Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

Ειρήνη-Βαρβάρα Λαγουβάρδου •⊰Το ναρκισσιστικό πρόσωπο της κοινωνίας⊱•


~ PhotographyArt: Portrait by Mous Lamrabat (Moroccan-born, Belgian-based imagemaker) ~



(Γράφει η Ειρήνη-Βαρβάρα Λαγουβάρδου)

✽•*`*•✽

Στις μέρες μας, η έννοια του ναρκισσισμού χρησιμοποιείται διαρκώς στην καθομιλουμένη· μάλιστα, παρατηρεί κανείς ότι η κοινή λογική μοιάζει να «γοητεύεται» από την πολυχρησία -και την αναπόφευκτη κακοχρησία- αυτής της έννοιας, προκειμένου να κατηγοριοποιήσει χαρακτηρολογικά τον άλλον άνθρωπο.

Εύλογα, τίθεται το ακόλουθο ερώτημα:

Άραγε, η σύγχρονη εποχή ευνοεί την ανάπτυξη ναρκισσιστικών προσωπικοτήτων περισσότερο από ό,τι παλαιότερα;

✽•*`*•✽

Είναι γεγονός, ότι, σε κάθε χρονική περίοδο, η διαμόρφωση των κοινωνικών συνθηκών και προτύπων επιδρά στη διάπλαση της ανθρώπινης προσωπικότητας, καθώς επίσης και στην εμφάνιση ορισμένων κοινών χαρακτηριστικών στα μέλη της ίδιας ομάδας/κοινωνίας.

Στη μεταπολεμική δεκαετία του ’50, λόγου χάριν, η Wolfenstein (1951), περιέγραψε μία σημαντική στροφή στην αμερικάνικη κουλτούρα· την ανάκυψη της «ηθικής της διασκέδασης» (fun morality), δηλαδή του τρόπου, με τον οποίον οι νέοι γονείς -οι οποίοι είχαν μεγαλώσει μέσα σε ιδιαίτερα δύσκολες κοινωνικές συνθήκες- ανέτρεφαν τα δικά τους παιδιά με την αντίληψη ότι εκείνα μπορούσαν και «θα έπρεπε» να τα έχουν όλα· να επιδιώκουν τη διασκέδαση, σα να ήταν υποχρέωση, η μη επιδίωξη της οποίας θα ήταν λόγος, για να ντρέπονται.

Μέσα από το άρθρο της, «The Emergence of Fun Morality», η Wolfenstein αναδείκνυε μία ουσιώδη δομική αλλαγή στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών της Αμερικής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, φανέρωνε πώς ένα παιδί είναι δυνατό να γίνεται η «ναρκισσιστική προέκταση» των γονέων του σε βλαπτικό για την προσωπική εξέλιξή του βαθμό· να υποχρεώνεται να πραγματοποιήσει και να εκπληρώσει το ίδιο όσα οι γονείς στερήθηκαν· όλα όσα θα ήθελαν να κάνουν, αλλά δεν έκαναν· συνακόλουθα, να εξαρτά την αυταξία από την επίτευξη μιας αυταπάτης, όπως είναι το αδιάκοπο και ανέφικτο κυνήγι του να «περνάω καλά» και να «τα έχω όλα».

✽•*`*•✽

Μήπως κάτι αντίστοιχο συνέβη και στην ελληνική κοινωνία κατά τις τελευταίες δεκαετίες;

Αναμφίβολα, η ελληνική κοινωνία -και η ανατροφή των παιδιών μέσα σε αυτήν- δεν έχει μείνει ανεπηρέαστη από τη μαζική -κοπαδιαστή θα έλεγε κανείς- μορφοποίηση την οποίαν έχουν υποστεί πολλές σύγχρονες κοινωνίες· κοινωνίες, στις οποίες η «ηθική της διασκέδασης» -η ανάγκη να έχουμε και να απολαμβάνουμε τα πάντα- συνταιριάζεται με τη δημιουργία ενός εικονικού εαυτού, ο οποίος χρειάζεται να πληροί συγκεκριμένα κριτήρια, προκειμένου να ανταποκρίνεται στο «φαίνεσθαι», το οποίο έχει «επιλέξει» (ή καλύτερα στο επιβεβλημένο -μαθημένο από τους άλλους- «φαίνεσθαι»).

Σε μια τέτοια, κοπαδιαστή κοινωνία, τα μέλη μαθαίνουν να αλλοτριώνονται, δηλαδή να αποξενώνονται από τον εσωτερικό εαυτό και να βασίζουν την αυτοεκτίμηση και την αυτοπεποίθηση έξω από εκείνον· σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως είναι η διαρκής ανάγκη για επιβεβαίωση από τους άλλους ανθρώπους (ή από την εικονική πραγματικότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στις μέρες μας), η άπληστη απόκτηση υλικών αγαθών, η τελειοθηρία, ο εμποτισμένος με φθόνο ανταγωνισμός για τα επιτεύγματα και τα χαρίσματα των άλλων κ.ο.κ. 

Κατ’ αυτή την έννοια, ο αυθεντικός χαρακτήρας «χάνεται» πίσω από τον πλασματικό εαυτό· την «περσόνα», όπως έχει πει ο Jung (1928).

✽•*`*•✽

Για τον Jung, η έννοια της «περσόνα» εκφράζει την εικόνα την οποία κατασκευάζει ο άνθρωπος για τον εαυτό του και την οποία, ακολούθως, επιδεικνύει στους άλλους· ουσιαστικά, πρόκειται για τη δημόσια εικόνα, βάσει της οποίας το άτομο προσαρμόζεται στο κοινωνικό περιβάλλον και συνδιαλλάσσεται με τους ομοίους του.

Ούτως ειπείν, η περσόνα είναι ένα είδος κοινωνικής μάσκας· το προσωπείο το οποίο δημιουργεί κανείς ανάλογα με την επαγγελματική ιδιότητα, την οικογενειακή κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο, τις κοινωνικές επιταγές κ.τ.λ.· το προσωπείο το οποίο φορά, όταν βγαίνει από το σπίτι του, και, μέσω του οποίου καθορίζει την εν γένει συμπεριφορά του.

Στο πλαίσιο αυτό, εάν, λόγου χάριν, είμαι καλλιτέχνης, μπορεί να κατασκευάσω μία περσόνα, σύμφωνα με την οποία θα «πρέπει» να ντύνομαι και να συμπεριφέρομαι εκκεντρικά· αντιθέτως, εάν είμαι δημοσιογράφος και ασχολούμαι με την πολιτική ειδησεογραφία, θα «πρέπει» να ντύνομαι πιο συντηρητικά, ο λόγος μου να είναι πιο αυστηρός κ.ο.κ.

✽•*`*•✽

Τι συμβαίνει όμως, όταν η περσόνα παύει να είναι το ευέλικτο προσωπείο προσαρμογής στον έξω κόσμο;

Όταν επικαλύπτει ή/και «καταπίνει» ολοκληρωτικά τον πραγματικό χαρακτήρα του ανθρώπου;

Τι συμβαίνει, όταν αυτό που πραγματικά είμαι υποσκελίζεται ή/και αφομοιώνεται πλήρως από εκείνο το οποίο έχω μάθει ότι πρέπει να είμαι;

Η απάντηση είναι η αναμενόμενη· όσο εξαρτώμαι από την περσόνα, την οποίαν έχω δημιουργήσει, τόσο εγκλωβίζομαι στις επιταγές της· άρα, και στην αναπόφευκτη αίσθηση του προσωπικού κενού και της ελλειμματικότητας, κάθε φορά που νιώθω ανίκανος να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις της.

Κατά συνέπεια, απομακρύνομαι από την ουσία της ύπαρξής μου· από την αυθεντική και μοναδική ταυτότητά μου, η γνώση και η κατανόηση της οποίας είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για τη δόμηση μιας αυτόνομης προσωπικότητας, η οποία δεν έχει την υπέρμετρη ανάγκη της ναρκισσιστικής, εξωτερικής επιβεβαίωσης.

Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι το βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα των προσωπικοτήτων με ναρκισσιστική δομή είναι, είτε η μη αποδοχή του υποτιμημένου-ελαττωματικού εαυτού, είτε, αντιθέτως, το αίσθημα ισχυρής υπεροχής του υπερτιμημένου-αλαζονικού εαυτού· αμφότερα συνδυασμένα με την ευθεία εξάρτηση της αυτοεκτίμησης από την επιβεβαίωση και την κριτική των άλλων (εξωτερικοί παράγοντες).

✽•*`*•✽

Εν κατακλείδι, είναι αλήθεια ότι οι σύγχρονες κοινωνίες φαίνεται να ευνοούν ακόμα περισσότερο την ανάπτυξη των ναρκισσιστικών λειτουργιών του ανθρώπου, καθώς η προσωπική-εσωτερική αξία ανακατευθύνεται· αντί να ξεκινάει από μέσα προς τα έξω, δομείται αντίστροφα. Παρόλ’ αυτά, η ευκολία, με την οποία χαρακτηρίζουμε τους άλλους ανθρώπους ως ναρκισσιστές (χωρίς να έχουμε ιδέα τι πραγματικά σημαίνει αυτή η έννοια και ποιες προεκτάσεις έχει), ίσως, χρειάζεται να μας προβληματίζει ιδιαίτερα. 

Μήπως τελικά αποδίδουμε στους άλλους αυτό το οποίο νιώθουμε -αλλά δε θέλουμε να παραδεχθούμε- ότι φέρουμε, ως ένα βαθμό (διαφορετικό για τον καθέναν), και οι ίδιοι;

Ειρήνη-Βαρβάρα Λαγουβάρδου
Ψυχολόγος Παντείου Παν. Αθηνών-Συγγραφέας

Βιβλιογραφικές αναφορές: 
Jung, C. G. (1966). Two Essays on Analytical Psychology. London: Routledge. org/10.4324/9781315725895
Wolfenstein, M. (1951). The Emergence of Fun Morality. Journal of Social Issues, 7(4), 15–25. https://doi.org/10.1111/j.1540-4560.1951.tb02249.x



ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://empsichoslogos.wordpress.com/








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου