Τρίτη 20 Αυγούστου 2019

Γιώργος Θέμελης (23 Αυγούστου 1900 - 17 Απριλίου 1976)




Ο Γιώργος Θέμελης (23 Αυγούστου 1900 - 17 Απριλίου 1976) ήταν Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας.

Ο Γιώργος Θέμελης γεννήθηκε στη Σάμο. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1930 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε ως καθηγητής της φιλολογίας στη Δημόσια Εκπαίδευση και τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Ωδείου. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1922 με δημοσιεύσεις ποιημάτων στις στήλες του περιοδικού Μηνιαία Επιθεώρησις Σάμου. Υπήρξε μέλος των περιοδικών της Θεσσαλονίκης Μακεδονικές Ημέρες (1932-1939 - όπου το 1936 δημοσίευσε και το πρώτο του ποίημα σε ελεύθερο στίχο) και Κοχλίας (1946-1948), ενώ συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τα λογοτεχνικά περιοδικά Μορφές, Τέχνη και Ζωή, Ορίζοντες, Ελεύθερα Γράμματα, Νέα Πορεία, Ο Αιώνας μας, Αγγλοελληνική Επιθεώρηση. Το 1945 πραγματοποιήθηκε η έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τίτλο Γυμνό παράθυρο. Εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές, λογοτεχνικές μεταφράσεις, θεατρικά έργα και δοκίμια. Τιμήθηκε με τον Α’ Έπαινο του διαγωνισμού διηγήματος της Νέας Εστίας (1927), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1956), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1962) και το Βραβείο του Δήμου Θεσσαλονίκης (1960). Πέθανε στη Θεσσαλονίκη. 

Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση


• Γυμνό παράθυρο· Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, 1945.
• Άνθρωποι και πουλιά. Θεσσαλονίκη, 1947.
• Ο γυρισμός · Σχέδιο για μια λυρική εποποιία. Θεσσαλονίκη, 1948.
• Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες. 1949.
• Ακολουθία. Θεσσαλονίκη, 1950.
• Συνομιλίες. Θεσσαλονίκη, 1953.
• Δενδρόκηπος. Θεσσαλονίκη, 1955.
• Το πρόσωπο και το είδωλο. Θεσσαλονίκη, 1959.
• Φωτοσκιάσεις. 1961.
• Η Μόνα παίζει. 1961.
• Το δίχτυ των ψυχών. 1965.
• Έξοδος. 1968.
• Ποιήματα Ι. 1969.
• Ποιήματα ΙΙ. 1970.
• Ηλιοσκόπιο. Θεσσαλονίκη, 1971.
• Περιστροφή · Ποίημα σφαιρικό και μετατοπιζόμενο. 1973.
• Ελεγεία του αμετάθετου. 1973.
• Δενδρόκηπος ΙΙ. 1973.
• Κήποι. 1973.
• Ars Poetica. 1974.
• Οίκος εμπορίου· Ποίημα από σκηνής σε δύο φωνές και χορό. Θεσσαλονίκη, 1974.
• Τα Βιβλικά. 1975.
• Το περιστέρι και τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα. Θεσσαλονίκη, έκδοση του περ. Νέα Πορεία, 1977.
• Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Ιανός, 1987.

ΙΙ.Δοκίμιο

• Η διδασκαλία των νέων ελληνικών. 1933.
• Επίγραμμα και Μακεδόνες επιγραμματοποιοί. 1936.
• Ο Ύμνος εις την ελευθερίαν · Δοκίμιο. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, [1948].
• Η διδασκαλία των νέων ελληνικών - Το πρόβλημα της ερμηνείας. 1950.
• Το κλειδί. 1960.
• Αγγελικό και μαύρο φως. 1961.
• Ο Παπαδιαμάντης και ο κόσμος του. 1962.
• Η νεώτερη ποίησή μας· Πρώτος και δεύτερος κύκλος. Αθήνα, Φέξης, 1963.
• Η εσχάτη κρίσις. 1964.
• Η νεώτερη ποίησή μας ΙΙ - Γενικές απόψεις. 1967.
• Η διδασκαλία των νέων ελληνικών - Το πρόβλημα της ερμηνείας Β’. 1969.
• Η ποίηση του Καβάφη. 1970.
• Ο Σολωμός ανάμεσά μας. 1970.
• Ένας μονόλογος για την ποίηση. 1975.
• Το περιστέρι και τα επτά αναστάσιμα θαύματα. Θεσσαλονίκη, έκδοση του περ.Νέα Πορεία, 1977.

ΙΙΙ.Θέατρο


• Ο χρεωστής· Εισαγωγή Μόνας Κιτσοπούλου. Θεσσαλονίκη, 1991.

http://www.ekebi.gr/




Σαν ένα αστέρι - Γιώργος Ζωγράφος Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής Στίχοι: Γιώργος Θέμελης Σαν ένα αστέρι που ταξιδεύει και σε γυρεύει μες στ' άπειρο παντού σαν ένα αστέρι μισοσβησμένο σε περιμένω στη μέση τ' ουρανού. Δεν έχει η νύχτα πικρή βροχή να κλάψει φωτιά να κάψει τον έρημο ουρανό και περιμένω να ξημερώσει να ξαστερώσει το φως για να σε βρω.



ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Μαθητεία

Μαθαίνεται η Αγάπη,
Μαθαίνεται από μέσα, αποστηθίζεται.
Όπως η θλίψη, όπως η έκσταση.
Τ' άφωνα ψάρια δεν πηγαίνουν
Σχολείο να μάθουν τη σιωπή,
Την εκθαμβωτική θαλάσσια αγάπη
Μες σε βαθειά κρησφύγετα.
Τα ερωτικά πουλιά δε μελετούν
Μαθήματα αγάπης· δε γράφουν
Τις τέσσερες πράξεις της
Στις πλάκες τους οι πεταλούδες.
Ίσως μονάχα οι Άγγελοι να μαθαίνουν
Λέξεις, ονόματα, κομμένες συλλαβές,
Συλλαβίζοντας τον έρωτα μες στην ουράνιαν ερημία.
Ίσως να ξέρουν καλά τη σιωπή της Αγάπης,
Τη γλώσσα της σιωπής, τον ανεκλάλητον ερώτα των πραγμάτων.

Αυτή τη γλώσσα, αυτή τη Μουσική,
Αυτή μαθαίνουν τα δάχτυλά μου.
Τα δάχτυλά μου, τα χείλη μου, τα έκπληχτα μάτια.

Από τη συλλογή Το Δίχτυ των ψυχών ΙΙ (πρώτη δημοσίευση στον παρόντα τόμο)
[πηγή: Γιώργος Θέμελης, Ποιήματα ΙΙ, ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 140]  http://ebooks.edu.gr/





Μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης Ποίηση: Γιώργος Θέμελης Δίσκος: Μικρό παιδί (συγκεντρωτικός δίσκος του Ζωγράφου) Πολλή ομορφιά σ' έχει σκεπάσει, πολλή ομορφιά, πολλή κι ασάλευτη. Με τι χέρια να σε κρατήσω να μη ραγίσει και σκιστεί τ' αλάβαστρο. Δεν ξέρω τι να κάνω. Να σε σκεπάσω μ' ένα πανί, μ' ένα σεντόνι να σε κρύψω, να σ' αγκαλιάσω ή να σε κλάψω. Είναι μια ερημιά `πάνω στα χείλη είναι μια ερημιά, είναι μια ερημιά τρομακτική, σαν όταν σκύβεις και φιλάς τα χείλη σου στον καθρέφτη και σε φοβίζει το ψυχρό κρυστάλλινο φιλί. Δεν ξέρω τι να κάνω. Να σε σκεπάσω μ' ένα πανί, μ' ένα σεντόνι να σε κρύψω, να σ' αγκαλιάσω ή να σε κλάψω. Είναι μια ερημιά.


De Rerum Natura

Είναι σαν ένας άλλος ήλιος
ο ήλιος μες στην ψυχή μου,
είναι ένας άλλος ουρανός
δε σβήνει και δεν αμαυρώνεται.
Αδιάκοπος ουρανός αδειάζει το φως,
αδειάζει η θάλασσα, ξαναγεμίζει.
Όλα είναι μες στην ψυχή μου,
το σπίτι μας, ο θαμπωμένος δρόμος,
ο ψυχρός αγέρας, πέτρες και ξύλα.
Δέντρα, βουνά μες στην απόσταση
που τα ‘δαμε, κοιταγμένα για πάντα.
Βραδυάζει, ξημερώνει, κάποιοι συνομιλούν,
ως να ‘μαστ’ εμείς μες στα παλιά μας φορέματα.

Ακούμε τα χαμηλόφωνα μυστικά μας,
τα λόγια μας κυλούν μες στην εσπέρα.
Τα έχουμε όλα και μας έχουν.
Είμαστε από ύλη κι ασήκωτο φτερό,
τα κόκκαλα μας από θάλασσα κι ασβέστη.
Μας βλέπουν από παντού, μας περιέχουν,
μας καθρεφτίζουν, ως να μοιράζονται
την κατάφωτη όψη μας, το πρόσωπο μας.
Χίλια κομμάτια, χίλια καθρεφτίσματα.
Είμαστε κι εδώ κι εκεί, περνούμε,
ένας αγέρας μας ξεσηκώνει
μαζί μετά πράγματα και τα βουνά.
Καθώς θυμόμαστε ή σωπαίνουμε,
μας συνοδεύει μια λάμψη, μια φεγγοβολή,
από τη γη, απ’ τη σάρκα, από τα πράγματα.
Ως να ‘μασταν νεκροί κι ήρθαμε πίσω.
Αυτή ‘ναι η θάλασσα η πολύφωτη,
Που μας τριγύριζε, έμπαινε μέσα μας,
ως μες στον ύπνο, ως μες στη σάρκα.
Η θάλασσα η ανείπωτη σαν την ψυχή μας.
Σ’ αυτήν εδώ τη στέγη, αυτή την ώρα,
μ’ αυτά τα χέρια, αυτά τα σώματα,
Δοθήκαμε ο ένας στον άλλο μες στη νύχτα.
(Είναι μια ώρα, είναι μια νύχτα και δεν παύει,
δεν παύει ο ύπνος, δεν τελειώνει ο έρωτας).
Σ’ αυτό το ξύλο μες σ’ αυτό το φως,
σ’ αυτό το ξύλο ακούμπησες, κοίταξες
την πρωινή σημασία του άφυλλου δέντρου,
του πιο μοναχικού κι αμίλητου σ’ όλα τα δέντρα.
(Τάχα θα δώσουν κάποτε λόγο τα δέντραSmilie: ;)
Με κοίταξες στα μάτια, με κοιτάς,
το πρόσωπό σου απόμεινε στο πρόσωπό μου.
Μύρισε ο χρόνος όλος, μύρισε ο αγέρας.
Αυτή την ώρα σ’ αυτό τον ουρανό,
Μέσα σ’ αυτό τον ύπνο, αυτό το ημερονύχτιο.
Δεν το βαστώ, δεν το χορταίνω το πρόσωπό μου.
Σ’ αυτό το ακίνητο πρωί, θα στολιστώ,
Θα βάλω φτιασίδι στην όψη μου, θα ετοιμαστώ,
Θα τρέξω ως τον καθρέφτη, να κοιτάξω.
Ψάχνω το σώμα, ψηλαφώ στα σκοτεινά,
Φιλώ τη σκόνη, οσφραίνομαι, αφουγκράζομαι.
Ως να με κράζει, κάποιος, με καλεί.
Μια ευωδιά με παίρνει, η ευωδιά μας.
Τίποτα δεν αφήνω να πέσει καταγής και να χαθεί.
Φιλί με φιλί και ψίχουλο με ψίχουλο,
Χέρι με χέρι, θα τα μαζέψω όλα
Ξανά μες στην αγάπη μου, να σώσω την ψυχή μου.
Ό,τι αγγίξαμε ό,τι αγαπήσαμε.
Ό,τι άγγιξα θα ‘ναι αυτό
Που θα ‘χω αγγίξει ό,τι κοίταξα,
Αυτό που θα ‘χω κοιτάξει,
Αυτό που θα ‘χω συλλέξει,
Σκόνη πολλή και θλίψη και κατοπτρισμοί.
Ό,τι κέρδισα ό,τι αγάπησα.
Κι εγώ τι θα ‘μια τάχα, ποιο χέρι
Θα μ’ έχει συλλέξει ποιο βλέμμα
Θα μ’ έχει κοιτάξει, για να υπάρχω.
Ποια μνήμη θα μου φέγγη να περνώ.
Κι εγώ κάπου θα ‘μια, κάπου θα σωθώ.
Μες στον παλιόν αγέρα μου θα πνέω,
Καθώς μες στ’ άδειο μου πουκάμισο,
Μες στον αγέρα π’ ανάπνευσα, ντύθηκα.
Το ειπωμένο μου θα ‘μια τραγούδι και θα φεύγω.
Καθώς ένας χαμένος ήχος μες στους ήχους,
Αυτό που είπα, έκαμα, σκόρπισα.
Το φως που είδα, το σκότος π’ αγκάλιασα.
Μια χούφτα χώμα, ένα σύγνεφο σκόνη.
Μέσα στη δίψα θα ‘μια, θα διψώ,
Θα καίω τα χείλη, θα φέγγω τη νύχτα.
Μέσα στη μνήμη, η μνήμη θα θυμάμαι.
Να μην ξεχάσουμε: να μην ξεχαστούμε.
Αν όλα λείψουν, θα μείνει το άρωμα μας.
Αν ακουστεί η φωνή μας, θα ‘ναι τα δέντρα.
Είμαστε ήχοι, αντίλαλοι ,αντηχούμε
Ακούμε, ακουγόμαστε.
Ακούμε τον ακατάπαυστο κρότο του θανάτου.
Μια πόρτα να χτυπάει, να κρούει η μνήμη.
Φωνή που άκουσα κάποτε, σ’ ακούω,
Φωνή σαν ήχος βαθύς οργάνου,
Σ’ ακούω ξανά, σ’ ακούει η ψυχή,
Σ’ ακούει η ψυχή, σε φέρνει πίσω,
Μες στην παντοτινή σου αντήχηση.
Ένας ήχος θα μας πάρει, ένας αντίλαλος.
Ακούω τον ήχο μου, βλέπω
Τον εαυτό μου: είμαι ένα πράγμα
Και γίνομαι, όλο γίνομαι,
Αναφαίνομαι, χάνομαι,
Ώσπου να πάρω τέλος, ν’ αποχτήσω
Την ύπαρξη μου, όπως μια πέτρα ή ένα φυτό.
Ώσπου να πάρω το τέλειο σχήμα μου.
Ένας ήλιος ακόμα, ένας χαμός,
Όπως αλλάζει η μέρα με τη νύχτα.
Ένας χορός, μια κίνηση μέσα στο χώρο.
Μια έκπληξη ακόμα, μια πέτρα στο κενό.
Ως τη στερνή, την τέλεια μεταμόρφωση.
Είμαι σαν ένα πράγμα, είσαι ένα άλλο
Παρόμοιο, γυρεύουμε το ένα τα’ άλλο.
Σε βλέπω εκεί που σ’ έβλεπα, σ’ αγγίζω
Εκεί που σ’ άγγιζα, επάνω σ’ όλα,
Παντοτινά, ακατάλυτα και σωριασμένα.
(Ποιο χέρι τα κινεί και τα σωριάζει,
τα χτίζει και τα γκρεμίζει.
Ποιος μας σωριάζει μες στο χρόνο).
Δεν ακούγεται τίποτα κι όλα αντηχούν,
Ως να ‘ναι παύση μες στο χρόνο.
Ως να ‘ναι παύση κι όλα πρόκειται να αρχίσουν
Απ’ την αρχή: οι ομιλίες, τα βήματα, η μουσική.
Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα η γη,
ανώνυμη, ανυπόστατη, ερημωμένη.
Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα ο ουρανός.
Σχήματα χωρίς φως και δίχως μια φωνή
vα τα ονομάσει, δίχως αιωνιότητα.
Και ο Θεός τι πράγμα τάχα θα ’ταν,
Πράγμα χωρίς όνομα και δίχως λάμψη.
Τι σάρκα θα ‘παίρνε για να φανεί
Χωρίς σάρκα πάνω στη γη, τι πρόσωπο
Χωρίς το ανθρώπινο ένδυμα και σχήμα.
Τι ράπισμα κι’ αίμα, ποιο μαρτύριο
Χωρίς το ανθρώπινο μαρτύριο:
«Ίδε ο άνθρωπος. Ίδε ο Θεός».
Χωρίς τον ανθρώπινο θάνατο, χωρίς
Ταφή και θρήνο – δίχως ανάσταση.
Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα ο θάνατος.




Αναμονή


Φυσάει ο αγέρας, ανεβαίνει ο κουρνιαχτός.

Ως να διαβαίνουν ζώα μες στον χρόνο.
Ως να φωνάζουν άνθρωποι, φωνές μεγάλες,
Σαν φοβισμένα σκυλιά, να διώξουν τον θάνατο.
Ο καθείς μονάχος, χωριστά απ’ τους άλλους,
Ο καθείς φωνάζοντας για την ψυχή του.
Και κλειούν τις πόρτες τους, βάζουν το μάνταλο και το κλειδώνουν.
Κανείς δεν τόνε βλέπει, δεν τον ακούει,
Σιγοπατεί σαν κλέφτης στο σκοτάδι.
Να μη σκιαχτούν τα ζώα, να μην τρομάξουν τα πουλιά.
Κανείς δεν ξέρει την ώρα του, την ώρα που έρχεται.
Κοντά γυρίζει, ψάχνει τα ίχνη σου,
Πατεί τους δρόμους σου, τις νύχτες σου,
Μετράει τα βήματά σου.
Αν έρθει στην πόρτα σου, μη σου φανεί νωρίς,
Ως να ’σαι ο αργοπορημένος,
Ως να ’χεις μόλις φτάσει από μακριά μες στην αποδημία.
Ετοίμαζε την ψυχή σου.
Γιώργος Θέμελης, Αναμονή (απόσπασμα)
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Γ. Θέμελη Ποιήματα II (1970)

Αντανάκλαση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου