Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

Φρίντριχ Νίτσε (15 Οκτωβρίου 1844 – 25 Αυγούστου 1900)


Ο Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε (γερμ. Friedrich Wilhelm Nietzsche) (Ραίκεν, 15 Οκτωβρίου1844 – Βαϊμάρη, 25 Αυγούστου 1900) ήταν σημαντικός Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος. Έγραψε κριτικά δοκίμια πάνω στη θρησκεία, την ηθική, τον πολιτισμό, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, δείχνοντας ιδιαίτερη κλίση στη χρήση μεταφορών, ειρωνείας και αφορισμών.

Οι κεντρικές ιδέες της φιλοσοφίας του Νίτσε περιλαμβάνουν τον «θάνατο του Θεού», την ύπαρξη του υπερανθρώπου, την ατέρμονη επιστροφή, τον προοπτικισμό καθώς και τη θεωρία της ηθικής κυρίων - δούλων. Αναφέρεται συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους. Η ριζική αμφισβήτηση από μέρους του της αξίας και της αντικειμενικότητας της αλήθειας έχει οδηγήσει σε αμέτρητες διαμάχες και η επίδρασή του παραμένει ουσιαστική, κυρίως στους κλάδους του υπαρξισμού, του μεταμοντερνισμού και του μεταστρουκτουραλισμού.

Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως κλασικός φιλόλογος, κάνοντας κριτικές αναλύσεις σε αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά κείμενα, προτού εντρυφήσει στη φιλοσοφία. Το 1869, σε ηλικία 24 ετών, διορίστηκε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στην έδρα της Κλασικής Φιλολογίας, όντας ο νεότερος που έχει πετύχει κάτι ανάλογο. Παραιτήθηκε το καλοκαίρι του 1879 εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που τον ταλάνιζαν σχεδόν όλη του τη ζωή. Σε ηλικία 44 ετών, το 1889, υπέστη νευρική κατάρρευση, η οποία αργότερα διεγνώσθη ως συφιλιδική«παραλυτική ψυχική διαταραχή», διάγνωση η οποία αμφισβητείται. Η επανεξέταση των ιατρικών φακέλων του Φρειδερίκου Νίτσε δείχνει ότι κατά πάσα πιθανότητα πέθανε από όγκο στον εγκέφαλο, ενώ η μετά θάνατον αρνητική φήμη του οφείλεται κυρίως στο αντι-ναζιστικό κύμα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ανέλαβε τη φροντίδα του η μητέρα του, μέχρι τον θάνατό της το 1897, και έπειτα η αδελφή του, Ελίζαμπεθ Φούρστερ-Νίτσε, μέχρι τον θάνατό του, το 1900.

Εκτός από τη φροντίδα του, η Ελίζαμπεθ Φούρστερ-Νίτσε ανέλαβε χρέη εκδότριας και επιμελήτριας των χειρογράφων του. Ήταν παντρεμένη με τον Μπέρναρντ Φούρστερ, ηγετική μορφή του αντισημιτικού μετώπου της γερμανικής ακροδεξιάς, και ξαναδούλεψε αρκετά από τα ανέκδοτα χειρόγραφα του Νίτσε υπό το φως των ιδεών του Φούρστερ, ριζικά αντίθετων από τις απόψεις του φιλόσοφου, οι οποίες ήταν ξεκάθαρα εναντίον του αντισημιτισμού και του εθνικισμού (βλ. Η κριτική του Νίτσε στον αντισημιτισμό και τον εθνικισμό). Εξ αιτίας των εκδόσεων της Φούρστερ-Νίτσε, ο Νίτσε έγινε συνώνυμο του γερμανικού μιλιταρισμού και του Ναζισμού.

Αρκετοί μελετητές του, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έχουν καταφέρει να αναστρέψουν την παρερμηνεία των ιδεών του. Παρ' όλα αυτά, οι πολιτικές του απόψεις και πεποιθήσεις παραμένουν αμφιλεγόμενες.

Νεανικά χρόνια (1844-1864)

Ο Νίτσε γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1844 και μεγάλωσε στην πόλη Ρέκεν (Röcken), κοντά στη Λειψία στην ευρύτερη πρωσική επαρχία της Σαξωνίας. Η ημερομηνία γέννησής του συνέπεσε χρονικά με τα 49α γενέθλια του βασιλιά της Πρωσίας, Φρίντριχ Βίλχελμ Δ΄, προς τιμήν του οποίου έλαβε και το όνομά του (αργότερα ο ίδιος έπαψε να χρησιμοποιεί το όνομα Βίλχελμ). Ο πατέρας του, Καρλ Λούντβιχ Νίτσε (1813-1849), ήταν λουθηρανός πάστορας, ενώ η μητέρα του, Φραντσίσκα Αίλερ (1826-1897) ήταν κόρη του πάστορα Ντάβιντ Φρήντριχ Αίλερ. Ο Νίτσε ήταν το νεότερο από τα παιδιά της οικογένειας. Η αδελφή του Ελίζαμπεθ Τερέζα Αλεξάνδρα Νίτσε γεννήθηκε το 1846 παίρνοντας τα ονόματα τριών πριγκιπισσών και μαθητριών του πατέρα της, ενώ ακολούθησε η γέννηση του αδελφού του Λούντβιχ Ιωσήφ το 1848. Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του Νίτσε από εγκεφαλική ασθένεια το 1849, αλλά και τον χαμό του αδελφού του τον επόμενο χρόνο, η οικογένεια μετακόμισε στο Νάουμπουργκ. Εκεί διέμειναν όλοι με τη γιαγιά του Νίτσε, καθώς η μητέρα του δεν είχε τη δυνατότητα να συντηρήσει δικό της σπίτι.

Ο Νίτσε σε ηλικία δεκαέξι ετών

Ο Νίτσε φοίτησε σε ένα δημοτικό σχολείο της πόλης μέχρι το 1854. Το σχολικό του πρόγραμμα περιελάμβανε κυρίως θρησκευτική αγωγή, ενώ παράλληλα ξεκίνησε μαθήματα λατινικών και αρχαίων ελληνικών, γλώσσες στις οποίες δεν εμφάνισε ιδιαίτερη κλίση. Το 1854, ξεκίνησε να φοιτά στο Dom Gymnasium, όπου αφού εξετάστηκε από το διευθυντή του γυμνασίου, μεταπήδησε αμέσως στη δεύτερη τάξη. Ήδη από τα παιδικά του χρόνια έγραφε ποιήματα και μικρά θεατρικά έργα, μέρος των οποίων φρόντιζε να φυλάσσει η αδελφή του. Αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του στο γράψιμο, επιδεικνύοντας μία πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, ενώ ήδη σε ηλικία 14 ετών ταξινόμησε τα ποιήματά του σε περιόδους. Στις 5 Οκτωβρίου 1858 εισάχθηκε στο Πφόρτα (Pforta ή Schulpforta), ένα από τα πιο φημισμένα σχολεία κλασικών σπουδών της Γερμανίας, θέση που του προσφέρθηκε έπειτα από εξέταση σχολικού επιθεωρητή στο Dom Gymnasium, ο οποίος επέλεξε τον νεαρό Νίτσε ανάμεσα σε άλλους μαθητές της σχολής. Αν και ήταν λουθηρανικό ίδρυμα, στο οποίο δινόταν έμφαση στην πειθαρχία των μαθητών, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Πφόρτα παρουσίαζε ομοιότητες με εκείνο των Ιησουιτών. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Πφόρτα, είχε πολύ καλές επιδόσεις στα μαθήματα, ενώ συνέχισε να γράφει ποιήματα στον προσωπικό του χρόνο, ασχολούμενος παράλληλα με τη μουσική, συμμετέχοντας στη σχολική χορωδία και γράφοντας δικές του μουσικές συνθέσεις. Μαζί με τον φίλο του Γκούσταφ Κρουγκ, ίδρυσε τον σύλλογο «Germania», ένα είδος λογοτεχνικής, μουσικής και επιστημονικής λέσχης, όπου κάθε μέλος υπέβαλλε απαραιτήτως ένα έργο τον μήνα, ποίημα, δοκίμιο, σχέδιο ή ακόμα και μουσική σύνθεση. Την ίδια περίοδο, ο Νίτσε ήρθε σε στενή επαφή με τη λογοτεχνία, εκτιμώντας ιδιαίτερα το έργο του Χαίλντερλιν, του Ανακρέοντα και του Σαίξπηρ. Παρά τη γενικευμένη αντίληψη του περιβάλλοντός του πως επρόκειτο να γίνει κληρικός, ο Νίτσε άρχισε σταδιακά να αμφισβητεί τον Χριστιανισμό και γύρω στο φθινόπωρο του 1862 είχε απορρίψει οριστικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σκεπτόμενος να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική.

Πανεπιστημιακές σπουδές (1864-1869)

Στις 7 Σεπτεμβρίου 1864 αποφοίτησε από το Πφόρτα και ξεκίνησε σπουδές κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Παράλληλα, γράφτηκε στο θεολογικό τμήμα του πανεπιστημίου με διάθεση να ασχοληθεί περισσότερο με τη φιλολογική κριτική του Ευαγγελίου και τις πηγές της Καινής Διαθήκης, γεγονός που είναι μάλλον ενδεικτικό των θρησκευτικών αμφιβολιών του, αλλά και της αδυναμίας του να ομολογήσει στην οικογένειά του πως δεν επιθυμούσε να γίνει ιερέας. Στη Βόννη ο Νίτσε προσχώρησε στη φοιτητική αδελφότητα «Franconia», που αποτελούσε ένα είδος συνάθροισης φιλολόγων. Συνέχισε τις θεολογικές του σπουδές μέχρι το Πάσχα του 1865, περίοδο κατά την οποία απέρριψε οριστικά τη θρησκευτική πίστη, με επιχειρήματα που αποτυπώνονται και σε επιστολή του προς την αδελφή του, στην οποία ανέφερε χαρακτηριστικά:

«Κάθε αληθινή πίστη είναι αδιάψευστη, εκπληρώνει αυτό που ο πιστός ελπίζει να βρει σ' αυτήν, δεν προσφέρει όμως ούτε το ελάχιστο έρεισμα για τη θεμελίωση μιας αντικειμενικής αλήθειας [...] Θέλεις να επιδιώξεις ψυχική ηρεμία και ευτυχία, τότε πίστευε, θέλεις να είσαι ένας απόστολος της αλήθειας, τότε αναζήτησέ την.»

Σημαντική επιρροή στον Νίτσε, πάνω στα ζητήματα της πίστης, φαίνεται πως άσκησε επίσης το έργο του Ντάβιντ Στράους, Η ζωή του Χριστού κριτικά επεξεργασμένη και η μεταγενέστερη έκδοση του έργου που εκδόθηκε το 1864 υπό τον τίτλο Η ζωή του Χριστού διασκευασμένη για τον γερμανικό λαό

Ο Νίτσε τον Αύγουστο του 1868

Το επόμενο διάστημα αφοσιώθηκε στις φιλολογικές του σπουδές υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Φρίντριχ Βίλχελμ Ριτσλ, τον οποίο ακολούθησε το φθινόπωρο του 1865 στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Στα τέλη Οκτωβρίου του 1865 ήρθε σε επαφή με το έργο του Σοπενχάουερ, το οποίο τον επηρέασε καθοριστικά. Εξίσου μεγάλη επίδραση στη φιλοσοφική του σκέψη είχε το έργο του Φρήντριχ Άλμπερτ Λάνγκε, Ιστορία του υλισμού (Geschichte des Materialismus), το οποίο ο Νίτσε θεωρούσε ως το σημαντικότερο φιλοσοφικό έργο των τελευταίων ετών. Τους επόμενους μήνες αφοσιώθηκε στις πανεπιστημιακές του μελέτες, αναλαμβάνοντας να ολοκληρώσει μία φιλολογική κριτική έκδοση πάνω στο έργο του Θεόγνιδος. Παράλληλα ήταν μέλος του φιλολογικού συλλόγου του Ριτσλ και παρέδιδε διαλέξεις στη φοιτητική λέσχη. Το 1867 κατατάχθηκε στο πυροβολικό σώμα του Νάουμπουργκ, όπου διακρίθηκε και πιθανόν να αποκτούσε τον βαθμό του λοχαγού αν δεν υφίστατο ένα σοβαρό τραυματισμό που έθεσε τέλος στη στρατιωτική του σταδιοδρομία. Επέστρεψε στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, και παρέμεινε ως επί πληρωμή φιλοξενούμενος του εκεί καθηγητή Φρίντριχ Καρλ Μπίντερμαν που ήταν και ο εκδότης της εφημερίδας Deutsche Aligemeine Zeitung, όπου ο Νίτσε εργάστηκε ως κριτικός όπερας. Παράλληλα προσελήφθη ως βιβλιοκριτικός του περιοδικού Literarisches Zentralblatt. Κατά τη δεύτερη παραμονή του στη Λειψία, συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, γνωριμία που διατηρήθηκε τα επόμενα χρόνια και τον επηρέασε σημαντικά, καθώς ο Βάγκνερ, του οποίου το έργο εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Νίτσε, αποτέλεσε ένα είδος πατρικής μορφής για εκείνον.

Καθηγητής στη Βασιλεία (1869-1879)

Πριν ακόμα αποκτήσει τον διδακτορικό του τίτλο, ο Νίτσε επιλέχθηκε να καταλάβει την έδρα της κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, έχοντας την υποστήριξη του Ριτσλ. Ως καθηγητής αρχικά παρέδιδε διαλέξεις για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής ποίησης και για τις Χοηφόρους του Αισχύλου, ωστόσο αργότερα καταπιάστηκε και με θέματα που άπτονταν των προσωπικών του ενδιαφερόντων. Κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου (1870-71) υπηρέτησε εθελοντικά στο πλευρό της Πρωσίας, ως βοηθός νοσοκόμος, καθώς η διοίκηση του πανεπιστημίου δεν του επέτρεπε να γίνει στρατιώτης, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας του ήρθε σε επαφή με τη σκληρότητα του πολέμου, ενώ προσβλήθηκε και από αρκετές ασθένειες, οι οποίες επιβάρυναν ακόμα περισσότερο την ανέκαθεν ασθενική του υγεία.

Μετά την επιστροφή του στη Βασιλεία, ο αμείωτος ενθουσιασμός του για τον Σοπενχάουερ, ο θαυμασμός του για το έργο του Βάγκνερ και οι φιλολογικές σπουδές και μελέτες του συνδυάστηκαν και οδήγησαν στην έκδοση του πρώτου βιβλίου του, με τίτλο Η Γέννηση της Τραγωδίας (1872). Ο Βάγκνερ εκθείασε το έργο του Νίτσε, όπως και ο φίλος του (λίγο αργότερα καθηγητής φιλολογίας στο Κίελο) Έρβιν Ρόντε. Ωστόσο, η εχθρική κριτική του φιλόλογου Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς-Μέλεντορφ, ο οποίος επεσήμανε ανακρίβειες και παραλείψεις, καθώς και του καθηγητή φιλολογίας του πανεπιστημίου της Βόννης Ούζενερ, ο οποίος αποκάλεσε το βιβλίο «απόλυτη ανοησία», μετρίασαν τον βαθμό αποδοχής του στον ακαδημαϊκό κόσμο.

Κατά την παραμονή του στην Ελβετία μέχρι το 1879, ο Νίτσε επισκεπτόταν συχνά τον Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ όπου διέμενε. Την περίοδο 1873-1876, ολοκλήρωσε μία σειρά τεσσάρων δοκιμίων που εκδόθηκαν αργότερα σε μία συλλογή με τον γενικό τίτλο Ανεπίκαιροι στοχασμοί. Τα δοκίμια αυτά πραγματεύονταν γενικότερα τον σύγχρονο γερμανικό πολιτισμό, εστιάζοντας στο έργο του Νταβίντ Στράους (Νταβίντ Στράους: Ο ομολογητής και ο συγγραφέας), στην κοινωνική αξία της ιστοριογραφίας (Για τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της ιστορίας για τη ζωή), στον Σοπενχάουερ (Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός) και τέλος στον Βάγκνερ (Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ). Για τον Νίτσε, ο Σοπενχάουερ και ο Βάγκνερ αποτελούσαν φωτεινά παραδείγματα για την ανάπτυξη ενός νέου πολιτισμικού κινήματος που συνέδεε τη μουσική, τη φιλοσοφία και την κλασική φιλολογία. Αργότερα, μετά την απογοητευτική παραγωγή του φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ το 1876, όπου παρουσιάστηκε το Δαχτυλίδι, άρχισε να επέρχεται ρήξη στη σχέση του με τον Βάγκνερ. Το 1878, κατά την τελευταία περίοδο της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας, ο Νίτσε ολοκλήρωσε το βιβλίο με τίτλο Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο (Menschliches, Allzumenschliches), έργο που επισημοποιούσε τη ρήξη αυτή[5], σηματοδοτώντας συγχρόνως μία μεταστροφή και διαφοροποίηση των φιλοσοφικών του ιδεών. Το επόμενο διάστημα, η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά: υπέφερε από ημικρανίες, που οφείλονταν σε βλάβη του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια του, γεγονός που τον ανάγκασε τελικά να υποβάλει παραίτηση από το πανεπιστήμιο, στις 2 Μαΐου 1879, καθώς αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.



Τελευταία χρόνια (1879-1900)

Απελευθερωμένος από τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις, ο Νίτσε πέρασε τα επόμενα χρόνια ταξιδεύοντας συχνά σε πόλεις της Ελβετίας, της Γερμανίας ή της Ιταλίας και αναζητώντας κάθε φορά ένα αναζωογονητικό κλίμα που θα βοηθούσε να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας του. Σημαντική βοήθεια του προσέφερε ο πρώην μαθητής του, Πέτερ Γκαστ, ο οποίος είχε εξελιχθεί σε ένα είδος προσωπικού γραμματέα του Νίτσε, καθώς και ο καθηγητής θεολογίας Φραντς Όβερμπεκ μαζί με τη Μαλβίντα φον Μέιζενμπουγκ, γνώριμή του από την περίοδο φιλίας του με τον Βάγκνερ. Τις καλοκαιρινές περιόδους επισκεπτόταν συχνά τα ορεινά θέρετρα του Sils-Maria ή του Σαιν Μόριτς, ενώ τους χειμώνες κύριοι σταθμοί στις μετακινήσεις του υπήρξαν οι ιταλικές πόλεις Γένοβα, Τορίνο, Ραπάλλο, καθώς και η γαλλική Νις. Κατά διαστήματα επέστρεφε στο Νάουμπουργκ, όπου επισκεπτόταν την οικογένειά του. Η περίοδος αυτή υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγική για τον Νίτσε, παρά τις κρίσεις της ασθένειάς του και τη βαριά κατάθλιψη στην οποία υπέκυπτε κατά διαστήματα. Από το 1881, δημοσίευε ένα ολοκληρωμένο βιβλίο, ή σημαντικό μέρος του, ανά έτος, μέχρι το 1888. Στο διάστημα αυτό ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, όπως η Αυγή (1881), η Χαρούμενη επιστήμη (1882), Τάδε έφη Ζαρατούστρα (1883-85), Πέρα από το καλό και το κακό (1886) και Η γενεαλογία της Ηθικής (1887). Τα τελευταία δημιουργικά του χρόνια συνέπεσαν με την ολοκλήρωση και έκδοση των έργων Το λυκόφως των ειδώλων (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1888), Αντίχριστος (Σεπτέμβριος 1888), Ίδε ο άνθρωπος (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1888) και Νίτσε εναντίον Βάγκνερ (Δεκέμβριος 1888).


Ο Νίτσε λίγο πριν τον θάνατό του (Μάιος 1899)

Στις 3 Ιανουαρίου 1889 υπέστη νευρική κατάρρευση, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο του Τορίνο. Αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα, σύμφωνα με μία διαδεδομένη εκδοχή, ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου για να καταρρεύσει αμέσως μετά. Τις επόμενες ημέρες απέστειλε πολυάριθμες επιστολές σε οικεία πρόσωπα, που φανέρωναν την ψυχική διαταραχή του, υπογράφοντας άλλοτε ως «ο Εσταυρωμένος» και άλλοτε ως «Διόνυσος». Στις 10 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική της Βασιλείας και λίγες ημέρες αργότερα, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, σε κλινική της Ιένας, όπου οι γιατροί διέγνωσαν «παραλυτική ψυχική διαταραχή». Ο λόγος του ήταν παραληρηματικός και τον διακατείχαν παραισθήσεις μεγαλείου, κατά τις οποίες αυτοαποκαλείτο δούκας του Κάμπερλαντ, Κάιζερ ή Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄, συνοδευόμενες συχνά από περιστατικά βίαιης συμπεριφοράς. Στις 24 Μαρτίου 1890 πήρε εξιτήριο από την κλινική και λίγο αργότερα ανεχώρησε μαζί με τη μητέρα του για το Νάουμπουργκ.

Την ίδια περίοδο η ζήτηση για τα βιβλία του αυξήθηκε σημαντικά. Η αδελφή του, Ελίζαμπετ, ματαίωσε τα σχέδια για μία έκδοση με τα άπαντα του Νίτσε σε επιμέλεια του Πέτερ Γκαστ, επειδή επιθυμούσε να είναι εκείνη η βιογράφος του αδελφού της. Οργάνωσε παράλληλα ένα αρχείο με όλα τα χειρόγραφα και το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας του, ενώ όρισε ως επιμελητή τον Φριτς Καίγκελ αντί του Γκαστ. Τον Δεκέμβριο του 1895 εξασφάλισε επίσης όλα τα δικαιώματα των έργων του Νίτσε, που μέχρι πρότινος κατείχε η μητέρα του.

Μετά τον θάνατο της μητέρας του το 1897, ο Νίτσε έζησε στη Βαϊμάρη μαζί με την αδελφή του. Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 25 Αυγούστου 1900 πέθανε από πνευμονία σε ηλικία 55 ετών. Τα συμπτώματά του οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η ασθένειά του ήταν συφιλιδική (αυτή ήταν η αρχική διάγνωση στις κλινικές της Βασιλείας και της Ιένας), ωστόσο παραμένουν αδιευκρίνιστα τα ακριβή αίτια της διαταραχής του. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο του Ραίκεν και ακολουθήθηκε η παραδοσιακή λουθηρανική τελετουργία, σύμφωνα με επιθυμία της αδελφής του.

Έργο

Ο Αδόλφος Χίτλερ βασίστηκε στα νιτσεϊκά έργα για να οικοδομήσει τη θεωρία τού εθνικοσοσιαλισμού ή ναζισμού. Το πρότυπο της Αρείας φυλής βασίστηκε πάνω στον Υπεράνθρωπο («Τάδε έφη Ζαρατούστρα»), το σημαντικότερο ίσως έργο του Νίτσε. Ο Νίτσε όμως, καθώς φαίνεται και μέσα από τα έργα του, υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των εθνικιστικών, όσο και κάθε είδους αντισημιτικών τάσεων. Ο Ζαρατούστρα είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και όχι προς το απάνθρωπο. Εξάλλου και ο ίδιος ο Νίτσε προέβλεψε ότι τα έργα του θα παρερμηνευθούν και ότι δύσκολα θα υπάρξει κάποιος που θα τα κατανοήσει σε βάθος. Ο ίδιος θα πει: «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν».

Το νιτσεϊκό έργο ήταν μια κραυγή μέσα στη βαθιά νύχτα των ανθρώπων. Ο ίδιος παρατηρούσε πως για να σε ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά. Γι' αυτό άλλωστε και πολλές φορές βρίσκουμε στα έργα του έκδηλη την περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα. Δεν ήταν κακία ή μικρότητα, αλλά μια φωνή που ήθελε σφόδρα να ακουστεί στα αυτιά και τις συνειδήσεις όλων.

Πέθανε στα 1900, πιστεύοντας ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο. Αυτά που είπε στους ανθρώπους τα παρομοίαζε με πρωτόγνωρα λόγια του ανέμου, με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη. Ήταν βαθιά ριζωμένη στη συνείδησή του η πίστη ότι οι άλλοι θα αδυνατούσαν να κατανοήσουν τα «άσματά» του: «Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε 'Κατάρα του Τροβαδούρου';»

Δεν πρόφτασε να χτίσει εκείνη τη γέφυρα που πάντα επιθυμούσε, από τον Άνθρωπο στον Υπεράνθρωπο. Οι προσδοκίες του όμως από το ανθρώπινο είδος ποτέ δεν έπαψαν να είναι μεγάλες. Όταν ρωτήθηκε τι είναι αυτό που αγαπάει στους άλλους, απάντησε: «Τις ελπίδες μου».

Επιρροή

Ο Νίτσε επηρέασε τη σκέψη πολλών στοχαστών που ακολούθησαν σε παγκόσμια κλίμακα, όπως του Νίκου Καζαντζάκη. Η επιρροή του Νίτσε στον Καζαντζάκη είναι ιδιαίτερα εμφανής στην Ασκητική.

Τα έργα του στη νεοελληνική γλώσσα

Gedanken über die Zukunft unserer Bildungsanstalten (Το μέλλον της παιδείας μας, 1872). (Πέντε διαλέξεις). Μετάφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, 1980. β΄έκδοση: Μαθήματα για την παιδεία, εκδ."Printa", Αθήνα, 1998.
Die Geburt der Tragödie (Η γέννηση της τραγωδίας, 1872). Έχει μεταφραστεί από τους: Νίκο Καζαντζάκη (1978), Κ.Λ. Μεραναίο, χ.χ., Ελένη Καλκάνη (εκδ. «Δαμιανός», Αθήνα χ.χ.), Ζήση Σαρίκα (εκδ. «Νησίδες», Σκόπελος 2001) και Γ. Λάμψα (εκδ. «Κάκτος», Αθήνα 2006).
Die Philosophie im tragischen Zeitalter der Griechen («Η φιλοσοφία στην τραγική εποχή των Ελλήνων», 1873). α) Μετάφρ. Αιμίλιος Χουρμούζιος (Η γέννηση της φιλοσοφίας στα χρόνια της ελληνικής τραγωδίας), Αθήνα, 1975. β) «Εκδοτική Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη 2006 (1η έκδ., 1993).
Unzeitgemässe Betrachtungen (Ανεπίκαιροι στοχασμοί, 1873-6). Εισαγωγή-μετάφρ. Ι.Σ. Χριστοδούλου. «Εκδοτική Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη 1996 (2η έκδ., 2006).
Menschliches, Allzumenschliches (Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, 1878). 2 τόμοι, Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη, εκδ. «Δαμιανός», Αθήνα, χ.χ.
Morgenröte (Η Αυγή, 1881). Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη, εκδ. «Δαμιανός», Αθήνα, χ.χ.
Die fröhliche Wissenschaft (Η χαρούμενη επιστήμη, 1882-1887). α) Μετάφρ. Μίνα Ζωγράφου, εκδ. «Δαρεμά», Αθήνα 1961. β) Μετάφρ. Ζήσης Σαρίκας, Θεσσαλονίκη 1987 (β΄ έκδ. «Νησίδες», Θεσσαλονίκη 2004). γ) Μετάφρ. Λίλα Τρουλινού, Αθήνα 1996. Μεταφράσθηκε επίσης υπό τον τίτλο «Η θεωρία του σκοπού της ζωής» από τη Χρύσα Αντωνίου, Εκδ. Ν. Δαμιανού, Αθήνα χ.χ.
Also sprach Zarathustra (= «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα», 1883-5). Έχει μεταφραστεί από τους: Νίκο Καζαντζάκη («Φέξης», Αθήνα 1965 (1913¹), Λέoντα Κουκούλα (1924), Μενάλκα Μουσαίο (χ.χ.), Εμμ. Ανδρουλιδάκη (Αθ. 1961), Άρη Δικταίο (1958+1980), Δ.Π. Κωστελένο (1983), Γεωργία Αλεξίου-Πρωταίου (χ.χ.) και Ζήση Σαρίκα («Νησίδες», Σκόπελος 1998).
Jenseits von Gut und Böse (Πέρα από το καλό και το κακό, 1886). α) Μετάφρ. Μίνα Ζωγράφου - Κ. Μεραναίος, «Μαρή», Αθ. 1953. β) Μετάφρ. Ζ. Σαρίκας, "Νησίδες", Σκόπελος 1999. γ) Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη. «Δαμιανός», Αθήνα χ.χ.
Zur Genealogie der Moral (Γενεαλογία της ηθικής, 1887). Έχει μεταφραστεί από τους: Μίνα Ζωγράφου, χ.χ., Ελένη Καλκάνη («Δαμιανός», Αθ. χ.χ.) Άρη Δικταίο (1970) και Ζήση Σαρίκα - Λίλα Τρουλινού («Εκδοτική Θεσσαλονίκης», 1989, 2001²).
Götzendämmerung (Το λυκόφως των ειδώλων, 1888). Έχει μεταφραστεί από τους: Μ.Ε. Ανδρουλιδάκη (1962), Ζήση Σαρίκα, χ.χ. (1994;), Ελένη Καλκάνη («Δαμιανός», Αθήνα χ.χ.), Γιάννη Δρασγάνη («Κάκτος», Αθήνα 1989), Ζ. Σαρίκα («Νησίδες», Σκόπελος 2000. «Εκδοτική Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη 2006) και Βαγγέλης Δουβαλέρης («Gutenberg», Αθήνα 2016).
Der Antichrist (Ο Αντίχριστος, 1888). Ανάθεμα κατά του Χριστιανισμού. α) Μετάφρ. Κ.Λ. Μεραναίος, «Μαρή», Αθήνα χ.χ. β) Μετάφρ. Ζήσης Σαρίκας, Θεσσαλονίκη 1986. γ) Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη. εκδ. «Δαμιανός», Αθήνα χ.χ. δ) Γιάννης Δρασγάνης (εκδ. «Κάκτος», 1989) ε) Μετάφρ. Βαγγέλης Δουβαλέρης. εκδ. «Ιδεόγραμμα», Αθήνα 2007. στ) Μετάφρ. Βαγγέλης Δουβαλέρης. εκδ. «Gutenberg», Αθήνα 2014, 2η πλήρως αναθεωρημένη και επαυξημένη έκδοση.
Ecce Homo (Ίδε ο άνθρωπος, 1888). Έχει μεταφραστεί από τους: Β. Λιάσκα (χ.χ.), Ξεν. Καρακάλο, (1950), Ζήση Σαρίκα, χ.χ. και Δημ. Λιαντίνη (1979, 2η έκδ. 2005).
Dionysos-Dithyramben (Οι διθύραμβοι του Διόνυσου, ποίηση, 1892). Πρόλογος-Μετάφρ.-Σχόλια Άρης Δικταίος, 1982².
Der Wille zur Macht (Η θέληση για δύναμη, 1901). α) Μετάφρ. Θ. Ι. Αποστολόπουλος. «Αλφειός», Αθήνα, 2000. β) Μετάφρ. Ζ. Σαρίκας. «Νησίδες», Σκόπελος 2001. γ) Μετάφρ. Γ. Εγγλέζος. «Δαμιανός», Αθήνα, χ.χ.
Αποφθέγματα από το έργο του. Μετάφρ. Ζ. Σαρίκας, Θεσσαλονίκη 1989.
Φιλοσοφικά αποσπάσματα. Μετάφρ. Ζ. Σαρίκας, εκδ. «Εξάντας», Αθήνα 1993.
Ο ευρωπαϊκός μηδενισμός. α) Μετάφρ. Ελένη Καλκάνη. «Δαμιανός», Αθήνα χ.χ. β) Μετάφρ. Δημ. Αγγελής. «Ευθύνη», Αθήνα 2001.
Εκλεκτές σελίδες. Επιλογή-μετάφρ. Γιάννης Οικονομίδης, Αθήνα χ.χ.
Μαθήματα ρητορικής. Μετάφρ. Α. Μανούση. εκδ.Πλέθρον, Αθήνα 2004.
Θεοσοφία και μυστικισμός, Μτφρ. Ελένη Καλκάνη, εκδ.Δαμιανός, Αθήνα χ.χ.
Ιστορία και ζωή. Εισαγωγή-μετάφρ.-σημειώσεις Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. «Γνώση», Αθήνα 1993.
Μυστικιστικές σελίδες. Μετάφρ. Μ.Ε. Ανδρουλιδάκης, Αθήνα 1962.



Διονύσου Διθύραμβοι


Μεταφραστής: Γιάννης Καμπύσης


ΓΙΑ ΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ ΤΟΥ ΥΠΕΡΠΛΟΥΤΟΥ
Δέκα χρόνια πᾶνε —,

δὲ μἔφτανε καμιὰ στ στάλαζε δροσιά,

ἡ ἴδια νὰ εἶσαι τῆς ὠχρῆς τῆς ερημιᾶς βροχή!


Μιὰ φορὰ διάταζα τὰ σύγνεφα

νὰ φεύγουν ἀπὸ τὰ βουνά μου,—

ἄλλοτ’ ἔλεγα «φῶς περσότερο, σεῖς σκοτεινιές!»

Σήμερα τὰ δελεάζω νὰ ἔρχουνται·

σκοτάδι ἀπλῶστε γύρο μου μὲ τὰ μαστάρια σας!

—θέλω νὰ σας ἀρμέξω,

ὦ ἀγελάδες του ὕφους!


Σοφία θερμογάλακτη, γλυκειὰ δροσιὰ τσῆ ἀγάπης

ἀπάνου ἀπὸ τὴ χώρα πλημμυρίζω.


Μακριά, μακριά, ὦ ἀλήθειες

ποὺ σκοτεινὰ θωρεῖτε!

Δὲ θέλω ἀπάνου στὰ βουνά μου

στρυφνὲς χωρὶς ὑπομονὴ νὰ βλέπω ἀλήθειες.

Χρυσῆ ἀπὸ τὸ χαμόγελο

σήμερα ἐγγύς μου τὴν ἀλήθεια,

ἀπὸ τὸν Ἥλιο γλυκερή, μαύρη ἀπὸ τὴν ἀγάπη,—

μιὰν οὐρμασμένη ἀλήθεια κόβω ἀπὸ τὸ δέντρο.


Τὸ χέρι ἀπλόνω σήμερα

στῆς τύχης τα σγουρόμαλλα,

ἀρκετὰ φρόνιμος, τὴν τύχη

νὰ ὁδηγήσω σὰν παιδί, νὰν τηνὲ ξεγελάσω.

Θέλω φιλόξενος σήμερα νὰ εἶμαι

στὸν ἐνοχλητικό,

τοῦ πεπρωμένου ἐνάντια ἀγκάθια ἐγὼ δὲ θέλω νἀπλόνω

— ὁ Ζαρατούστρας δὲν εἶναι σκαντζόχοιρος.


Ἡ ψυχή μου,

ἄπληστα μὲ τὴ γλώσσα της,

ἔγλυψε πιὰ ὅλα τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά,

σ’ ὅλα τὰ βύθη ἐβούτηξε.

Μὰ πάντοτε ὅμοια μὲ φελλό,

πάντοτε πάλε ἀπάνου πλέχει,

σὰ λάδι ἀπάν’ σὲ θάλασσες σκοῦρες θαυματουργεῖ·

γιὰ χάρη τούτης τῆς ψυχῆς μὲ λένε: ὁ εὐτυχισμένος.


Ποιὸς εἶναι, μου πατέρας, μάνα;

Ὁ πρίγκηπας ὁ γεμιστὸς δὲν εἶναι μου πατέρας

καὶ τὸ ἥσυχο χαμόγελο μητέρα;

Τὸ συνοικέσιο αὐτῶν τῶν δυὸ δὲ γέννησεν ἐμένα,

τὸ αἰνιγματόζωον ἐμένα,

τοῦ φωτὸς τὸ ζιζάνιον ἐμένα,

κάθε σοφίας τὸν ἄσωτον ἐμένα Ζαρατούστρα;


Ἄρρωστο σήμερα ἀπὸ τρυφεράδα,

δροσιστικὸ ἀγεράκι,

κάθεται ὁ Ζαρατούστρας καρτερῶντας στὰ βουνά του,—

στὸν ἴδιο τὸ χυμό του

γλυκασμένος, βρασμένος,

κάτου ἀπὸ τὴν κορφή του,

κάτου ἀφ’ τὸν πάγο του,

ἀποσταμένος καὶ μακάριος,

ἕνας δημιουργὸς στὴν ἕβδομή του τὴν ἡμέρα.


— Ἥσυχα!

Μιὰ ἀλήθεια ἀπάνου μου διαβαίνει

ὅμοια μὲ σύγνεφο,—

μὲ κεραυνοὺς ἀδιόρατους μὲ συντυχαίνει.

Σὲ ἀργειὲς πλατειὲς σκάλες ἀπάνου

σὲ μένα ἡ εὐτυχία της ἀνεβαίνει·

ἔλα, ἔλα, ὦ πολυαγαπημένη ἀλήθεια!


—Ἥσυχα!

Εἶναι ἡ ἀλήθεια μου!

Ἀπὸ μάτια δισταχτικά,

ἀπὸ ἀνατριχῆλες βελουδένιες 


τὸ βλέμμα της μὲ συντυχαίνει,

μὲ ἀγάπη, μὲ κακία, σὰν κορασιοῦ ματιά…

Ἐμάντευε τὸ βάθος της εὐτυχίας μου,

ἐμένα ἐμάντευεν — ἄ! τί ἐφευρίσκει;—

Πορφυρένιος ἕνας δράκοντας κατασκοπεύει

στὴν ἄβυσσο τῆς κορασίσιας τῆς ματιᾶς της.


— Σούτ! Ἡ ἀλήθεια μου μιλεῖ!—

Ἀλλοίμονό σου, ὦ Ζαρατούστρα!

Μοιάζεις σὰν ἕνας,

χρυσάφι ποὺ κατάπιε·

θὰ σοῦ ξεσκίσουν, θὰ σου ἀνοίξουν τὴν κοιλιά!…


Πολὺ πλούσιος εἶσαι,

ἐσύ, καταστροφέα πολλῶν!

Παρὰ πολλοὺς κάμνεις ζηλόφτονους,

παρὰ πολλοὺς κάμνεις φτωχούς…

Σὲ μέν’ τὸν ἴδιο ρίχνει ἥσκιο τὸ φῶς σου—,

τουρτουρίζω· φεύγα μακριά, σὺ πλούσιε,

φεύγα, Ζαρατούστρα, μακριά ἀφ’ τὸν ἥλιο σου!…


Τὰ περισσεύματά σου ἐπιθυμοῦσες νὰ χαρίσεις, νὰ ξεκάμεις,

μὰ ὁ περιττώτατος ὁ ἴδιος εἶσαι ἐσύ!

Φρονίμεψε, ὦ σὺ πλούσιε!

Πρῶτα τὸν ἴδιο σου ἑαυτὸ χάρισε, ὦ Ζαρατούστρα!


Δέκα χρόνια πᾶνε—,

καμιὰ σταλαγματιὰ δὲ σἔφτανε;

Κανένα ἀγέρι ὑγρούτσικο; καμιὰ δροσιὰ ἀπ’ Ἀγάπη;


Μὰ ποιὸς ἔπρεπε νἀγαπήσει ἐσένα,

ὦ ὑπέρπλουτε;

Τριγύρο ἡ εὐτυχία σου ξεραίνει,

φτωχαίνει τὴν ἀγάπη

— μιὰ ἄβροχη χώρα...


Κανεὶς πιὰ δὲ σεὐγνωμονεῖ,

μὰ ἐσὺ ὅλους τοὺς εὐχαριστεῖς,

ποὺ πέρνουν ἀπὸ σένα·

ἔτσι κἐγὼ σὲ διακρίνω,

ὦ ὑπέρπλουτε,

ὦ ἐσὺ φτωχότατε τῶν πλούσιων ὅλων!


Θυσιάζεσαι, σὲ βασανίζει ὁ πλοῦτος σου—

παραδίνεσαι,

δὲ φείδεσαι τὸν ἑαυτό σου, δὲν τὸν ἀγαπᾶς·

πάντοτε σὲ ἀναγκάζει ἡ βάσανο ἡ μεγάλη,

βάσανο τῶν ἀποθηκῶν τῶν παραπληρωμένων,

παραπληρωμένης καρδιᾶς —

μὰ πιὰ κανένας δὲ σεὐχαριστεῖ…


Φτωχότερος νὰ γίνεις πρέπει,

σοφὲ ἄσοφε!

ἂ θέλεις νἀγαπιέσαι.

Μόνο τοὺς ὅσους πάσχουνε ἀγαπᾶνε,

δίνουνε τὴν ἀγάπη τους μόνο στὸν πεινασμένο·

πρῶτα τὸν ἴδιο σου ἑαυτὸ χάρισε, ὦ Ζαρατούστρα!


— Εἶμαι ἡ ἀλήθεια σου…
Ο ΗΛΙΟΣ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ
1

Πολὺ ἀκόμα δὲ θὰ διψᾶς,
φλογισμένη καρδιά!
Ὑπόσχεση εἶναι στὸν ἀγέρα,
ἀπ’ ἄγνωστα στόματα μοῦ σαλπίζεται,
— ἡ μεγάλη αὔρα ἔρχεται…

Ἀπάνου μου φλογιστικὸς τὸ μεσημέρι
ἐστέκονταν ὁ Ἥλιος μου·
γειά σας, ποὺ ἐρχόσαστε, σεῖς ξαφνικὰ ἀγεράκια,
ἐσεῖς τοῦ ἀπογυιόματος πνεύματα δροσερά!

Ἀπόξενος καὶ καθαρὸς φυσάει ὁ ἀγέρας.
Δὲ μὲ στραβοκοιτάζει ἡ νύχτα
μὲ τὴ λοξὴ
τὴν ξελογιάστρα της ματιά;…
Κρατήσου δυνατή, ὦ γενναία μου καρδιά!
Μὴ ρωτᾶς: γιατί;—

2

Ὦ τῆς ζωῆς μου ἡμέρα!
ὁ Ἥλιος πέφτει.
Περίχρυση πιὰ στέκει
ἡ γυαλιστὴ πλημμύρα.
Θερμὰ ανασαίνει ὁ βράχος·
καλὰ ἐκοιμόταν ἡ εὐτυχία σ’ αὐτὸν τὸ μεσημέρι
τὸ μεσημεριανό της ὕπνο;
Ἡ ἄβυσσο ἡ μαυρειδερὴ ἀκόμα παίζει ἀπάνου
εὐτυχία σὲ πράσινα φῶτα.
Ὦ ἡμέρα τῆς ζωῆς μου!
ἔρχεται ἡ νύχτα!
Ἀνάβει πιὰ τὸ μάτι σου
μισοκλεισμένο,
πιὰ τῆς δροσιᾶς σου ἀναβρύζει
δακρυοστάλλαγμα,
πιὰ ἀπάνου ἀπὸ ἄσπρες θάλασσες ἥσυχα τρέχει
πορφύρα τῆς ἀγάπης σου,
ἡ μακαριότητά σου ἡ στερνὴ ἡ δισταχτική…

3

Ὦ εὐθυμία, χρυσῆ, ἔλα!
Σὺ τοῦ θανάτου μυστικότατη
γλυκύτατη προαπόλαψη!
— Παραπολὺ γλήγορα ἐγὼ τὸ δρόμο μου ἔτρεχα;
Νά τόρα ποὺ τὸ πόδι ἀπόστασε,
ἡ ματιά σου μὲ προφτάνει,
ἡ εὐτυχία σου μὲ προβοδεῖ.

Γύρο μονάχα κῦμα καὶ παιχνίδι.
Ὅ,τι βαρὺ εἴταν, ἔπεσε στὴν μπλάβη λησμονιά,—
ἀργὴ στέκεται τόρα ἡ βάρκα μου.
Φουρτούνα καὶ ταξίδι — πὼς τὸ ξέμαθε!
Πόθος κ’ ἐλπίδες πνίγηκαν,
ψυχὴ καὶ θάλασσα γυαλὶ εἶναι.

Ἕβδομη μοναξιά!
Ποτές μου δὲν αἰστάνομουν τόσο κοντά μου
γλυκειὰν ἀσφάλεια,
τόσο θερμὴ τοῦ Ἥλιου τὴ ματιά.
— Ὁ πάγος τῆς κορφῆς μου ἀκόμα δὲν ἀνάβει;
Ἀσημένιο, ἐλαφρό, ἕνα ψάρι
τὸ σκάφος μου τόρα ἔξω πλέχει…

ΔΙΑΘΗΚΗ

Ἔτσι νὰ πεθαίνουν,
ὅπως τὸν εἶδα νὰ πεθαίνει μιὰ φορά—,
τὸ φίλο, ποὺ στὴ σκοτεινή μου νιότη
θεϊκὰ ἔριχνεν ἀστραπὲς καὶ ματιές·
— ζωηρὸς καὶ βαθὺς
στὴ μάχη χορευτής —,
μὲς τοὺς πολεμιστάδες ὁ εὐθυμότερος,
στοὺς νικητάδες μέσα ὁ σοβαρότερος,
Μοίρα στὴ μοίρα του στεκόμενος,
σκληρός, συλλογισμένος, προμελητεμένος—·

τρέμοντας, γιατὶ ἐνικοῦσε
ἀλαλάζοντας, γιατὶ πεθαίνοντας νικοῦσε—·
προστάζοντας, ἐνῶ ξεψυχοῦσε,
— κ’ ἐπρόσταζε: νὰ καταστραφοῦν…

Ἔτσι νὰ πεθαίνουν,
ὅπως τὸν εἶδα νὰ πεθάνει μιὰ φορά·
νικῶντας, καταστρέφοντας



Περίληψη
"Πάντα βρίσκω όλους τους ανθρώπους, όπως κι αν τους κοιτάζω, με καλοσύνη ή κακία, να φροντίζουν για ένα πράγμα: Πως να εξυπηρετήσουν τη συντήρηση του είδους. Και φροντίζουν γι' αυτό, όχι από αγάπη για το είδος, αλλά γιατί δεν υπάρχει μέσα τους τίποτα παλιότερο, δυνατότερο, ανέλεκτο και πιο ακατανόητο από αυτό το ένστικτο, γιατί είναι αλήθεια πως το ένστικτο αυτό, είναι στην κυριολεξία η ουσία του είδους μας, η ουσία του κοπαδιού μας. Παρ' όλο που τα καταφέρνουμε αρκετά γρήγορα μπορώ να πω, με τη συνηθισμένη φυσικά μυωπία μας, να ξεχωρίζουμε από απόσταση πέντε βημάτων τους ομοίους μας, σε χρήσιμους και σε άχρηστους, σε καλούς και σε κακούς ανθρώπους, ωστόσο αν καθίσουμε και τα βάλουμε κάτω και κάνουμε έναν απολογισμό και σκεφτούμε το γενικό σύνολο αυτού του ξεχωρίσματος, καταλήγουμε σε μια φοβερή δυσπιστία. Δεν μας ικανοποιεί το ξεχώρισμα, δεν είμαστε σίγουροι και στο τέλος τα παρατάμε. Στο κάτω κάτω της γραφής, ίσως ο πιο άχρηστος, ο πιο βλαβερός άνθρωπος να είναι ο πιο χρήσιμος για τη συντήρηση του είδους. Γιατί ο άνθρωπος αυτός -ο βλαβερός- συντηρεί στον εαυτό του ή στους άλλους ανθρώπους, διάφορα ένστικτα που χωρίς αυτά η ανθρωπότητα θα είχε εδώ και πολύ καιρό αποχαυνωθεί και διαφθαρεί"...https://www.ianos.gr

Η Θεωρία του σκοπού της ζωής (Απόσπασμα)

Κάθε άνθρωπος με το να κάνει το καλό η το κακό, εξασκεί τη δύναμη του σε άλλους... και δεν ζητά τίποτε περισσότερο. Κάνοντας το κακό, εξασκείς τη δύναμη σου σ' όλους εκείνους που είσαι αναγκασμένος να τους κάνεις να την νοιώσουν, να την αισθανθούν, γιατί το κακό, ο πόνος δηλαδή, για τον σκοπό αυτό, είναι ένα μέσο περισσότερο αισθητό από την ηδονή.
Ο πόνος πάντοτε ζητά να μάθει την αιτία του, ενώ η ηδονή έχει την τάση να κλείνεται στον εαυτό της και να μην γυρίζει να κοιτάξει προς τα πίσω. Κάνοντας το καλό ή με το να επιθυμούμε το καλό των άλλων, εξασκούμε τη δύναμη μας σε όλους εκείνους που, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, εξαρτώνται κιόλας από μας (δηλ. που έχουν συνηθίσει να μας σκέπτονται σαν αιτία τους).
Προσπαθούμε να αυξήσουμε την δύναμη τους γιατί έτσι μεγαλώνουμε και τη δική μας δύναμη ή θέλουμε να τους αποδείξουμε πόσο κερδισμένοι είναι που βρίσκονται στην εξουσία μας. Έτσι θα τους ικανοποιεί περισσότερο η κατάσταση τους, θα κάνουν εχθρούς, τους εχθρούς της δικής μας δύναμης και θα είναι περισσότερο έτοιμοι να τους πολεμήσουν.
Το γεγονός ότι κάνουμε θυσίες για το καλό ή το κακό ακόμα κι αν παίζουμε κορώνα – γράμματα τη ζωή μας, όπως ο μάρτυρας κάνει θυσία για το πιστεύω του, για την εκκλησία του και τότε πάλι κάνουμε θυσίες για την ανάγκη μας για δύναμη ή για να διατηρήσουμε το συναίσθημα της δύναμης μας. Αν συλλαμβάναμε σε όλη του την έκταση το "κατέχω την αλήθεια", πόσα και πόσα αγαθά δεν θα αφήναμε στην άκρη για να διατηρήσουμε το συναίσθημα αυτό!
Πόσα και πόσα πράγματα δεν θα ρίχνουμε στο "ποτάμι" για να μπορέσουμε να σταθούμε στην επιφάνεια, να σταθούμε δηλαδή πάνω απ όλους εκείνους που στερούνται την αλήθεια. Βέβαια, είναι πολύ σπάνιο η κακή πράξη, να είναι το ίδιο ευχάριστη με κείνη την πράξη του καλού. Αυτό είναι ένα δείγμα που φανερώνει πως μας λείπει ακόμα δύναμη ή που εκδηλώνει το πείσμα μας γι αυτή τη φτώχεια.
Είναι ο προάγγελος για νέους κινδύνους ή για νέες αβεβαιότητες στο κεφάλαιο της δύναμης που διαθέτουμε. Είναι ο προάγγελος του ορίζοντα μας που τον σκεπάζουν προοπτικές εκδίκησης, τιμωρίας, αποτυχίας, εμπαιγμού.
Μονάχα οι πιο ευέξαπτοι άνθρωποι, οι πιο άπληστοι για το αίσθημα της δύναμης, μπορούν να νοιώσουν κάποια ευχαρίστηση όταν αποτυπώνουν την σφραγίδα της κυριαρχίας τους σ ένα δύστροπο άνθρωπο. Το ίδιο συμβαίνει και με κείνους που βλέπουν μόνο ανία και βάρος στο αντίκρυσμα ενός πλάσματος που έχει πλέον υποδουλωθεί που έγινε, δηλαδή, αντικείμενο καλοσύνης.
Πρέπει να ξέρουμε τι "καρυκεύματα" μας αρέσει να βάζουμε στη ζωή μας;
Πρέπει να ξέρουμε, αν θέλουμε το αργό ή το απότομο μεγάλωμα της δύναμης μας;
Το σίγουρο ή το επικίνδυνο και παράτολμο;
Είναι πλέον ζήτημα γούστου.
Γυρεύουμε το ένα ή το άλλο καρύκευμα, ανάλογα με την κλίση της ιδιοσυγκρασίας μας.
Για τις αγέρωχες φύσεις, η εύκολη λεία είναι κάτι το ευκαταφρόνητο.

Λυκόφως των ειδώλων -απόσπασμα

«Το ν’ αποδίδει κανείς την κακή του διάθεση σ’ άλλους, ή στον ε α υ τ ό του –το πρώτο το κάνουν οι σοσιαλιστές, το δεύτερο, λογουχάρη, οι χριστιανοί–, δεν έχει εντέλει καμμιά σημασία. Αμφότεροι πιστεύουν –κι αυτό δείχνει, ακριβώς, α ν α ξ ι ο π ρ έ π ε ι α– πως κάποιος ά λ λ ο ς
https://www.catisart.gr/




Τάδε έφη Ζαρατούστρα - Ο Ηρωικός τρόπος ζωής

«Μ’ αρέσει εκείνος που πετά χρυσά λόγια πριν από τα έργα του και που κάνει όλο και περισσότερα απ’ όσα υπόσχεται. Ο δημιουργός Εαυτός δημιούργησε την υπόληψη και την περιφρόνηση, δημιούργησε την χαρά και τον πόνο. Το δημιουργό κορμί δημιούργησε το πνεύμα, σαν χέρι της θέλησης του.
Έναν άλλο καιρό σκέφτονταν να γίνουν ήρωες, τώρα δεν είναι παρά χαροκόποι. Μια θλίψη και ένα ρίγος τους είναι σήμερα ο ήρωας. Μα σ’ εξορκίζω στην αγάπη μου και στην ελπίδα μου, μη πετάξεις τους ήρωες απ’ την ψυχή σου! Κράτησε ιερή την πιο υψηλή ελπίδα σου.
Δε θέλουμε να μας λυπούνται οι χειρότεροι εχθροί μας, ούτε και εκείνοι που από καρδιάς αγαπούμε. Βλέπω πολλούς στρατιώτες – θέλω να δω πολλούς πολεμιστές! Ομοιόμορφη είναι η στολή που φοράνε – ας μην ήταν ομοιόμορφο ότι κρύβουν μ’ αυτήν!
«Τι είναι καλό;» ρωτάτε. Το να είναι γενναίος κανείς, να τι είναι καλό. Μακριά από την αγορά και την φήμη προικίζεται κάθε τι το μεγάλο. Μακριά από την αγορά και την φήμη κατοίκησαν πάντα οι δημιουργοί μεγάλων αξιών. Ένας πίνακας αξιών κρέμεται πάνω από κάθε λαό. Κοίτα, είναι ο πίνακας των υπερνικήσεων του. Κοίτα, είναι η φωνή της θέλησης του για δύναμη.
Πάντα γκρεμίζει αυτός που πρέπει να είναι δημιουργός. Είσαι τέτοιος που να έχεις το δικαίωμα να ξεφύγεις από έναν ζυγό; Υπάρχουν μερικοί που πετούνε την τελευταία τους αξία, όταν πετάξουν από πάνω τους την σκλαβιά τους. Ελεύθερος προς τι; Τι τον νοιάζει τον Ζαρατούστρα! Μα το μάτι σου πρέπει φωτεινό να μου αναγγείλει: ελεύθερος προς τι;
Μπορείς να δώσεις ο ίδιος στον εαυτό σου το κακό σου και το καλό σου και να κρεμάσεις από πάνω σου την θέληση σου σαν ένα νόμο; Μπορείς να είσαι εσύ ο ίδιος δικαστής του εαυτού σου και του νόμου σου εκδικητής; Είσαι νέος και θέλεις να παντρευτείς και να κάνεις παιδί. Μα εγώ σε ρωτώ: είσαι άνθρωπος που έχει δικαίωμα να θέλει παιδί; Είσαι πλούσιος σε νίκες, ο δαμαστής του εαυτού σου, ο κυρίαρχος των αισθήσεων σου, αφέντης των αρετών σου; Έτσι σε ρωτώ.
Ανώτερα από εσένα κτήρια πρέπει να υψώσεις. Μα πρώτα πρέπει να χτιστείς ο ίδιος εσύ, με ορθογωνισμένο κορμί και ψυχή. Η θέληση απελευθερώνει. Αυτή είναι η αληθινή θεωρία για την θέληση και την ελευθερία. Όπου βρήκα ζωή, εκεί βρήκα και θέληση για δύναμη. Ακόμη και στην θέληση των δούλων βρήκα την θέληση να γίνουν αφεντικά.
Μόνο εκεί που υπάρχει ζωή, υπάρχει και θέληση, μα όχι θέληση για ζωή, παρά θέληση για δύναμη! Γι’ αυτόν που ζει υπάρχουν πολλά πολυτιμότερα από την ίδια την ζωή. Μα με την ίδια την διαβάθμιση των αξιών εκφράζεται η θέληση για δύναμη.
Πού υπάρχει αθωότητα; Εκεί που υπάρχει θέληση για γέννηση. Και όποιος θέλει να δημιουργήσει έξω και πάνω από τον εαυτό του, αυτός έχει για μένα μια καθαρότερη θέληση. Πού υπάρχει ομορφιά; Εκεί που πρέπει να θέλω με όλη μου την θέληση.
Το να εκτελείς κάτι μεγάλο είναι δύσκολο, μα το πιο δύσκολο είναι να διατάζεις κάτι μεγάλο. Αρετή είναι για δαύτους ό,τι ταπεινώνει και μερεύει, για αυτό τον λύκο τον έκαναν σκύλο και τον ίδιο τον άνθρωπο το καλύτερο κατοικίδιο ζώο του ανθρώπου.
Πάντα είναι λίγοι αυτοί που η καρδιά τους κρατάει πολύ καιρό το θάρρος της και την τόλμη της· και των λίγων αυτών το πνεύμα δεν χάνει την υπομονή του.
Μα οι άλλοι είναι άνανδροι. Αηδιαστικότεροι μου φαίνονται ακόμη όλοι οι σαλιογλύφτες· και το αηδιαστικότερο ζώο του ανθρώπου που βρήκα το βάφτισα παράσιτο. Τούτο εδώ ήθελε να μην αγαπά και ωστόσο να ζει από την αγάπη.
Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί – ο άνθρωπος είναι γιοφύρι και όχι σκοπός. Όποιος δεν μπορεί να προστάζει τον εαυτό του, πρέπει να υπακούει.
Όχι, από τώρα και ύστερα δε θα είναι η καταγωγή σας που θα σας τιμά, αλλά ο σκοπός σας. Η θέληση σας και το πόδι σας, που θέλει να σας ξεπεράσει – να ποια θα είναι η νέα σας τιμή! Η θέληση απελευθερώνει. Γιατί θέληση σημαίνει δημιουργία. Αυτό διδάσκω εγώ. Πρέπει να έχετε εχθρούς μόνο για να τους μισείτε, αλλά όχι εχθρούς για να τους περιφρονείτε, πρέπει να είστε υπερήφανοι για τους εχθρούς σας. Να φυλάτε τον εαυτό σας για τον αξιότερο εχθρό, γι’ αυτό πρέπει να προσπερνάτε πολλούς.
Δεν υπάρχει πιο σκληρή δυστυχία μέσα σ’ όλα τα ανθρώπινα πεπρωμένα, από το να μην είναι οι πιο δυνατοί της γης οι πρώτοι ανάμεσα στους ανθρώπους. Γι’ αυτό και όλα γίνονται ψεύτικα και στραβά και τερατώδη. Όταν τα σπαθιά διασταυρώνονταν σαν κοκκινόστιχτα φίδια, τότε οι πατέρες μας αγαπούσανε την ζωή. Κάθε ήλιος ειρήνης τους φαινότανε ασθενικός και χλιαρός, η μακρόχρονη ειρήνη τους ντρόπιαζε.
Αν θέλετε ν’ ανεβείτε ψηλά, χρησιμοποιείτε τα δικά σας πόδια. Μην αφήνετε να σας σηκώνουν, μην καθίζετε σε ξένες πλάτες και σε ξένα κεφάλια. Το θάρρος και η περιπέτεια και η χαρά για το άγνωστο και το ανεπιχείρητο – το θάρρος μου φαίνεται ολόκληρη η προϊστορία του ανθρώπου».


Τάδε έφη Ζαρατούστρα

 ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΝΑ ΖΟΥΝ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΑΝ ΚΑΤΑΒΑΤΕΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΒΑΤΕΣ. Αγαπώ τους μεγάλους καταφρονητές, επειδή είναι οι μεγάλοι λάτρες, και βέλη που λαχταρούν την άλλη ακτή. Αγαπώ εκείνους που δεν ψάχνουν πρώτα ένα λόγο πέρα από τ’ αστέρια για να κατεβούνε και να θυσιαστούνε, αλλά θυσιάζουν τον εαυτό τους στη γη, ώστε η γη του Υπεράνθρωπου στη συνέχεια να έρθει. ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΖΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΑΝΑΖΗΤΕΙ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΕΙ, ώστε ο Υπεράνθρωπος στη συνέχεια να ζήσει. Έτσι αναζητεί τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που μοχθεί και εφευρίσκει, ώστε να χτίσει το σπίτι για τον Υπεράνθρωπο, και να προετοιμάσει γι’ αυτόν γη, ζώα, και φυτά: γιατί έτσι αναζητεί τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που αγαπάει την αρετή του: γιατί η αρετή είναι η βούληση προς κατάβαση, και ένα βέλος λαχτάρας. ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΡΑΤΑΕΙ ΜΕΡΙΔΙΟ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ, αλλά θέλει να είναι πλήρως το πνεύμα της αρετής του: έτσι περπατάει σαν πνεύμα πάνω απ’ τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που κάνει την αρετή του κλίση και πεπρωμένο του: έτσι, για χάρη της αρετής του, είναι διατεθειμένος να συνεχίσει να ζει, διαφορετικά να μη ζήσει άλλο. Αγαπώ αυτόν που δεν επιθυμεί πολλές αρετές. Μια αρετή είναι περισσότερο αρετή από δύο, επειδή είναι περισσότερο κόμβος για να πιαστεί το πεπρωμένο κάποιου. ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ Η ΨΥΧΗ ΕΙΝΑΙ ΠΛΟΥΣΙΟΠΑΡΟΧΗ, που δε θέλει ευχαριστώ και δεν τα επιστρέφει: αφού πάντα παρέχει και δεν επιθυμεί να κρατήσει για τον εαυτό του. Αγαπώ αυτόν που ντρέπεται όταν τα ζάρια πέφτουν ευνοϊκά γι’ αυτόν, και που στη συνέχεια ρωτάει: «Είμαι ανέντιμος παίχτης;» -επειδή είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει. ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΣΚΟΡΠΑΕΙ ΛΟΓΙΑ ΧΡΥΣΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ, και πάντα κάνει περισσότερα απ’ ό,τι υποσχέθηκε: γιατί αναζητάει τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που δικαιολογεί τους μελλοντικούς και συγχωρεί τους παρελθόντες: γιατί είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει στους τωρινούς. Αγαπώ αυτόν που δαμάζει τον Θεό του, επειδή αγαπάει τον Θεό του: γιατί πρέπει να υποχωρήσει δια της οργής του Θεού του. ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ Η ΨΥΧΗ ΕΙΝΑΙ ΒΑΘΙΑ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΛΗΓΩΜΑ, και μπορεί να υποχωρήσει σε κάτι μικρό: έτσι περνάει εθελουσίως πάνω από τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που οποίου η ψυχή είναι τόσο υπερπλήρης, που ξεχνάει τον εαυτό του, και όλα τα πράγματα είναι μέσα του: έτσι όλα τα πράγματα γίνονται η κάθοδός του. ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΡΔΙΑ: έτσι το κεφάλι του είναι μόνο τα σπλάχνα της καρδιάς του, η καρδιά του, όμως, προκαλεί την κατάβασή του. Αγαπώ όλους όσοι είναι σαν βαριές σταγόνες που πέφτουν μια-μια απ’ το μαύρο σύννεφο που χαμήλωσε πάνω απ’ τον άνθρωπο: προμηνύουν τον ερχομό της αστραπής, και υποχωρούν σαν προάγγελοι. [Πηγή: www.doctv.gr]

 Ιστορία και Ζωή -Απόσπασμα

Δες την αγέλη που περνάει από μπροστά σου βοσκωντας :Δεν ξέρει τί πάει να πει χτες, τί σήμερα, πετάγετ’ εδώ κι εκεί, τρώει, ξαπλώνει, χωνεύει, ξαναπετάγεται, κι αυτό από το πρωί ως το βράδυ κι από μέρα σε μέρα, δεμένη με κοντό σκοινί σε ό,τι την ευχαριστεί ή την δυσαρεστεί, δηλαδή στον πάσσαλο της στιγμής και για τούτο μήτε βαριόθυμη μήτε μπουχτισμένη. Βλέποντάς το αυτό ο άνθρωπος παθαίνει, γιατί απέναντι στο ζώο παινεύεται για την ανθρωπιά του, κι όμως από την άλλη βλέπει με ζήλεια την ευτυχία του ζώου – γιατί κι ο ίδιος θέλει αυτό μόνο : να ζει δίχως κόρο και δίχως πόνους όμοια με το ζώο :γιατί δε μου μιλάς για την ευτυχία σου αλλά μονάχα με κοιτάς; Το ζώο θέλει κι αυτό να του απαντήσει και να του πει ότι “εγώ πάντοτε ξεχνώ αμέσως τί ήθελα να πω” – ωστόσο την ξέχασε κι όλας αυτήν την απάντηση και δεν είπε τίποτα, έτσι ώστε ο άνθρωπος έμεινε με την απορία.

Αντίχριστος - Απόσπασμα


  • Η ανάγκη για πίστη, για κάποιο είδος ανεπιφύλακτου «Ναι» ή «Όχι», είναι μια ανάγκη που γεννιέται από την αδυναμία. Ο άνθρωπος της πίστης, ο «πιστός» κάθε είδους, είναι αναγκαστικά ένας εξαρτώμενος άνθρωπος· ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να βάλει τον εαυτό ως σκοπό, ένας άνθρωπος που δεν μπορεί καθόλου να βάλει κάποιον σκοπό από μόνος του. Ο «πιστός» δεν ανήκει στον εαυτό του, μπορεί μόνο να είναι ένα μέσο, πρέπει να χρησιμοποιείται, έχει ανάγκη να υπάρχει κάποιος που να τον χρησιμοποιεί. Το ένστικτό του αποδίδει τη μεγαλύτερη τιμή σε μια ηθική αποκήρυξης του εαυτού του· όλα τον πείθουν να ακολουθήσει αυτήν την πορεία: Η σύνεση του, η πείρα του, η κενοδοξία του. Κάθε είδος πίστης είναι μια έκφραση αυτοαποκήρυξης, αυτοαποξένωσης… Ο πιστός δεν είναι ελεύθερος να έχει επίγνωση των ερωτημάτων του «αληθούς» και του «αναληθούς»· η ακεραιότητα θα ήταν στην περίπτωση αυτή καταστροφή του. Η παθολογική εξάρτηση της οπτικής τους, μετατρέπει τους πιστούς σε φανατικούς…  https://indicator.gr/


  • Ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει για τον Φ. Νίτσε

  • Μια μέρα εκεί που διάβαζα σκυμμένος στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, μια κοπέλα με ζύγωσε κι έγειρε από πάνω μου. Κρατούσε ανοιχτό ένα βιβλίο κι είχε βάλει το χέρι της κάτω από τη φωτογραφία ενός αντρός που ‘χε το βιβλίο, για να κρύψει τ’ όνομά του, και με κοίταζε με κατάπληξη. -Ποιος είναι αυτός; με ρώτησε δείχνοντάς μου την εικόνα. Σήκωσα τους ώμους: -Πώς θέλετε να ξέρω; Είπα.

  • -Μα είστε εσείς, έκαμε η κοπέλα, εσείς, απαράλλαχτος. Κοιτάχτε το μέτωπο, τα πυκνά φρύδια, τα βαθουλά μάτια. Μονάχα που αυτός είχε χοντρά κρεμαστά μουστάκια, κι εσείς δεν έχετε.
    Κοίταξα αλαφιασμένος: -Ποιος είναι λοιπόν; Έκανα προσπαθώντας ν’ αναμερίσω το χέρι της κοπέλας, να δω τ’ όνομα.
    -Δεν τον γνωρίζετε; Πρώτη φορά τον βλέπετε;
    Ο Νίτσε! Ο Νίτσε! Είχα ακούσει τ’ όνομά του, μα δεν είχα ακόμα τίποτα διαβάσει δικό του.
    -Δε διαβάσατε τη Γένεση της Τραγωδίας, το Ζαρατούστρα του; Για τον Αιώνιο Γυρισμό, για τον Υπεράνθρωπο;
    -Τίποτα, τίποτα, απαντούσα ντροπιασμένος, τίποτα.
    -Περιμένετε! Είπε κι έφυγε η κοπέλα πεταχτή.
    Σε λίγο μου ‘φερνε το Ζαρατούστρα.
    -Να, είπε γελώντας, να λιονταρίσια θροφή για το μυαλό σας – αν έχετε μυαλό. Κι αν το μυαλό σας πεινάει.
    Ετούτη στάθηκε μια από τις πιο αποφασιστικές στιγμές της ζωής μου. Εδώ, στη Βιβλιοθήκη της Άγιας Γενεβιέβης, με τη μεσολάβηση μιας άγνωστης φοιτήτριας, μου ‘χε στήσει καρτέρι η μοίρα μου. Εδώ με περίμενε, φλογερός, αιματωμένος, μεγάλος πολεμιστής, ο Αντίχριστος. Στην αρχή με κατατρόμαξε. Τίποτα δεν του ‘λειπε: αναίδεια κι αλαζονεία, μυαλό απροσκύνητο, λύσσα καταστροφής, σαρκασμός, κυνισμός, ανόσιο γέλιο, όλα τα νύχια, τα δόντια και τα φτερά του Εωσφόρου.
    Μα με είχε συνεπάρει η ορμή του κι η περηφάνια, με είχε μεθύσει ο κίντυνος και βυθίζουμουν μέσα στο έργο του με λαχτάρα και τρόμο, σα να ‘μπαινα σε βουερή ζούγκλα, γεμάτη πεινασμένα θεριά και ζαλιστικά σερνικολούλουδα. Βιάζουμουν να τελειώσουν τα μαθήματα στη Σορβόννη, να βραδιάσει, να γυρίσω σπίτι, να ‘ρθει η σπιτονοικοκυρά να ανάψει το τζάκι και ν’ ανοίξω τα βιβλία του –πυργώνουνταν όλα απάνω στο τραπέζι μου– και να αρχίζω μαζί του το πάλεμα.
    Σιγά σιγά είχα συνηθίσει τη φωνή του, την κομμένη ανάσα του, τις κραυγές του πόνου του. Δεν ήξερα, τώρα το μάθαινα, πως κι ο Αντίχριστος αγωνίζεται κι υποφέρει όπως κι ο Χριστός και πως κάποτε, στις στιγμές του πόνου τους, τα πρόσωπά τους μοιάζουν. Ανόσιες μου φάνταζαν βλαστήμιες τα κηρύγματά του, κι ο Υπεράνθρωπός του δολοφόνος του Θεού.
    Κι όμως μια μυστική γοητεία είχε ο αντάρτης ετούτος, μαυλιστικό ξόρκι τα λόγια του, που ζάλιζε και μεθούσε κι έκανε την καρδιά σου να χορεύει. Αλήθεια, ένας χορός διονυσιακός ο στοχασμός του, ένας όρθιος παιάνας που υψώνεται θριαμβευτικά στην πιο ανέλπιδη στιγμή της ανθρώπινης κι υπερανθρώπινης τραγωδίας. Καμάρωνα, χωρίς να το θέλω, τη θλίψη του, την παλικαριά του και την αγνότητα και τις στάλες τα αίματα που περιράντιζαν το μέτωπό του, σαν να φορούσε και τούτος, ο Αντίχριστος, αγκάθινο στεφάνι.

    Σιγά σιγά, χωρίς να το ‘χω διόλου συνειδητά στο νου μου, οι δυο μορφές, Χριστός κι Αντίχριστος, έσμιγαν. Δεν ήταν λοιπόν ετούτοι οι δυο, προαιώνιοι οχτροί, δεν είναι ο Εωσφόρος αντίμαχος του Θεού, μπορεί ποτέ το Κακό να μπει στην υπηρεσία του Καλού και να συνεργαστεί μαζί του; Με τον καιρό όσο μελετούσα το έργου του αντίθεου προφήτη, ανέβαινα από σκαλί σε σκαλί σε μια μυστική παράτολμη ενότητα. Το Καλό και το Κακό, έλεγα, είναι οχτροί, να το πρώτο σκαλοπάτι της μύησης.

    Το Καλό και το Κακό είναι συνεργάτες, αυτό είναι το δεύτερο, το πιο αψηλό σκαλοπάτι της μύησης. Το Καλό και το Κακό είναι ένα! Αυτό ‘ναι το πιο αψηλό, όπου ως τώρα μπόρεσα να φτάσω σκαλοπάτι. […] Λιονταρίσια η τροφή που με τάισε ο Νίτσε στην πιο κρίσιμη, την πιο πεινασμένη στιγμή της νιότης. Θράσεψα, δεν μπορούσα πια να χωρέσω στο σημερινό άνθρωπο, όπως εκατάντησε, μήτε στο Χριστό, όπως τον κατάντησαν.

    Α! φώναζα αγαναχτισμένος, η παμπόνηρη θρησκεία που μετατοπίζει τις αμοιβές και τιμωρίες σε μελλούμενη ζωή, για να παρηγορήσει τους σκλάβους, τους κιότηδες, τους αδικημένους, και να μπορέσουν να βαστάξουν αγόγγυστα τη σίγουρη ετούτη επίγεια ζωή και να σκύβουν υπομονετικά το σβέρκο στους αφεντάδες! Τι οβραίικη Αγία Τράπεζα η θρησκεία ετούτη, που δίνεις μια πεντάρα στην επίγεια ζωή κι εισπράττεις αθάνατα εκατομμύρια στην άλλη! Τι απλοϊκότητα, τι πονηριά, τι τοκογλυφία! Όχι, δεν μπορεί να ‘ναι λεύτερος που ελπίζει Παράδεισο ή που φοβάται την Κόλαση.

    Ντροπή πια να μεθούμε στις ταβέρνες της ελπίδας! Ή κάτω στα υπόγεια του φόβου. Πόσα χρόνια και δεν το ‘χα καταλάβει, κι έπρεπε να ‘ρθει ο άγριος ετούτος προφήτης να μου ανοίξει τα μάτια! […] Κι άξαφνα η Εκκλησία του Χριστού, όπως την κατάντησαν οι ρασοφόροι, μου φάνταξε μια μάντρα, όπου μερόνυχτα βελάζουν, ακουμπώντας το ένα στο άλλο, χιλιάδες πρόβατα κυριεμένα από πανικό κι απλώνουν το λαιμό κι αγλείφουν το χέρι και το μαχαίρι που τα σφάζει. Κι άλλα τρέμουν γιατί φοβούνται πως θα σουβλίζουνται αιώνια στις φλόγες, κι άλλα βιάζουνται να σφαχτούν για να βόσκουν στους αιώνες των αιώνων σε αθάνατο ανοιξιάτικο χορτάρι.[…]https://indicator.gr/







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου