Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

Μωρίς Μαίτερλινκ ( 29 Αυγούστου 1862 – 6 Μαΐου 1949 ) Βέλγος Νομπελίστας Λογοτέχνης


Ο κόμης Μωρίς Πολυντόρ Μαρί Μπερνάρ Μαίτερλινκ (Maurice Polydore Marie Bernard graaf Maeterlinck, 29 Αυγούστου 1862 – 6 Μαΐου 1949) ήταν Γαλλόφωνος Βέλγοςποιητής, θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος. Το 1911 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τα κύρια θέματα του έργου του είναι ο θάνατος και το νόημα της ζωής

Ο κόμης Μωρίς Μαίτερλινκ γεννήθηκε στη Γάνδη του Βελγίου, σε μία εύπορη, γαλλόφωνη οικογένεια. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του έγραψε ποιήματα και σύντομα μυθιστορήματα, τα οποία κατέστρεψε αργότερα και από τα οποία έχουν διασωθεί μόνο αποσπάσματα.

Αφού τελείωσε τις νομικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης το 1885, πέρασε μερικούς μήνες στο Παρίσι. Εκεί γνώρισε κάποια μέλη του τότε νέου κινήματος του Συμβολισμού, και ιδιαίτερα τον Βιγιέρ ντε λ'Ιλ Αντάμ. Ο τελευταίος θα επηρέαζε σημαντικά το έργο του Μαίτερλινκ.

Το 1889 έγινε διάσημος μέσα σε μια νύχτα όταν το πρώτο του θεατρικό έργο, La princesse Maleine, δέχθηκε ενθουσιώδη εγκώμια από τον Οκτάβ Μιρμπώ, λογοτεχνικό κριτικό της Le Figaro (Αύγουστος 1890). Τα επόμενα χρόνια έγραψε μια σειρά συμβολιστικών θεατρικών έργων που χαρακτηρίζονταν από μοιρολατρεία και μυστικισμό, με πιο σημαντικά τα L'Intruse (Η παρείσακτη, 1890), Les Aveugles (Οι Τυφλοί, 1890) και Pelléas et Mélisande (1892, που υπέστη αρκετές γνωστές μουσικές κατεργασίες (βλέπε παρακάτω). Η μεγαλύτερη επιτυχία του ήταν το θεατρικό έργο L'Oiseau Bleu (Το Γαλάζιο Πουλί, 1908). Στις 26 Ιανουαρίου 1914 το σύνολο του έργου του περιελήφθη στον Index Librorum Prohibitorum της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Είχε σχέση με τη σοπράνο Ζωρζέτ Λεμπλάν από το 1895 μέχρι το 1918. Το 1919 νυμφεύθηκε τη Ρενέ Νταόν, με την οποία και μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1940.

Το 1926 εξέδωσε το La Vie des Termites (Η Ζωή των Τερμιτών) λογοκλέπτοντας το "The Soul of the White Ant" (Η Ψυχή του Τερμίτη) που είχε ερευνήσει και γράψει ο Νοτιοαφρικανός ποιητής και επιστήμονας Εζέν Μαραί (1871-1936). Η μετέπειτα αυτοκτονία του Μαραί έχει αποδοθεί από μερικούς σε αυτή την πράξη λογοκλοπής ('The Dark Stream', Leon Rousseau, Jonathan Ball Publishers, Cape Town, 1982).

Το 1930 αγόρασε ένα κάστρο στη Νίκαια της Γαλλίας και το ονόμασε Orlamonde, όνομα που εμφανίζεται στο έργο του Quinze Chansons.

Το 1932 έγινε κόμης από τον Αλβέρτο Α΄ του Βελγίου.

Σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύθηκε στους The New York Times το 1940, έφτασε στις ΗΠΑ από τη Λισαβόνα με το ελληνικό πλοίο γραμμής Νέα Ελλάς. Είχε φύγει στη Λισαβόνα για να αποδράσει από τη ναζιστική εισβολή στο Βέλγιο και τη Γαλλία. Οι Times παραθέτουν τα λόγια του: «ήξερα πως αν συλλαμβανόμουν από τους Γερμανούς θα με σκότωναν αμέσως, αφού θεωρούμουν ανέκαθεν εχθρός της Γερμανίας εξαιτίας του έργου μου, Le Bourgmestre de Stillemonde, το οποίο αναφερόταν στις συνθήκες στο Βέλγιο κατά τη Γερμανική Κατοχή του 1918».

Επέστρεψε στη Νίκαια μετά τον πόλεμο και πέθανε εκεί το 1949.

Ο Μαίτερλινκ στη μουσική

Πάμπολλες είναι οι όπερες και τα άλλα είδη μουσικών συνθέσεων που ενέπνευσαν τα δράματα του Μαίτερλινκ. Μεταξύ αυτών είναι οι:
Το Pelléas et Mélisande (Πελέας και Μελισάνθη) υπήρξε πηγή έμπνευσης για τέσσερις μείζονες μουσικές συνθέσεις της αλλαγής του αιώνα: μία όπερα από τον Κλωντ Ντεμπυσσύ (L 88, Paris, 1902), σκηνική μουσική στο έργο από τον Γιαν Σιμπέλιους (opus 46, 1905), μια ορχηστρική σουίτα από τον Γκαμπριέλ Φωρέ (opus 80, 1898) και ένα συμφωνικό ποίημα από τον Άρνολντ Σαίνμπεργκ (opus 5, 1902/03).
Ariane et Barbe-bleue: όπερα σε 3 πράξεις από τον Πωλ Ντυκά (Paul Dukas) (1899-1907; f.p. Paris, Opera-Comique, 1907)
Princess Maleine: Bréville, Lili Boulanger, Cyril Scott
Les Sept Princesses: Bréville
La Mort de Tintagiles : Charles Martin Loeffler|Löffler, Santoliquido, Vaughan Williams
Aglavaine and Sélysette: Arthur Honegger
Monna Vanna: Ábrányi Emil jr., Henry Février, Σεργκέι Ραχμάνινοφ
Les Aveugles (Οι Τυφλοί): Beat Furrer (ως "Die Blinden")



Επιλεγμένη εργογραφία

Ποιητικά έργα

Serres chaudes (Θερμοκήπια, 1889)
Douze chansons (Δώδεκα τραγούδια, 1896)
Quinze chansons (Δεκαπέντε τραγούδια, 1900, εμπλουτισμένη έκδοση των Douze chansons)

Θεατρικά έργα

La princesse Maleine (Η πριγκίπισσα Μαλέν, 1889)
L'Intruse (Η παρείσακτη, 1890)
Les aveugles (Οι τυφλοί, 1890)
Intérieur (Εσωτερικό), (1891)
Pelléas et Mélisande (Πελλέας και Μελισσάνθη, 1892) - το πιο διάσημο Συμβολιστικόθεατρικό του, που έγινε όπερα το 1902 από τον Κλωντ Ντεμπυσσύ
La Mort de Tintagiles (Ο θάνατος του Τενταζίλ, 1894)
Annabella (Μετάφραση του 'Tis Pity She's a Whore του Τζων Φορντ)(1894)
Aglavaine et Sélysette (1896)
Ariane et Barbe-Bleue (Η Αριάδνη και ο Κυανοπώγων, 1901), έγινε όπερα από τον Paul Dukas
Monna Vanna  (Μόνα Βάνα, 1902)
Joyzelle (1903)
L'Oiseau Bleu (Το γαλάζιο πουλί, 1908)
Marie Magdeleine (Μαρία Μαγδαληνή, 1910)
Le Bourgmestre de Stilmonde (Ο δήμαρχος του Στιλμόντ, 1918)
La miracle de Saint-Antoine (Το θαύμα του Αγίου Αντωνίου, 1919)
Berniquel (1929)

Πεζά έργα

Φιλοσοφικά δοκίμια
Le Trésor des Humbles (Ο θησαυρός των ταπεινών, 1896)
La Sagesse et la destinée (Η σύνεση και το πεπρωμένο, 1898)
La Vie des abeilles (Η ζωή των μελισσών, 1901)
L'Intelligence des fleurs (Η νοημοσύνη των λουλουδιών, 1907)
La vie des termites (Η ζωή των τερμιτών, 1926)

Αυτοβιογραφία

Bulles bleues (Γαλάζιες φούσκες, 1948)
,
Ελληνικές μεταφράσεις
Η πριγκίπισσα Μαλέν : Άλκης Θρύλος (Νέα Εστία, 1962 Α΄)
Το γαλάζιο πουλί : Πέτρος Χάρης (Νέα Εστία, 1980 Β΄)
και πολλά ποιήματά του σε ανθολογίες και περιοδικά.

Κινηματογράφος

Το Γαλάζιο πουλί' έχει μεταφερθεί σε αρκετές κινηματογραφικές ταινίες, συμπεριλαμβανομένης μιας του 1940 από την Technicolor με πρωταγωνίστρια τη Σίρλεϊ Τεμπλ (η πρώτη αποτυχημένη της ταινία), και η Αμερικανό/Σοβιετική παραγωγή The Blue Bird (Ρωσικά: Sinyaya Ptitsa, 1976), με πρωταγωνίστρια την Ελίζαμπεθ Τέιλορ (και αυτή η διασκευή δεν ήταν εισπρακτική επιτυχία και δεν σχολιάστηκε ευνοϊκά από τους κριτικούς).

Ποιητικές Διαδρομές: Maurice Maeterlinck - 4 Ποιήματα



Απόσπασμα από το δοκίμιο «Ο Θάνατος»

«Να που βρισκόμαστε. Δεν είναι για μας, για τη ζωή μας και για το σύμπαν το δικό μας παρά μόνο ένα συμβάν σημαντικό, ο θάνατος. [..] Όσο πιότερο τον φοβόμαστε τόσο πιο επίφοβος γίνεται, γιατί δεν τρέφεται παρά από τους φόβους μας. Είναι λοιπόν εκπληκτικό το ότι η ιδέα του θανάτου, που θα ‘πρεπε να ‘ναι η πιο τέλεια και η πιο φωτεινή από τις ιδέες μας, γιατί είνια η πιο επίμονη και η πιο αναπόφευκτη απ’ όλες, απομένει η πιο σακάτικη και η πιο οπισθοδρομημένη; Πώς θα μπορούσε να γνωρίσουμε τη μοναδική δύναμη που δεν την κοιτάζουμε ποτέ κατά πρόσωπο; ..» https://www.fractalart.gr/


Το γαλάζιο πουλί 

[. . .] Το Γαλάζιο Πουλί συνιστά μεγάλη τομή στο θεατρικό έργο του Μαίτερλινκ και ταυτόχρονα την κατάληξη μιας μακρόχρονης πορείας από τον πεσιμισμό των πρώτων του έργων, την οδυνηρή βίωση της αγωνίας της ανθρώπινης ύπαρξης, προς τη συμφιλίωση με τον κόσμο, τη συγκατάνευση στην τάξη του και τη βούληση να υπερβεί τον φαινομενικό παραλογισμό του. «Διαπίστωσα, γράφει ο ίδιος, πως η ευτυχία, η εμπιστοσύνη, η γαλήνη και η ασφάλεια, το αίσθημα και η βεβαιότητα ενός ψυχικού καταφύγιου, πάντα ανοιχτού, πάντα αμετακίνητου, εισχώρησε στη ζωή μου σε τέτοιο βαθμό ώστε ολόκληρος ο άξονας των σκέψεών μου να μετατοπιστεί προς την πλευρά του φωτός, που είναι ακριβώς η βούληση της ψυχής, κι εγώ, που τόσο υπήρξα ποτισμένος από την τυφλή δύναμη του πεπρωμένου, φτάνω να γράφω πράγματα όπου δεν μπορώ παρά να βεβαιώσω πως εσωτερικό πεπρωμένο δεν υπάρχει, δεν υπάρχει δράμα άφευκτο, και πως η ηθική μας μοίρα (η μόνη αληθινή) εξαρτάται αποκλειστικά από τη δύναμη της σοφίας που έχει κατασταλάξει μέσα μας». Το Γαλάζιο Πουλί αποτελεί την επιβεβαίωση αυτής της στάσης. Στο ταξίδι τους προς ανεύρεση του μαγικού πουλιού, ο Τιλτίλ και η Μιτίλ δεν περνούν από τις συνηθισμένες περιπέτειες του παραμυθιού. Δεν έχουν να αντιμετωπίσουν τη λάμια, το δράκο ή την κακιά μάγισσα. Το ταξίδι τους είναι μια περιπέτεια ηθική, μια μαθητεία, μέσα από μια σειρά αλληγορίες, στη σοφή ενατένιση του κόσμου. [. . .] 
(ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ) https://www.politeianet.gr/



Απόσπασμα 

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ

Η καλύβα του ξυλοκόπου

Η σκηνή δείχνει το εσωτερικό καλύβας ξυλοκόπου, που είναι απλή, αγροτική, μα καλοσυγυρισμένη. Τζάκι με καπνοδόχο όπου σβήνει φωτιά από κούτσουρα. Σκεύη της κουζίνας, ντουλάπι, σκάφη, ρολόι με εκκρεμές, ροδάνι, βρύση κτλ. Πάνω σ' ένα τραπέζι, μια αναμμένη λάμπα. Στα πόδια του ντουλαπιού, από κάθε γωνιά του, αποκαμωμένα, κουβαριασμένα, με τη μύτη κάτω από την ουρά, ένας Σκύλος και μια Γάτα. Ανάμεσά τους, ένα κεφάλι ζάχαρη ασπρογάλαζο. Ένα στρογγυλό κλουβί κρεμασμένο στον τοίχο, κλείνει μέσα του ένα τρυγόνι. Στο βάθος, δυο παράθυρα, που τα εσωτερικά τους φύλλα είναι κλεισμένα. Κάτω απ' το 'να παράθυρο, ένα ξύλινο σκαμνί. Αριστερά, η πόρτα του σπιτιού, με χοντρό μάνταλο. Δεξιά, άλλη πόρτα. Σκάλα που οδηγεί στη σοφίτα. Ακόμα, δυο κρεβάτια παιδιάτικα, και κοντά στα προσκέφαλά τους, απάνω σε δυο καρέκλες, ρούχα καλοδιπλωμένα.

Στο άνοιγμα της αυλαίας, ο Τυλτύλ και η Μυτύλ κοιμούνται βαθιά στα κρεβατάκια τους. Η Μητέρα Τυλ τα πλησιάζει για τελευταία φορά, σκύβει απάνω τους, κοιτάζει σκεπτική μια στιγμή τον ύπνο τους και καλεί με το χέρι τον Πατέρα Τυλ, που περνάει το κεφάλι του στη μισάνοιχτη πόρτα. Η Μητέρα Τυλ βάζει το δάχτυλο στα χείλη για να του πει να σωπάσει, έπειτα βγαίνει δεξιά πατώντας στις μύτες των ποδιών της, αφού σβήσει τη λάμπα. Η σκηνή μένει σκοτεινή μια στιγμή, έπειτα ένα φως, που δυναμώνει λίγο λίγο, μπαίνει από τις χαραμάδες των παραθυρόφυλλων. Η λάμπα στο τραπέζι ξανανάβει μόνη της. Τα παιδιά φαίνονται πως ξύπνησαν και ανασηκώνονται.

ΤΥΛΤΥΛ: Μυτύλ;

ΜΥΤΥΛ: Τυλτύλ;

ΤΥΛΤΥΛ: Κοιμάσαι;

ΜΥΤΥΛ: Κι εσύ;

ΤΥΛΤΥΛ: Μα όχι, δεν κοιμάμαι, αφού σου μιλάω…

ΜΥΤΥΛ: Είναι Χριστούγεννα, ε;

ΤΥΛΤΥΛ: Όχι ακόμα. Αύριο. Μα ο Χριστούλης δε θα φέρει τίποτα φέτος…

ΜΥΤΥΛ: Γιατί;

ΤΥΛΤΥΛ: Άκουσα τη μαμά να λέει πως δεν μπόρεσε να πάει στην πόλη να τον ειδοποιήσει… Μα θα 'ρθει του χρόνου.

ΜΥΤΥΛ: Είναι μακριά ο άλλος χρόνος;

ΤΥΛΤΥΛ: Δεν είναι πάρα πολύ κοντά… Μα πηγαίνει στα πλούσια παιδιά απόψε…

ΜΥΤΥΛ: Α…

ΤΥΛΤΥΛ: Στάσου!… Η μαμά ξέχασε τη λάμπα!… Έχω μια ιδέα!…

ΜΥΤΥΛ: ;…

ΤΥΛΤΥΛ: Να σηκωθούμε…

ΜΥΤΥΛ: Απαγορεύεται…

ΤΥΛΤΥΛ: Αφού δεν είναι κανείς… Βλέπεις τα παντζούρια;…

ΜΥΤΥΛ: Ω! τί φωτεινά που είναι!…

ΤΥΛΤΥΛ: Είναι τα φώτα της γιορτής.

ΜΥΤΥΛ: Ποιας γιορτής;

ΤΥΛΤΥΛ: Αντίκρυ, στα πλουσιόπαιδα. Είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ν' ανοίξουμε…

ΜΥΤΥΛ: Μπορούμε;

ΤΥΛΤΥΛ: Βεβαιότατα, αφού είμαστε μόνοι… Ακούς τη μουσική;… Να σηκωθούμε…

Τα δυο παιδιά σηκώνονται, τρέχουν στο ένα παράθυρο, ανεβαίνουν στο ξύλινο σκαμνί και σπρώχνουν τα παραθυρόφυλλα. Μια ζωηρή λάμψη μπαίνει στο δωμάτιο. Τα παιδιά κοιτάζουν αχόρταγα έξω.

ΤΥΛΤΥΛ: Φαίνονται όλα…

ΜΥΤΥΛ, που δεν βρίσκει καλή θέση στο σκαμνί: Δε βλέπω…

ΤΥΛΤΥΛ: Χιονίζει!… Νά δυο άμαξες μ' έξι άλογα!…

ΜΥΤΥΛ: Βγαίνουν δώδεκα αγοράκια!…

ΤΥΛΤΥΛ: Είσαι κουτή!… Είναι κοριτσάκια…

ΜΥΤΥΛ: Φοράνε πανταλόνια…

ΤΥΛΤΥΛ: Μη με σπρώχνεις έτσι!…

ΜΥΤΥΛ: Μόλις σ' άγγιξα.

ΤΥΛΤΥΛ, που πιάνει μόνος του όλο το σκαμνί: Πιάνεις όλη τη θέση!…

ΜΥΤΥΛ: Μα δεν έχω καθόλου θέση!…

ΤΥΛΤΥΛ: Σώπα, λοιπόν, φαίνεται το δέντρο!…

ΜΥΤΥΛ: Ποιο δέντρο;…

ΤΥΛΤΥΛ: Το χριστουγεννιάτικο δέντρο!… Μα τον τοίχο βλέπεις;…

ΜΥΤΥΛ: Τον τοίχο βλέπω, γιατί δεν έχω θέση…

ΤΥΛΤΥΛ, αφήνοντάς της φιλάργυρα μια θέση στο σκαμνί: Νά!… Σου φτάνει;… Έχεις την καλύτερη θέση. Πόσα φώτα!… πόσα φώτα!…

ΜΥΤΥΛ: Μα τί κάνουν και γίνεται τέτοια φασαρία;

ΤΥΛΤΥΛ: Παίζουν μουσική.

ΜΥΤΥΛ: Μήπως είναι θυμωμένοι;…

ΤΥΛΤΥΛ: Όχι, μα έχουν κουραστεί…

ΜΥΤΥΛ: Ακόμα έν' αμάξι μ' άσπρα άλογα!…

ΤΥΛΤΥΛ: Επιτέλους, κοίταζε και σώπα.

ΜΥΤΥΛ: Τ' είναι κείνα τα χρυσά που κρέμονται μες στα κλαδιά;…

ΤΥΛΤΥΛ: Μα τα παιχνίδια, Θεέ μου! Σπαθιά, τουφέκια, στρατιώτες, κανόνια…

ΜΥΤΥΛ: Πες μου, δεν έχουνε βάλει και κούκλες;

ΤΥΛΤΥΛ: Κούκλες;… Αυτές είναι πάρα πολύ κουτές. Δεν τους διασκεδάζουν…

ΜΥΤΥΛ: Και γύρω στο τραπέζι, τί είναι όλα αυτά;…

ΤΥΛΤΥΛ: Γλυκά, φρούτα, τούρτες με κρέμα…

ΜΥΤΥΛ: Έφαγα μια φορά, σαν ήμουν μικρή…

ΤΥΛΤΥΛ: Κι εγώ. Είναι πιο νόστιμα απ' το ψωμί, αλλά δίναν πολύ λίγα.

ΜΥΤΥΛ: Αυτοί δεν έχουν λίγα… Το τραπέζι τους είναι γεμάτο… Θα τα φάνε όλα;

ΤΥΛΤΥΛ: Και βέβαια. Τί θα τα κάνουν;…

ΜΥΤΥΛ: Γιατί δεν τα τρώνε αμέσως;…

ΤΥΛΤΥΛ: Γιατί δεν πεινάνε…

ΜΥΤΥΛ, έκπληκτη: Δεν πεινάνε;… Γιατί;…

ΤΥΛΤΥΛ: Γιατί τρώνε όταν θέλουν…

ΜΥΤΥΛ, λιγόπιστη: Κάθε μέρα;

ΤΥΛΤΥΛ: Σου το είπα…

ΜΥΤΥΛ: Θα τα φάνε όλα; Δε θα δώσουν και σε κανέναν άλλον;

ΤΥΛΤΥΛ: Σε ποιον;…

ΜΥΤΥΛ: Σε μας.

ΤΥΛΤΥΛ: Δε μας γνωρίζουν…

ΜΥΤΥΛ: Αν τους ζητούσαμε;…

ΤΥΛΤΥΛ: Αυτό δε γίνεται.

ΜΥΤΥΛ: Γιατί;

ΤΥΛΤΥΛ: Γιατί απαγορεύεται.

ΜΥΤΥΛ, χτυπώντας τα χέρια της: Ω! τί ωραία που είναι!…

ΤΥΛΤΥΛ, ενθουσιασμένος: Κι όλο γελάνε, κι όλο γελάνε!…

ΜΥΤΥΛ: Κι οι μικροί χορεύουν!…

ΤΥΛΤΥΛ: Να χορέψουμε κι εμείς!

Χτυπούνε από χαρά τα πόδια τους στο σκαμνί.

ΜΥΤΥΛ: Α! τί διασκεδαστικό που είναι!…

ΤΥΛΤΥΛ: Τους δίνουν τα γλυκά!… Έχουν το δικαίωμα να τ' αγγίζουν. Και τρώνε! Τρώνε! Τρώνε!

ΜΥΤΥΛ: Ακόμα κι οι πιο μικροί! Έχει ο καθένας δύο, τρία, τέσσερα!…

ΤΥΛΤΥΛ, μεθυσμένος από χαρά: Ω!… τί καλά!… τί καλά!…

ΜΥΤΥΛ, λογαριάζοντας φανταστικά γλυκά: Εγώ πήρα δώδεκα!…

ΤΥΛΤΥΛ: Κι εγώ τέσσερις φορές δώδεκα!… Μα θα σου δώσω κι εσένα.

Χτυπάνε την πόρτα της καλύβας.

ΤΥΛΤΥΛ, ξαφνικά ήρεμος αλλά και τρομαγμένος: Ποιος είναι;

ΜΥΤΥΛ, φοβισμένη: Ο μπαμπάς.

Επειδή αργούν ν' ανοίξουν, το χοντρό μάνταλο σηκώνεται μόνο του τρίζοντας. Η πόρτα μισανοίγει και μπαίνει μια γριούλα στα πράσινα ντυμένη και με κόκκινη σκούφια στο κεφάλι. Είναι καμπούρα, κουτσή και μονόφθαλμη. Η μύτη και το πηγούνι της συναντιούνται και περπατάει ακουμπισμένη σ' ένα μπαστούνι. Μπορεί να είναι μια νεράιδα.

ΝΕΡΑΪΔΑ: Μην έχετε εδώ το χόρτο που τραγουδάει ή το γαλάζιο πουλί;

ΤΥΛΤΥΛ: Έχουμε χόρτο, μα δεν τραγουδάει…

ΜΥΤΥΛ: Ο Τυλτύλ έχει ένα πουλί.

ΤΥΛΤΥΛ: Μα δεν μπορώ να το δώσω…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Γιατί;…

ΤΥΛΤΥΛ: Γιατί είναι δικό μου.

ΝΕΡΑΪΔΑ: Δίκιο έχεις, βέβαια. Πού είναι αυτό το πουλί;…

ΤΥΛΤΥΛ, δείχνοντας το κλουβί: Στο κλουβί…

ΝΕΡΑΪΔΑ, βάζοντας τα γυαλιά της για να καλοκοιτάξει το πουλί: Δεν το θέλω. Δεν είναι αρκετά γαλάζιο. Πρέπει να πάτε να μου φέρετε εκείνο που χρειάζομαι.

ΤΥΛΤΥΛ: Μα δεν ξέρω πού είναι…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Ούτε κι εγώ. Γι' αυτό πρέπει να ψάξετε να το βρείτε. Στην ανάγκη, μπορεί ν' αφήσω το χόρτο που τραγουδάει. Μα μου χρειάζεται χωρίς άλλο το γαλάζιο πουλί. Για τη μικρή μου κόρη που είναι πολύ άρρωστη.

ΤΥΛΤΥΛ: Τί έχει;

ΝΕΡΑΪΔΑ: Δεν ξέρουμε καλά καλά τί έχει. Μα θα γινόταν ευτυχισμένη.

ΤΥΛΤΥΛ: Α!…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Ξέρετε ποια είμαι;…

ΤΥΛΤΥΛ: Μοιάζετε λίγο της γειτόνισσάς μας, της κυρίας Μπερλενγκώ…

ΝΕΡΑΪΔΑ, θυμώνοντας ξαφνικά: Καθόλου… καμιά σχέση… αηδίες… Είμαι η Νεράιδα Μπερυλύνα…

ΤΥΛΤΥΛ: Α! πολύ καλά…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Πρέπει να φύγετε αμέσως.

ΤΥΛΤΥΛ: Θα 'ρθείτε μαζί μας;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Δε γίνεται, γιατί έβαλα τη σούπα μου στη φωτιά σήμερα το πρωί, και ξεχειλίζει όταν λείπω περισσότερο από μια ώρα… (Δείχνοντας πότε το ταβάνι, πότε την καμινάδα και πότε το παράθυρο). Από πού θέλετε να βγείτε, από δω, από κει ή από κει;…

ΤΥΛΤΥΛ, δείχνοντας δειλά την πόρτα: Θα προτιμούσα από κει…

ΝΕΡΑΪΔΑ, θυμώνοντας πάλι άξαφνα: Αδύνατο, είναι κακή συνήθεια!… (Δείχνοντας το παράθυρο). Θα βγούμε από κει… Ωραία!… Τί περιμένετε;… Ντυθείτε αμέσως… (Τα παιδιά υπακούουν και ντύνονται στη στιγμή). Θα βοηθήσω τη Μύτυλ…

ΤΥΛΤΥΛ: Δεν έχουμε παπούτσια…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Δεν πειράζει, θα σας δώσω εγώ ένα θαυμάσιο καπελάκι. Πού είναι οι γονείς σας;…

ΤΥΛΤΥΛ, δείχνει την πόρτα, δεξιά: Εκεί πέρα. Κοιμούνται…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Κι ο παππούς σας κι η γιαγιά σας;

ΤΥΛΤΥΛ: Έχουν πεθάνει…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Και τ' αδελφάκια σας κι οι αδελφούλες σας; Έχετε αδελφάκια;

ΤΥΛΤΥΛ: Μάλιστα, μάλιστα έχουμε. Τρεις μικρούς αδελφούς…

ΜΥΤΥΛ: Και τέσσερις μικρές αδελφές…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Πού είναι;

ΤΥΛΤΥΛ: Έχουν πεθάνει κι αυτοί…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Θέλετε να τους ξαναδείτε;

ΤΥΛΤΥΛ: Α, ναι, ναι! Τώρα αμέσως… Να μας τους δείξετε!…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Δεν τους έχω στην τσέπη μου… Μα όλα θα πάνε θαυμάσια. Θα τους ξαναδείτε περνώντας από τη Χώρα των Αναμνήσεων. Είναι στο δρόμο του Γαλάζιου Πουλιού. Αμέσως αριστερά, έπειτ' από το τρίτο σταυροδρόμι. Τί κάνατε όταν χτύπησα;…

ΤΥΛΤΥΛ: Παίζαμε τρώγοντας γλυκά.

ΝΕΡΑΪΔΑ: Έχετε γλυκά; Πού είναι;

ΤΥΛΤΥΛ: Στο πλουσιόσπιτο… Ελάτε να δείτε, είναι τόσο ωραία!… (Τραβάει τη Νεράιδα στο παράθυρο).

ΝΕΡΑΪΔΑ, στο παράθυρο: Μα εκείνοι τρώνε!…

ΤΥΛΤΥΛ: Ναι, αλλ' αφού τα βλέπουμε όλα…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Δεν τους ζηλεύεις;

ΤΥΛΤΥΛ: Γιατί;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Αφού τα τρώνε όλα; Βρίσκω πως έχουν μεγάλο άδικο που δεν σου δίνουν…

ΤΥΛΤΥΛ: Μα όχι, αυτοί είναι πλούσιοι… Ε; τί ωραία που είναι στο σπίτι τους!…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Το σπίτι τους δεν είναι πιο ωραίο απ' το δικό σου.

ΤΥΛΤΥΛ: Ε!… Το δικό μας είναι πιο σκοτεινό, πιο μικρό χωρίς γλυκά…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Είναι ολωσδιόλου το ίδιο! Έτσι σου φαίνεται, γιατί δεν βλέπεις…

ΤΥΛΤΥΛ: Μα, ναι, βλέπω πολύ καλά, κι έχω πολύ καλά μάτια. Διαβάζω την ώρα στο ρολόι της εκκλησιάς, που δεν το βλέπει ο μπαμπάς…

ΝΕΡΑΪΔΑ, θυμώνοντας ξαφνικά: Σου λέω πως δεν βλέπεις καλά! Πώς με βλέπεις εμένα; Πώς είμαι φτιαγμένη; (Σιωπή του Τυλτύλ, γεμάτη στενοχώρια). Λοιπόν, θα μου πεις; Για να καταλάβω αν βλέπεις… Είμαι όμορφη ή άσκημη;… (Σιωπή). Δε θέλεις ν' αποκριθείς;… Είμαι νέα ή γριά;… Είμαι ρόδινη ή κίτρινη;… Μήπως έχω καμπούρα;…

ΤΥΛΤΥΛ, συμβιβαστικός: Όχι, όχι, δεν είναι μεγάλη…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Μα ναι, από το ύφος σου θα πίστευα πως είναι πελώρια… Έχω μύτη αγκιστρωτή και το αριστερό μάτι βγαλμένο;…

ΤΥΛΤΥΛ: Όχι, όχι, δεν λέω… Ποιος το 'βγαλε;…

ΝΕΡΑΪΔΑ, όλο και πιο θυμωμένη: Μα δεν είναι βγαλμένο!… Αυθάδη! Ελεεινέ!… Είναι πιο ωραίο από το άλλο. Είναι πιο μεγάλο, πιο καθαρό, είναι γαλανό σαν τον ουρανό… Και τα μαλλιά μου, τα βλέπεις; Είναι ξανθά σαν τα στάχυα, θα 'λεγα σαν από καθαρό χρυσάφι!… Κι έχω τόσα που μου βαραίνουν το κεφάλι… Βγαίνουν από παντού… Τα βλέπεις στα χέρια μου;… (Του δείχνει δυο αραιές τούφες από γκρίζα μαλλιά).

ΤΥΛΤΥΛ: Ναι, βλέπω λίγα…

ΝΕΡΑΪΔΑ, αγανακτισμένη: Λίγα!… Ολόκληρα δεμάτια! Αγκαλιές! Τούφες! Κύματα χρυσάφι!… Ξέρω πως μερικοί λένε πως δεν βλέπουν τίποτε. Μα εσύ δεν πιστεύω να είσαι από τους κακούς αυτούς τυφλούς. Έτσι;…

ΤΥΛΤΥΛ: Όχι, όχι, βλέπω όσα δεν είναι κρυμμένα…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Μα πρέπει να δεις και τ' άλλα με την ίδια τόλμη!… Περίεργο πράμα οι άνθρωποι… Από τότε που πέθαναν οι νεράιδες, δεν βλέπουν πια καθόλου και δεν το καταλαβαίνουν… Ευτυχώς που έχω πάντα μαζί μου ό,τι χρειάζεται για να ξανανάβω τα σβησμένα μάτια… Τί βγάζω από το σακούλι μου;…

ΤΥΛΤΥΛ: Ω! τί ωραίο πράσινο καπελάκι… Τί λάμπει έτσι πάνω στην κονκάρδα;

ΝΕΡΑΪΔΑ: Είναι το μεγάλο διαμάντι που σε κάνει να βλέπεις…

ΤΥΛΤΥΛ: Α!…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Ναι· όταν φορούν αυτό το καπέλο, γυρίζουν λίγο το Διαμάντι: δεξιά αριστερά, ας πούμε, νά, έτσι, βλέπεις;… Ακουμπάει τότε σ' ένα φούσκωμα του κεφαλιού, που κανείς δεν το ξέρει, και σου ανοίγει τα μάτια…

ΤΥΛΤΥΛ: Δεν κάνει κακό;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Απεναντίας… Είναι η μαγική δύναμη… Βλέπεις στη στιγμή εκείνο που είναι μέσα στα πράγματα. Την ψυχή του ψωμιού, του κρασιού, του πιπεριού…

ΤΥΛΤΥΛ: Βλέπουν και την ψυχή της ζάχαρης;…

ΝΕΡΑΪΔΑ, θυμώνοντας: Ούτε συζήτηση… Δε μ' αρέσουν οι ανώφελες ερωτήσεις… Η ψυχή της ζάχαρης δεν αξίζει περισσότερο από την ψυχή του πιπεριού… Νά, σας δίνω ό,τι έχω για να σας βοηθήσω στην αναζήτηση του Γαλάζιου Πουλιού… Ξέρω πως το Δαχτυλίδι που σε κάνει αόρατο ή το Φτερωτό Χαλί θα σας ήταν πιο χρήσιμα… Μα έχασα το κλειδί του ντουλαπιού που τα 'χω κρύψει… Κόντεψα να το ξεχάσω… (Δείχνοντας το Διαμάντι) Όταν το κρατάς έτσι, βλέπεις, το γυρίζεις λίγο ακόμα και ξαναβλέπεις το Παρελθόν… Το γυρίζεις ακόμα λίγο και βλέπεις το Μέλλον… Είναι περίεργο και πραχτικό και δεν κάνει θόρυβο…

ΤΥΛΤΥΛ: Ο μπαμπάς θα μου το πάρει…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Δε θα το δει. Κανείς δεν μπορεί να το δει όσο είναι στο κεφάλι σου… Θέλεις να το δοκιμάσεις;… (Βάζει στο κεφάλι του Τυλτύλ το πράσινο καπελάκι). Τώρα γύρισε το Διαμάντι. Ένα γύρο κι έπειτα…

Μόλις ο Τυλτύλ γύρισε το Διαμάντι, μια ξαφνική και θαυμάσια αλλαγή γίνεται σε όλα. Η γριά νεράιδα μεταμορφώνεται αμέσως σε εξαίσια, όμορφη πριγκίπισσα. Οι πέτρες που είναι χτισμένοι οι τοίχοι της καλύβας λάμπουν, γίνονται γαλάζιες και διαφανείς σαν ζαφείρια, αστράφτουν σαν τις πιο πολύτιμες πέτρες. Η φτωχή επίπλωση παίρνει ζωή και λαμποκοπάει. Το ξύλινο άσπρο τραπέζι γίνεται επιβλητικό και μεγαλόπρεπο σαν μαρμάρινο, η πλάκα του ρολογιού κλείνει το μάτι και γελάει με χάρη, ενώ η πίσω πόρτα μισανοίγει κι αφήνει να μπουν οι Ώρες, που, χεροπιασμένες και γελώντας δυνατά, αρχίζουν να χορεύουν στους ήχους γλυκιάς μουσικής. Δικαιολογημένα τρομαγμένος ο Τυλτύλ φωνάζει δείχνοντας τις Ώρες.

ΤΥΛΤΥΛ: Ποιες είν' οι όμορφες αυτές κυρίες;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Μη φοβάσαι. Είναι οι ώρες της ζωής σου, πολύ ευτυχισμένες επειδή είναι μια στιγμή ελεύθερες και ορατές…

ΤΥΛΤΥΛ: Και οι τοίχοι γιατί λάμπουν έτσι;… Είναι από ζάχαρη ή από πολύτιμες πέτρες;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Όλες οι πέτρες είναι όμοιες, όλες οι πέτρες είναι πολύτιμες· μα ο άνθρωπος δεν βλέπει πως μερικές…

Όσο μιλούν έτσι, η νεραϊδοπομπή εξακολουθεί και συμπληρώνεται. Οι ψυχές των Ψωμιών, με μαγιό χρώματος κόρας ψωμιού, ζαλισμένες και πουδραρισμένες με αλεύρι, ξεπετάγονται και χοροπηδάνε γύρω στο τραπέζι όπου ενώνονται με τη Φωτιά, που βγήκε από το τζάκι με μαγιό θειαφί και ζωηρό κόκκινο και ακολουθεί, λιγωμένη στα γέλια.

ΤΥΛΤΥΛ: Τί είναι αυτά τα άσχημα ανθρωπάκια;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Τίποτα το σπουδαίο. Είναι οι ψυχές των Ψωμιών που με την ευκαιρία της βασιλείας της Αλήθειας βγαίνουν από το ζυμωτήρι όπου βρίσκονται η μια πάνω στην άλλη…

ΤΥΛΤΥΛ: Κι ο μεγάλος κόκκινος διάβολος που μυρίζει άσκημα;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Σουτ!… Μη μιλάς πάρα πολύ δυνατά, είναι η Φωτιά. Έχει κακό χαρακτήρα…

Ο διάλογος αυτός δεν σταματάει τη νεραϊδοπομπή. Ο Σκύλος κι η Γάτα, κουλουριασμένοι στα πόδια του ντουλαπιού, ρίχνοντας μαζί δυνατή κραυγή, χάνονται μέσα σε μια καταπαχτή και στη θέση τους βγαίνουν δυο πρόσωπα, που το ένα φοράει μάσκα μπουλντόγκ και τ' άλλο κεφάλι γάτας. Αμέσως ο ανθρωπάκος με τη μάσκα του μπουλντόγκ —που από τώρα θα τον λέμε ο Σκύλος— τρέχει στον Τυλτύλ, τον φιλά δυνατά και τον γεμίζει με ορμητικά χάδια, όλο φασαρία, ενώ η γυναικούλα με τη μάσκα της Γάτας —που από δω και πέρα θα τη λέμε απλούστερα η Γάτα— χτενίζει τα μαλλιά της, πλένει τα χέρια της και γυαλίζει τα μουστάκια της, πριν πλησιάσει τη Μυτύλ.

Ο ΣΚΥΛΟΣ, γαβγίζοντας, πηδώντας, αναποδογυρίζοντας τα πάντα, ανυπόφορος: Θεούλη μου! Καλημέρα! Καλημέρα θεούλη μου!… Επιτέλους, επιτέλους μπορώ να μιλώ!… Είχα τόσα να σου πω!… Άδικα γάβγιζα και κούναγα την ουρά μου!… Δεν καταλάβαινες… Μα τώρα!… Καλημέρα! Καλημέρα!… Σ' αγαπώ!… Σ' αγαπώ!… Θέλεις να κάνω κάτι εκπληχτικό;… Θέλεις να κάνω τον όμορφο;… Θέλεις να σταθώ σούζα ή να χορέψω με το σκοινί;…

ΤΥΛΤΥΛ, στη Νεράιδα: Ποιος είναι ο κύριος αυτός με το σκυλίσιο κεφάλι;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Μα δε βλέπεις λοιπόν;… Είναι η ψυχή του Τυλώ που λευτέρωσες…

Η ΓΑΤΑ, πλησιάζοντας τη Μυτύλ και δίνοντάς της το χέρι επίσημα και επιφυλακτικά: Καλημέρα σας, δεσποινίς… Τί όμορφη που είστε σήμερα το πρωί!…

ΜΥΤΥΛ: Καλημέρα κυρία… (στη νεράιδα) Ποια είναι;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Είν' εύκολο να το δεις. Είναι η ψυχή της Τυλέτας, σου δίνει το χέρι της… Φίλησέ την…

ΣΚΥΛΟΣ, σπρώχνοντας τη Γάτα: Κι εγώ!… Φιλώ το θεούλη!… Φιλώ τη μικρούλα!… Τους φιλώ όλους!… Ωραία!… Να γλεντήσουμε!… Θα τρομάξω την Τυλέτα!… Ου! Ου! Ου!

ΓΑΤΑ: Κύριε, δεν σας γνωρίζω…

ΝΕΡΑΪΔΑ, φοβερίζοντας τον σκύλο με το ραβδί της: Εσύ, να καθίσεις ήσυχος. Αλλιώς, θα γυρίσεις στη σιωπή ώς το τέλος του χρόνου…

Ωστόσο, η νεραϊδοπομπή εξακολουθεί το δρόμο της: το Ροδάνι αρχίζει να γυρίζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στη γωνιά του, σκορπίζοντας λαμπρές φωτεινές αχτίδες. Η Βρύση, στην άλλη γωνιά, τραγουδάει με φωνή σιγανά διαπεραστική και γίνεται φωτεινή βρύση, πλημμυρίζοντας το νεροχύτη με κομμάτια από μαργαριτάρια και σμαράγδια, κι απ' αυτά ξεπετιέται η ψυχή του Νερού, όμοια με κοπέλα καταβρεγμένη, αναμαλλιάρα και πηγαίνει ακράτητη να χτυπηθεί με τη Φωτιά.

ΤΥΛΤΥΛ: Κι η βρεμένη κυρία;

ΝΕΡΑΪΔΑ: Μη φοβάσαι, είναι το Νερό που βγαίνει από το ρουμπινέτο…

Η Γαλατιέρα αναποδογυρίζεται, πέφτει από το τραπέζι, σπάει στο πάτωμα. Από το χυμένο γάλα υψώνεται ένας μεγάλος όγκος, άσπρος και ντροπαλός, που φαίνεται να τα φοβάται όλα…

ΤΥΛΤΥΛ: Και η κυρία με το πουκάμισο που φοβάται;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Είναι το Γάλα που έσπασε το δοχείο του…

Το κεφάλι η Ζάχαρη στα πόδια του ντουλαπιού μεγαλώνει, απλώνεται, και σκίζει τη χαρτοσακούλα της, απ' όπου βγαίνει ένα γλυκό και υποκριτικό πράμα, ντυμένο με ασπρογάλαζο πανωφόρι, και γελώντας πλατιά, προχωρεί στη Μυτύλ.

ΜΥΤΥΛ, ανήσυχη: Τί θέλει;

ΝΕΡΑΪΔΑ: Μα είναι η ψυχή της Ζάχαρης!…

ΜΥΤΥΛ, ησυχασμένη: Έχει ζαχαρωτά;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Στις τσέπες της δεν έχει και τίποτ' άλλο από αυτά, και κάθε της δάχτυλο είναι και ένα κομμάτι ζάχαρη…

Η Λάμπα πέφτει απ' το τραπέζι, και μόλις πέσει, η φλόγα της υψώνεται και γίνεται φωτεινή παρθένα με ασύγκριτη ομορφιά. Είναι ντυμένη με μακριά πέπλα διάφανα και θαμπωτικά και στέκεται ακίνητη σαν σε έκσταση.

ΤΥΛΤΥΛ: Η Βασίλισσα!

ΜΥΤΥΛ: Η Παναγία!…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Όχι, παιδιά μου, είναι το Φως…

Ωστόσο, οι κατσαρόλες μες στο φως γυρίζουν σαν ολλαντέζικες σβούρες, το ντουλάπι σπάζει τα θυρόφυλλά του κι αρχίζει ένα μαγευτικό ξετύλιγμα πανιών με ηλιοφεγγαρίσιο χρώμα, όπου ανακατεύονται το ίδιο λαμπερές κορδέλες και κουρελάκια που κατεβαίνουν από τη σκάλα της σοφίτας. Μα νά που τρεις δυνατοί χτύποι ακούγονται στην πόρτα, δεξιά.

ΤΥΛΤΥΛ, τρομαγμένος: Ο μπαμπάς!… Μας άκουσε!…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Γύρισε το Διαμάντι!… Απ' τα αριστερά στα δεξιά!… (Ο Τυλτύλ γυρίζει γρήγορα το διαμάντι). Όχι τόσο γρήγορα!… Θεέ μου!… Είναι πολύ αργά!… Το γύρισες πολύ απότομα. Δεν έχουν πια καιρό να ξαναπάρουν τις θέσεις τους και θα 'χουμε πολλές φασαρίες… (Η Νεράιδα ξαναγίνεται γριά, οι τοίχοι της καλύβας χάνουν τις λάμψεις τους, οι Ώρες ξαναγυρίζουν στο ρολόι, το Ροδάνι σταματάει κτλ. Μα μέσα στη γενική βιάση και στη σύγχυση, ενώ η Φωτιά τρέχει τρελά γύρω στο δωμάτιο αναζητώντας το τζάκι, ένα από τα Ψωμάκια που δεν μπόρεσε να ξαναβρει τη θέση του στη σκάφη, ξεσπάει σε λυγμούς και τρομερά μουγκρητά) Τί τρέχει;…

ΤΟ ΨΩΜΑΚΙ, με δάκρυα: Δεν έχει πια θέση στη σκάφη!…

ΝΕΡΑΪΔΑ, σκύβοντας στη σκάφη: Μα βέβαια, βέβαια. (Σπρώχνοντας τ' άλλα ψωμιά, που έχουν ξαναπάρει την πρώτη τους θέση). Εμπρός, γρήγορα, ταχτοποιηθείτε…

Χτυπούν ακόμη την πόρτα.

ΨΩΜΑΚΙ, τρομαγμένο, μάταια προσπαθώντας να μπει στη σκάφη: Δε γίνεται τίποτα!… Θα με φάει πρώτο!…

ΣΚΥΛΟΣ, πηδώντας γύρω στον Τυλτύλ: Θεούλη μου!… Είμαι ακόμα εδώ!… Μπορώ ακόμα και μιλώ!… Μπορώ ακόμα να σε φιλώ!… Ακόμα! Ακόμα! Ακόμα!…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Πώς, κι εσύ; Είσαι δω ακόμα;

ΣΚΥΛΟΣ: Είμαι τυχερός βλέπεις… Δεν μπόρεσα να γυρίσω στη σιωπή. Η καταπαχτή ξανάκλεισε πάρα πολύ γρήγορα…

ΓΑΤΑ: Κι η δική μου… Τί θα γίνει τώρα;… Κινδυνεύουμε;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Θεέ μου, πρέπει να σας πω την αλήθεια: όσοι θα συντροφέψουν τα δυο παιδιά, θα πεθάνουν στο τέλος του ταξιδιού…

ΓΑΤΑ: Κι όσοι δεν τα συντροφέψουν;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Θα ζήσουν λίγες στιγμές ακόμα.

ΓΑΤΑ, στο Σκύλο: Έλα να μπούμε μέσα στην καταπακτή…

ΣΚΥΛΟΣ: Όχι, όχι!… Δε θέλω!… θέλω ν' ακολουθήσω το θεούλη μου!… θέλω να του μιλώ όλη την ώρα!…

ΓΑΤΑ: Ανόητε!…

Χτυπούν ακόμη στην πόρτα.

ΨΩΜΙ, κλαίγοντας με καφτά δάκρυα: Δε θέλω να πεθάνω στο τέλος του ταξιδιού!… Θέλω να ξαναμπώ αμέσως στη σκάφη…

Η ΦΩΤΙΑ, που δεν έπαψε να τρέχει σαν αστραπή μες στο δωμάτιο ρίχνοντας σφυρίγματα αγωνίας: Δε βρίσκω πια το τζάκι μου!…

ΤΟ ΝΕΡΟ, που μάταια προσπαθεί να μπει στο ρουμπινέτο: Δεν μπορώ πια να ξαναμπώ στο ρουμπινέτο!…

Η ΖΑΧΑΡΗ, που κουνιέται γύρω από τη χαρτοσακούλα: Έσκισα τη χαρτοσακούλα μου!…

ΤΟ ΓΑΛΑ, κιτρινισμένο και ντροπαλό: Έσπασα το δοχείο μου!…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Είναι ανόητοι Θεέ μου!… Είναι ανόητοι και δειλοί!… Θα προτιμούσατε να ζείτε ακόμα μέσα στα παλιόκουτά σας, στις καταπαχτές σας και στα ρουμπινέτα σας παρά ν' ακολουθήσετε τα παιδιά που πηγαίνουν να βρουν το Πουλί;…

ΟΛΟΙ, εκτός από το Σκύλο και το Φως: Ναι!, ναι! Αμέσως!… Το ρουμπινέτο μου!… Το ζυμωτήρι μου!… Το τζάκι μου!… Την καταπαχτή μου!…

ΝΕΡΑΪΔΑ, στη Φωτιά, που κοιτάζει βυθισμένη σε ρεμβασμό τα κομμάτια της λάμπας της: Κι εσύ, Φωτιά, τί λες;

ΦΩΤΙΑ: Θ' ακολουθήσω τα παιδιά…

ΣΚΥΛΟΣ, ουρλιάζοντας από χαρά: Και γω! Και γω!

ΝΕΡΑΪΔΑ: Ναι αυτό είναι το καλύτερο. Άλλωστε, είναι πάρα πολύ αργά για να ξαναγυρίσετε. Δεν μπορείτε πια να διαλέξετε, θα φύγετε όλοι μαζί μας… Μα, εσύ, Φωτιά, μην πλησιάζεις κανέναν, εσύ, Σκύλε, μην πειράζεις τη Γάτα, και εσύ, Νερό, τράβα ίσια και κοίτα να μην κυλάς παντού…

Δυνατοί χτύποι ακούγονται πάντα στην πόρτα δεξιά.

ΤΥΛΤΥΛ, ακούγοντας: Είναι πάλι ο μπαμπάς… Αυτή τη φορά σηκώνεται, τον ακούω να περπατάει…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Θα βγούμε από το παράθυρο… Θα 'ρθείτε όλοι στο σπίτι μου, όπου θα ντύσω ανάλογα τα ζώα και τα πράγματα… (Στο Ψωμί) Εσύ, Ψωμί, πάρε το κλουβί που θα βάλουμε το Γαλάζιο Πουλί… Θα το φυλάς… Γρήγορα, γρήγορα, μη χάνουμε καιρό…

Το παράθυρο πλαταίνει απότομα σαν πόρτα. Βγαίνουν όλοι· έπειτα το παράθυρο παίρνει το πρώτο του σχήμα και κλείνεται ήσυχα ήσυχα. Το δωμάτιο ξαναγίνεται σκοτεινό και τα δύο κρεβατάκια βυθίζονται στη σκιά. Η πόρτα δεξιά μισανοίγει και στο μισάνοιγμα φαίνονται τα κεφάλια του Πατέρα και της Μητέρας Τυλ.

ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΥΛ: Δεν είναι τίποτα… Το τριζόνι τραγουδάει…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Τα βλέπεις;…

ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΥΛ: Βέβαια. Κοιμούνται ήσυχα.

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Τ' ακούω που ανασαίνουν…

Η πόρτα ξανακλείνει.
Αυλαία


Οπερα - Πελλέας και Μελισσάνθη

Πελλέας και Μελισσάνθη ή Πελλέας και Μελισάνδη αποτελεί τίτλο κλασσικής όπερας του Κλωντ Ντεμπυσσύ, σε πέντε πράξεις, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Όπερα Κομίκ (Opéra-Comique) του Παρισιού το 1902. Το λιμπρέτο είναι βασισμένο και ακολουθεί σχεδόν πιστά το ομώνυμο θεατρικό έργο του Μωρίς Μαίτερλινκ. Πρόκειται περί συμβολικούμύθου με εκλεπτυσμένη απλότητα ο οποίος και αποδίδεται σε 15 εικόνες.

Υπόθεση έργου

Ο Άρχοντας Γκολώ, αρκετά προχωρημένης ηλικίας, συναντά σ΄ ένα κυνήγι του την πανέμορφη Μελισάνδη να κλαίει κοντά σε μια πηγή. Την μεταφέρει στο πύργο του και τελικά την νυμφεύεται. Στο μεταξύ ο Γκολώ ξαναβρίσκει τον ετεροθαλή αδελφό του Πελλέα. Η Μελισάνδη και ο Πελλέας κυριεύονται από ακατανίκητο αμοιβαίο και σφοδρό έρωτα. Ο Γκολώ βασανιζόμενος από ζηλοτυπία οδηγεί τον αδελφό του κοντά σε βάραθρο εκ του οποίου οι αναθυμιάσεις είναι θανατηφόρες. Εκεί τον συμβουλεύει να απομακρυνθεί από την Μελισάνδη. Διαρκώς όμως ανήσυχος, μάταια προσπαθεί να αποσπάσει ομολογία και από τον μικρό του γιο τον Υνιόλ (από τον πρώτο του γάμο) που είναι και ο μοναδικός μάρτυς των κρυφών συναντήσεων των ερωτευμένων. Ο Πελλέας που έχει αποφασίσει να φύγει συναντά για τελευταία φορά την Μελισάνδη, και ενώ οι νέοι συνομιλούν εμφανίζεται ο Γκολώ και με το ξίφος του φονεύει τον Πελλέα και τραυματίζει την Μελισάνδη που υποκύπτει στο τραύμα της αφού προηγουμένως φέρνει στη ζωή ένα κοριτσάκι, χωρίς ποτέ όμως να δώσει απάντηση σε καμία από τις βάναυσες ερωτήσεις του Γκολώ.https://el.wikipedia.org/









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου