Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

Γιώργος Κοτζιούλας (1909 – 29 Αυγούστου 1956)

Η φωτογραφία είναι από https://www.pemptousia.gr/

Ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909 – 29 Αυγούστου 1956) ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός, με σημαντική συνεισφορά στην Εθνική Αντίσταση.

Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε στην Πλατανούσσα (Ραψίστα) της Ηπείρου. Ο πατέρας του ήταν ταχυδρομικός διανομέας. Τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο στη γενέτειρά του, και στη συνέχεια με πολύ κόπο και στερήσεις το Σχολαρχείο στο Καλέντζι Ιωαννίνων και το Γυμνάσιο στην Άρτα. Οι εμπειρίες του από την προσπάθεια να μορφωθεί μέσα σε συνθήκες έσχατης φτώχειας περιγράφονται συγκινητικά στο αφήγημα «Από μικρός στα γράμματα».

Το 1926 πήγε στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παράλληλα με τις σπουδές του εργαζόταν ως διορθωτής και μεταφραστής σε αθηναϊκά περιοδικά και εφημερίδες. Η σκληρή δουλειά, η ανέχεια και οι στερήσεις αδυνάτισαν τον οργανισμό του• το 1934 προσβλήθηκε από φυματίωση, αρρώστια που τον ταλαιπώρησε στην υπόλοιπη ζωή του. Τελικά πήρε το πτυχίο του το 1938.

Το 1941 επέστρεψε στη γενέτειρά του. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και οργάνωσε το καλλιτεχνικό τμήμα της VIII Μεραρχίας ΕΛΑΣ Ηπείρου, του οποίου ήταν διευθυντής από το 1943 ως το 1945. Το 1944 ίδρυσε θεατρικό θίασο, τη «Λαϊκή Σκηνή», με τον οποίο περιόδευε στις ελεύθερες περιοχές της Ηπείρου, δημιουργώντας ένα θαυμάσιο θέατρο στα βουνά. Το 1945 επέστρεψε στην Αθήνα. Το 1950 παντρεύτηκε την Ευμορφία Κηπουρού και απέκτησε ένα γιο, τον Κώστα. Πέθανε στην Αθήνα από καρδιακή προσβολή τη νύχτα της 28 προς 29 Αυγούστου 1956.


Η φωτογραφία είναι από http://www.katiousa.gr
Έργο

Ο Κοτζιούλας ως ποιητής συνεχίζει την παράδοση των νεοσυμβολιστών και των νεορομαντικών και διακρίνεται για την ευχέρεια στον μετρικό στίχο και τις εύστοχες ομοιοκαταληξίες του (Αλέξ. Αργυρίου). Απέφυγε τον νεοτερικό στίχο και μάλιστα στο κριτικό του έργο συγκρούστηκε με τις νεοτερικές τάσεις στην ποίηση. Τα πεζά του είναι κυρίως βιωματικά και παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Πολύ αξιόλογο είναι και το μεταφραστικό του έργο, απ’ όπου ξεχωρίζουμε τους «Αθλίους» του Βίκτωρος Ουγκώ με ενδιαφέρουσα μεταφρασεολογικώς εισαγωγή.

Μετά το θάνατό του, η οικογένεια και οι φίλοι του συγκέντρωσαν το έργο του. Τα «Άπαντά» του κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Δίφρος (επανέκδοση 2013) σε τρεις τόμους. Ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει τα ποιήματα της προπολεμικής περιόδου (1928-1942), ο τρίτος τόμος ποιήματα εμπνευσμένα από την Εθνική Αντίσταση (1943-1956) κι ο δεύτερος τόμος τα πεζά. Το 1965 κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις "Θεμέλιο" ιστορικές αναμνήσεις του με το γενικό τίτλο "Όταν ήμουν με τον Άρη". Το 1976 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Θεμέλιο (2014, γ΄ έκδοση από τις εκδόσεις Δρόμων) το "Θέατρο στα βουνά", που περιέχει τα θεατρικά έργα που γράφτηκαν από τον Κοτζιούλα κατά τη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης και παίχτηκαν στην "Ελεύθερη Ελλάδα", από τη "Λαϊκή Σκηνή".

Το 1980 κυκλοφόρησε η αλληλογραφία του με τον Ε.Χ. Γονατά με τίτλο: "Ανέκδοτα Γράμματα", εκδόσεις "Κείμενα". Το 1994 εκδίδεται από τις εκδόσεις "Οδυσσέας" τμήμα της αλληλογραφίας του με λογοτέχνες με τίτλο: "Αγαπητέ Κοτζιούλα", επιμέλεια Ν. Μπάλτα.. Το 2013 από τις εκδόσεις Εστία κυκλοφορεί η αλληλογραφία του Στρ. Μυριβήλη με τον Κοτζιούλα και με άλλους με τίτλο: "ΑΓΑΠΗΤΕ ΣΤΡΑΤΗ...", επιμέλεια Νίκης Λυκούργου. Η αλληλογραφία του παρουσιάζει ενδιαφέρον, γιατί σ' αυτή ο Κοτζιούλας δίνει σημαντικές πληροφορίες για τους λογοτέχνες, την εποχή, τα έργα και τη ζωή των προσώπων στα οποία αναφέρεται. Έχουν μεγάλη γραμματολογική αξία και αξιοπρόσεκτες κριτικές απόψεις. Το 2013 εκδίδονται σε χειροποίητη έκδοση μια σειρά ποιημάτων του με χαρακτικά του Αλέκου Φασιανούεμπνευσμένα από την ποίησή του με τίτλο: Γ. Κοτζιούλας ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Μίμνερμος.

Το 2014 από τις εκδόσεις Νηρέας εκδίδονται πεζά του με τίτλο "Πικρή ζωή και άλλα πεζογραφήματα", με εξώφυλλο του Α. Φασιανού κι επιμέλεια της Σωτηρίας Μελετίου (2η έκδοση 2016, εκδόσεις Δρόμων). Στα πεζά του, που διακρίνονται σε "Αθηναϊκά" και "Ηπειρωτικά", ως προς το χώρο δράσης των προσώπων, ακολουθεί την παπαδιαμαντική παράδοση, ασχολούμενος με κοινωνικές ομάδες ταπεινών ανθρώπων και περιγράφοντας ρεαλιστικά, αλλά με αγάπη και τρυφερότητα, τους απόκληρους και τη ζωή τους. Υιοθετεί έτσι ένα είδος κοινωνικού νεο-ρεαλισμού, επενδυμένο με λυρικότητα, φυσιολατρεία και στοχασμό προσωπικό. Συναντιόνται σε αυτά η σοσιαλιστική ιδεολογία με την πρωτοχριστιανική "θεολογία". Από άποψη τεχνικής τα πεζά του έχουν αξία, αφού σε αυτά υπάρχουν αφηγηματικές τεχνικές, όπως οι πολλαπλοί εγκιβωτισμοί θεμάτων, η σύμμιξη διαλόγου και πλάγιου λόγου σε μια πρόταση, η επιβράδυνση κι επιτάχυνση της δράσης κ.α., που δύσκολα συναντώνται σε τόσο πρώιμες γραφίδες. Το 2018 από τις εκδόσεις Δρόμων εκδίδονται πεζά του με τίτλο "Με τον κόμπο στο λαιμό και άλλα διηγήματα", με εκτενή εισαγωγή για το πεζογραφικό έργο του Κοτζιούλα από το Στέλιο Φώκο.

Γνωστός είναι ο Κοτζιούλας και για τις φιλολογικές μεταφράσεις του κλασικών συγγραφέων, Ελλήνων και Λατίνων. Γνωστότερη είναι η μετάφρασή του της "Αθηναίων πολιτείας" του Αριστοτέλη, στις εκδόσεις Ζαχαρόπουλου, το 1939, με εισαγωγή και σχόλια δικά του και πρόλογο του Γ. Κορδάτου. Σε περιοδικά (π.χ. "Νεοελληνικά Γράμματα") έχουν δημοσιευτεί σε συνέχειες οι μεταφράσεις του από τον " Αλκιβιάδη" του Πλούταρχου, το πρώτο βιβλίο του Θουκυδίδη, το όγδοο του Ηρόδοτου κ.α. Το 2015 εκδόθηκαν μεταφράσεις του (εκδ. "Οδυσσέας") αρχαίων Ελλήνων ποιητών (Καλλίνος, Σόλων, Υβρίας, Θέογνις, Θεόκριτος, Βίων, Μόσχος, Αριστοφάνης ("Ειρήνη"), Αισχύλος ("Αγαμέμνων", αποσπ.)κ.α., όπου θαυμάζει κανείς τη φιλολογική και λογοτεχνική ικανότητα του μεταφραστή, όπως ξαναβλαστίζει με το λόγο του τα αρχαία κείμενα.[6] Οι λατινικές μεταφράσεις του Γ. Κοτζιούλα παραμένουν ανέκδοτες εκτός από ελάχιστα αποσπάσματα που δημοσιεύθηκαν σε περιοδικά κατά καιρούς. Κατά τον καθηγητή της κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Μιχαήλ Πασχάλη: "... Οι αριστουργηματικές μεταφράσεις των ποιημάτων του Κατούλλου που αναφέρονται στον θάνατο του αδελφού του (c. 65 και c.101) θα κοσμούσαν την οποιαδήποτε ανθολογία πρωτότυπης ή μεταφρασμένης ποίησης με αυτό το θέμα. Οι μεταφράσεις των Ωδών του Ορατίου αποτελούν μοναδικό επίτευγμα και αναδεικνύουν τον ποιητή Γιώργο Κοτζιούλα ως τον κορυφαίο ποιητή-μεταφραστή λατινικής λυρικής ποίησης στη νεοελληνική λογοτεχνία."

Η φωτογραφία είναι από http://e-oikodomos.blogspot.com/

Εργογραφία

Ποίηση
«Εφήμερα», 1932.
«Σιγανή Φωτιά», 1938
«Η δεύτερη ζωή», 1938
«Ο Γρίφος», 1938
«Τρία ποιήματα προπολεμικά», 1946
«Ο Άρης», 1946
«Οι πρώτοι του αγώνα», 1946
«Φυγή στη φύση», 1952
«Ηπειρώτικα» 1954.
"Γ. Κοτζιούλας ΠΟΙΗΜΑΤΑ", με έργα του Αλέκου Φασιανού (χειροποίητη έκδοση), 2013.

Πεζογραφία
«Το κακό συναπάντημα κι άλλα διηγήματα» 1939
«Θεσσαλικό παζάρι» 1945
«Από μικρός στα γράμματα» 1954
«Όταν ήμουν με τον Άρη», 1965
«Θέατρο στα βουνά», 1976, 2014
"Αγαπητέ Κοτζιούλα, η αλληλογραφία του ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα", 1994
"Πικρή ζωή και άλλα πεζογραφήματα", 2014, β΄έκδοση 2016.
”Όταν ήμουν με τον Άρη. Αναμνησεις και μαρτυρίες“, 2015
"Με τον κόμπο στο λαιμό και άλλα διηγήματα, 2018

Δοκίμια
«Ο Στρατής Μυριβήλης κ' η πολεµική λογοτεχνία», 1931.
«Η λογοτεχνική μας γλώσσα», 1936.
«Φιλολογικές σχολές», 1936.
«Ελληνικές ηθογραφίες», 1936.
«Η κριτική της κριτικής μας», 1936.
«Συγχρονισμένη ποίηση», 1937.
«Μια επέτειος. Η καθιέρωση του Καρυωτάκη», 1947
«Πού τραβάει η ποίηση;», 1950
«Η σχολή του Καρυωτάκη και ο κύκλος των ομογενών», 1952

Λαογραφικά

"Ο Γιώργος Κοτζιούλας για τα Τζουμέρκα" (δημοτικά τραγούδια, λαογραφικές σελίδες, Κ. Κρυστάλλης), αφιέρωμα Ι.Λ.Ε.Τ., 2016

Μεταφράσεις
«Μανόν Λεσκώ», 1935
«Η κυρία με τας καμελίας», 1935
«Πιστοί στον έρωτα», 1935
«Οι κιβδηλοποιοί»
«Βιογραφία του Μπέρναρ Σω»
«Στα καπνοτόπια»
«Οι Άθλιοι»
«Μεγάλες προσδοκίες»
«Η Παναγία των Παρισίων»
«Μαρία Στιούαρτ»
«Μπεν Χουρ»
«Τα Πανέπιστημιά μου»
«Οι τρεις σωματοφύλακες
«Η σπιτονοικοκυρά»
«Οι γυναίκες στον έρωτα»
«Καλεβάλα», Α΄ Άσμα Φινλανδικού έπους
«Μυθιστορηματική βιογραφία του Σαρλό»
«Αθηναίων πολιτεία», Αριστοτέλη, 1939
«Αλκιβιάδης», Πλουτάρχου, 1940
«Α΄ βιβλίο Θουκυδίδη», 1940
«[Ε΄] και Η΄ βιβλίο Ηροδότου», 1941
"Μύθοι", Αισώπου, 1941
"Γάιος Μάριος", Πλουτάρχου, 1942
«Ο Γιώργος Κοτζιούλας μεταφράζει και σχολιάζει αρχαίους Έλληνες ποιητές», 2015.

ΒΙΒΛΙΑ - ΕΠΙΛΟΓΗ 

i.ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΗ


Το βιβλίο αυτό αποτελεί μοναδικό ιστορικό ντοκουμέντο, που είναι σημείο αναφοράς στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία για την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης στην Ελλάδα (1941-1945). Η ολοκληρωμένη τούτη έκδοση, με την προσθήκη μαρτυριών και κειμένων που παραλείφθηκαν από την πρώτη εκδοτική παρουσίαση, προκαλεί πρόσθετο ενδιαφέρον, γιατί αποκαλύπτει και άλλα άγνωστα γεγονότα και πτυχές εκείνου του αγώνα.

Ο Γιώργος Κοτζιούλας, που γνώρισε και έζησε από κοντά τον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη, με τις αναμνήσεις και τις μαρτυρίες του, που γράφονται είτε κατά τη διάρκεια των γεγονότων είτε λίγους μήνες μετά το θάνατο του Άρη, εκθέτει με άμεσο και γλαφυρό τρόπο την προσωπικότητα και τη δράση του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ και των συναγωνιστών του.
Ο Κοτζιούλας, στο έργο του αυτό, δεν έχει σκοπό ούτε να γράψει ιστορία ούτε να εξυπηρετήσει σκοπιμότητες, αλλά να εκθέσει τα πράγματα όπως τα έζησε, με τους αυθεντικούς διαλόγους των πρωταγωνιστών. Με τα κείμενα αυτά ο αναγνώστης θα βιώσει την αμεσότητα των στιγμών, θα ανασυνθέσει τα «ήθη» των προσώπων, θα διεισδύσει στα κίνητρα των «δράσεων» που καθόρισαν τον αντιστασιακό αγώνα, τόσο των πρωτεργατών όσο και του λαού.
Επειδή είναι το πρώτο κείμενο που γράφτηκε αμέσως μετά το θάνατο του Άρη Βελουχιώτη, από έναν δόκιμο και καταξιωμένο λογοτέχνη, από τους λίγους που βγήκαν στα βουνά κοντά στις μάχιμες αντιστασιακές ομάδες κατά την κατοχή, έχει ξεχωριστή αξία, επειδή είναι άμεσο και αυθεντικό, χωρίς να αποφεύγει να θίξει και «κακώς κείμενα» του αγώνα εκείνου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Περιεχόμενα


ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ι. ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΠΩΣ ΠΡΩΤΑΚΟΥΣΤΗΚΕ Τ' ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΠ' ΤΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΛΑΟ
ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΖΕΡΒΑ
ΣΤΟ ΞΕΠΡΟΒΟΔΙΣΜΑ
ΠΩΣ ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΝ ΑΡΑΧΘΟ
ΔΙΠΛΑ ΣΤΟΝ ΑΡΗ
ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ
ΑΝΤΙΠΕΡΑ ΣΤΟΝ ΑΧΕΛΩΟ
ΤΟ ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΣΤΟ ΒΟΥΡΓΑΡΕΛΙ
Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ
ΟΙ ΜΑΥΡΟΣΚΟΥΦΗΔΕΣ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΟΥ
Ο ΑΡΗΣ ΚΙ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
II. ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΚΡΟΠΑ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ Θ. ΜΟΣΧΑΤΟΥ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΑΝ. ΧΡΙΣΤΟΓΙΩΡΓΟΥ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΦΑΝΗ [ΤΣΑΚΑ]
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΑΝΟΥ ΚΑΤΣΑΪΤΗ (ΤΖΑΝΕΤΑΚΗ)
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΙΩ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (ΦΡΙΞΟΥ)
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΓΝΩΣΤΟΥ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ Γ. Κ...ού
ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΓΕΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΟΥ ΕΛΑΣ, ΑΡΙΘ. 65
Ο ΕΦΕΔΡΙΚΟΣ ΕΛΑΣ ΣΤΗ ΜΑΧΗ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ Β. ΓΕΡΟΔΗΜΟΥ [Β. ΜΠΑΝΙΑ]
Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΜΑΣ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΜΙΖΑΝ ΜΙΖΑΝ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ Κ. ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗ
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΙΩΑΝΝΗ ΣΙΑΜΠΑΛΗ
III. ΑΠ' ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
IV. ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΕΚΔΙΚΗΤΗΣ
ΧΙΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΙΝΔΟ
Η ΠΛΗΡΩΜΗ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
ΕΠΙΜΕΤΡΟ (Μ. ΜΕΡΑΚΛΗ)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
INDEX ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΜΙΧΑΛΗ ΜΕΡΑΚΛΗ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΒΑΓΓΕΛΗ ΤΖΟΥΚΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ

ii.ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΜΠΟ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ


Ο Γιώργος Κοτζιούλας είναι γεννημένος αφηγητής. Χτίζει «με πετρά και μ' ασβέστη», με τα πιο απλά υλικά, τις ιστορίες του, και μας καλεί να συμμετάσχουμε σ' αυτές, ισότιμα, ήρωες κι εμείς όπως κι ο ίδιος, όπως κι οι άλλοι του ήρωες. Φτωχοί άνθρωποι του λαού, στα ηπειρώτικα Τζουμέρκα, στους λαϊκούς και προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας, στα σανατόρια και τις φτωχές παράγκες της Πάρνηθας και της Πεντέλης, αποτελούν τα αγαπημένα του πρόσωπα. Οι καημοί και τα βάσανα, οι χαρές και οι λύπες, η αθωότητα και η πονηριά, τα αστεία και τα πειράγματά τους αποτελούν τα θέματά του. Αγάπη και κατανόηση, ανθρώπινη ζεστασιά διαποτίζουν κάθε του λέξη. Ζει, παρατηρεί και καταγράφει, για να μας τα μεταφέρει έπειτα χαμηλόφωνα, κουβεντιαστά, καλώντας μας να καθίσουμε πλάι του και να μοιραστούμε τις συγκινήσεις, τα συναισθήματα, τις αγωνίες του.
Ο Κοτζιούλας σε κερδίζει από τις πρώτες γραμμές του, με την απλότητα, την ειλικρίνεια, την απροσποίητη ευγένεια, την ανθρωπιά και το ήθος του. Δεν προσπαθεί να σε εντυπωσιάσει, να κάνει επίδειξη ικανοτήτων και τεχνικής. Νιώθεις πως είναι ένας από μας, που εμπνέεται από μας και γράφει για μας. Και σ' αυτό μεγάλο ρόλο παίζει η γλώσσα του, λιτή αλλά τόσο ζωντανή και φυσική, ξέρει να αντλεί απ' τις καλύτερες στιγμές της λογοτεχνικής μας παράδοσης.
Ρεαλισμός και λυρισμός δένονται αρμονικά στα κείμενά του. Συνυπάρχουν και στηρίζουν το ένα το άλλο για να μας δώσουν εικόνες αυθεντικής ζωής.
Ο τόμος αυτός έρχεται να συμπληρώσει και να ολοκληρώσει την εικόνα του πεζογραφικού έργου του Γιώργου Κοτζιούλα μετά το δεύτερο τόμο των "Απάντων" του και την "Πικρή ζωή κι άλλα πεζογραφήματα", που εκδόθηκαν και επανεκδόθηκαν σχετικά πρόσφατα. Περιλαμβάνει το σύνολο των υπόλοιπων πεζών του, από τα οποία τα περισσότερα είχαν παραμείνει ανέκδοτα στο Αρχείο του συγγραφέα. Παρακολουθούμε σ' αυτά την πορεία του διηγηματογράφου από το πρώτο δημοσιευμένο κείμενό του, στα 1929, μέχρι τα τελευταία, του 1953. Μας δίνεται έτσι η ευκαιρία να γνωρίσουμε έναν πολύ αξιόλογο δημιουργό, που λόγοι άσχετοι προς τη λογοτεχνική αξία του έργου του τον κράτησαν για πολλά χρόνια στο περιθώριο. Πάνω απ' όλα, όμως, έχουμε τη δυνατότητα να απολαύσουμε γνήσια λογοτεχνία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

iii.ΠΙΚΡΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ



Ο τόμος αυτός περιέχει μια σειρά ποικίλων πεζογραφημάτων, που μας ταξιδεύουν σε εποχές όχι τόσο μακρινές και μας φέρνουν σε άμεση επαφή με πρόσωπα και καταστάσεις που εύκολα αναγνωρίζουμε και σήμερα. Απεικονίζεται ρεαλιστικά η ζωή σαν αγώνας, σαν κωμωδία και φάρσα, σαν δράμα και τραγική μοίρα, σαν κραυγή και καταγγελία, σαν τραγούδι και ύμνος, σαν θέατρο και κινηματογράφος, σαν ποίηση... Ταξιδεύουμε με τα κείμενα αυτά στην ομορφιά της φύσης, στην αλήθεια της ιστορίας, στην ουσία της σκέψης, στη σκληρή πραγματικότητα των ανθρώπων, στην πόλη και στο χωριό... Κείμενα με ποικιλία θεμάτων και ενδιαφερόντων, που συγκινούν, προβληματίζουν, εγείρουν τις αισθήσεις, εξεγείρουν την ψυχή, ικανοποιούν το πνεύμα. Με μια γλώσσα που ευωδιάζει λογοτεχνία, ο Κοτζιούλας με λόγο τρυφερό και ειλικρινή, λυρικό και παραστατικό, εξακοντίζει την πεζογραφία σε ποίηση. Μια ηθογραφία νεο-ρεαλιστική που εκπλήσσει τον αναγνώστη με την αμεσότητα της περιγραφής, τέρπει με την ποικιλότητα του λόγου και ωθεί με το στοχασμό στην ουσία των πραγμάτων.Ο Γιώργος Κοτζιούλας, με τα πεζογραφήματά του αυτά, πλουτίζει τη νεοελληνική γραμματεία με έργα που συνεχίζουν τη ρωμαλέα παράδοση που πηγάζει απ' τη γενιά του Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη, με ένα λόγο που ρέει δροσερός και κελαρυστός στις αισθήσεις και στο νου, ένα λόγο που γεννούν μόνο μεγάλοι δημιουργοί. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


iv.ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ




Το βιβλίο αυτό εμπεριέχει ιστορικά ντοκουμέντα, που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας και σχολιασμού στη διεθνή βιβλιογραφία, γιατί αφορούν μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις αντάρτικου θεάτρου στα παγκόσμια χρονικά. Περιέχονται σ' αυτό θεατρικά έργα, εκθέσεις και ημερολόγια της ίδρυσης και λειτουργίας ενός θιάσου, της «Λαϊκής Σκηνής», ερασιτεχνών ηθοποιών-αγωνιστών της Εθνικής μας Αντίστασης 1941-45 που περιόδευε σε περιοχές της απελευθερωμένης Ελλάδας για να ψυχαγωγεί και να τονώνει το φρόνημα των αγωνιζόμενων Ελλήνων και να προβάλλει τον πολιτισμό στους χειμαζόμενους πνευματικά χωρικούς, πολλοί από τους οποίους για πρώτη φορά έβλεπαν θέατρο.
Ο Γιώργος Κοτζιούλας -ήδη αναγνωρισμένος λογοτέχνης- υπήρξε ο δημιουργός και η ψυχή αυτής της προσπάθειας, ως καλλιτεχνικός διευθυντής της 8ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Με ενάργεια και απλότητα οργάνωσε την αντάρτικη ομάδα ηθοποιών-καλλιτεχνών και με θεατρικά έργα που έγραφε επιτόπου, ανάλογα με τις συνθήκες, κατέθεσε το δικό του αγώνα στην κοινή προσπάθεια για την εθνική απελευθέρωση.
Στα θεατρικά αυτά έργα, που είναι μονόπρακτες κωμωδίες και ένα παραμυθόδραμα, θίγονται καταστάσεις που αποτελούσαν αντικείμενα προβληματισμού του λαού στα χρόνια πριν τον πόλεμο και κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Φαινόμενα όπως ο κομματισμός, ο ξενιτεμός, η κατάχρηση της εξουσίας, η δικτατορία, ο δωσιλογισμός και η εκμετάλλευση των ανθρώπων αποτελούν τη θεματολογία του Κοτζιούλα. Στις κωμωδίες αυτές τον κύριο ρόλο κατέχουν το γέλιο και η ψυχαγωγία, που χαλάρωναν και ξεκούραζαν τους αντάρτες από την έγνοια και τον κόπο της μάχης και αποτελούσαν πηγή πολιτισμού, διασκέδασης και χαράς για τους χωρικούς.
Με τη θεατρική πένα του ο Κοτζιούλας, σε δύσκολες συνθήκες, «σκαρώνει» σε κάθε περιοδεία του θιάσου μονόπρακτα, που συχνά διακωμωδούν -και με τη χρήση της ντοπιολαλιάς- καταστάσεις και πρόσωπα γνωστά ή αναδεικνύουν γεγονότα άγνωστα, όπως τα πάθη των Εβραίων ή αστοχίες στη διαχείριση του αγώνα.
Η αμεσότητα και η επικαιρότητα των έργων, σε συνδυασμό με την απολαυστική γραφή του Κοτζιούλα, καθιστούν το βιβλίο αυτό πολύτιμο απόκτημα για κάθε αναγνώστη, γιατί θα έχει στην κατοχή του ένα γνήσιο δείγμα του «Ελληνικού Λαϊκού θεάτρου» κατά την περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Περιεχόμενα

Φωτογραφικό ένθετο
Πρόλογος στην 3η έκδοση
Σαν εισαγωγή
-Η ιστορία ενός Θιάσου:
Το πρώτο βήμα
Αρχίζουν οι δοκιμές
Ο Θίασος ξεκινά
Τι γινόταν στη Θεσσαλία
Ημερολόγιο του Θιάσου "Λαϊκή Σκηνή" (1944)
Έκθεση για την ως τώρα εργασία της "Λαϊκής Σκηνής"
Ο Στάχτιαρης (παραμυθόδραμα - 1943)
Το πρόστιμο του δασικού (μονόπραχτη κωμωδία)
Ο υπεύθυνος (μονόπραχτο)
Ηπειρώτισσες (μονόπραχτο)
Ρημαγμός (μονόπραχτο)
Τα πάθη των Εβραίων
Ο ακατάδεχτος
Ο αστυνόμος
Ξύπνα, Ραγιά!
Ο προδότης
Κλεφτοβασίλειο (κωμωδία)
Ο ένας κι οι πολλοί (μονόπραχτο - 1944)
Ο κομματάρχης (μονόπραχτο - 1944)
Ο επιμελητής (μονόπραχτο - 1944)
Σημείωμα του επιμελητή

Τα βιβλία και οι περιγραφές τους από :https://www.politeianet.gr/

πηγή φωτογραφίας https://www.sarantakos.com/


ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Από τη συλλογή Εφήμερα (1932)

ΜΠΟΕΜ

Κοιμάμαι απάνου στην ταράτσα,
τον ουρανό φάτσα με φάτσα.
Τ’ αστέρια μ’ έχουνε παρέα
και γω τους κουβεντιάζω ωραία.

Αν πείτε και για τη μικρή μου,
είναι στο μέγαρο αντικρύ μου·
φορεί φορέματα που θέλω
κι έχει ένα ψάθινο καπέλο.

Όταν δε βλέπω την Τασία
όλο όνειρο και φαντασία:
τι θα’ταν που να μην το κάνω,
λέω, αν αργούσα να πεθάνω!

Κάπου ζητώ κανένα στίχο
και δεν μπορώ να τον πετύχω.
Δεξιά ο καιρός θα μου τα φέρει
όσο να βγει το καλοκαίρι.


Από τη συλλογή Σιγανή φωτιά (1938)


Ένας φοιτητής βλέπει Σαρλώ


Καθώς εζήταε μια διασκέδαση φτηνή,
με κάποιο τάλληρο που βρέθηκε στην τσέπη,
μπήκε στον κινηματογράφο, εδώ, και βλέπει
τον δοξασμένο Τσάρλυ Τσάπλιν στη σκηνή.

Τον είχε δει κι άλλες φορές, μα, σήμερα,
μπορεί να πει, καταλαβαίνει στην εντέλεια
την τέχνη ετούτη που σκορπίζει τόσα γέλια
στον άμαθο κοσμάκη τον απλό.

Αχ, αχ, αυτός ο στραβοπόδης ο Σαρλώ,
που ξεκαρδίζονται μ΄ αυτόν τα παιδαρέλια,
με την αιώνια αμηχανία του κι αφέλεια,
τι χρυσάφι έχει βγάλει από τα εφήμερα!

Κι ο νέος που γυρίζει μεσοχείμωνα
σε δρόμους κεντρικούς με πανταλόνια τρύπια,
φέρνει ολοένα στο μυαλό του τα τερτίπια
που συχναλλάζει ο κωμικός ο θαυμαστός.

Αχ, ας μπορούσε, Θεέ μου, κάποτε κι αυτός,
με στίχο ή με πεζό – λουλούδια από τα ερείπια –
να βγάλει δάκρυα, να κινήσει καρδιοχτύπια.
Λαμπρές ιδέες γυρνούν στο νου του επίμονα.

Με το σακκάκι γυρισμένο στο λαιμό,
με τέτοια σχέδια περπατώντας και παρόμοια
δεν νοιώθει πια την υγρασία στα πεζοδρόμια,
κι έχει μιαν ώρα ίσαμε το συνοικισμό.



❁❁❁❁

ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Ρήμαξε η χώρα των ποιητών, η χώρα εκείνη
με τους αρχόντους και τα σπίτια τα ψηλά.
Εδώ κι εκεί κανένας γέρος έχει μείνει,
ξαμώνει στον αέρα και παραμιλά.

Άχαρος σβήνει στα πενήντα του ο Πορφύρας,
ο Καρυωτάκης μες στη θάλασσα βουτά,
δεμένος χεροπόδαρα, άπαρτος της μοίρας
χτυπιέται ακόμα κι ο Φιλύρας μας φριχτά.

Σημαδιακοί, νεραϊδογέννητοι, βαρδιάνοι
που συλλαβίζετε το αιώνιο μυστικό,
πείνα και τρέλα και χτικιό είναι το στεφάνι
στα χρόνια τα δικά μας, γένος ηρωικό.

Άμοιαστα πρόσωπα φωτίζει η νέα η μέ
πουλάκια αλάλητα σε αμάζωχτη σοδειά.
Πάει απ’ το σπίτι ο βαρύς ίσκιος του πατέρα!
Ποιος άλλος από μας θα πάρει τα κλειδιά;

Μην τρέμεις, χέρι που’ χες άδικα ματώσει,
πάντα έτσι πικραμένα σώνεται η φω
Άλλοι έρχονται πίσω από μας και μ’ άλλη τόση
φούρια θα τους αμπώχνουν οι κατοπινοί.


Από τη συλλογή Η δεύτερη ζωή (1938)

ΩΔΗ ΑΝΑΠΟΔΗ

Αριστοκρατικές φιγούρες, αμαζόνες,
των λεωφόρων, χάρη αέρινη ή βαριά,
μεγαλοπρέπεια, αρχοντοπούλες μου, κοκόνες,
είστε λουλούδια κι εμείς είμαστ’ η κοπριά.

Αλήθεια, είστ’ άνθη πολυτέλειας και τραβάτε
τα φύλλα, αν δοκιμάσουν δάχτυλα κοινά.
Μα εκείνες πο ’χουν στερευτεί, ποιος τις θυμάται,
γι’ αυτές τις γούνες και τα καλοκαιρινά!

Ζωγράφοι μελετούν την καθεμιά σας στάση
κι έχετε πλάι τον έρωτά σας, ζωντανό·
μόνο αν ο θαυμασμός των άλλων δε σας φτάσει,
μπορεί να δείτε κι έναν παρακατιανό.

Τότε γιατί να σβαρνιστώ σε ξένους τοίχους;
Λίγο να μεγαλοπιαστείς, πάει η ντροπή.
Εγώ ψιλότεχνους για σας δουλεύω στίχους
κι όλο το σόι μου λιώνει απάνου στο τσαπί.



❁❁❁❁

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Τζουμέρκα - Αθήνα, αυτή ήταν όλη
που χάραξα, όλη μου η γραμμή.
Κίνησα απέκει μ' ένα τσόλι,
μου 'λειψε εδώ και το ψωμί.

Αρχή κακού ηταν που δεν είχα
κουκούτσι πνεύμα πραχτικό
τριχιά την έκανα την τρίχα,
της φαντασίας μου υλικό.

Έναν καιρό δεν ήθελα ούτε
να βλέπω ανθρώπινη θωριά.
«Βρέστε του (και μην τον ακούτε)
γυναίκα», έλεγαν στα χωριά.

Αργότερα θα μ' έχουν βάλει
με δυο σειρές στο λεξικό.
Θα με ζηλέψουν τότε οι άλλοι,
θα γίνει ντόρος και κακό.

ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΛΛΑ

Η τέχνη μου

Χτίζω με πέτρα και μ’ ασβέστη
με προαιώνια υλικά·
την τέχνη μου όπως θέλεις πες τη,
μ’ αυτή το χρόνο θα νικά.

Θεμελιωμένη σ’ ασπρολίθι,
με πέτρα απάνου παρδαλή,
μήτε κατεβασιά φοβήθη,
κι ούτε η φωτιά την καταλεί.

Μοιάζει χωριάτικο κονάκι
με τ’ αργαλεία στην αγκωνή
και με το καπνισμένο τζάκι
την τάβλα, να και το σκαμνί.

Μέσα φυλάει ο νοικοκύρης
που τους περάτες αγροικά.
«Κόπιασε, ξένε μου, να γείρεις,
να σε φιλέψω φτωχικά».
17.11.45
Δημοσιεύτηκε στο τ. 36 του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα» (8.2.1946) αλλά στα χαρτιά του ποιητή είναι σημειωμένη η παραπάνω ημερομηνία. Στη συνέχεια, στον τρίτο τόμο των Απάντων του.


❁❁❁❁

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

Επανάσταση
           
Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Κομποδιάστε τα κλεμένα,
κρύψτε και τ’ ασημικά σας να τα χαίρεται η σκουριά
Θα ’βγουμε κι εμείς παγάνα, θα σας εύρουμε ως τον ένα,
και στην πόλη μέσα αν είστε και στ’ απόμερα χωριά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Κι απ’ τις άγιες πίσω εικόνες
αν τρυπώστε, θα σας βρούμε μ’ όλα τα υποκριτικά
παρακάλια στο θεούλη που αναμπαίζεταν αιώνες
αδικεύοντας το πλήθος όπου του ’χατε χαλκά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Ξεσηκώθηκαν οι σκλάβοι,
κι όσοι ζούσαν αφεντάδες με τον ίδρο του αλλουνού
δε γλυτώνουν ούτ’ αν φύγουν με ταχύπλωρο καράβι,
τόσο πλήθυναν τα δάκρυα της φτωχιάς και του ορφανού.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Φυλακές και ξερονήσια
κι οι κλωτσιές στα κρατητήρια και οι χαφιέδες στα γιαπιά
μας διδάξανε να βρούμε τους δημίους αλύπητα, ίσια
σαν το φίδι που του δίνουν κατακέφαλα χτυπιά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Μόλις βλέπαμε κορδόνια
μας ερχόταν να χωθούμε στα κατάβαθα της γης,
και θαρρούσατε πως θα ’στε στου λαού τη ράχη αιώνια
μη γρικώντας τα σημάδια της μεγάλης αλλαγής.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Να, ξυπνάει ο μιναδόρος
και της θάλασσας ο μούτσος κι ο λιγόλογος σκαφτιάς.
Πες και πες οι απλοί διδάχοι, στα στερνά θα πιάσ’ ο σπόρος
κι είναι πια φουρτούνας βόγγος η φωνή της εργατιάς.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Στα σχολειά και στις στρατώνες
κι απ’ τους άμβωνες απάνω Φαρισαίοι χωρίς καρδιά
μας κρατούσαν στο σκοτάδι και με νόμους, με κανόνες
πρόσταζαν τον πεινασμένο «σουτ», «σκασμός» και «τσιμουδιά».

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Πρόστυχοι καλαμαράδες
με ψυχή ξεπουλημένη γράφανε κατεβατά
που γινόταν απ’ το κράτος φημερίδες και φυλλάδες
να στραβώνετ’ ο καθένας, να φλομώνεται μ’ αυτά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Παίρνατ’ άνογους χωριάτες
και τους στέλνατε κοπάδι στου πολέμου τη φωτιά,
διασκεδάζοντας οι ίδιοι με κυρίες μυρωδάτες
απ’ αυτές που το ’χουν ρίξει στο πιοτό και στα χαρτιά.

Πού θα πάτε, πού θα πάτε! Δες που σήκωσε κεφάλι
κι όλο δείχνει τη γροθιά του προλετάριος τρομερός.
Δε σας αξίζ’ η εξουσία και γι’ αυτό την παίρνουν άλλοι.
Κατευόδιο, άρχοντές μου! Βλέπετε, άλλαξ’ ο καιρός.

❁❁❁❁

Ο Άρης νεκρός (απόσπασμα)

Ωχ,  Άρη, δεν το λόγιαζα, πιστός σου εγώ, θυμήσου,
να γίνω τόσο γλήγορα και μοιρολογητής σου.
Μα όχι, δεν πρέπουν κλάματα σ’ εσέ, δεν πρέπουν θρήνοι,
παρά για μέθυσμα κρασί να πιω με το λαγήνι
κι αλαλιασμένος, με το νου φευγάτο, δίχως γνώμη,
για τ’ όνομά σου δεύτερα και για το παρανόμι,
προς τα ηπειρώτικα βουνά κοιτώντας τάχα πέρα,
κουμπούρα μια και δυο βολές ν’ αδειάσω στον αέρα
και ματαπάλι, να βροντάει άπαυτα μέσαθέ μου
σα διπλοκάμπανο ή καθώς τρουμπέτα του πολέμου,
για να δοκιέμαι, τρέμοντας ως μες στο φυλλοκάρδι,
το χρέος οπόχουν το σκληρό στα χρόνια μας οι βάρδοι.

26-27.6.45

Είναι οι τελευταίοι στίχοι του εκτενούς αυτού ποιήματος, που αρχικά εντάχθηκε στη συλλογή «Ο Άρης», που κυκλοφόρησε το 1946, και μετά στον τρίτο τόμο των Απάντων του.

❁❁❁❁

ΟΙ ΔΟΞΑΡΙΕΣ ΤΟΥ ΛΑΛΗΤΗ

                                                            «ων ουκ έστιν αριθμός»

ΣΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ
Ένα όμικρον που στ’ όνομα πήες κι άλλαξες, Μανόλη,
λεν πως αυτό σου είν’ η αντρεία οπόδειξες όλη όλη·
μα αν άλλαζες τα ρούχα σου στ’ αλήθεια, τούτο θα ’χε
μια χάρη που σου λείπει πια, γλωσσοκονταρομάχε.

ΣΤΟΝ ΤΕΛΛΟ ΑΓΡΑ
Τραβούσες την ουρά απ’ αυτούς π’ απλώνουν το ζουνάρι
μα έλαχε βόλι ρέμπελου στο κότσι να σε πάρει,
ποιητή, και πήγες άδικα: να τι κερδίζουν όσοι
φρόνιμοι από παλληκαριές φυλάγονται όλο γνώση.

Ο ΚΟΝΤΟΓΛΟΥΣ ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΑΣ
Μοβόρος άνθρωπος, σπορά κουρσάρου Μπαρμπαρέσου
(θαυμάζω, Παντοδύναμε, κι εγώ με τις βουλές σου!)
ποιος το ’λεε ποιος το πίστευε θεοτικός να γίνει
με ράσο αγιορείτικο, σταυρό και κομποσκοίνι;

ΣΤΟΝ ΑΥΓΕΡΗ, ΕΝ ΕΤΕΙ 1948
Πού πήγες και το διάλεξες τ’ όνομα τούτο, Μάρκο,
σε τέτοιες ώρες σίγουρο για τον Άη Στράτη μπάρκο!
Σε βλέπω και λοξοδρομώ, σ’ ακούω, σταυροκοπιέμαι
και μαθητή π’ αρνήστηκε το δάσκαλό του ’πέ με.

ΣΤΟ ΛΟΥΝΤΕΜΗ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ
Σε θέλει η τύχη, δε μπορείς όχι να πεις, Μενέλη,
πολύ η μαγκούφα σ’ αγαπάει κι από καρδιάς σε θέλει.
Με τέτοια ακρίβεια στα νησιά ποιος πάει δροσιά να πάρει
και μ’ έξοδα του δημοσίου –ποιος τη δική σου χάρη!

ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΧΡ. ΓΑΝΙΑΡΗ
Όπως μαδιέται σκούζοντας το μοναχό τρυγόνι
πο'χασε ταίρι του ακριβό και στη φωλιά μαργώνει,
το ίδιο κι ελόγου σου θρηνείς για τη στεφανωτή σου.
Μ’ ανακαλήματα, άμοιρε κι εσύ, παρηγορήσου.

Η «ΟΔΥΣΣΕΙΑ» ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Να σ’ αγοράσω βάλθηκα, Δυσσέα, από την Κρήτη
κι ένα σακκί φορτώθηκα μ’ άσπρα, μ’ αγνό μετζίτι.
Μα το κιτάπι σου όταν πήγα ατός μου εκεί να πάρω,
κραίνει ο φυλλαδοπουλητής: - Και πού ’ναι, μπρέ, το κάρρο;

ΤΟ ΙΔΙΟ ΜΕ ΤΟΥΣ 33.333
Σταυροκοπήσου τρεις φορές, τριτόγεννος αν είσαι
κι απέ στον κόρφο σου άλλες τρεις τα τρία κακά σου φτύσε,
βάλε τα χρόνια του Χριστού, και με τ’ άγιο τρικέρι,
των στίχων θα ’χεις τρίδιπλο το θησαυρό στο χέρι.

Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΡΙΔΗ
Τι σου ’φταιγαν τα πνεύματα κι οι τόνοι οι φιγουράτοι,

που Έλληνες τα ’βγαλαν, ψωμί για δάσκαλο ακαμάτη;
Με τη βαρεία αν τα ’βαλες, βαριά σου η καταδίκη:
κάτσε και μάθε γράμματα τώρα στη Σαλονίκη.


ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟ ΚΑΜΠΑΝΗ
Με κόνισμα τον Άλυωτο, πιστός του Κοντοστούπη
κι απόστολος του Αντίχριστου (μα έπεσες πια στο κιούπι)
ποιος σ’ έλυσε απ’ τα Τάρταρα –τόπο για σένα ειρήνης–
των απροσκύνητων κριτής, βρυκόλακα, να γίνεις;

ΣΕ ΑΣΥΔΟΤΟ ΣΤΙΧΟΠΟΙΟ
Μαντήλι για τη μύτη σου τον Έλιοτ και Σεφέρη
διατίμησες, το τσαμπουνάς και για όποιον δε σε ξέρει,
το Νόμπελ σίγουρος κι εσύ πως κάποτε θα πάρεις·
μας είπες όμως, φαφλατά, πως είσαι και μυξιάρης.

Τα έντεκα αυτά τετράστιχα περιλαμβάνονται στον τρίτο τόμο των Απάντων του, ανάμεσα σε ανέκδοτα ποιήματα που ενδεχομένως προορίζονταν για την συλλογή «Τα πλούτη του φτωχού» που δεν τυπώθηκε ποτέ. Ο λαλητής ίσως παραπέμπει στον Δωδεκάλογο του Γύφτου του Παλαμά.

Αγνοώ ποιος είναι ο «άγνωστος στιχοποιός».

Ο Χρ. Γανιάρης είναι ο εκδότης και ποιητής Χρυσόστομος Γανιάρης –η γυναίκα του Ελένη εκτελέστηκε.

Ο Άριστος Καμπάνης, γερός κριτικός και λογοτέχνης, έγινε ο εκφραστής της 4ης Αυγούστου στο λογοτεχνικό χώρο και διεύθυνε επί κατοχής το ναζιστικό περιοδικό Εικοστός Αιών επιδοτούμενο από το Ράιχ· δεν είχε τις διασυνδέσεις του Σπυρομελά κι έτσι πέρασε από δικαστήριο δοσιλόγων αλλά αθωώθηκε· πάντως πέθανε στο Δρομοκαΐτειο. Στο τετράστιχο του Κοτζιούλα, κοντοστούπης είναι ο Μεταξάς, Αντίχριστος ο Χίτλερ και Άλυωτος μάλλον ο βασιλιάς Γεώργιος Β’.

Ο Τέλλος Άγρας χτυπήθηκε από αδέσποτη σφαίρα στον αστράγαλο τη μέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας (12 Οκτωβρίου 1944) και πέθανε ένα μήνα αργότερα.

Πεζά 


i.Βάρδια της λίμνης

Ποιος θα πίστευε τα μάτια του αν μια μέρα, βγαίνοντας να κάμει σεργιάνι στο βουνό, σ’ έν’ απ’ αυτά τα ειδυλλιακά βουναλάκια που τριγυρίζουνε την Αττική, ανακάλυπτε ξαφνικά, χωρίς καμιά προειδοποίηση από μέρος του εδάφους, μια λίμνη ανάμεσα στα δέντρα ; Μας παρουσιάζει κάποτε κι η φύση τέτοιες εκπλήξεις, εκπλήξεις που είμαστε συνηθισμένοι να τις βλέπουμε μονάχα στα παραμύθια ή στους κινηματογράφους. Πρέπει όμως να έχεις και λίγη τύχη για να βγούνε μπροστά σου, αλλιώς περνάς από δίπλα και δεν τα χαμπαρίζεις.

Ήμουν λοιπόν εγώ αρκετά τυχερός, όταν γλιστρώντας σαν ίσκιος κάτου από τα πεύκα, με την ψυχή μου χαμένη στην άβυσσο των χιμαιρών, ακολουθώντας ένα μονοπάτι, κάποιες αρχές χινοπώρου, βρέθηκα ξαφνιασμένος μπροστά σε εκείνο το φωτεινό γαλάζιο δίσκο που μονομιάς μου μάγεψε το βλέμμα. Καλά είμαστε πια εδώ, είπα μέσα μου. Κάτσε, πρόσθεσα στον εαυτό μου, να λύσεις το μυστήριο της καρδιάς σου κοιτάζοντας την απατηλή τούτην ηρεμία. Έτσι πήρα θέση σε μια εσοχή του βράχου που, σαν πέτρινο στεφάνι, έκλεινε ολόγυρα την λίμνη.

Πόσες ημέρες, πόσες βδομάδες πέρασα σ’ εκείνη εκεί τη φυλάχτρα ; Πήγαινα και θρονιαζόμουν σε ώρες όπου κανένας άλλος δε θα μου χάλαγε την ησυχία. Οι τελευταίοι παραθεριστές μάς άδειαζαν ένας – ένας τον τόπο. Ζυγιάζουνταν για να ιδούν πόσο βάρος πήρανε στην εξοχή, πλήρωναν τα βερεσέδια τους στους νερουλάδες και τραβούσαν ομαδικά για την πολιτεία. Δεν άφηναν πίσω τους παρά τίποτε άχρηστα κουτιά και γάτες που νιαγούλιζαν από την πείνα. Έτσι είναι που καταντάει κανείς να σιχαθεί σιγά – σιγά τους ανθρώπους.

Εγώ οπωσδήποτε δεν ήμουν δυσαρεστημένος από την μοναξιά μου που μεγάλωνε από βράδι σε βράδι. Κατέβαινα νωρίς ˙ στο εσωτερικό αυτού του συμμετρικού κοιλώματος ( που θα είχε προκληθεί έλεγαν από κανένα βούλιαγμα παλιό, ηφαίστειο ή κάτι τέτοιο) κι έκανα πολλές φορές το γύρο περιμένοντας να βγουν τα πρώτα αστέρια. Καμιά φορά εύρισκα, με το φως, κανένα φιδοπουκάμισο σκαλωμένο σε πέτρα, που φρόντιζα να το περάσω με τρόπο στο ραβδί και να το ανεβάσω έπειτα στην πρώτη μου θέση σαν τρόπαιο.

- Όσο το κρατώ αυτό, έτσιδα, εξόρκιζα νοερά τα πνεύματα των αντιπάλων μου, οι φαρμακερές σας προβοσκίδες δεν έχουν για μένα μήτε τη δύναμη ενός κουνουπιού.

Κι έδιωχνα με το χέρι μου το ενοχλητικό πετούμενο που με είχε βοηθήσει, σε μια τέτοια κρίσιμης στιγμή, να βρω την ταιριαστή παρομοίωση.

Ο Αποσπερίτης έλαμπε ψηλά, τα βατράχια παίζανε πρωτόγονους σκοπούς, τα σπίτια των αποκαταστημένων ανθρώπων έμοιαζαν, πέρα στο βάθος, με κολοφωτιές. Εκοίταζα τους ίσκιους των δέντρων, που εξακολουθούσαν να καθρεφτίζουνται, αναποδογυρισμένα, και δεν ήξερα ποιες φούντες ήταν πιο αληθινές : Εκείνες που σάλευε γύρω μου τ’ αγέρι ή οι άλλες που μάκραιναν, σκούρες ασημωμένες, κάτου από την επιφάνεια ;

Καθόμουν κι ακροαζόμουν να μου φανερώσει τα μυστικά της η λίμνη. Κάτι μου έκρυβε αληθινά, δε μπορούσα να πιστέψω πως το άπαντό της είταν εκείνο το γυαλοκόπημα τη νύχτα. Έριχνα πετραδάκια για να την δοκιμάσω κι αυτή άνοιγε κύκλους απανωτούς, απεριόριστους, ίσαμε που να χάνεις το μυαλό σου. Μ’ έπιανε λύσσα με την ειρωνεία της αυτή και το ίδιο θα πειραζότανε κι ο σκύλος μου, υποθέτω, αφού όλη την ώρα, γαύγιζε προς τα κει μανιασμένα.

Εγώ δεν έχω μήτε μποστάνια να βοτανίσω, μήτε κανένα κατάστημα αποικιακών για να κρατήσω τους λογαριασμούς – να τι αποφάσισα χωρίς πολλές λεπτολογίες. Θα μείνω εδωπέρα όσο μου γουστάρει. Σκοπό της ζωής μου δεν έβαλα μήτε ρολογάκια του χεριού, μήτε την εξασφάλιση των γερατειών. Θα κάτσω σ’ αυτό το μέρος ώσπου να βαρεθώ. Πρέπει να εξιχνιάσω με κάθε θυσία των βάθος των φαινομένων.

Και μ’ αυτά τα φουσκωμένα λόγια δεν εννοούσα τίποτ’ άλλο από κείνο εκεί το συναγμένο νερό, που θα μπορούσε να βολέψει, το πολύ – πολύ, μια βαρκούλα. Συνάμα ήξερα καλά πως αγωνιζόμουν να ξεγελάσω τον εαυτό μου, να δημιουργήσω με το στανιό έναν φαύλο κύκλο, παρουσιάζοντας για δική μου ανακάλυψη κάτι που είχε φτάσει από καιρό στην ακοή ολουνών.

Ας είναι˙ προσποιόμουν πως δεν εγνώριζα τάχα ποιος καθόταν στην αντικρίνή παράγκα. Καμωνόμουν πως δεν είχα ακούσει λέξη για κάποιον πνιγμό. Και λησμονούσα πως γι’ αυτήν ίσα – ίσα τη δουλειά με είχε ανεβάσει ως εκεί ο νεαρός μου φίλος, ο φοιτητής Αποστολίδης, από αμοιβαία επιθυμία να ιδώ κι εγώ. Και ποιον άλλον θα έβλεπα από την Μαργαρίτα ;

- Είναι ένας δαίμονας ενσαρκωμένος, μου έλεγε χαμηλόφωνα, σχεδόν φοβισμένα στους μοναχικούς μας περιπάτους ο συνοδός μου. Την ξέρω εδώ κι εφτά χρόνια, τότε που μόλις είχε κλείσει τα δέκα. Θυμάμαι ακόμα μια φράση της από κείνον τον καιρό. Μιλούσε με μια φίλη της, μικρή σαν κι αυτή, για το πώς πρέπει να χτενίζουνται. Εγώ, καημένη, της λέει μια στιγμή, τι να σου πω ! Μου αρέσει να κάνω κάθε μέρα κι από μια καινούργια χτενισιά. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό αγαπητέ μου ; ξεφώνιζε πια χάνοντας την ψυχραιμία του, ο φοιτητής. Αυτή η κοπέλα μπορεί να λιώνεις μπροστά της και να σου λέει : δε σε πιστεύω, πέσε στη φωτιά για να βεβαιωθώ. Η φιλαρέσκεια της είναι κάτι το απίστευτο. Με το ένα χέρι δίνει και με τ’ άλλο σου παίρνει. Δε μπορείς να είσαι σίγουρος γι’ αυτήν, ούτε μια ώρα. Κοντολογίς, έχει το διάβολο μέσα της.

Του κάκου προσπαθούσε ύστερ’ απ΄ τις έντονες αυτές ομολογίες, να μου παραστήσει πως ο ίδιος δεν της έδινε καθόλου σημασία. Είχαν παλιά οικογενειακή γνωριμία, περνούσε καμιά φορά να την ιδεί, της έλεγε δυο λόγια στο δρόμο τίποτ’ άλλο. Μα εγώ παρατηρούσα τα μάτια του κι εκείνα μιλούσαν αλλιώτικα. Έπειτα έβλεπα και την ανησυχία της μητέρας του. Πάρτε τον, μου έλεγε, και κάνετε μακρινούς περιπάτους μες στο δάσος. Έχει κάποια αδυναμία ο γιος μου σε σας, θα το ’χετε προσέξει. Μπορείτε με την επιρροή σας να τον απομακρύνετε από τις νοσηρές του σκέψεις. Το προαισθάνομαι καλά, το παιδί μου θα καταντήσει νευρασθενικό. Τι θα γίνω, τι θα γίνω μ’ αυτόν τον άνθρωπο ! αναστέναζε η κυρία Αποστολίδη.

- Και προ παντός μην τον ακολουθήστε σ’ εκείνη την καταραμένη τη λίμνη, μου τόνιζε κάθε τόσο η μεσόκοπη κυρία. Έχει πάθει ψύχωση μαζί της. Κάθεται ώρες στο βράχο και χαζεύει, τάχα πως διαβάζει. Ανοίγει μονάχα το βιβλίο, κι αυτό είναι όλη η μελέτη του. Μια μέρα κόντεψα να τον χάσω κιόλας, παρά λίγο να γκρεμοτσακιστεί.

- Πως το έπαθες αυτό, Φάνη ; Ρώτησα το φίλο μου την ίδια μέρα.

- Να, ήμουν ξαπλωμένος εκεί στην άκρη που ξέρεις. Είχα ζαλιστεί από το διάβασμα, μου ήρθε κάτι σαν νύστα κι ένιωσα να γλιστρώ προς τα κάτου. Είχα πέσει από αρκετό ύψος, αλλά το μέρος εκεί δεν ήταν τόσο απότομο και πιάστηκα από κάτι χαμόκλαδα. Την εγλύτωσα φτηνά, με κάτι γρατσουνιές, κοίταξε εδώ …

Και ανασέρνοντας το παντελόνι του μου έδειξε κάτι σημάδια, ενώ δεν έπαυε να γελά. Το γέλιο του είχε αφέλεια μαζί και κυνισμό. Ήταν εξάλλου η σοβαρότερη ένδειξη της μελαγχολίας του ή, καλύτερα, μια αθώα παγίδα για το συνομιλητή του.

Τον κοίταζα στα μάτια ερευνητικά. Παιδευόμουν να βρω αντικλείδι για την ευαισθησία του. Μπορούσε κανείς να περιμένει από το τρυφερό αυτό πλάσμα δραματικές αποφάσεις ;

- Μήπως, τον ρωτάω απότομα, θέλησες να γευτείς την ουσία του θανάτου πίνοντας κάμποσες γουλιές γλυκό νερό ;

- Τι θέλεις να πεις ; μου κάνει μ’ ένα επώδυνο χαμόγελο.

- Θέλω να πω πως δε συγκινούνται από κει μ’ αυτοκτονίες.

- Εννοείς το σινάφι των καθηγητών ; Το ξέρω

- Το καλύτερο είναι να πέσεις στη μελέτη με τα μούτρα, συνεχίζω προσπαθώντας να βοηθήσω το γλίστρημα του. Το είχα πάθει κι εγώ αυτό μια φορά. Έβλεπα συγγράμματα και μ’ έπιανε τρεμούλα. Μα δεν είναι παρά μια συνήθεια σαν τις άλλες. Δεν πρέπει να σ’ απελπίζει η τελευταία αποτυχία σου στις εξετάσεις. Με λίγη καλή θέληση κερδίζεις την υπόθεση.

Του μίλησα σα μεγαλύτερος, σαν ένας οικοδιδάσκαλος που θέλει να φέρει σε δρόμο σωστό τους παραστρατισμένους. Μα ο πειρασμός δεν τον άφησε να βαδίσει μαζί μου κανονικά ως το τέλος. Έκανε μια χειρονομία προς το κέντρο της λίμνης ( γιατί παρ’ όλα αυτά δεν ξεκολλούσαμε από κεί ) κοίταξε και κάπου αλλού, έπειτα ξεστόμισε :

- Ο Καπελούζος όμως δεν έπεσε για τις εξετάσεις μέσα στο νερό

- Φυσικά, τι δουλειά είχε μαζί τους ; Ήταν ένας απλός νεροκουβαλητής, που πολεμούσε να βγάλει πέρα το δύσκολο καιρό. Κι επιπλέον ήταν ζωόφιλος, αγαπούσε τα σκυλιά, όπως αποδείχτηκε.

- Πιστεύεις κι εσύ αυτή την εκδοχή ;

- Γιατί όχι ! Όλος ο κόσμος το πιστεύει. Μα κι εσύ, νομίζω, ποτέ δεν ισχυρίστηκες μπροστά μου το αντίθετο.

- Μπορεί

Και κοίταξε, αόριστα πάλι, προς την απέναντι πλευρά.

Ώ, το είχα υποψιαστεί κι εγώ από την αρχή πως ο άτυχος εκείνος εργατικός δεν είχε φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο έτσι τυχαία. Κάποια γειτόνισσα, η Αγλαΐα, είχε ένα σκυλί, μεγαλόσωμο κι αθλητικό, ράτσα μπουλντογκ. Αυτό είχε τη συνήθεια μόλις τ’ απολούσαν, να τρέχει αμέσως στη λίμνη για μπάνιο. Κολυμπούσε σαν άνθρωπος, έφτανε ως τη μέση, γύριζε πίσω, ξαναπήγαινε. Κείνο το πρωί, από απροσεξία της υπηρέτριας, έφυγε μαζί με την αλυσίδα του και, καθώς κολυμπούσε, κάμποσα μέτρα από την όχθη, πιάστηκε από κάτι πυκνά χορτάρια που έβγαιναν εκεί κάθε καλοκαίρι. Με κανέναν τρόπο δεν μπορούσε να ξεκολλήσει και κόντευε το σκυλί να πνιγεί. Η υπηρέτρια, που το παρακολουθούσε, έβαλε τις φωνές. Έτυχε να ‘ναι εκεί γύρου ο Καπελούζος, παρατάει το γαϊδούρι με τους τενεκέδες και τρέχει τον κατήφορο στη λίμνη. Στο μεταξύ μαζεύτηκαν κι άλλοι γύρου. Ρίχνεται μέσα με το παντελόνι του και το πουκάμισο του, αρχίζει να πλέει βιαστικά, μα πριν φτάσει ακόμα στο σκυλί βγάζει ένα « χάνουμαι » ! απελπισμένο και πραγματικά έκαμε καιρό να ξαναφανεί. Το μέρος εκείνο έπεφτε αντικριστά, ολωσδιόλου αντικριστά στην παράγκα της Μαργαρίτας.

Τον πνιγμένο δεν τον έβγαλαν παρά ύστερ’ από τρεις μέρες. Τον ψάρεψαν με γάντζο. Τρόμαξαν να τον ανακαλύψουν κάτου από κείνα τα μπερδεμένα νεροχόρταρα. Σ’ αυτά χρωστούσε ο άνθρωπος τον θάνατο του, αυτά του είχαν παραλύσει τις κινήσεις ; Ή μήπως τον κατάπιε καμιά ρουφήχτρα ύπουλη απ’ αυτές που μόλις διακρίνουνται με γαλήνιον καιρό από ψηλά ; Μπορεί να έπαθε και συγκοπή το παιδί ˙ το νερό ήταν ακόμα παγωμένο κι’ αυτός κάτι είχε κολατσίσει. Κανένας δεν ήξερε καλά την αιτία του πνιγμού του ούτε κι από ποιο νησί των Κυκλάδων είχε ξεπέσει εδώ. Ξέρανε μονάχα πως ήτανε νησιώτης και πως είχε αφήσει εκεί κάτου την αρραβωνιαστικιά του.

Αυτό το ιστορικό αναπολούσα, όταν άκουσα τον Αποστολίδη να μου λέει :

- Τα τυχαία δυστυχήματα έχουν κι αυτά κάποιο λόγο. Έπειτα, οι συναισθηματικές αυτοκτονίες είναι περισσότερες απ’ όσες φανταζόμαστε.

- Τι σχέση έχουν αυτά με την συζήτηση μας ;

Δε μου απάντησε απ’ ευθείας.

- Ξέρεις τι του ξέφυγε λίγα λεπτά πριν πνιγεί ;

- Και πού βρήκε τη μητέρα σου ο Καπελούζος ;

- Όταν τον ειδοποίησαν για το σκυλί, της παράδινε το νερό, τέσσερους τενεκέδες, που τους άφησε στη μέση. « Να μια ωραία ευκαιρία », αυτό ακούστηκε να λέει.

- Καλά το είπε. Να μια ωραία ευκαιρία να σώσω ένα ζώο ανυπεράσπιστο ή να δείξω έστω μια παλικαριά…

-… ή να πεθάνω μ π ρ ο σ τ ά τ η ς για να την τυραννήσω ! χαχάνισε οδυνηρά ο ερωτευμένος.

- Μιλάς για καμιά γυναίκα ; τον ρωτώ με μαστορικήν υποκρισία. Κρυβόμασταν ο καθένας πίσω από τα δάχτυλα του.

- Μάθε ακόμα, πρόσθεσε ο νέος, πως είχε μια βδομάδα που του έκοψε την καλημέρα. Περνούσε από δίπλα της κι αυτή του γύριζε τις πλάτες. Της είχε μιλήσει για κάτι, κάποια χάρη της ζήτησε και πειράχτηκε η αφεντιά της. Τον τσάκισε πάντως η περιφρόνηση της, είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Και όμως, τρεις μέρες έπειτα έμεινε κλεισμένη, κανέναν δεν ήθελε να ιδεί. Υποφέρει απ’ την καρδιά, έτσι την δικαιολόγησαν οι δικοί της.

- Εσύ δεν της έκαμες καθόλου λόγο γι’ αυτό ;

- Θέλησα να της πω κάποτε δυο λόγια, απέξω – απέξω, φυσικά πως το νερό μαγνητίζει παράξενα τους ανθρώπους, αλλά με κοίταξε μ’ έναν τέτοιο τρόπο, που δεν τόλμησα να προχωρήσω

- Και κάτι θα ξέρεις κι απ’ τον εαυτό σου, Φάνη, γι’ αυτόν το μαγνητισμό του νερού, του παρατηρώ πονηρά.

- Μα δεν είπαμε πως εγώ μισοκοιμόμουν ; διαμαρτυρήθηκε χαμογελώντας. Αλλά, συνέχισε, γιατί δεν έρχεσαι να την επισκεφτούμε μια μέρα μαζί, που της έχω μιλήσει για σένα και θέλει να σε γνωρίσει ;

- Προτιμώ να την βλέπω από μακριά.

Και ο θεός του δάσους, σα να εισάκουσε αμέσως την ενδόμυχη επιθυμία μου, έφερε μπροστά μας εκείνη τη στιγμή το είδωλο μιας κοπέλας με λυγερό ανάστημα και χρυσόξανθα μαλλιά, που πέρασε ανάερη μες από τα δέντρα. Αποκρίθηκε με μια κίνηση ελαφρή στο χαιρετισμό του συντρόφου μου και χάθηκε σαν οπτασία από τα μάτια μας.

Αχ, κάπως έτσι γίνεται πάντα με μένα και δε μπορώ έπειτα να συγκρατήσω λεπτομέρειες από περάσματα γυναικών. Και την άλλη φορά, πριν από λίγες βραδιές, εκείνη τη νύχτα με την πανσέληνο, πάλι έτσι λαθραία την είδα. Καθότανε στο βράχο και τραγουδούσε κάποια ξένη σερενάτα, την καλύτερη επιτυχία της, έπειτ’ από γενική απαίτηση του κύκλου. Οι λαρυγγισμοί της πετούσαν όμοια με πουλιά σπρωγμένα από την καταιγίδα. Όλη η λίμνη αντιλαλούσε από κείνη την υπερκόσμια μελωδία. Τι κύματα πάθους που έκλεινε στα στήθη της αυτή η μικρή η σαγηνεύτρα. ! « Μα τι έπαθαν και φύγαν όλες από δω ; αναρωτήθηκε σε λίγο με προσποιημένη άγνοια. Μιλούσε για το θηλυκό ακροατήριο. Πάντα αυτό γίνεται μαζί μας: όπου παρουσιαστώ, εκείνες φεύγουν. Δε μπορώ να καταλάβω σε τι τους έχω φταίξει και μ’ αφήνουν μοναχή ». Έτσι εκφραζόταν η σκληρή Μαργαρίτα για το θλιβερό δικαίωμα που έχουν οι άσχημες να εξαφανίζουνται χωρίς συγνώμες από τον στίβο της Μοναδικής.

Εγώ είχα καθίσει πιο παράμερα απ’ όλους, από κει που ήμουν δεν ξεχώριζες παρά μόνο σκιές. Είχα αφοσιωθεί στους ρεμβασμούς μου, αυτό θα έπρεπε να πει κανείς για μένα. Και αν ξεφώνιζαν εκεί παρακάτου, δική τους δουλειά – μήπως μπορούσα να τους εμποδίσω ; Ας έβλεπε όμως καθαρά, όποιος είχε διάθεση, πόσο λίγο νοιαζόμουνα για μουσική. Όλοι αυτοί οι νεαροί που την είχαν τριγυρίσει ας έβγαιναν, κι εκείνη μαζί τους, να διαλαλήσουν πως ήμουν ένας άμουσος τύπος. Αυτό έλειπε τώρα, να δίνουμε λογαριασμό στον καθέναν για τις προτιμήσεις μας. Και δεν παύουν επιτέλους τα χειροκροτήματα, θέατρο το κάναμε δωπέρα ;

Όταν όμως αργότερα η φιλική μου οικογένεια ετοιμάστηκε ν’ αναχωρήσει, πήγα και τους ζήτησα, χωρίς περιστροφές τα κλειδιά.

- Σε καλό σας ! μου είπε πρόσχαρα η κυρία Αποστολίδη. Σκοπεύετε αλήθεια να μείνετε εδώ το χειμώνα Σας προειδοποιώ ωστόσο πως η πιο ταχτική συντροφιά σας θα ’ναι οι αλεπούδες.

- Τόσο το καλύτερο, κυρία μου. Έχω πολλά χρόνια να τις δω. Γνωριζόμαστε από μικροί.

Και μ’ αυτό το μικρό αστείο αποφάσισα να ξεχειμωνιάσω στο βουνό. Το βαθύτερο κίνητρο της παραμονής μου μήτε στον εαυτό μου δεν το ομολογούσα.

Τις μέρες που δεν περνούσα από τη λίμνη, μου φαινόταν πως έκανα μια σπουδαία παράλειψη. Παραμελούσα σχεδόν τον προορισμό μου, έτσι μου φαινόταν. Αλλ’ αυτό δε γινότανε συχνά.

Παρακολούθησα όλες τις μεταβολές που προκαλούνται απ’ τον καιρό. Το νερό άρχισε να χάνει σιγά – σιγά τη διαφάνεια του. Επιπλέον έπειτ’ από τα πρωτοβρόχια, τραβιόταν ολοένα προς τα μέσα. Τα χορτάρια που απόμειναν στην άκρη, μισόξερα πια, είχαν πάρει το χρώμα και τη σύσταση των μαλλιών που πλένουν οι χωριάτισσες μες στο καζάνι. Πατούσες και βούλιαζες στη λασπερή τους μάζα. Μόνο αν τ’ ανασήκωνες, έβρισκες από κάτου λίγο πράσινο. Γύρω από τις πέτρες πηδούσαν τρομαγμένοι, στο πέρασμα του σκύλου, οι βαθρακοί. Ώ, ήταν μια λύπη να βλέπει κανείς τώρα το κατάντημα της λίμνης ! Μα εγώ ήμουν σαν ένας φίλος οικιακός, κανενός δεν θα το ’λεγα.

Στα μεγάλα κρύα πάλι, τότε που σφύριζε ο αέρας στην πλαγιά, πάνου στην λίμνη σχηματίστηκε πέρα για πέρα, μια κρούστα. Έπρεπε να ρίξεις με δύναμη την πέτρα για να γίνει μια μικρή τρύπα στον πάγο. Πού να βρίσκουνταν τώρα τρυπωμένοι οι ψάλτες των νερών ; Κατέβαινα ως εκεί με προσοχή, φυλάγοντας κάθε τόσο το ποδάρι μου, επειδή το χώμα είχε κρουσταλλιάσει. Ακουμπούσα κάπου κι ώρα πολλή κοιτούσα το φυλακισμένο βασίλειο. Η αίσθηση της απόλυτης μοναξιάς μου ’δινε τώρα κάποια περηφάνια.

Μια μέρα πέρασε από κει μια ξένη. Της άρεσε, λέει, να γυρίζει στα βουνά, ήθελε να βλέπει νέους τόπους. Ήμουν λοιπόν υποχρεωμένος να την οδηγήσω στα περίχωρά μας. Την έφερα λίγο ψηλά, έξω από μια παράγκα μ’ απλόχωρη αυλή ( τα πορτοπαράθυρα όμως ήταν κατάκλειστα ). Σήκωσα το χέρι μου κι έδειξα κατά κάτου, θέλοντας να παρουσιάσω κάτι το αξιοθέατο.

Ωραία θέα, όλο ωραία θέα, έλεγε και ξανάλεγε η νεοφερμένη. Τρόμαξα όμως να καταλάβω πως ήτανε μυωπική και δεν έβλεπε τίποτε. Φανταστείτε το λιγάκι : αυτή η φανατική φυσιολάτρισσα δεν είχε πάρει χαμπάρι ούτε τη λίμνη που ήταν μπροστά στα μάτια της. Έπρεπε να φορέσει γι’ αυτό τα γυαλιά, μα διαισθάνθηκε, φαίνεται, πως αποστρέφουμαι τις διοπτροφόρες. Την ευχαριστώ.

Για να βγω απ’ την αμηχανία μου, τράβηξα απ’ το διπλανό ξερότοιχο ένα πράσινο φύλλο με φυσικά όμορφα κεντίδια. Μια τεράστια ρίζα ξεκόλλησε, από μέσα, μαζί του, ροδαλή, τρυφερή.

- Αυτό είναι από… βιάστηκε να με πληροφορήσει η λεγάμενη. Μα κόμπιασε αμέσως.

- Από κυκλάμινο ! συμπλήρωσα με ωμότητα και της το πρόσφερα πολύ βιαστικά, για να φύγουμε τελοσπάντων από κει. Ο νους μου ήταν στην ά λ λ η.

« Μαργαρίτα, έκλαιγε η ψυχή μου, Μαργαρίτα, δες τι τραβάω για το δικό σου το χατίρι, φύλακας εδώ της κατοικίας σου ! Μαργαρίτα, όσο μακρυά είναι η ρίζα αυτού του λουλουδιού, άλλο τόσο βαθιά έχει ριζώσει μέσα μου και τα’ όνομα σου, Μαργαρίτα !».

Έπειτα ήρθε η άνοιξη. Όλος ο τόπος γέμισε παπαρούνες και μερμηγκοφωλιές. Τα νερά ξαστερώσανε, πήρανε ξανά κι ανέβαιναν. Μπορούσα να περνάω την ώρα μου με τα σύγνεφα χωρίς να κοιτάω πια τον ουρανό. Η ανθόσκονη των πεύκων έβαφε τις άκρες της λίμνης με το χρώμα του θειαφιού. Νόμιζες πως πέταξαν εκεί οκάδες απ’ αυτή τη σκόνη. Και μαζί με το τραγούδι των πουλιών ένα άλλο, μυστικό, αντηχούσε μες από τα σπλάχνα σου. Φουσκοδεντριές, έλεγαν οι απλοί άνθρωποι, φουσκοδεντριές…

Πέρασαν ακόμα λίγες βδομάδες, άρχισαν οι ζέστες. Μια μέρα έτυχε να βρεθώ σ’ ένα κοντινό μεγάλο δέντρο. Ήμουν ανάμεσα σε σπουδαία πρόσωπα, έβγαζαν λόγους κι εμείς οι άλλοι ακούγαμε. Ξαφνικά σταματάει παραπέρα εν’ αυτοκίνητο, απ’ όπου κατεβήκανε μια συντροφιά νεαροί. Προχωρούν και πιάνουν ένα τραπέζι εκεί παραπέρα. Τότε αντίκρυ μου έλαμψαν δύο μάτια, δύο μεγάλα πάμφωτα μάτια, απ’ αυτά που αρκεί να τα δεις μια φορά στη ζωή σου, έστω κι από μακριά, για να γίνεις λάτρης της ζωής. Τα μάτια εκείνα στάθηκαν απάνω μου στην αρχή, επέμειναν κιόλας λιγάκι, έπειτα γύρισαν αλλού.

Εγώ κοίταξα προς τα κει, μια δυό φορές, σαν ξένος, αλλά η ψυχή μου είχε αναλυθεί σε δοξολογίες :

Καλωσόρισες άγγελε με το τσαντάκι ! Καλωσόρισες ξανά στην εξοχή μας !

Περνούσε η ώρα, περνούσε, και δεν το καταλάβαινα. Μια μικρή κίνηση έγινε προς το μέρος της άλλης παρέας και σηκώθηκαν, έτοιμοι να φύγουν. Από τώρα κιόλας ; Πριν μια στιγμή μου είχε περάσει από το νου να πάω να τη χαιρετήσω. Θα έβρισκα στο μεταξύ ένα πρόσχημα, δε θα ντροπιαζόμουν.

Τώρα δα διαβαίναν από μπρος μου, ήταν ακόμα καιρός. Αμφίρροπος, δισταχτικός, αναμετρούσα την άπαρτη απόφαση μου. Η λυγερή κοπέλα μού έριξε ένα ατέλειωτο βλέμμα, όλο χάδι αρχικά, γεμάτο απορία κι απώθηση σε λίγο. Θεέ μου, που βρήκα τη δύναμη να το υπομείνω ! Να της απαντήσω τουλάχιστο από κεί ; Αλλά μπορούσε να κοιτάζει και κανέναν άλλον απ’ τους διπλανούς μου˙ τόσοι άνθρωποι ήταν εκεί. Όχι, στα καλά καθούμενα, δεν είχα καμιά όρεξη να γελοιοποιηθώ. Με σφιγμένη καρδιά, χωρίς να σαλέψει γραμμή από το πρόσωπό μου, είχα αφοσιωθεί ολότελα στην ομιλία του πέμπτου ρήτορα της ημέρας, ενός ηλικιωμένου κυρίου, πρώην γερουσιαστή, φαλακρού και μουσάτου.

Μιλούσε για τα οικονομικά της Νέας Ζηλανδίας, κάθε τόσο έσκυβε στις σημειώσεις του. Πολύ ωραία τα λες, γέροτραπεζίτη, μακάρι να μπορούσαν να σ’ ακούσουν όλοι οι Έλληνες αυτή την ώρα ! Και με την άκρα προσοχή μου έδινα, κατά έναν τρόπο, το καλό παράδειγμα του σεβασμού που χρωστάνε στους πρεσβύτερους οι συνομήλικοί μου. Τι πάει να πει, αν ο καθένας μας σηκωνόταν από πέντε λεπτά για να σαλιαρίσει με μια γνωριμία του, πια στάση θα μπορούσες να κρατήσεις – ρωτώ – κύριε μου, σε ώρα ανάγκης, απέναντι των διεθνών ζητημάτων, που απλούστατα θα τ’ αγνοούσες ;

Αυτά όμως έλεγε και η καρδιά μου ; Γι’ ακούστε την κι αυτή :

- Μαργαρίτα, έγινα βάρδια της λίμνης ίσαμε που να σε δω ξανά στα χώματά μας. Τρεις εποχές του χρόνου φύλαξα, σκοπός, το τοπίο που θα σε δεχτεί πάλι σαν κάδρο. Τι είμαι εγώ για σένα ; Ένας φτωχός περιπλανώμενος, ένας ανισόρροπος ίσως που δεν του το μαρτυράν, βλέποντας όμως πόσο το μέρος τούτο θα ’μενε έρημο, πόσο γυμνό και αφύλαχτο ως το καλοκαίρι, έστειλα τις υποθέσεις μου περίπατο κι έμεινα εδώ για να το προστατέψω. Δε μου το ζήτησε κανένας, όχι, μόνος μου τα’ ανάλαβα. Μου φάνηκε τόσο ταπεινό από μέρος των όμοιων μου να παρατήσουν ολότελα ό,τι πλαισίωνε ως τα χθες την ευτυχία τους, ώστε θέλησα να σώσω την τιμή των ανθρώπων. Ο κώδικας των ιπποτών, ξέρετε, αλλάζει από αιώνα σ’ αιώνα. Χωρίς εσένα όλα ξαναπαίρνουν την πρώτη όψη τους, τη φτωχική. Πόσο εξαίσια μου ταίριαζε αυτό το κλίμα ! Τέτοια εγκατάλειψη ήταν να σου σπαράζει την καρδιά. Μου φάνηκε άδικο, μου φάνηκε σκληρό, γι’ αυτό έμεινα κοντά τους. Έμεινα ακόμα για να μελετήσω με την άνεση μου, χωρίς εσένα μπροστά, το μυστήριο της λίμνης, το μυστήριο σου, γυναίκα ! Ώ, εσύ που κάνεις τους άτολμους φοιτητές της χημείας να λαθεύουν στη δόση του βερονάλ, που πρέπει να πάρουν για την αϋπνία, έτσι που να τρομάζει το πρωί η μητέρα αντικρίζοντας τα μούτρα τους ! ( Μου τόχανε γράψει κι’ αυτό, στο μεταξύ, από κάτου ). Ά, κλέφτρα της ησυχίας της κυρίας Αποστολίδη ! Θέλεις τώρα να μάθεις κάτι και για μένα : Θα σου πω. Ξέρεις ποια είναι η αποστολή μου στον κόσμο ; Βασανιστής του εαυτού μου, να τι είμαι ! Σου παραδίνω τη λίμνη απείραχτη, ας μπουν οι προσκαλεσμένοι σου ελεύθερα να κόψουνε τα ρόδα που τα φύλαγα εννιά μήνες. Εγώ δε ζητάω τίποτε για αμοιβή. Τα χνάρια μου έσβησαν από το χώμα, η σιωπή κατάπιε τα λόγια μου. Τίποτε δεν θα μνημονεύει το πέρασμα μου από δω. Τώρα πάω για άλλους τόπους, να τρυγήσω αλλού πικροβότανα. Γεννήθηκα για να φλογίζουμαι απ’ αγάπη, μα να την κρύβω κι από μένα τον ίδιο. Καλώς ήρθες παρηγοριά μοναδική μου ! Ώρα καλή σου, ακριβή μου χαρά ! Δεν πρόκειται να ξαναφανώ άλλο στο δρόμο σου. Χαίρε για πάντα, λατρευτή ! Έτσι μου ‘ρχεται αυτή τη στιγμή, που μου πήραν τα’ αυτιά με τους αριθμούς τους οι επίσημοι, να πέσω κατάχαμα και ν’ αφουγκραστώ, εδώ μπροστά στον κόσμο, τον ήχο των βημάτων σου που αλαργεύουν, αλαργεύουν, αλαργεύουν …

Αναγνώστη δώσε μιας στιγμή προσοχή : ώσπου να βρεθεί το μηχάνημα να διαβάζει κανείς στη σκέψη του άλλου, εμείς ως τότε θα ‘χουμε γεράσει ( - αναγάπητοι ; ώ, να μην το ξαναπείς ! )

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα το 1940. Έγινε εκσυγχρονισμός της ορθογραφίας.

❁❁❁❁

ii.ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟ

Ο πρώτος μου δάσκαλος ήταν ο πατέρας. Αυτός μου πρωτόδειξε τυπωμένα τα γράμματα, αρχίζοντας βέβαια απ’ τα πιο εύκολα, και μ’ έμαθε να τα προφέρω, να τα συλλαβίζω. Αλλά εκείνο που του χρωστάω περισσότερο είναι πως πήρε με το δουλευτάρικο, τριχωτό χέρι του το δικό μου το άμαθο, το δισταχτικό και με δίδαξε πώς να γράφω. Καθώς ο ίδιος, παρ’ όλη τη λιγοστή μόρφωσή του, έγραφε προσεχτικά και κανονικά, μ’ έναν τύπο δικό του, ευανάγνωστο κι ελκυστικό, πήρα απ’ αυτόν τη συνήθεια του λεπτού και ωραίου γραψίματος, έτσι που με τον καιρό να γίνω σχεδόν καλλιγράφος και ν’ ακούσω γι’ αυτό όχι λίγους επαίνους στη ζωή μου. Μα για την καλλιγραφία του πολυσπουδαγμένου γιου ευθυνόταν ο λιγογράμματος πατέρας, με τις δυο ή τρεις τάξεις του δημοτικού.

Δε μάθαιναν πολλά γράμματα στον καιρό του∙ πολλοί μάλιστα, της ίδιας ηλικίας μ’ αυτόν, δεν ήξεραν ούτε να βάλουν την υπογραφή τους. Κι όταν τους πήραν αργότερα στο στρατιωτικό ή όποτε παρουσιάζονταν στο δικαστήριο, δήλωναν σαν το φυσικότερο πράμα: αγράμματος. Το καταλάβαιναν και μόνοι τους πως αυτό δεν ήταν σωστό, ίσως να ντρέπονταν κιόλας κατά βάθος, μα δε μπορούσαν πια να το διορθώσουν. Κι αν η αμορφωσιά τους έμοιαζε μ’ ένα είδος αναπηρία, ήταν πολλοί γύρω τους που έπασχαν από το ίδιο σακατλίκι. Στο κάτω κάτω παρηγοριόνταν μονάχοι τους λέγοντας: «Δε βαριέσαι! Σάματι θα γίνω γω παπάς ή γραμματικός;» Σ’ αυτές τις δύο κατηγορίες ήταν απαραίτητα τα γράμματα, οι άλλοι μπορούσαν να κάμουν και χωρίς αυτά.

Το ’ριχναν όξω λοιπόν επαναλαμβάνοντας διασκεδαστικά το εύθυμο στιχάκι, που το ξέραν ακόμα κι οι γυναίκες και το ’λεγαν σαν παροιμία ή σαν ξόρκι:

Άλφα βήτα
κόψι πίτα,
φάι κι ισύ,
δο μ΄κι μένα!

Ως εκεί έφταναν οι πνευματικές γνώσεις των περισσότερων, αντρών και γυναικών. Σε μερικούς είχε μείνει, σα μακρινή ανάμνηση παλιάς διδαχτικής μεθόδου, από τότε που τα μάθαιναν απόξω κι ανακατωτά, και το εξής μνημοτεχνικό, ένα είδος κινέζικα:

Άλφα – ω
βήτα – ψι
γάμα – χι…

Οι δάσκαλοι τότε ήταν σπάνιο δείγμα, κι αν έβγαινε κάπου κάπου κανένας, δε θα ’ρχόταν να φάει ψωμί στα δικά μας φτωχοχώρια, σ’ εκείνο το έρμο καυκί ανάμεσα Τζουμέρκου και Ξεροβουνιού, που έχει κατακάτσει φαίνεται από παμπάλαια γεωλογική καθίζηση, για να τυραννιούνται από γεννητάτη φτώχεια οι κάτοικοί του. Τα πρώτα γράμματα τα δίδασκαν οι παπάδες, σαν οικογενειακό τους προνόμιο, σα μυστικό του σιναφιού τους, στους γιους τους που θα κληρονομούσαν το επάγγελμα, στοιχεία απ’ το Χτωήχι και το Ψαλτήρι που τα ’χαν μάθει με κόπο κι οι ίδιοι, υπηρετώντας κανέναν καλόγερο κοντινού μοναστηριού. Ο πρώτος κοινοτικός δάσκαλος που ξέπεσε στα μέρη μας (τα χωριά μας δεν είχαν ξαγοραστεί ακόμα απ’ τον Αφέντη) ήταν κάποιος Τσαπαδόντης, που αξίζει να πούμε γι’ αυτόν μερικά.

Ο Τσαπαδόντης δε λεγόταν έτσι πραγματικά, μα χρωστούσε το παρατσούκλι στα δόντια του, μεγάλα τάχα σαν τσαπιά. Θα ήταν κακόθωρος, φαίνεται, νομίζω πως είχε και κάποια κουτσαμάρα, έτσι που προκαλούσε την αποστροφή και τον τρόμο στ’ ανυπόταχτα της εποχής εκείνης παιδιά.

Επειδή δεν είχαν διαθέσιμο χτίριο για σκολειό, τα μάζευε σ’ ένα παρεκκλήσι, απ’ αυτά που λειτουργιούνται μια φορά το χρόνο, στη μνήμη του αγίου τους, κι εκεί προσπαθούσε να «τους γιομίσει το κεφάλι» με κρανίσιες βέργες, με τσουκνίδες στα χέρια, με γονατίσματα απάνω σε χαλίκια, με κλεισίματα μες στην εκκλησιά και άλλα μεσαιωνικά μαρτύρια. Οι πιο πολλοί δεν άντεχαν και με πρώτη ευκαιρία το σκάγαν, για λίγο ή για πάντα. Πιο τυχεροί ήταν όσοι έκαναν υπομονή στο δάρσιμο, στις κλωτσιές και στα βρισίδια του μανιακού δασκάλου τους, του διαστρεμμένου Τσαπαδόντη, ώστε πρόφταιναν, πριν φύγουν, να έχουν μάθει να χαράζουν «δυο κλίτσες» στο χαρτί και να ξέρουν να κάνουν ένα λογαριασμό της προκοπής.

Η αλήθεια είναι πως τη φυσική φυγοπονία των ακαλλιέργητων μαθητών και την τάση τους γι’ ανταρσία μπροστά στον τύραννο παιδαγωγό, που η συναίσθηση της δυσμορφίας του τον έκανε ακόμα χειρότερο, αυτές όλες τις κακές προϋποθέσεις τις διευκόλυνε αρκετά κι η ανοχή των μανάδων με τις ανάγκες του σπιτιού. «Δεν το ’χω ’γώ το παιδί μου να μου το σκανιάζει ο αντίχριστος», έλεγαν οι νοικοκυράδες με μίσος για το δάσκαλο. Δεν τα πονούσαν μονάχα, τα χρειάζονταν κιόλας. Τα είχαν βοηθούς στις δουλειές τους, στα γίδια, στα χωράφια, παντού. Οι άντρες έλειπαν, δούλευαν, και τα παιδιά ήταν χρήσιμα από έξι-εφτά χρονών. Τις καλοκαιρινές διακοπές αντικαθιστούσαν τους μεγάλους. Αλλά και τις καθημερινές δεν τ’ άφηναν έτσι τις διαθέσιμες ώρες. Όταν λοιπόν οι μεγάλοι έβλεπαν πως προτιμούσαν και τα ίδια να λείψουν από το βάσανο του σχολειού, τα ’κοβαν από κει μια ώρα αρχύτερα, για να γίνουν γιδάρηδες ή τεχνίτες ή σκαφτιάδες, σαν τους πατεράδες τους.

Ο πατέρας μου, αντίθετα προς όλους σχεδόν τους άλλους χωριανούς, είχε από φυσικού του μεράκι για γράμματα και δεν έχανε την ευκαιρία να κάνει συντροφιά πρόσωπα ανώτερά του, προπαντός γραμματισμένους.

Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο δάσκαλος ο Καράμπαλης, που υπηρετούσε στο γειτονικό χωριό, αν και καταγόταν απ’ αλλού, πέρα απ’ το ποτάμι. Δεν ξέρω πώς είχε ριζώσει εκεί κι έμεινε ως τα τέλη σχεδόν της ζωής του, συνταυτισμένος με τα λαδάσκια, με τους σπληνιάρηδες, όπως τους παραγκωμιάζαν οι δικοί μας τους κατοίκους αυτού του χωριού, επειδή είχε βρουτσίλια, μέρη πολύ νοτερά, και τους έπιαναν συχνά θέρμες, κιτρίνιζαν απ’ την αδυναμία. Κρυφοί όπως ήταν, γεμάτοι κρυψίνοια και αντιζηλία μεταξύ τους, είχαν ισόβιες διαφορές και ο δάσκαλος, κοντά στην κύρια υπηρεσία του, πρόσφερε κι άλλην, όχι λιγότερο σπουδαία γι’ αυτούς: να συντάσσει μηνύσεις. Ήξερε και τις σκάρωνε μια χαρά, έτσι που να μη μπορείς να ξεφύγεις από τις πλεχτάνες της δικονομίας του. Επειδή τον είχαν όλοι ανάγκη, καταφεύγοντας σ’ αυτόν με κάθε μυστικότητα, προσποιούνταν πως δεν ήξεραν ποιος ήτανε ο συντάχτης της μήνυσης του αντιδίκου και δεν τον πείραζαν αυτόν, τον είχαν σαν ένα είδος ουδέτερο έδαφος, βγάζοντας τα μάτια μεταξύ τους και μην απολείποντας ποτέ από τα δικαστήρια. Νομίζω μάλιστα πως ο δάσκαλός τους απασχολημένος να πλουτίζει τις γνώσεις του με τα πολύπλοκα της δικολαβίας, που έβρισκε κιόλας κάποια κρυφή ηδονή σ’ αυτά, δεν είχε καιρό, δεν τον τραβούσε να καταγίνεται με τη δασκαλική.

Απ’ τις πολλές φορές που ερχόταν ο Καράμπαλης – Θεός σχωρέστον! – μουσαφίρης στο σπίτι μας και κουβέντιαζαν με τον πατέρα μου δίπλα στη γωνιά, κάποτε ο τελευταίος έφερε την κουβέντα γύρου σ’ εμένα που στεκόμουν περίεργος και άκουγα με σεβασμό, πρωτότοκος της φαμίλιας, πεντέξι χρονών. Ο Καράμπαλης, κιτρινοπρόσωπος κι αυτός σαν τους ξενοχωριανούς του, με κοίταξε μ’ εκείνο το κρύο του βλέμμα πίσω απ’ τα γυαλιά και για να φανεί, καταλαβαίνω, υποχρεωτικός με κάλεσε κοντά του. Πλησίασα όλο δισταγμούς, μ’ εκείνο το μίγμα συστολής και καμώματα που έχουν τα παιδιά.

Ο Καράμπαλης έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα μολύβι και χαρτί, πήρε απ’ τη «θουρίδα» μας ένα παλιό μεταφρασμένο Βαγγέλιο με πέτσινο ντύμα για ν’ ακουμπάει, και άρχισε τη μύησή μου στα θαυμαστά της παιδείας.

- Το βλέπεις αυτό που ζωγράφισα εδώ; Με τι μοιάζει; Δε σου πάει στο νου, ε; Να στο πω εγώ. Είναι σαν αγκίστρι, σαν αυτό που ψαρεύουν στο ποτάμι, τα ξέρεις. (Δε τα ’ξερα καθόλου, γιατί ο Άραχθος μας έρχονταν λίγο μακριά και δεν ψάρευε κανένας απ’ τους δικούς μου.) Αυτό λοιπόν – συνέχισε ο Καράμπαλης – είναι το ι, το γιώτα.

Δεν τολμούσα όμως να τον ρωτήσω∙ ποιο ήταν απ’ τα δυο: το ι ή το γιώτα; 

Έπειτα σχεδίασε ένα στρογγυλάδι.

-Αυτό πάλι με τι μοιάζει; (Πάλι δεν ήξερα, τα είχα σα χαμένα.) Αυτό είναι σαν την κουλούρα που ζυμώνει η μάνα σου (και μου έδειξε πραγματικά το ψωμί που ζυμωνόταν εκείνη τη στιγμή στο σκαφίδι.) Λέγεται ο, όμικρον. Τα δύο μαζί κάνουν ίο. Κατάλαβες;

Ξεροκατάπια απ’ την αμηχανία μου.

-Πρόσεξε τώρα, συμπλήρωσε αμείλιχτος ο ζόρικος μουσαφίρης μας. Θα σου φκιάσω μια κουλούρα κι ένα αγκίστρι μαζί. Αυτό είναι το άλφα. Έχουμε λοιπόν και λέμε: ίο, ία… Πες τα κι εσύ. Έλα μη ντρέπεσαι.

Το κεφάλι μου είχε γίνει σαν καζάνι, δε μπορούσα να σταθώ στα πόδια απ’ την ταραχή μου. Στ’ αυτιά μου σφυροκοπούσαν ακατανόητοι ήχοι: ίο-ία. Ανάθεμα τα γράμματα!

Φαίνεται πως ο Καράμπαλης με λυπήθηκε, ή βαρέθηκε ίσως, και μ’ άφησε κείνη τη φορά.

Όταν σε κάμποσο διάστημα ήρθε η εποχή να με στείλουν στο δάσκαλο, δεν ήθελα να πάω στην αρχή. Δάσκαλό μου θα είχα τον ίδιο τον Καράμπαλη, γιατί από έλλειψη δικού μας θα πήγαινα στο διπλανό χωριό, που το σκολειό του δεν ήταν και τόσο μακριά απ’ το σπίτι μου. Με χίλια βάσανα με κατάφεραν να πάω, γιατί φοβόμουν το δάσκαλο, φοβόμουν τα σκυλιά στο δρόμο, φοβόμουν και το λόγγο που θα περνούσα. Κι αν δέχτηκα, ήταν γιατί θα ’χα συντροφιά τη Λάμπρω της Ζωίτσας, πρώτη μου ξαδέρφη που θα έμενε στο σπίτι μας, επειδή το δικό της βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση για να πηγαινοέρχεται. Κι ήταν τότε η πρώτη κοπέλα που αποφάσιζε να πάει σε σκολειό και μάλιστα σε ξένο χωριό. Η παρακίνηση ίσως να προερχόταν απ’ τον πατέρα μου, γιατί ο δικός της έλειπε τότε στα ξένα.

Η Λάμπρω, μεγαλύτερή μου στα χρόνια, ήταν και πιο προχωρημένη στα γράμματα. Εγώ, με όλη την προπαίδεια του πατέρα μου (που ταξιδεύονταν κι αυτός κατά διαλείμματα) θ’ ακολουθούσα τη μικρότερη τάξη: την πρώτη κατωτέρα.

Από τότε λοιπόν ξυπνάγαμε μπονόρα, παίρναμε το μεσημεριανό μαζί μας, τρώγοντας και κατιτί, για να μη «μας έρθει νέκρα» ως τότε, και ξεκινάγαμε μαζί με τη Λάμπρω περνώντας ρούγες και κουλούρια και δασότοπο, ώσπου να φτάσουμε πέρα στο σχολειό.

Το σκολειό δεν ήταν άλλο από ένα χαγιάτι εκκλησιάς. Δε θυμάμαι πια αν είχαν καθόλου θρανία, μα εμείς οι μικροί καθόμασταν απόξω στα πεζούλια και χαζεύαμε. Κανένας δεν ασχολούνταν μ’ εμάς, ο δάσκαλος δε μας έδινε καμιά σημασία. Ούτε μας διάβαζε, ούτε μας έβγαζε μάθημα. Θαρρώ μάλιστα που ούτε μας είχε καθόλου στο λογαριασμό του, δηλαδή περασμένους στον κατάλογο, που δεν εκφωνούνταν ποτέ. Καμιά φορά περνούσε από κοντά μας κανένας μεγάλος (και σ’ εκείνη την ηλικία η διαφορά των ετών δείχνει τεράστια) για να μας πετάξει κάνα πείραγμα απ’ το ύψος του αναστήματός του:

-Τι κάνετ’ αυτού, μωρέ κουκουτσέλια;

Και ήμασταν αλήθεια σαν αλάλητα κοτόπουλα, προορισμένοι να θαυμάζουμε τα παιγνίδια των μεγάλων, τα τρεξίματα και τα κυνηγητά τους, που αυτοί σαν αληθινοί κοκόροι με γενναίο λειρί έδιναν μάχες μεταξύ τους και παράβγαιναν ο ένας με τον άλλον σε θαρραλέους αγώνες. Εμείς ζαρώναμε στην άκρη μας και τους κοιτάζαμε μ’ ανοιχτό το στόμα.

Κοιτάζαμε το Σταύρο του Λαμπράκη Χήρα, πρατάρη απάνω στο βουνό, που του φώναζαν οι συνομήλικοί του «τσαπ! τσαπ!», σα να ’ταν τσάπος, τράγος μαθές κι όχι μαθητής, πώς ανέβαινε τα σκαλοπάτια στην άκρη των ποδιών του, κρυφοτήραγε από τα σπασμένα τζάμια στον οντά, να ιδεί αν ξύπνησε ο δάσκαλος απ’ το μεσημεριανό ύπνο και του έριχνε πετραδάκια κρυμμένος, να τον ξαφνιάσει στον ύπνο του, ενώ κι ο ίδιος κι όλοι οι άλλοι από κάτω, ηθικοί συνένοχοί του, ήταν έτοιμοι να το βάλουν στα ποδάρια με αλαλαγμούς.

Έτσι περνούσαν οι μέρες μας, με χωρατά πιο πολύ, παρά με μαθήματα.

Θυμάμαι κάποτε που ήμασταν απόξω στη λάκκα, κοντά στον αυλόγυρο της εκκλησιάς, εκεί που γινόταν ο χορός και το πανηγύρι κάθε Αηλιός, αφού ψελνόταν την πρώτη μέρα η λειτουργία απάνω στο βουνό. Είχε γίνει κάποια φασαρία κι ο δάσκαλος βγήκε να μαλώσει, να «μπατσαλιάσει» το πολύ, το Γληγόρη Κωσταγιώργο, παλικαρόπουλο απ’ το μαχαλά μας, που είχε δείρει έναν άλλον. Μα καθώς έτρεξε ο Καράμπαλης να πιάσει τον ένοχο, κάπως έκαν’ εκεί στο χλοϊσμένο γλιστερό χώμα και γλιστράει άξαφνα και πέφτει καταγής. Βάνουν τα γέλια τα παιδιά, ο δάσκαλος σκυλιάζει απ’ το κακό του.

-Πού θα μου πας, έλα δω! φοβερίζει το Γληγόρη, καθώς πολεμάει να σηκωθεί λασπωμένος.

Μα εκείνος δεν είναι κουτός να κάτσει να πιαστεί, για να τον κλείσει ο Καράμπαλης στη φυλακή του.

Με τις αλαφρές σεγκουνούλες του (γιατί ντυνόταν από τώρα σα βλαχάκι), με τις σβέλτες πατούσες του που δεν τις βάραινε από κάτω ποδεσιά, ρίχνοντας πίσω μια ύστερη ματιά και βλέποντας πώς είχε καταντήσει το δάσκαλο άθελά του, περήφανος εξάλλου για να δεχτεί μετάνοια και τιμωρία, έβαλε όλη του τη φόρα, γίνηκε άνεμος, έβγαλε φτερά και στάθηκε μόνο πέρα στο κονάκι του, ίσως κιόλας ούτ’ εκεί, παρά ψηλά στην Τζούμα, να πιάσει από τα τώρα το κλαρί, να κάμει γιατάκι το γράβο, εκεί που ηχούσαν πρόσχαρα τα κυπροκούδουνα απ’ τα γιδοπρόβατά του.

-Έχετε γεια, γράμματα, ψηφιά του διατάνου! Δε θα σκάσουμ΄εμείς τη χολή μας, δε θα το πάρουμε κρυφό μαράζι.

Τσοπανάκος ήμουνα,
φλογερίτσα λάλαγα…

Ολα τα κείμενα είναι από https://www.sarantakos.com/










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου