Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

ΜΑΡΙΑ ΣΚΟΥΛΟΥ "Φωτοσκιάσεις" - Ποιητική Συλλογή


Μαρία Σκούλου : Φωτοσκιάσεις
Εκδόσεις : Κύμα, 2019, ΑΘΗΝΑ 
Είδος : Πεζο-Ποίηση
Διαστάσεις : 21.0 x 14.0 cm

Σελίδες :  90  
ISBN : 13: 978-618-5378-17-2 

Ποιήματα Συλλογής 

i.Η Βαστίλη

Ασχημάτιστες λίμνες αναμνήσεων, καταρράκτης στιγμών σ’ αθέατα ακρογιάλια
γαλάζια δειλινά που δεν ξημερώσαν, δεν αγγίξαν το χώμα, δεν αγγίξαν τη μέρα και
δεν αφήσανε ίχνη στις κακοτράχαλες χαράδρες που το μουντό φως πάλευε ν’
αναδείξει. Η φωτεινότητα του θολού τοπίου τρεμόπαιζε στη συνείδηση.
Σα φλόγα κεριού – ανάσα στο μεσαίωνα - λιβάδι με μαργαρίτες σ’ απροσπέλαστα
εδάφη, στάσιμα παιχνίδια του καθρέφτη, ασυγκράτητη συγκίνηση η σπαρακτική
αγωνία για την εξασφάλιση λίγων λεπτών ζωής στο σιωπηλό σκοτάδι στη καρδιά του
κάτεργου η απρόσμενη τρυφερότητα ή μια αναπάντεχη συμπόνια στις σκάλες της
αιματοβαμμένης Βαστίλης της φθαρτής και άφθαρτης ύλης.
Παράδοση στην απόλυτη αγάπη, στο άγνωστο, στο υπερπέραν, το σμίξιμο των
στιγμών στην ιστορία, μια πραγματικότητα που αμφισβητείται ξεχνώντας την παλιά
αντίφαση και τις μέρες που έσταξαν αίμα.
Ρημαγμένες πέτρες απ’ τον ανθρώπινο πόνο εξεγερμένη ζωή, χαραγμένη στην
ανάγλυφη μνήμη, χαοτικά κενά, που έχουν παραδοθεί στην ακρωτηριασμένη
δικαιοσύνη στα χέρια της νεκρής ξύλινης κούκλας που έγραφε τον επίλογο κάθε
επεισοδίου.

ii.Το δάσος

Ο σπαραγμός των κρίνων, οι νεογέννητοι υάκινθοι κι οι πασχαλιές βαμμένες με αίμα,
τα πρώτα λουλούδια της άνοιξης που ποτέ δεν ανθίσαν, ο συγχρονισμός του σμήνους
των χελιδονιών με τη γυμνή μέρα και την αποστεωμένη στιγμή. Η ανάμνηση του
τρυφερού φεγγαριού και της έναστρης θάλασσας.
Η έρημη πεδιάδα, η χαοτική μονάδα του χρόνου, το πυκνό δάσος, οι σκιές των
δέντρων ακίνητες που μεγάλωναν τις κρύες μέρες, τόσο εύθραυστες έτοιμες να
θρυμματιστούν στην πρώτη ακτίνα του ήλιου έστω και αν ήτανε ασθενική. Η άχρονη
ανάσα των πεύκων, οι ακατοίκητες φωλιές που ποτέ δεν υπήρξαν.
Τα δευτερόλεπτα που δονούνταν απ’ τις άναρθρες κραυγές των πτηνών που ποτέ δεν
πέταξαν. Η τρομακτική καταιγίδα που είχε ξεσπάσει παρέσυρε στο διάβα της νεκρά
κλαδιά κι ημιθανής πευκοβελόνες, οι καμπάνες της σιωπής, τ’ ατίθασα βράχια, οι
πολύχρωμες πέτρες, οι σκιές των καλαμιών στο θλιβερό χορτάρι, το βουβό νερό στον
μαύρο κάμπο.
Τ’ άχρονα φύλλα των δέντρων, τα πυκνά έλατα, η αναιμική τους ανάσα οι δίδυμες
μαργαρίτες, οι οπλές των αλόγων, το διψασμένο ζαρκάδι, σημεία φωτός στη σκοτεινή
μάζα, εκλάμψεις στη σχισμένη μνήμη απ’ το χρόνο. Βαλσαμωμένα πουλιά, παγωμένη
εικόνα, ακινητοποιημένη μνήμη, η ικανότητα του ματιού να διακρίνει το φως στο
σκοτάδι.
Τ άγρια γινωμένα μήλα σκοτεινοί καρποί του χρόνου μέσα στα οποία η στιγμή
συνάντησε τον εαυτό της. Παραδόθηκε σαν έρμαιο στο πάθος εκεί που πέφταν τα
νεκρά φύλλα κι οι κομματιασμένοι κάμποι ενσωματωνόντουσαν στο τοπίο, σταφύλια
στο κελάρι. Το παρόν εισχωρούσε στην ανάμνηση, στην υγρασία των τοίχων,
στις στιγμές που ο ήλιος βρισκόταν στον διαυγή ουρανό. Αποστεωμένη ανάσα.
Εμπλοκή, συμπλοκή, εναγκαλισμός σ’ ένα ώριμο φρούτο, γέννημα του χρόνου η
τρομακτική καταιγίδα που παρέσυρε τα νεκρά φύλλα και βύθισε το δάσος στο
σκοτάδι. Ακαριαία η επίδραση της στιγμής στους μελαγχολικούς λόφους που
φιλοξενούσαν το δάσος.

iii.Ο αετός έκανε φως την αστραπή στα βουνά στα όρη

Ο αετός ήθελε το φως στη μοίρα να μοιράσει, με τα φτερά του τ’άστρα ν’αγκαλιάσει,
μόνο σε μια δίκαιη γη να φωλιάσει. Η φωλιά του έσμιγε το βράδυ με τη σελήνη το
πρωί τον τρόπο έψαχνε να βρει δικαιοσύνη. Το βλέμμα καθάριο έψαχνε τα όρη ν’
ανταμώσει, τα μακρινά βουνά να συμφιλιώσει.
Θολή η μέρα σήμερα, κάταχνη κι ανεμοδαρμένη τον ήλιο αναζητά και στα βουνά
ανεβαίνει. Γιατί ο ήλιος κρύφτηκε σαν κάτι να περιμένει; Τα βουνά τον άκουσαν
πίσω απ' τα σύννεφα να βαριανασαίνει. Η νύχτα σήμερα ψυχρή και μαυροφορεμένη.
Βροντή η φωνή της κ αστραπή για τον αετό που περιμένει και στην άγονη γη ελπίδα
σπέρνει. Την αστραπή περίμενε να πάει στη σκοτεινή χαράδρα κι η ανάμνηση του
ήλιου πέρασε του χρόνου τη χαραμάδα.
Η νύχτα η ξάστερη έγινε μέρα το φως λουσμένη, ο πράσινος κάμπος άρχισε δειλά ν'
ανασαίνει. Η ηλιαχτίδα πιάστηκε μες τα γαμψά του νύχια, την ελπίδα ξύπνησε μες
της ψυχής τα μύχια. Ο αετός που σύνορα στο πέταγμα του δεν ορίζει την ελπίδα
άρχισε στους κάμπους να θερίζει και η χαράδρα να σιγοψιθυρίζει. Το φως της
αστραπής έμοιαζε να την πλημμυρίζει κι ο αετός κοίταζε το φως να σφύζει. Το
σκοτάδι υποχώρησε μεσ’ στη βαθιά χαράδρα ενώ το φως έφτασε μέχρι τη σκοτεινή
κοιλάδα.

iv.Η απάντηση

Για όλους όσους αναρωτιούνται πώς φτιάχνεται η ποίηση να ξέρουν ότι έφτιαξα τον
ήλιο με διαβήτη όταν ήρθε δίπλα μου το σκοτάδι, οι ηλιαχτίδες πολυάριθμες
μπαλαρίνες - φίλες της Odette σαν τεθλασμένες γραμμές μοίρασαν το φως του στις
αχανείς εκτάσεις γης, τα φωτεινά σημεία στο χάος.
Τους στέλνω τα υλικά μου, τα λίγα αστέρια που μέτρησα πριν ο ήλιος μπλεχτεί στις
ρόδες του ποδηλάτου και επιστρέψουν στη σκοτεινή τους ύλη. Πάντα δούλευα με το
φως όπως κι αν αυτό παρουσιαζόταν μπροστά μου, σαν μια ευθεία γραμμή ή σαν μια
γραμμή που μας χώρισε για πάντα. Κι ο ουρανός τόσο εύθραυστος όσο το τσόφλι
ενός αυγού.
Σας στέλνω το φεγγάρι που μου ράγισε τη καρδιά με το αμυδρό φως του τις κρύες
νύχτες, σας στέλνω τον αέρα που μου στέγνωσε τα δάκρυα, αλλά αυτά ανυπάκουα
αντιδρούσαν στις στιγμές, σας στέλνω την αστραπή που έσπασε τη μέρα στα δυό σας
στέλνω και τη φωτιά που σιγοκαίει το χρόνο που χάθηκε όταν ανθίσαν οι μαργαρίτες.





Σύντομο βιογραφικό

Η Μαρία Σκούλου γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα. Είναι κοινωνική λειτουργός και εργάζεται στην ειδική αγωγή. Τα μεταπτυχιακά της είναι στα Ανθρώπινα Δικαιώματα και στην Ειδική Αγωγή στα πανεπιστήμια Institute of Education University of London και Τμήμα Εκπαίδευσης & Αγωγής στην προσχολική ηλικία ΕΚΠΑ. 
Ποιήματα της έχουν βραβευθεί από την (UNESKO 2016 Β΄ βραβείο), την Πανελλήνια Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών και διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά.


Κριτική 

Καλλιόπη Δημητροπούλου "Η κριτική μου ματιά για το πρωτότυπο βιβλίο της νεαρής συγγραφέως Μαρίας Σκούλου ME TIΣ ΦΩΤΟΣΚΙΑΣΕΙΣ"
Μαρία Σκούλου, «Φωτοσκιάσεις», Πεζo-ποίηση, εκδόσεις κύμα, Αθήνα 2019.

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου η ποιήτρια με την πρωτοτυπία που την διακρίνει στη συλλογή, απολογείται στους ενόρκους:
«Ναι κύριοι ένορκοι, θα το παραδεχτώ, η ποίησή μου έχει κατακριθεί. Η κατηγορία ήταν ότι δεν έχει πρόσωπα stop. Θα συμφωνήσω μαζί σας stop. H ποίησή μου έχει την τάση να περιγράφει τις γυμνές μέρες, τις σκοτεινές σπηλιές, τ’ άνυδρα τοπία, αδιέξοδα μονοπάτια και τις σταλαγματιές του χρόνου. Πρόκειται για μια ποίηση απρόσωπη, άχρονη, άοσμη, ακροβατεί στην κόψη του ξυραφιού, τα υλικά της είναι ο θάνατος και η ζωή. Δεν θυμάμαι τι μέρα ήταν και τι ώρα, ίσως ήταν πρωί, ίσως ήταν απόγευμα, ήταν όμως μια μουντή μέρα που μάζευα κοχύλια και μικρές πολύχρωμες πέτρες όταν μπροστά μου έπεσε ένα πληγωμένο γλαροπούλι. Και σας ρωτώ κύριοι ένορκοι, τι να το έκανα; Να το άφηνα να πεθάνει;»
--------
Ναι κύριοι, μελετώντας το αγιάζι και τ' απάνεμο ακρωτήρι, το βρεγμένο ριζόχαρτο της μνήμης αλλά και τα γλαροπούλια της ζωής με την πολυπρισματική της εικόνα, την ποιητική κατάθεση της Μαρίας Σκούλου δηλαδή, και αφού ευανάγνωστα περιπλανήθηκα στο ποιητικό φυσιολατρικό περιβόλι της, συνειδητοποίησα, πώς έχει κάνει το ταμείο της η νιόφερτη εκδοτικά ποιήτρια. Αν και ηλικιακά νέα, έχει σοδεύσει με ώριμο σθένος και σοφία και την αντάρα της ζωής και τους ήλιους της.
Το σημείο εκκίνησής της, ο πόνος, η μάχη μαζί του, μπαίνουν στο φυσικό τοπίο και στο συνάφι του και υποδόρια και στο ανθρώπινο γίγνεσθαι, με τις ακραίες τους εκφάνσεις, τη ζωή και το θάνατο. Η νεκρή φύση, όπως έπιπλα, ξερά φύλλα, άψυχα λουλούδια, επιστρατεύονται συχνά και προσδίδουν αυτολύτρωση στο ποιητικό υποκείμενο. Με το άρωμα της φρέσκιας νιότης σπέρνει στις βραγιές της το δικό της όραμα η ποιήτρια. Στην αφωνία των καιρών, εκεί που στενεύουν τα όνειρα, εγκλωβίζει τον ήλιο, το ιώδιο και το αλάτι στους βράχους κι ένα σμάρι μέλισσες, για να συνομιλήσει με το σκοτάδι. Πότε ο Νάρκισσος και πότε η Ηχώ του, γίνεται η ποιήτρια. Συνομιλεί με τη νύχτα για να στιλβώσει το φως. Θλίβεται για το νεκρό περιστέρι, το ξόδεμα του φεγγαριού, τις αίθουσες αναμονής, τους μικρούς και μεγάλους θανάτους του σύμπαντος κόσμου. Μάχεται στην τρικυμία για να σώσει τη ζωή από τα ναυάγια της. Ένας μακρύς λυγμός η ποίηση της Μ. Σ., νιώθει, βιώνει, πάσχει, συμπάσχει, αντιστέκεται, ζει.
Η Πεζοποίηση της Μ.Σ., αν και κατά την όψη εσωστρεφής, συνομιλεί ευφρόσυνα με τον έξω κόσμο. Η δόμηση του λόγου της γίνεται με υλικά, που κουβαλά από τις φάσεις της ζωής, που την έχουν στιγματίσει. Η επιστράτευση της χλωρίδας και της πανίδας λειτουργεί ως το λυτρωτικό μοτίβο που απορροφά τις επώδυνες, αιμορροούσες πληγές της, του κόσμου πληγές. Η εικονοποιία, η θεατρικότητα και ο υπερρεαλισμός με την ποιητική γλώσσα της ωραιότητας είναι καίρια χαρακτηριστικά της γραφής της.
Διαβάζουμε στη σελ. 20: «Ίχνη από ατόφιο χρυσάφι του ανατέλλοντος ηλίου. Ίχνη που ακολουθούσαν λαθραίες στιγμές, κλεμμένα δευτερόλεπτα των υδροβιότοπων σε αποχρώσεις του μωβ, δανεισμένο απ' το λιόγερμα των ταπεινών πεύκων. Το άρωμα του γιασεμιού ατίθασο έχει κατακλύσει το τοπίο. Το κριθάρι υποδέχτηκε τη στιγμή που χώρισε το χρόνο στα δύο...»
Η διάσταση της ποίησής της αποβαίνει από αθέατη προσωπική -αφού στοχάζεται πάνω στις πληγές της- σε διαχρονική κοινωνική μιας και συνδιαλέγεται με τις πληγές και τις εξορύξεις του σύμπαντος κόσμου. Με λυρικό τόνο, λιτό και απλό ύφος, με υπερρεαλιστική γλώσσα σε τριτοπρόσωπη και ελάχιστα πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με έντονο το ασύνδετο σχήμα, τις πληθωρικές προσωποποιήσεις και τις μεταφορές αφηγείται το ελεγειακό τοπίο του ανθρώπου, το ενσωματώνει στο φυσικό τοπίο και μας το επιστρέφει με φιλοσοφικές δονήσεις. Η ποιήτρια με μια ευαισθησία που πελεκά την πέτρα, προσπαθεί να ισορροπήσει και στα έξι δομικά μέρη του βιβλίου, ακροβατώντας στο τεντωμένο σχοινί της ζωής με το αίμα να σταλάζει στα σκηνικά στοιχεία του. Ο κόσμος, πού γίνεται συχνά κουρμπάνι, θυσία στο σφαγείο, από τα σκαλοπάτια της Βαστίλης και την απώλεια της Lady of Shalott ώς τις εγκάρσιες τομές στη δομημένη ύλη, τα αδιέξοδα μονοπάτια της φύσης και του ανθρώπου, ο κόσμος αυτός οφείλει να διεκδικήσει την ποιότητα των πραγμάτων, την αναγέννησή του.
Η Μ. Σ. στην ποίησή της χρησιμοποιεί γήινα υλικά αλλά και ουράνια και τα μετατρέπει σε εκφραστές του ανθρώπινου πόνου. Το άλγος, η φθορά, η διάψευση και η πάλη φωτός-σκότους, ζωής-θανάτου, παρόντα στοιχεία σε όλη τη συλλογή. Η ζωή μας ευάλωτη και ο άνθρωπος στο γκρίζο φως της, παλεύει να ψηλαφήσει την ιδανική ατμόσφαιρα. Η ποίηση της Μ.Σ. δραπετεύει στη φύση, με τα ποιητικά της μοτίβα στα μισογκρέμια τους με σπασμένες τις φλέβες τους, να αιμορραγούν, να ξεψυχούν, να θλίβονται. Τα βασικά μοτίβα της ο γλάρος, ο ήλιος, τα λουλούδια, η θάλασσα, ο χρόνος. Κανένα ανθρώπινο στοιχείο δεν καταγράφεται στη συλλογή σε μια άκρως -κατά τη γνώμη μου- ανθρωπιστική ποίηση. Όλα δρομολογούνται συμβολικά. Τόποι μαρτυρίου με σύμβολα και εικόνες αλληγορίας δονούν τις ευαίσθητες χορδές του αναγνώστη. Η τρομακτική καταιγίδα, το θλιμμένο πεύκο, το ματωμένο τριαντάφυλλο, ο σπαραγμός των κρίνων, οι ανεμοδαρμένες παπαρούνες, η σελήνη που μίσεψε, το μαύρο χορτάρι, η άγρια στέπα κ.ά, ολάκερη η φύση δηλαδή με συμβολικά στοιχεία καταγράφει την αφωνία των καιρών. Λες και με κάτοπτρο και σηματωρό τη φύση ανοίγει διόδους στον ραγισμένο άνθρωπο. Μια αναμέτρηση με τον παλμό του σύμπαντος ο άνθρωπος, εντέλει με τον παλμό του.
Ο χρόνος στην πεζοποίηση της Μ.Σ. σε όλες του τις διαστάσεις, ανασαίνει, σιωπά, πενθεί. Χαώδης, στατικός, εγκλωβισμένος, γενεσιουργός, ασθματικός ασθενής με φωτόνια μνήμης. O χρόνος σηματοδοτεί την τραγικότητα, το συντελεσμένο, τη φθορά και τις απώλειες. Ο χρόνος ως μνήμη έχει καταγράψει τα δεδομένα του στην ψυχή της ποιήτριας και με τον ιδιαίτερο και πρωτότυπο τρόπο γραφής της, τα αναμοχλεύει, τα πραγματώνει μέσω της φύσης και τα εκθέτει προς ανάσκαψη του είναι μας, προς επανίδρυση και ανατροφοδότηση των έσω μας.
To έκτο και τελευταίο δομικό μέρος του βιβλίου τιτλοφορείται: «Λίγα βήματα στο φως». Πράγματι, μετά από τόση πληγωμένη φύση, από απώλειες, ήττες, θανάτους, διαψεύσεις ονείρων, μετά από σούρσιμο του κόσμου σε ματωμένα χνάρια, σε λερούς δρόμους και μονοπάτια με αίμα και δάκρυ, η ποιήτρια από το ανοιχτό παράθυρό της ατενίζει ουρανό. Η ποίηση της Μ.Σ. συνομιλεί με τον ουρανό της. Η πεταλούδα, στη σκληρή μονάδα του χρόνου, ανάμεσα «σε γη και ουρανό, στη ζωή και το θάνατο», δεν εγκατέλειψε, κατάφερε να επιβιώσει, να ξαναγεννηθεί και ενίοτε να ταυτιστεί με τον αετό, που έκανε φως την αστραπή.
Στην ακροτελεύτια αυτοαναφορική, ποιητική κατάθεσή της με τον υπαινικτικό τίτλο «Η απάντηση», η Μ.Σ. γράφει: «Για όλους όσους αναρωτιούνται, πώς φτιάχνεται η ποίηση, να ξέρουν ότι έφτιαξα τον ήλιο με διαβήτη, όταν ήρθε δίπλα μου το σκοτάδι.... Τους στέλνω τα υλικά μου, τα λίγα αστέρια που μέτρησα πριν ο ήλιος μπλεχτεί στις ρόδες του ποδηλάτου και επιστρέψουν στη σκοτεινή τους ύλη. Πάντα δούλευα με το φως... Σας στέλνω το φεγγάρι, που μου ράγισε την καρδιά με το αμυδρό φως του... σας στέλνω τον αέρα, που μου στέγνωσε τα δάκρυα... σας στέλνω την αστραπή, που έσπασε τη μέρα στα δυο... σας στέλνω και τη φωτιά, που σιγοκαίει το χρόνο που χάθηκε, όταν άνθισαν οι μαργαρίτες».
Ναι κύριοι ένορκοι αναγνώστες, μετά από μια ακροβασία μεταξύ ζωής και θανάτου του θνητού ανθρώπου, η ποιήτρια βαφτισμένη στη φωτιά επιλέγει το αίνιγμα της ζωής. Ναι κύριοι ένορκοι, ως συνήγορος υπεράσπισης, σας συνιστώ ανεπιφύλακτα, να δώσετε την αναγνωστική σας προσοχή στην εν λόγω ποίηση.

Αθήνα 27/7/2019
Καλλιόπη Δημητροπούλου









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου