπή και κακομοιριά
όσο για μένα
κρυφά την αγαπώ
και είναι ωραία και είναι αβρή και μυστικά την αγκαλιάζω
ούτε πουλί μάς βλέπει
ούτε ανθός μάς ακούει
φιλιόμαστε κι οι τοίχοι καμπυλώνουν

✦✦✦✦

Γλυκό μου στήριγμα, καμάρι μου και λουλούδι, τα πράγματα της καρδιάς τρόπος δεν είναι να χαθούν. Μείνε μαζί μου. θα σου μιλήσω με πάθος και δακρυσμένα μάτια για τον ουρανό της Θεσσαλονίκης, την εικοσαετή ορφάνια μου, τον ισάδελφο Τσιτσάνη, τα νοτισμένα χώματα των Χασίων, τους ολόδροσους κλώνους· για τις θεϊκές γυναίκες του Ελύτη και του Μόραλη. Ακόμη θα σου περιγράψω την δολοφονία του Ιάκωβου Πατιερίδη τον Οκτώβριο του 1944, θα σου παραστήσω πώς βαδίζουν οι ορθόδοξοι ρεμπέτες και πώς χορεύουν ζεϊμπέκικο στην ταβέρνα του Φραγκούλη στην Μπάρα. Αγάπησε με δύναμη. Αυτό αρκεί.

Η φωτογραφία είναι από http://www.andro.gr/

Το σώμα [1]

Τι τα θέλετε· μία γυναίκα γυμνή είναι θλιβερόν θέαμα.
Δυστυχώς δεν παρεφρόνησα εισέτι.
Η τέχνη έχει τη δική της ηθική.
Η ομορφιά νομιμότης της φύσεως.
Μπρος στο γυμνό γυναίκειο σώμα τα μικρά παιδιά απορούν
και τρομάζουν οι τρυφεροί γνήσιοι άνδρες.
Ένα γυναικείο γυμνό κορμί υποβάλλει μία συζήτηση περί προσωπικότητος.
Σώμα γλυκύτατο ολέθριο περίβλημα.
Της ημέρας σώμα και του μεσονυκτίου· σώμα της παρηγοριάς.
Δεν είναι φρόνιμο να βλέπουν όλοι οι άνθρωποι γυμνές τις ωραίες·
μη ρίπτετε τα άγια τοις κυσί και τους μαραγαρίτας τοις χοίροις.
Έχω στημένον πόλεμο βαθιά μου.
Θέα σημαίνει ιδεατή κατοχή.
Η ζωή είναι βουβή είναι. Όνειρα απαιτώ.
Η θλίψη μου αποτελεί την ευτυχία μου.
Σώμα, εσύ 'σαι η ψυχή.
Ω, αοίδιμον αιδοίον· ω, σχισμή αμφίστομη με την αργυρή υγρασία.
Το σώμα, Τραμ 3/4, Θεσσαλονίκη, 1972

✦✦✦✦
Το σώμα [2]

Δια του μίσους δεν λησμονούν μιαν αγάπη.
Το μίσος μοιραία έρχεται σαν επιβραύευση του έρωτος.
Είναι ηθικόν ό,τι μου αρέσει.
Η ηδονή περιορίζει τη ρήξη με τον εαυτό μου.
Γυναίκα σε ανάκλιντρο, ένα θηρίο ξαπλωμένο μοιάζει,
και η ρέμβη το θρέφει.
Κάθε πτώμα είναι άρνηση ενός σώματος.
Κυρία μου, κοίταξέ με στα μάτια κι άκου το επιτύμβιο που εζήτησες
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ
Η ΩΡΑΙΑ ΕΚΕΙΝΗ
ΠΟΥ ΠΙΑ ΕΦΥΓΕ ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΜΑΖΙ ΤΗΣ ΤΙΣ ΛΥΠΕΣ ΜΟΥ.
Όπου τελειώνει ο έρως αρχίζει η συγκατάβαση τελειώνει όπου.
Σήμερα η ερωτική πράξη θεωρείται άσκηση.
Η κάθε μέρα που σβήνει, η κάθε αυγή που έρχεται,
δυναμώνει την ασέβειά μου.
Τα άσχημα σώματα είναι χαρακτηριστικά.
Ας τεθεί, επιτέλους, και η γυναικεία ωραιότης υπό απαγόρευσιν.
Δια της ηδονής ο έρως απαλλάσσεται της θλίψεως.
Η συνουσία η κορύφωση του εγωϊσμού η.
Δεν γνωρίζω κάτι πιο μελαγχολικό από ένα ολόγυμνο γυναικείο σώμα.
Ω αιδοίον, ορφανών ωδείον, κέρας της Αμαλθείας,
θηκάρι μου, Σκύλλα και Χάρυβδη.

Το σώμα, Τραμ 3/4, Θεσσαλονίκη, 1972

https://poets.gr



Ο Ηλίας Πετρόπουλος και τα Ρεμπέτικα 

Γράφει  ο Αλέξης Βάκης

"Τα ρεμπέτικα είναι συνδεδεμένα με την προσωπική μου ζωή. Γι’ αυτό και δεν τα ακούω πια. Γιατί φύγανε όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μέσω αυτών γνώρισα τα ρεμπέτικα, που ήσαν φίλοι μου, που τους αγαπούσα. Τον Τσιτσάνη τον γνώριζα από παιδάκι. Δέκα ετών ήμουν και τον θυμάμαι που έπαιζε σ’ ένα παραθαλάσσιο κέντρο. Στεκόμουν όρθιος και τον άκουγα! Για να φτάσω ίσαμε εκεί περπατούσα αμμουδιά- αμμουδιά, βούταγα στη θάλασσα και σκαρφάλωνα στον μόλο που ήταν ψηλός πέντε μέτρα, και στεκόμουνα και τον άκουγα…. Νύχτα φυσικά! Τώρα τι δουλειά έχει ένα παιδί δέκα ετών εκεί, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Έτσι έκανα όλη μου τη ζωή!" (1) 

Τα παραπάνω απλά λόγια εξηγούν -πιστεύω- με τον καλύτερο τρόπο την πολυετή ενασχόληση του Ηλία Πετρόπουλου με τα ρεμπέτικα τραγούδια. Αλλά και τον τρόπο που δούλεψε πάνω στο θέμα του. Αυτός ο τρόπος δεν συνάδει βεβαίως με την επίσημη (δηλαδή την ανώδυνη και σε πολλές περιπτώσεις καθεστωτική) επιστήμη της λαογραφίας, ούτε –πολλώ δε μάλλον- με τον τρόπο των σημερινών «ρεμπετολόγων», που εκμεταλλεύονται με τον πιο προσοδοφόρο γι’ αυτούς τρόπο το δρόμο που εκείνος άνοιξε. 

Ο Πετρόπουλος ακολούθησε την παρόρμηση που τον έσπρωξε από μικρό παιδί να παρακολουθεί το διαφορετικό, αυτό που στα μάτια των πολλών φάνταζε μηδαμινό. Οπότε, ήταν ηλίου φαεινότερο πως το μουσικό background των ερευνητικών του δραστηριοτήτων θα ήταν τα τραγούδια που άκουγαν και έπαιζαν οι άνθρωποι στους οποίους εστίαζε την προσοχή του. Εκείνοι που σύχναζαν σε ταβέρνες και καρβουνιάρικα (η που τους συνάντησε κάποια από τις φορές που «φιλοξενήθηκε» στις φυλακές) και οι οποίοι διηγούνταν ιστορίες που κέντριζαν τη φαντασία του. Σιγά- σιγά, άρχισε να κατανοεί πως οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων έπρεπε άμεσα να καταγραφούν: 

«Επιθυμία μου να καταγράψω αυτές τις μνήμες. Να μη σβηστούνε. Σύντομα άρχισα να συλλέγω και αντικείμενα….. Υποχρέωση του λαογράφου είναι βασικά η συγκέντρωση υλικού. Το υλικό! Στη λαογραφία το στέρεο μέρος είναι το υλικό, ποτέ η θεωρία. Η θεωρία θα πεθάνει. Σε δύο χρόνια η σε εξήντα δύο, θα πεθάνει. Το υλικό δεν πεθαίνει ποτέ. …Πάω μια φορά πάνω στον Βύρωνα να βρω τον γερο- Ασίκη. Μου’ πανε πως ζει αφημένος, χαμένος, τον κοροϊδεύανε τα παιδιά. Εκεί βρίσκω την κόρη του και μου λέει πως πέθανε πριν λίγες μέρες. Μου’ δωσε φωτογραφίες, διαβατήριο, τα χαρτιά του. Τα όργανά του όμως δεν τα πρόλαβα. Τα είχε πουλήσει η κόρη του για ένα πενηντάρικο. Κάτι αριστουργήματα, κάτι ούτια φερμένα από τη Μικρά Ασία». (2) 

Εκείνο που πριν απ’ όλα θα πρέπει να πιστωθεί στον Πετρόπουλο, ανεξάρτητα από την άποψη που έχει κανείς για τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε στα γραπτά του (η για την 100% εγκυρότητα των στοιχείων και πληροφοριών που παραθέτει για τραγούδια και δημιουργούς, και εδώ καλό θα ήταν να μην ξεχνάμε την εποχή που έκανε την έρευνα, όταν δηλαδή η κοινή γνώση πάνω στο αντικείμενο «ρεμπέτικο» ήταν σε εμβρυακό επίπεδο), είναι ότι το σύνολο των ευρημάτων του –όργανα, φωτογραφίες, χειρόγραφα κλπ- είναι εδώ και πολλά χρόνια, όταν ακόμα εκείνος ζούσε, κατατεθειμένα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και μπορεί να τα δει όποιος θέλει. 

Σε αντίθεση με την πρακτική άλλων, που έτυχε να βρεθούν στα χέρια τους ανέκδοτοι στίχοι κορυφαίων δημιουργών του ρεμπέτικου, τους οποίους όχι μόνο δεν φρόντισαν να εκδώσουν -ως όφειλαν- όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και τους διαχειρίζονται αυθαίρετα, επιλέγοντας τους συνθέτες που θα κληθούν να τους μελοποιήσουν σήμερα, κάτι που μας βάζει σε εύλογες απορίες για το «αζημίωτον» μιας τέτοιας δοσοληψίας, ιδίως όταν ξέρουμε ότι πρόκειται περί εθνικής κληρονομιάς 

Η σκέψη του Πετρόπουλου για τα ρεμπέτικα βασίζεται σε τρία θεμελιώδη αξιώματα, το πρώτο εκ των οποίων είναι ότι «… τα ρεμπέτικα είναι μικρά απλά τραγούδια που τραγουδούν απλοί άνθρωποι. Αν και κατ’ αρχήν ερωτικά, τα ρεμπέτικα είναι στο βάθος μάλλον κοινωνικού περιεχομένου τραγούδια» (3) 

Το δεύτερο αξίωμα έχει να κάνει με την ταξική συνείδηση του ρεμπέτικου, την οποία θεωρεί δεδομένη. Με την θεώρησή του μάλιστα επί της πάλης των τάξεων να επεκτείνεται και στα -απολύτως διακριτά μεταξύ τους- μουσικά είδη που αντιστοιχούν στις αντιμαχόμενες κοινωνικές τάξεις. Αλλά και στην ηθική, που μας φέρνει στο μυαλό κάποιες πρώιμες μαρξιστικές προσεγγίσεις, των αρχών του αιώνα: «Ο κυριότερος και αποτελεσματικότερος εχθρός του ρεμπέτικου υπήρξε η τρέχουσα ηθική, που συνήθως είναι η ηθική των ηλιθίων. Η ηθική και η εξ αυτής απορρέουσα πειθαρχία της αρχούσης τάξεως απέναντι στα αισθήματα, στις θέσεις, ακόμα και στην αισθητική των ρεμπέτικων τραγουδιών, ήταν γι’ αυτά εκ των προτέρων καταδικαστική Η αστική τάξη χαρακτηρίζει σαν βούρκο, παράνομους, υπόκοσμο, λάσπη και σαπίλα τους ακουσίως πάμφτωχους, υπονοώντας ασφαλώς ότι οι κρατούντες νόμιμοι και είναι έντιμοι, και εν τινι μέτρω μεγαλόκαρδοι. Υπ’ αυτήν την έννοιαν η ζωή του μάγκα είναι αμαρτωλοί, το δε τραγουδάκι Ριρίκα, εσύ’ σαι πράμα παιδί μου γερό είναι ηθικοπλαστικόν» (4) 

Το τρίτο αξίωμα έχει να κάνει με τη σύνδεση του ρεμπέτικου με τη Φάρα, τη μεγάλη κατηγορία ανθρώπων που κατά καιρούς έχουν δοσοληψίες με το νόμο. Οι οποίοι έχουν πολλές υποδιαιρέσεις μεταξύ τους μεν, αλλά στο σύνολό τους αποτελούν το συλλογικό υποκείμενο του ρεμπέτικου, με τον ίδιο πάνω- κάτω τρόπο που η παραδοσιακή εργατική τάξη του 19ου αιώνα ήταν εκείνη που θα πραγματοποιούσε τη σοσιαλιστική επανάσταση. 

Δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανένας πως τα αξιώματα αυτά εξακολουθούν να βρίσκονται σε ισχύ, τουλάχιστον με τον -αρκετά μηχανιστικό, ομολογουμένως τρόπο που εκείνος τα εννοούσε τότε. Είναι φυσικό, αν αναλογιστούμε την εξέλιξη της επιστήμης της κοινωνιολογίας Σε κάθε περίπτωση πάντως, η πολύχρονη έρευνα του Ηλία Πετρόπουλου ήταν έδωσε το έναυσμα για να τεθεί στην ημερήσια διάταξη η γενικότερη έννοια «ρεμπέτικο». Και αν θα ήθελα να τον παραβάλλω με κάποιον, θα διάλεγα τον Γιάννη Ψυχάρη, τον πρώτο συνειδητό –και συχνότατα ακραίο η άστοχο, δεν έχει καμιά απολύτως σημασία- πιονιέρο του δημοτικισμού Μ’ αυτή την έννοια, κατανοώ απολύτως τη φράση που του απευθύνει ο Γ. Π. Σαββίδης και που υπάρχει στο οπισθόφυλλο των Ρεμπέτικων Τραγουδιών: «Δεν μπορώ να φανταστώ την Ελλάδα χωρίς την καύλα σου». 

Σημειώσεις: 
1. Απόσπασμα από τις μαγνητοφωνημένες αναμνήσεις του Ηλία Πετρόπουλου, που δημοσιεύτηκαν στο τεύχος- αφιέρωμα σ’ αυτόν του περιοδικού Μανδραγόρας (τεύχος 18-19, Οκτώβριος 1997, σελ. 11) 
2. Ο.π. σελ 11-12 
3. Ηλίας Πετρόπουλος: Τα Ρεμπέτικα Τραγούδια, τρίτη επανέκδοση, Εκδ. Κέδρος, σελ. 12 4. Ο.π. σελ. 20 Από το αφιέρωμα του περιοδικού ΕΝ ΒΟΛΩ στον Ηλία Πετρόπουλο, τεύχος 28, Μάρτιος 2008. 









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου