Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

Σαλβατόρε Κουαζίμοντο ( 20 Αυγούστου 1901 – 14 Ιουνίου1968 )

Ο Σαλβατόρε Κουαζίμοντο (Salvatore Quasimodo, 20 Αυγούστου 1901 – 14 Ιουνίου1968) ήταν Ιταλός μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και ποιητής. Μαζί με τους Εουτζένιο Μοντάλε, Ουμπέρτο Σάμπα και Τζουζέππε Ουνγκαρέττι θεωρείται από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της ιταλικής ποίησης του 20ού αιώνα. Τιμήθηκε το 1959 με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας
Γεννημένος στις Συρακούσες το 1901 και ως γιός σιδηροδρομικού υπαλλήλου ξεκίνησε τεχνικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, τις οποίες όμως σταμάτησε για να εργαστεί ως τεχνικός στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Αναφέρεται ότι μητέρα του ήταν η Ρόζα Παπανδρέου η οποία είχε γεννηθεί στην Πάτρα και στη συνέχεια μετανάστευσε στην Ιταλία. Στο Μιλάνο εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μετέπειτα ως δάσκαλος ιταλικής λογοτεχνίας στο ωδείο Giuseppe Verdi. Έμεινε σε πολλές ιταλικές πόλεις όπως το Μιλάνο, τη Ρώμη και τη Φλωρεντία, όπου και παντρεύτηκε. Στις πόλεις αυτές γνωρίστηκε και με τους μεγαλύτερους Ιταλούς συγγραφείς της εποχής. Άν και έγραψε τα πρώτα του ποιήματά του σε νεαρή ηλικία (το 1917), αυτά άρχισαν να δημοσιεύονται αρκετά αργότερα (το 1930) στο περιοδικό Solaria, τη χρονιά που κυκλοφόρησε και η πρώτη του ποιητική συλλογή Νερά και χώματα. Ασχολήθηκε με μεταφράσεις σπουδαίων Άγγλων και Ισπανών ποιητών όπως ο Σαίξπηρ και ο Νερούδα καθώς και ελληνικών ποιητικών συλλογών όπως η Ελλήνων Λυρικών (1940). Το 1945 έγινε μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Έμεινε σε πολλές ιταλικές πόλεις όπως το Μιλάνο, η Ρώμη και η Φλωρεντία, όπου και παντρεύτηκε. Στις πόλεις αυτές γνωρίστηκε και με τους μεγαλύτερους Ιταλούς συγγραφείς της εποχής.
Πέθανε το 1968 από εγκεφαλική αιμορραγία.

Εργογραφία - Διακρίσεις

Ο Σαλβατόρε Κουαζίμοντο κατέγραψε στην ποίησή του τις τάσεις και τα ρεύματα που κυριάρχησαν στην εποχή του. Στην αρχή τα έργα του επηρεάστηκαν από τον "ερμητισμό" που είχε τις ρίζες του στον γαλλικό συμβολισμό και τελικά χαρακτηρίστικαν έντονα από τον από το στοιχείο του κοινωνικού προβληματισμού.

Τα έργα του έχουν νοήματα σκοτεινά και ελλειπτική μορφή: Βυθισμένο όμπορε, Άρωμα ευκαλύπτου, Ερατώ και Απόλλων. Το 1945 έγινε μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η ποίησή του στράφηκε στον ανθρώπινο πόνο και στην αναζήτηση ανθρώπινων αξιών: Κι αμέσως βράδιασε, Μέρα με τη μέρα, Η ζωή δεν είναι όνειρο. Στην τελευταία φάση του έργο του διαπνέεται από την ατμόσφαιρα της Αντίστασης.

Η μεταφραστική του δραστηριότητα είναι ιδιαίτερα σημαντική και κυρίως οι μεταφράσεις των αρχαίων Ελλήνων λυρικών και του Βιργίλιου. Το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας ενώ κέρδισε και τα βραβεία Premio San Babila (1950), Premio Etna-Taormina (1953) και Premio Viareggio (1958). Πολλά βιβλία του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν και στα ελληνικά.

Τα έργα του

Οι πιο γνωστές ποιητικές του συλλογές είναι
Acque e terre (Νερά και χώματα, 1930)
Oboe sommerso (Καταποντισμένο όμποε, 1932)
Erato e Apollion (Ερατώ και Απόλλων, 1936)
Ed e' subito sera (Και πέφτει η νύχτα, 1942)
Poesie nuove (Νέα ποιήματα, 1942)
Giorno dopo giorno (Μέρα με τη μέρα, 1947)
La vita non e` un sogno (Η ζωή δεν είναι όνειρο, 1949)
Falso e vero verde (Πράσινο αληθινό και ψεύτικο, 1956)
Dalla Grecia, 1959
La terra impareggiabile (Απαράμιλλη πατρίδα, 1959) και Dare e avere (Δούναι και λαβείν, 1966)
La vita è sogno
Day After Day, 1946




ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Συχνά μια παραλία…
Συχνά μια παραλία
φεγγοβολάει από άστρα που γιορτάζουν.
Κυψέλες θειάφι
πάνω από το κεφάλι μου αιωρούνται.
Καιρός για τα μελίσσια· και το μέλι
είναι μες στο λαιμό μου,
που μόλις του ’λειψε ο ήχος.
Ένα κοράκι τριγυρνά, το μεσημέρι
πάνω από τις αμμόπετρες τις γκρίζες.
Αγαπημένε αέρα! Του ήλιου σου η γαλήνη
το θάνατο υποβάλλει
κι’ η νύχτα λόγια από άμμο,
από πατρίδα πια χαμένη.
Μετάφραση: Κούλης Αλέπης

Το καταφύγιο των πουλιών
Εκεί ψηλά ένα πεύκο λυγισμένο
σκύβει προσεχτικά την άβυσσο ν’ ακούσει
με διπλωμένο σαν το τόξο τον κορμό του.
Βρίσκουν σ’ αυτό καταφυγή τα νυχτοπούλια
κι όταν το υφάδι της η νύχτα πλέκει
από φτεροκοπήματα γοργά αντηχάει.
Εκεί έχει μια φωλιά της κ’ η καρδιά μου
καθώς μετέωρη στο σκότος σταματάει
ν’ αφουγκρασθεί κάποια φωνή μέσα στη νύχτα.
Μετάφραση: Παν. Χρ. Χατζηγάκης

Και το φόρεμά σου είναι λευκό
Έχεις σκύψει το κεφάλι και με κοιτάς·
και το φόρεμά σου είναι λευκό,
και το ένα σου στήθος ξεπροβάλλει μέσα από τη χαλαρή
δαντέλα του αριστερού σου ώμου.
Το φως με ξεπερνά· τρεμοπαίζει
και πέφτει στα γυμνά σου μπράτσα.
Σε βλέπω πάλι. Οι λέξεις σου
ήταν γρήγορες, σφιχτές,
μου ελαφρύναν την καρδιά
από το βάρος μιας ζωής
φαντασμαγορικής.
Ήταν βαθύς ο δρόμος
όπου ο άνεμος κατέβαινε
κάποιες νύχτες του Μαρτίου
και μας ξυπνούσε ξένους
όπως την πρώτη φορά.
Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός


Σαλβατόρε Κουαζίμοντο: "ο χαιρετισμός ενός Σικελού Έλληνα"
"δεν υπάρχει τίποτα που να μοιάζει
με την Ελλάδα την πριν από την Ελλάδα"


Αλλά στο πρώτο
σκαλοπάτι του ναού, ο Φοίβος, αν σε γνωρίζει,
υψώνει το τόξο και ευθύς χτυπά στη φτέρνα...

Μ' αυτούς τους στίχους, από το ποίημα "Δελφοί", ο Σαλβατόρε Κουαζίμοντο περιγράφει την τραυματική -στην κυριολεξία- εμπειρία που είχε όταν κατά την επίσκεψή του στους Δελφούς υπέστη "διάστρεμμα του αριστερού ποδός", εξ αιτίας ενός άλματος που επιχείρησε πάνω στο ιερό του Απόλλωνος. Το ποίημα αυτό μαζί με άλλα 6 αποτελούν μία ενότητα με τον τίτλο "Dalla Grecia" που περιλαμβάνεται στην συλλογή "La terra impareggiabile". Tα 7 "ελληνικά ποιήματα" του Ιταλού νομπελίστα καταγράφουν το οδοιπορικό και τις εντυπώσεις του από την επίσκεψή του στην Ελλάδα κατά τον Οκτώβριο του 1956.


Δελφοί 

Ένα φυτό, όχι δάφνη
η μυρτιά, κορμός
και φύλλα κοινά όπου μπολιάζονται,
μέσα από μεταμόρφωση, ψυχή και σύσταση
που το θάνατο θα δοκιμάσουν,
ούτε στους Δελφούς δεν υπάρχει.
Κι ούτε δάφνη υπάρχει για το χρησμό,
Ούτε η κρυψώνα του παιχνιδιού του. Ο ήλιος φυσάει
κάτω απ' τον Παρνασσό κι εκτοπίζει
το κέντρο του κόσμου. Η Κασταλία χλιαρή
σταγόνα στα χείλη του τουρίστα
κι ο πωλητής των υδάτων που αναβρύζουν γελάει
δίπλα στην πηγή με δυό αγαλματάκια
από τάξιμο, βουτηγμένα στη μούχλα. Άλλά στο πρώτο
σκαλοπάτι του ναού, ο Φοίβος, αν σε γνωρίζει,
υψώνει το τόξο και ευθύς χτυπά στη φτέρνα,
κρυμμένος κάτω απ' την κοιλότητα της πέτρας
όπου τα ιερά ερπετά γεννούν τα παιδιά τους,
Και πια δεν ξέρεις αν ακινησία είν' ζωή
και θάνατος κίνηση, Εδώ ξεκινά αιώνια
στο στίβο του σταδίου, απ' τις σεισμογενείς ρωγμές
των βουνών με τα κοφτερά γυρίσματα της σελήνης,
ο πληβείος αμαξηλάτης με το χαμηλό μέτωπο
και το σμαλτωμένο μάτι της ακρίδας,
=

Τη νύχτα στην Ακρόπολη

Μια νύχτα στην Αθήνα στην άσπρη θάλασσα
της Ακρόπολης η κουκουβάγια είπε Αθήνα.
Δεν ήταν κάλεσμα κακό, το φεγγάρι
κατάλευκο, ο γρανίτης σκληρός αφρός
κι ο ελαιώνας κοντά στο Ερέχθειο
σχημάτιζε κεκλιμένα κυματοειδή τρίγωνα,
κινούμενους σκαραβαίους. Σήμανε η κουκουβάγια,
δροσερή, ευτυχής, πάνω απ' τη θάλασσα. Οι κίονες,
ζώα λευκού αίματος, σάλευαν
μέσα στη στήλη. Συλλογισμένο πουλί
η κουκουβάγια, περιστρεφόμενος στοχασμός,
μιά μελωδική έλλειψη
με αρμονικό και τέλειο ράμφος. Ο ξεναγός έλεγε
από το κύμα του της σελήνης
ότι στο κέντρο του Παρθενώνα
η έκρηξη μιας τουρκικής πυριτιδαποθήκης
κατάστρεψε την αρμονία των όγκων,
έλεγε την κατάρρευση της Αθηνάς Παλλάδας,
τον ερχομό της Μαρίας
Παρθένε μήτηρ, κόρη του τέκνου σου,
πάνω στης κίτρινης κουκουβάγιας το ξύλινο κέρας.
=

Ακολουθώντας τον Αλφειό

Οι συμφωνίες της γης,
ο ήχος του πηλού,
τα σκίνα της σκουριάς, φύλλα πεσμένα
πράσινα δίπλα στην όχθη του Αλφειού
κατά την Ολυμπία του Δία και της Ήρας,
μα περισσότερο από κάθε συναίνεση τα μέσα σημάδια
από μια πεισματική καταστρoφή, το παράλογο.
σκοτεινών αντιθέσεων: απομεινάρια, κατόπιν,
αρνήσεων που αμύνονται, όπως η ζωή.
Και δεν έχει σημασία η αρμονία των νερών
Αλφειέ, είσαι πράος, σιωπηλός εδώ
στην Ηλεία' πάνω στα βότσαλα γλιστρά
ένας ήλιος χρυσαλλίδας
που θα δύσει με δολιότητα όπως φαίνεται,
τόσο μακριά η φυγή του. Εγώ δεν ψάχνω άλλο
εκτός από παραφωνίες, Αλφειέ,
κάτι που νά 'ναι πέρα απ' την τελειότητα.
Να μπορούσα τώρα να λοξοδρομήσω απ' την Ολυμπία,
απ' το σύμπλεγμα των πεύκων - μορφές που ακόμη αναπνέουνε
τον θάνατο - να υπερβώ
τον κλειστό θόλο που γνωρίζω. Μια πόρτα
για να παραβιάσω, η Ολυμπία τόπος παραθεριστών
σοφός, αρκεί ένα πήδημα κλέφτη
πάνω στο άλογο το πιο ορμητικό,
ενός αετώματος. Δεν ψάχνω έναν τόπο
παιδικών χρόνων, κι ακολουθώντας υπογείως το ποτάμι,
ήδη πριν από την εκβολή στην Αρέθουσα
να ενώσω το κομμένο
σκοινί του ερχομού.
Η ήσυχη και συγκεχυμένη συνέχεια,
η Ολυμπία, όπως ο Δίας, όπως η Ήρα.
Το κεφάλι σου κοιτώ πάνω στη χλόη να ξεχωρίζει,
μ' ένα φεγγάρι από αναμμένο άχυρο.
=

Ο Μινώταυρος στην Κνωσσό

Οι νέοι της Κρήτης είχαν λεπτή
μέση και στρoγγυλά πλευρά.
Ο Μινώταυρος μούγκριζε και γι' αυτούς στο λαβύρινθο.
Σοφία, η Αριάδνη, των αισθήσεων της Πασιφάης
που ξάφρισε κτηνώδεις εικόνες με τον ταύρο,
τον ταύρο που ξεπήδησε σαν Αφροδίτη απ' τη θάλασσα.
Αλλά η τέχνη, τα εργαλεία τοu ανθρώπου,
τα εκλεπτυσμένα σημάδια μιας ζωής πολιτισμένης
είναι δικά σας, Κρητικοί, θάνατος δεν υπάρχει.
Mα δεν υπάρχει πια κανείς το τέρας
στην Κνωσσό να μαχαιρώσει και στη βρώμικη
xαι ταραχώδη αγορά του Ηρακλείου
δεν υπάρχει τίποτα που να μοιάζει
με την Ελλάδα την πριν από την Ελλάδα.
=
Διαβάστε περισσότερα εδώ http://key-em.blogspot.com/




Ισκαριώτης

«Κανείς ποτέ δεν έμαθε τι ήθελε η καρδιά σου
κλειστός όπως ήσουν,
κανείς ποτέ δεν έμαθε απ’ το νεκρό χαμόγελο
μέχρι τη ζωντανή λέξη που άνθιζε κι απόμενε
όπως ο σπόρος κι ο καρπός: αθάνατη.

Εκείνος μόνο. Κοκκίνιζε και λεύκαινε το κακό σου
με βίαια καλέσματα κι έξαφνη εξορία.
Τι όνειρα στο δροσερό ελαιώνα και στον κήπο!
Κουβάρια φωτός και άγρωστη΄
κάθε άστρο, κάθε ανθός σπάρτου μοσχοβολούσε:
με τον ουρανό η γη στην ήμερη σκιά.

Έρημος ο οίκος. Κλαίς
δίπλα στη φλόγα με τις κλαδεμένες πρασινάδες,
ούτε κι εγώ μπορώ να σού χαρίσω τη συχώρεση΄
κάνει κρύο, βρέφος Ισκαριώτη κι η νύχτα
περίφρακτη από χιλιάδες κυπαρίσσια».

(μτφρ. Στάθης Κομνηνός).

https://diastixo.gr/



Αρθρο - Ο μεγάλος εξόριστος

Ο Σαλβατόρε Κουαζίμοντο είναι, μαζί με τον Σάμπα, τον Ουνγκαρέττι και τον Μοντάλε, από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της ιταλικής ποίησης του 20ού αιώνα και η πιο αντιπροσωπευτική φωνή του ιταλικού «ερμητισμού».

ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Σαλβατόρε Κουαζίμοντο είναι, μαζί με τον Σάμπα, τον Ουνγκαρέττι και τον Μοντάλε, από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της ιταλικής ποίησης του 20ού αιώνα και η πιο αντιπροσωπευτική φωνή του ιταλικού «ερμητισμού».

Από την πρώτη του συλλογή Acque e terre (Νερά και χώματα, 1930), σε μια εναλλαγή λογοτεχνικών επιδράσεων, ο Κουαζίμοντο «ανακρίνει τη θάλασσα και τη γη», κοιτάει τη Σικελία του που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει, με το ερωτευμένο μάτι του μετανάστη, δηλώνει τον πόνο του εξόριστου σε νοσταλγικούς τόνους. Δημιουργεί την «ποιητική του λόγου», όχι όμως ποιητική του λόγου στη φωνητική και μουσική της αξία, αλλά ποιητική προσανατολισμένη στις αξίες της ποσότητας του απόλυτου λόγου. Η αξία της συλλογής βρίσκεται στη θρησκευτική αγάπη του Κουαζίμοντο για την πατρίδα του, τη μυθική Εδέμ που χάθηκε για πάντα και στην προσπάθειά του να φτάσει στον «απόλυτο λόγο».

Με τη συλλογή Oboe sommerso (Καταποντισμένο όμποε, 1932), η ανάμνηση του νησιού γίνεται ακόμη πιο μελαγχολική, οι λέξεις πιο λυτές, ουσιώδεις. Από τη Σικελία της Εδέμ, ο Κουαζίμοντο περνά στη Σικελία του μύθου με την Erato e Apollion (Ερατώ και Απόλλων, 1936). Στη νέα συλλογή δεν αισθάνεται πια μόνο Σικελός αλλά, ταυτόχρονα, και Έλληνας, μέσα από ζωντανές μνήμες σ' ένα συναίσθημα που συγχέει τον αρχαίο κλασικό μύθο με το ιστορικό παρόν. Μ' αυτή τη συλλογή τελειώνει η ερμητική περίοδος του Κουαζίμοντο, που από την ποιητική του λόγου καταλήγει μέσα από τον στίχο στο Ed e' subito sera(Και πέφτει η νύχτα, 1942), στην ποίηση της πραγματικότητας και της αληθινής και σύγχρονης ιστορίας («Μόνος στην καρδιά της γης / με μια ηλιαχτίδα διαβατάρικη στο στήθος: / και πέφτει η νύχτα»).

Φτάνουμε έτσι στις Poesie nuove (Νέα ποιήματα, 1942), μια συλλογή όπου συρρέουν τα λυρικά κομμάτια γραμμένα μεταξύ του 1936 και του 1942. Το επίθετο νέα θέλει να υπογραμμίσει τη ρήξη με την προηγούμενη παραγωγή, σαν να ήθελε να προειδοποιήσει τον αναγνώστη γι' αυτή την αλλαγή που τον οδήγησε σε νέες λύσεις. Το 1940 αρχίζει τη δραστηριότητα του μεταφραστή με τους Έλληνες λυρικούς κι αυτή η ενασχόληση τον βοηθά να εκλεπτύνει την ποιητική τεχνική του. Οι κλασικοί ποιητές παρουσιάζονται στον αναγνώστη μέσα από μια προσωπική μεταγραφή, τέτοια που θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα αρχαία κείμενα ξαναζούν με μια μοντέρνα ευαισθησία.

Μια αποφασιστική και καθαρή ρήξη με τις προηγούμενες συλλογές, και σε επίπεδο περιεχομένου, παρατηρείται με την Giorno dopo giorno(Μέρα με τη μέρα, 1947). Ο Κουαζίμοντο εδώ στρατεύεται, η φωνή του υψώνεται μέσα από τα ερείπια και τον πόνο του πολέμου για να καταδικάσει τη βαρβαρότητα. Ο λόγος του ηχεί στη δραματική και δραματοποιημένη ακινησία. Μετά από χρόνια σιωπής, η ποίηση ανακαλύπτει στον Κουαζίμοντο την ηθικο-κοινωνική της αποστολή: ο ποιητής προσφέρει την πένα του στην εθνική και αντιφασιστική υπόθεση, γίνεται άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους και ξαναβρίσκει στον ενδεκασύλλαβο, τον κατ' εξοχήν στίχο της ιταλικής λογοτεχνικής παράδοσης, την ιδανική μετρική δομή.

Όταν, με το τέλος του πολέμου, ο κόσμος καταφεύγει στην ανέλπιστη ειρήνη, σαν σε όνειρο η φωνή του Κουαζίμοντο για άλλη μια φορά αναστατώνει τις ψυχές με τη συλλογή με τον προγραμματικό τίτλο Lavita non e` un sogno (Η ζωή δεν είναι όνειρο, 1949). Τώρα πια ο ποιητής βρίσκεται βαθιά στην πραγματικότητα του καιρού, θέλει να μιλήσει στους ανθρώπους, να τους ανοίξει τα μάτια και την καρδιά τους στην αλήθεια: «σήκωσε το κεφάλι, η γη δεν τρέμει πια / ούρλιαξε τον έρωτα, κέρδισε, αν θες τον κόσμο». Το ίδιο θέμα γίνεται ακόμη πιο έντονο στη συλλογή Falso e vero verde (Πράσινο αληθινό και ψεύτικο, 1956): εδώ το παρελθόν συγχέεται με το παρόν και είναι και τα δύο γεμάτα πόνο. Για τον Κουαζίμοντο, να χτίσεις το αύριο σημαίνει πάνω απ' όλα να μην ξεχνάς το χθες, τα διδάγματα όσων, με τη θυσία τους, άνοιξαν το δρόμο και έδειξαν την πορεία [Ai fratelli Cervi, (Στους αδελφούς Τσέρβι) και Άουσβιτς, είναι οι τίτλοι δύο φωτεινών ποιημάτων].

Οι τελευταίες συλλογές La terra impareggiabile(Απαράμιλλη πατρίδα, 1959) και Dare e avere (Δούναι και λαβείν, 1966), δηλώνουν μια επιστροφή στα πρώτα του θέματα και μοντέλα. Ο Κουαζίμοντο απογοητευμένος από την ποιότητα των ανθρώπων, φαίνεται ν' αναγνωρίζει την αποτυχία του. Το μήνυμά του έπεσε στο κενό, ο λόγος, πάνω στις σελίδες, περιμένει μάταια, τώρα πια ούτε οι αρχαίοι μύθοι των κλασικών μπορούν να του προσφέρουν μια σανίδα σωτηρίας. Πίσω από τον «δεύτερο Κουαζίμοντο», ξεπροβάλει ο «πρώτος», της αναλογικής σύντμησης, του πλαστικού και ουσιώδη λόγου. Είναι τα χρόνια που ο ποιητής, βαριά άρρωστος, αισθάνεται το θάνατο να πλησιάζει: «Γράφω λέξεις και αναλογίες, προσπαθώ / να χαράξω μια σχέση πιθανή / ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Το παρόν είναι μακριά μου / και δεν μπορεί να με χωρέσει ολόκληρο».

(*) Συρακούσες, 20 Αυγούστου 1901 - Αμάλφι, 14 Ιουνίου 1968


Da "Allegria di naufraghi" (1942)


I fiumi

Mi tengo quest'albero mutilato

abbandonato in questa dolina

che ha il languore

di un circo

prima o dopo lo spettacolo

e guardo

il passaggio quieto

delle nuvole sulla luna
............

Questo e` l'Isonzo

e qui mi sono riconosciuto

una dolce fibra

dell'universo

Il mio supplizio

e` quando

non mi credo

in armonia

................

Από «Ευθυμία ναυαγών»

Τα ποτάμια

Στέκομαι δίπλα στο ακρωτηριασμένο τούτο δέντρο

παρατημένος σ' αυτή τη γούβα

που έχει τη νωχέλεια

ενός τσίρκου

πριν ή μετά την παράσταση

και κοιτάζω

το ήσυχο ταξίδεμα

των σύννεφων μπροστά στη σελήνη

................

Αυτός είναι ο Ισόντσο

και δω πιότερο

ξαναβρήκα τον εαυτό μου

μια ίνα πειθήνια

του σύμπαντος

Μαρτύριό μου

είναι όταν

δε βρίσκω μέσα μου

αρμονία

..............

(Μετάφραση Φ. Γκ.)











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου