Ο Χόρχε Αμάντο (Jorge Amado, 10 Αυγούστου 1912 - 6 Αυγούστου 2001) ήταν Βραζιλιάνος συγγραφέας και πολιτικός. Υπήρξε κομμουνιστής και άθεος
Γεννήθηκε το 1912 σε μια φυτεία κακάου, στο Φεράδας, επαρχία της Μπαΐα, στη Βραζιλία. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στις φυτείες και παρακολούθησε από κοντά τον εποικισμό της βραζιλιάνικης γης από καλλιεργητές του κακάου, μιας και ο πατέρας του ήταν ένας απ' αυτούς. Παρακολούθησε το Γυμνάσιο εσωτερικός σ' ένα κολέγιο Ιησουιτών, απ' όπου το έσκασε διασχίζοντας τα παρθένα δάση της Μπαΐα και του Σερζίπ στα δώδεκά του χρόνια. Στα δεκατέσσερά του χρόνια συνεργάστηκε ως δημοσιογράφος με την εφημερίδα Diario de Bahia. Το 1930 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Ρίο ντε Τζανέιρο, απ' όπου αποφοίτησε το 1935. Φυλακίστηκε και εξορίστηκε έντεκα φορές. Υπήρξε βουλευτής και μέλος της Εθνοσυνέλευσης της χώρας του. Το θέμα της πάλης των τάξεων κυριαρχεί στα μυθιστορήματά του της δεκαετίας του '30 και του '40, αλλά στη δεκαετία του '50, μετά την παραμονή του στο Παρίσι και τη φιλία του με κορυφές της ευρωπαϊκής τέχνης, αφού είχε τιμηθεί με το βραβείο Λένιν, η πολιτική έμφαση παραχώρησε τη θέση της σε μια πιο ανάλαφρη, πιο μυθιστορηματική προσέγγιση. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 48 γλώσσες και έχουν εκδοθεί σε 54 χώρες, ενώ του έχουν απονεμηθεί οι σημαντικότερες διεθνείς διακρίσεις. Πέθανε το καλοκαίρι του 2001. Επειδή απεχθανόταν τα νεκροταφεία, όπως είχε ζητήσει, η σορός του αποτεφρώθηκε και σκορπίστηκε στη ρίζα ενός δέντρου μάνγκο, που βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού του, κάτω από το οποίο συνήθιζε να περνά τα βράδια του.
ΒΙΒΛΙΑ
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2014) Ντόνα Φλώρα, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη (2004) Οι παλιοί ναυτικοί ή ολόκληρη η αλήθεια για τις αμφιλεγόμενες περιπέτειες του καπετάν Βάσκο Μοσκόζο ντε Αραγκάο, πλοιάρχου του εμπορικού ναυτικού, Εξάντας (2001) Η Ντόνα Φλορ και οι δύο σύζυγοί της, Περίπλους (2001) Ο πρώτος και ο δεύτερος θάνατος του Κινίνου του Μπέκρου, Εκδόσεις Καστανιώτη (1999) Η ανακάλυψη της Αμερικής από τους Τούρκους, Εκδόσεις Καστανιώτη (1998) Ο πόλεμος των αγίων, Bell / Χαρλένικ Ελλάς (1992) Κακάο, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη (1992) Οι καπετάνιοι της άμμου, Πορεία (1988) Οι δρόμοι της πείνας, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι. (1984) Ανταρσία, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη (1981) Τερέζα Μπατίστα, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη (1965) Μπάχια, το λιμάνι όλων των αγίων, Εκδόσεις Αρδηττός (1963) Οι δρόμοι της πείνας, Εκδόσεις Αρδηττός Η κυρία Φλώρα και οι δύο άντρες της, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη Νύχτα αγωνίας, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη |
ΧΟΡΧΕ ΑΜΑΝΤΟ - Ο ποιητής της βραζιλιάνικης γης
Αμάντο, στα πορτογαλικά, σημαίνει «αγαπημένος», «αυτός που έχει αγαπηθεί». Ο Χόρχε Αμάντο, ο μεγαλύτερος λογοτέχνης της Βραζιλίαςευτύχησε να γνωρίσει, εν ζωή, την αγάπη εκατομμυρίων αναγνωστών από όλον τον κόσμο και την παγκόσμια αποδοχή. Πρόλαβε να δει τα έργα του να μεταφράζονται σε 54 γλώσσες και το όνομά του να συνδέεται με αναγνωρίσεις όπως το Βραβείο Λένιν, ενώ ήταν πολλές φορές υποψήφιος και για το βραβείο Νόμπελ, το οποίο όμως δεν έλαβε ποτέ. Ισως για τους ίδιους λόγους για τους οποίους βραβεύτηκε με το βραβείο Λένιν...
Σε κάθε περίπτωση, ο Αμάντο, άφησε την τελευταία του πνοή στις 6 Αυγούστου 2001, στα 89 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του ένα έργο που αποτελείται από 40 τίτλους και μια ζωή, κάθε άλλο παρά αυτό που θα ονομάζαμε «βαρετή». Παράλληλα, μέσα από αυτό το έργο, γνώρισε σε όλον τον κόσμο την άλλη Βραζιλία, αυτήν του «εκρηκτικού κοκτέιλ», που συνιστούν οι πλούσιες λαϊκές παραδόσεις της, «ζυμωμένες» με την ανέχεια και τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση.
Η Μπάια ήταν και εξακολουθεί να αποτελεί ένα πολιτισμικό «κοκτέιλ», η περιοχή όπου λατρεύονται συγχρόνως οι χριστιανοί άγιοι και οι αφρικανικοί θεοί, ενώ είναι από τα σημαντικότερα οικονομικά κέντρα της χώρας. Στην ακτή της έδεσαν οι πρώτες αποικιοκρατικές, πορτογαλικές γαλέρες και εκεί δημιουργήθηκε η πρώτη πρωτεύουσα της χώρας, το Σαλβαντόρ, στο νοσοκομείο του οποίου, αιώνες αργότερα, θα πέθαινε ο Αμάντο. Εκεί θα γινόταν και η απαρχή της μείξης των φυλών που είχαν σαν αποτέλεσμα τα σημερινά εξωτερικά χαρακτηριστικά του βραζιλιάνικου πληθυσμού, αλλά και, το σημαντικότερο, την εκρηκτική μείξη των διαφορετικών πολιτισμών. Η Μπάια ήταν πάντα το «κλειδί» της οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της χώρας. Εκτός από τον Αμάντο, η επαρχία πρόσφερε και άλλα πνευματικά της «τέκνα» στην τέχνη της Βραζιλίας.
Από τις φυτείες της Μπάια...
Αλλωστε, αυτόν τον αγώνα για επιβίωση, ο Αμάντο το γνώρισε από τα γεννοφάσκια του, αφού γεννήθηκε στις 10/8/1912 σε μια φυτεία κακάο της επαρχίας Μπάια, η οποία έμελλε να γίνει γνωστή παγκοσμίως μέσα από το έργο του μελλοντικού συγγραφέα. Ο πατέρας του ήταν από την επαρχία Σερτζίπε, ενώ η μητέρα του είχε γεννηθεί στην Μπάια. Το 1931 έγραψε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Η χώρα του καρναβαλιού». Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος Βραζιλίας. Γεννημένος συγγραφέας, ο νεαρός Αμάντο γράφει πυρετωδώς, επιχειρώντας να αποτυπώσει τις συνθήκες στις οποίες ζουν οι συμπατριώτες του. Πολύ γρήγορα ακολουθούν τα μυθιστορήματα «Κακάο» (1933) και «Ιδρώτας» (1934). Με αυτά, ο συγγραφέας θα αναδείξει τη δημιουργία της ταξικής συνείδησης στους εργάτες της πόλης και της υπαίθρου. Η μυθιστορηματική απεικόνιση της ζωής και των αγώνων του φτωχού λαού του θα συνεχιστεί με την τριλογία «Μυθιστορήματα για την Μπάια», η οποία αποτελείται από τα βιβλία «Ζουμπιάμπα» (1935), «Νεκρή Θάλασσα» (1936), «Οι καπετάνιοι της άμμου» (1937). Γι' αυτό το έργο θα βασιστεί στη λαϊκή παράδοση των Βραζιλιάνων νέγρων.
Ο Αμάντο, όμως, δε θα αρκεστεί στο να περιγράφει τη σκληρή ζωή της φτωχολογιάς και να παίρνει θέση μόνο μέσα από τα γραπτά του. Οντας μέλος του ΚΚΒ θα συμμετάσχει στην «Εθνικοαπελευθερωτική Συμμαχία» (η οποία καθοδηγούνταν από το ΚΚΒ), γεγονός που θα είναι αρκετό για να φυλακιστεί με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Βάργκας. Το 1941 αυτοεξορίζεται, ενώ συνεχίζει τη συγγραφική του δραστηριότητα. Γράφει τη βιογραφία του ποιητή και ηγέτη του ΚΚΒ, Α. Κάστρο Αλβις, καθώς και τα βιβλία «Χωράφια χωρίς σύνορα» (1943) και «Πόλη Ιλιέους» (1944). Αυτή τη φορά, το θέμα που τον απασχολεί σε αυτά τα βιβλία είναι ο αιματηρός αγώνας ανάμεσα στους ιδιοκτήτες φυτειών και τους καπιταλιστές, το αναπόφευκτο πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, το οποίο προαναγγέλλει και το ξεπέρασμα του τελευταίου. Το 1945 επιστρέφει στη Βραζιλία και εκλέγεται βουλευτής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το 1946, με αυτήν την ιδιότητα, ο Αμάντο θα συνυπογράψει το 4ο Βραζιλιάνικο Σύνταγμα. Την ίδια χρονιά δημοσιεύει και το μυθιστόρημά του «Κόκκινα φιντάνια», το οποίο αποτελεί μια παραστατική απόδοση της επαναστατικότητας της βραζιλιάνικης αγροτιάς. Παράλληλα, με το έργο αυτό, ο συγγραφέας δείχνει να εντρυφεί περισσότερο στη μέθοδο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
... στην παγκόσμια αναγνώριση
Το 1948, ωστόσο, θα αυτοεξοριστεί εκ νέου. Πηγαίνει στο Παρίσι όπου γνωρίζει τον Σαρτρ, τον Αραγκόν και τον Πικάσο, μεταξύ άλλων. Το 1950 θα πάει στο Κάστρο της Ενωσης Λογοτεχνών της Τσεχοσλοβακίας, όπου θα γράψει την ωδή «Ο κόσμος και η ειρήνη». Στην Τσεχοσλοβακία θα ζήσει έως το 1952, συμμετέχοντας, παράλληλα, στο παγκόσμιο φιλειρηνικό κίνημα, μέσω της παγκόσμιας οργάνωσης «Οπαδοί της Ειρήνης». Αυτός ο αγώνας του θα τιμηθεί το 1951 με τη βράβευσή του με το Βραβείο Λένιν «για την εδραίωση της ειρήνης ανάμεσα στους λαούς». Το 1952 θα εκδώσει το μυθιστόρημα, «Το υπόγειο της Λευτεριάς», με το οποίο θα απεικονίσει τους κοινωνικούς αγώνες στη Βραζιλία, κατά την περίοδο από το 1937 έως το 1941. Στο μυθιστόρημα αυτό γίνεται ακόμη πιο εμφανής η αντιπαράθεση μεταξύ του κόσμου των υψηλών ιδεών και αισθημάτων, του ηρωισμού των απλών ανθρώπων της Βραζιλίας και του κόσμου της απληστίας, του κέρδους και της βίας. Αναδεικνύεται επίσης ο καθοδηγητικός ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Βραζιλίας σε αυτόν τον αγώνα.
Την ίδια δεκαετία θα εκδοθεί και η πιο γνωστή - στην Ελλάδα τουλάχιστον - μυθιστορηματική τριλογία του, με την οποία θα απεικονίσει την ιστορία του επαναστατικού κινήματος της Βραζιλίας από τις αρχές του 20ού αι. Η τριλογία αποτελείται από τα βιβλία: «Σκληροί καιροί», «Νύχτες αγωνίας» και «Φως στο σκοτάδι». Ακολουθούν τα μυθιστορήματα «Γαβριέλα, γαρίφαλο και κανέλα» (1958) και «Η Ντόνα Φλορ και οι δύο άντρες της» (1966). Σε αυτά τα μυθιστορήματα, καθώς και στις συλλογές διηγημάτων «Οι θαλασσόλυκοι» (1961) και «Οι βοσκοί της νύχτας» (1964) θα χρησιμοποιήσει παραδοσιακά στοιχεία για να εκφράσει τις ιδιομορφίες του φιλελεύθερου εθνικού χαρακτήρα. Το βιβλίο «Η Ντόνα Φλορ και οι δύο άντρες της» μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο το 1976, από τον σκηνοθέτη, Μπρούνο Μπαρέτο, ο οποίος, με αυτήν την ταινία, δημιούργησε μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες του βραζιλιάνικου κινηματογράφου και μία από τις γνωστότερες ταινίες της χώρας του στο εξωτερικό. Πρωταγωνίστρια ήταν η ηθοποιός, Σόνια Μπράγκα. Ομως και άλλα έργα του από αυτήν την περίοδο θα μεταφερθούν στη μεγάλη ή στη μικρή οθόνη, με τη μορφή ταινιών ή τηλεοπτικών σειρών. Το 1961 γίνεται μέλος της Ακαδημίας της Βραζιλίας, ενώ ήταν μέλος και του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης. Ηταν παντρεμένος με την επίσης συγγραφέα Ζέλια Ζετάι και πατέρας δύο παιδιών.
Η υγεία του τον είχε ταλαιπωρήσει πολύ την τελευταία δεκαετία. Το 1993 είχε υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου και από το 1996 έφερε βηματοδότη στην καρδιά. Τους τελευταίους μήνες είχε νοσηλευτεί πολλές φορές, ενώ τον Ιούνιο νοσηλεύτηκε για μακρύ χρονικό διάστημα. Κύρια αιτία ήταν ο διαβήτης από τον οποίο έπασχε και του είχε δημιουργήσει επιπλοκές στη νεφρική και την αναπνευστική λειτουργία. Λόγω της ταλαιπωρημένης υγείας του, ο συγγραφέας δεν έβγαινε από το σπίτι του, ενώ είχε χάσει το 80% από την όρασή του. Στις 10 Αυγούστου θα γιόρταζε τα 89α γενέθλιά του, αλλά η καρδιά του δεν άντεξε και ο συγγραφέας ξεψύχησε σε νοσοκομείο του Σαλβαντόρ ντι Μπάια. Της επαρχίας στην οποία γεννήθηκε και η οποία έγινε παγκόσμια γνωστή μέσα από το έργο του. https://www.rizospastis.gr/
Απόσπασμα από το Οι Δρόμοι της Πείνας
Η Καατίγκα
Άγονη κι αφιλόξενη απλώνεται η Καατίγκα. Σ’ αυτό το σερτάο, ξερό και άγονο σα μια έρημο από αγκάθια, χιλιάδες λεύγες μακρυά δε βλέπεις, παρά αραιούς θάμνους. Κάτω απ’ τον καυτό μεσημεριάτικο ήλιο φίδια και σαύρες γλυστράνε ανάμεσα στις πέτρες. Σαύρες πελώριες, ακίνητες, που όταν σε καρφώνουν με τα ανέκφραστα μάτια τους, μοιάζουν σαν σκαλισμένες φιγούρες ενός πρωτόγονου απολιθωμένου κόσμου. Τα φίδια είναι απ’ τα φαρμακερά, ο Γ ι α ρ α ρ α κ ο υ σ ο ύ, η Γ α ρ α ρ ά κα, ο κροταλίας. Μόλις κουνηθεί κανένα κλαρί, ή μόλις πηδήξει καμμιά σαύρα, ή όταν ζεσταίνει τρομερά ο ήλιος, αρχίζουν να σφυρίζουνε δαιμονισμένα.Οι αφάνες των αγκαθιών, όπως διασταυρώνονται μέσα στην καρδιά της Καατίγκα, σχηματίζουνε μια έρημο αδιαπέραστη. Είναι η αδιαπέραστη καρδιά της Βορειοδυτικής χώρας. Ξηρασία, αγκάθια, φαρμάκι, τίποτ’ άλλο. Δε θα βρεις ούτε ένα δρόμο, ούτε καν μονοπάτι, ούτε δέντρο με ξεκούραστη σκιά, ούτε κανένα ζουμερό καρπό. Μονάχα μερικές ο υ μ π ο υ ρ ά ν α ς υψώνονται πού και πού διακόπτοντας τη μονοτονία των θάμνων. Το μάτι αγκαλιάζει στο άπειρο κάκτους απ’ όλα τα είδη, φ α β έ λ α ς, μ α ν τ α κ ά ρ ο υ ς, κ ο λ ο ύ μ π ι ς, κ ι χ ά μ π α ς, και στη μέση, σαν από κάποιο θαύμα, βλέπεις το λουλούδι κανενός ορχεοειδούς. Χιλιάδες λεύγες εκτείνεται η έρημος της Καατίγκα. Δίχως δρόμους, δίχως μονοπάτια, δίχως τροφή, δίχως νερό, δίχως σκιά και ρυάκια. Αδύνατο να περάσει κανείς την Καατίγκα του βορειοδυτικού σερτάο.
Ωστόσο, βήμα με βήμα προχωρούσε σ’ αυτή την έρημο ένα αμέτρητο κοπάδι χωρικοί. Άνθρωποι διωγμένοι απ’ τα σπίτια τους, απ’ τους μεγαλοτσιφλικάδες και την ξηρασία, αφανισμένοι, χωρίς δουλειά, τραβούσανε για το Σαν Πάολο, το Ελντοράντο της φαντασίας τους. Κατέβαιναν απ’ όλες τις επαρχίες γι’ αυτό το επικίνδυνο ταξίδι, φορώντας στα πόδια τους ένα ζευγάρι μονάχα σανδάλια. Διασχίζουν την καρδιά της Καατίγκα, ανοίγουν πέρασμα μέσ’ απ’ τα αγκάθια, νικάνε τα φαρμακερά φίδια, τη δίψα, την πείνα. Τα χέρια τους γδέρνονται, τα πρόσωπά τους ξεσχίζονται και την ψυχή τους τη ζώνει η απελπισία. Χιλιάδες και χιλιάδες σε μια απέραντη φάλαγγα που δεν έχει τέλος. Ένα ταξείδι που άρχισε πριν από πολύν καιρό και κανείς δεν ξέρει πότε θα τελειώσει, γιατί κάθε χρονιά, αμέτρητοι κολλήγοι πούχασαν τα χτηματάκια τους, διωγμένοι εργάτες, θύματα της ξηρασίας και των «συνταγματαρχαίων»[1], μαζεύουνε τα γεννήματά τους, τα παιδιά τους και τις τελευταίες τους δυνάμεις για τη μεγάλη έξοδο. Κι’ ενώ κατεβαίνουνε οι φάλαγγες προς το Ζουαζέιρο ή το Μόντες – Κλάρος, ανεβαίνουνε οι άλλοι που γυρίζουν πίσω απ’ το Σαν Πάολο. Και τότε είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να πει κανείς ποιοι γεύονται την πιο μεγάλη συμφορά, εκείνοι που πάνε ή οι άλλοι που ξαναγυρίζουν στα χώματά τους. Η πείνα κι’ οι αρρώστειες σκορπάνε αμέτρητα πτώματα στο δρόμο που μένουν παρατημένα εκεί, λιπαίνοντας το χώμα της ερήμου για να γεννιώνται πιο ακμαίοι οι μ α ν τ α κ ά ρ ο υ ς, για να ορθώνονται πιο αιχμηρά τ’ αγκάθια που θα σκίζουνε τις σάρκες των φυγάδων. Πολυάριθμες οικογένειες ξεκινάνε για το ταξίδι και φτάνουνε στην Πιραπόρα ξεκληρισμένες απ’ τα μισά μέλη τους. Στις πόλεις, που βρίσκονται ολόγυρα στην Καατίγκα, θ’ ακούσει κανείς τις πιο απίστευτες ιστορίες, με τις πιο τρομαχτικές συμφορές – συμφορές που κανένα βιβλίο δεν μπορεί να περιγράψει. Ένα ταξίδι δίχως τέρμα, δίχως τελειωμό, που ξαναρχίζει πάντα απ’ την αρχή, από ανθρώπους που μοιάζουνε με τους προηγούμενους, όπως το νερό σ’ ένα ποτήρι μοιάζει με το νερό που βρίσκεται σ’ ένα άλλο. Είναι τα ίδια πρόσωπα με το απροσδιόριστο χρώμα. Τα ίδια γιγάντια πέλματα με τα απλωμένα δάχτυλα, τα ίδια τσακισμένα κορμιά, οι ίδιες γυναίκες με τα κουρασμένα πρόσωπα, όπου κάθε ίχνος ομορφιάς έχει σβήσει.
Εκεί γύρω στα χαμόδεντρα λούφαζαν οι κανγκαγκέιρος. Οι εκδικητές, οι αφέντες του σερτάο. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει ούτε ειρήνη, ούτε ανάπαυλα, δεν έχουν ούτε τσαρδί, ούτε σπίτι, ούτε μεταφορικά μέσα. Γι’ αυτούς σπίτι, τραπέζι, κρεββάτι, είναι η Καατίγκα. Τα αποσπάσματα που τους κυνηγάνε, δεν τολμάνε να προχωρήσουν εκεί που πυκνώνουν οι κάκτοι. Βαθειά στην Καατίγκα, ανάμεσα στα φίδια και τις σαύρες, ζούνε οι ληστές και κάποτε επιτίθενται στους χωρικούς που ανεβαίνουνε και κατεβαίνουνε στο αιώνιο ταξίδι τους.
Εκεί στην ξερή καρδιά της Καατίγκα τριγυρίζουν οι πιο φημισμένοι μπεάτος, αυτοί που σέρνουνε τα βήματα τους μαζί με τα τραγικά πλήθη, γεμίζοντας το σερτάο με παράξενες προσευχές, με προλήψεις, που εξαγγέλλουν με το προφητικό τους στόμα το τέλος του κόσμου και το τέλος των συμφορών του ανθρώπου. Μέσα στα χαμόκλαδα έζησαν ο Λούκας ντα Φέιρα, ο Αντώνιο Σιλβίνο κι’ ο Λαμπιάο. Σήμερα βρίσκουνε καταφύγιο ο Λούκας Αρβορέντο κι’ η συμμορία του. Τώρα στο βάθος της ερήμου παρουσιάστηκε ξαφνικά, με τα ίδια προφητικά λόγια στο στόμα, ο Μπεάτο Εστεβάο.
Τα ονόματα αλλάζουνε, μα τα πρόσωπα μένουνε τα ίδια, η ίδια μοιρολατρεία, η ίδια αποφασιστικότητα στην περπατησιά. Ανεβαίνουνε σιγά – σιγά προς το Σαν Πάολο. Εκεί, λένε, πως η γης είναι τζάμπα σχεδόν και τα λεφτά τρέχουν στους δρόμους. Κι’ ύστερα πάλι κατεβαίνουνε απ’ το Σαν Πάολο. Δεν βρήκαν ούτε γης, ούτε τίποτα.
Προχωρούνε πάντα, πάντα εκατοντάδες, χιλιάδες. Χρειάζεσαι μήνες ολάκαιρους για να περάσεις την Καατίγκα. Οι νεκροί σκεπάζουν τους απίθανους δρόμους, μα τα πτώματα δεν αλλάζουνε το ερημικό τοπίο που κοιμούνται οι παράξενες σαύρες κάτω απ’ τον καυτό ήλιο. Νερό θα βρεις μονάχα, όταν πάει να τελειώσει η συμφορά της Καατίγκα, εκεί που αρχίζει ο εφιάλτης του ποταμού Σαν Φραντζίσκο…
[1] Συνταγματαρχαίοι: Τιμητικός τίτλος που δόθηκε στους μεγαλοτσιφλικάδες. Επιβίωση από τους πρώτους αποικισμούς της Βραζιλίας, όταν η χώρα μοιράστηκε σε επαρχίες που τις εμπιστευτήκανε σε ανώτερους αξιωματικούς.
Γιόργκε Αμάντο, Οι Δρόμοι της Πείνας, μετάφραση Κώστα Κοτζιά, Εκδόσεις « Αρδηττός», Αθήνα 1963, 2η έκδοση. Η μακέττα του εξωφύλλου έγινε από τον καλλιτέχνη Γιώργο Φαρσακίδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου