Χιλιάδες κόσμου καθισμένοι στριμωχτά πάνω στις κερκίδες, τα διαζώματα ακόμα και καταγής στο γρασίδι περίμεναν με ανυπομονησία να ξεκινήσει η εκδήλωση. Κάποιοι κρατούσαν στα χέρια τους αναμμένα κεριά και άλλοι άναβαν τους αναπτήρες τους και σήκωναν τα χέρια τους ψηλά. Ένα υπόκωφο μουρμουρητό δυσφορίας είχε ξεσηκωθεί, η εκδήλωση κινδύνευε να καταλήξει σε φιάσκο αφού εκείνοι εκεί πάνω, οι διοργανωτές, δεν σταματούσαν τα άχαρα και προβλέψιμα λογύδριά τους.
Είχαν κάνει, άλλωστε άπειρες πρόβες μπροστά στον καθρέφτη, αναγκάζοντας τη φάτσα τους να δείχνει θλιμμένη, βουρκώνοντας τα μάτια τους. Μιλούσαν με σπασμένη φωνή για το χαμένο φίλο τους. Εκείνος- ο μεγάλος απών- τους κοιτούσε από ψηλά, από την τεράστια φωτογραφία , σκυθρωπός, αμέτοχος στα συμβάντα εκείνης της βραδιάς. Ο κόσμος είχε αγανακτήσει, ένα κλίμα αποδοκιμασίας πήγε να σηκωθεί να καλύψει τα λόγια των επάνω, αλλά εκείνοι πρόλαβαν έγκαιρα να σώσουν το φιάσκο.
Πρόσμενε και αυτός σαν το πλήθος να το βουλώσουν οι επάνω. Καθισμένος μπροστά μπροστά, στην καλύτερη θέση ανάμεσα στις διασημότητες και τους επίσημους, που σχολίαζαν το παρελθόν και το νεκρό, άκουγε σκόρπιες κουβέντες, κάποιοι έλεγαν ¨”ο καημένος” , κάποιοι άλλοι ο “φτωχός’, κενά λόγια θλίψης και οίκτου. Δεν έπρεπε να έρθει, έχει αποφασίσει μέρες πριν να μην έρθει, αλλά την τελευταία στιγμή μία εσωτερική παρόρμηση τον οδήγησε εδώ. Κι ας το ξερε καλά πώς΄δεν θα είχε το σθένος να ξεπεράσει μια τέτοια συγκίνηση. Μήνες τώρα οι αφίσες κατέκλυσαν την πόλη, καλώντας το κοινό στο στάδιο για τη συναυλία. Μήνες τώρα όπου και να γυρνούσε έβλεπε τη φωτογραφία του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν αυτή η σύναξη, κάθε χρόνο στην επέτειο του θανάτου του, γινόταν εκδήλωση. Και ο κόσμος ερχόταν, πιστός φίλος, μοναδικός πιστός φίλος.
Εκείνος, τις προηγούμενες φορές είχε έρθει απρόσκλητος, ανώνυμος μέσα στο πλήθος. Έκλαιγε βουβά, δίχως δάκρυα προσπαθώντας να λυτρωθεί από τον πόνο που του δάγκωνε τα σπλάχνα. Τότε ήξερε πως δεν άντεχε άλλη τέτοια συγκινησιακή περιπέτεια. Δεν άντεχε να ξανακούσει την ίδια μουσική , τα ίδια λόγια συμπάθειας, δεν άντεχε να ξαναδεί τις ηλίθια θλιμμένες φάτσες τους. Θυμόταν έντονα της τελευταίας φοράς τα συμβάντα, καθόταν στις πίσω κερκίδες και είχε χαθεί στις αναμνήσεις του δίχως να συμμετέχει στο παρόν. Η συναυλία τελείωσε, ο κόσμος έφυγε και μόνο όταν ο φύλακας τον πέταξε με τις κλωτσιές έξω από το στάδιο, μόνο τότε, βρέθηκε στο παρόν. Συνειδητοποίησε τι έτρεχε και -μόνο τότε -πρόλαβε να δει να κατεβάζουν τη φωτογραφία του, έτσι ψυχρά. Η “αποκαθήλωση” είχε σκεφτεί μόνο.
Τώρα όμως ήταν αλλιώς, τον είχαν καλέσει επίσημα, με μπιλιετακι ταχυδρομικό λες κι ήταν ξένος, του είχαν παραχωρήσει μάλιστα θέση τιμητική. Ανακοίνωσαν την παρουσία του από τα μεγάφωνα και είχε νιώσει τα βλέμματα όλων στραμμένα πάνω του, ακόμα και την κάμερα της τηλεόρασης. Επιτέλους σταμάτησαν. Τώρα είχε το λόγο άλλος, ένα μπουζούκι άρχισε, μετά μία κιθάρα και ο γνώριμος σκοπός ξεχύθηκε σε όλο το στάδιο. Ο κόσμος άρχισε να χειροκροτά και ύστερα ένα κερί άναψε ναι, κι έπειτα άλλο, κι άλλο, ώσπου στο τέλος το στάδιο μεταβλήθηκε σε ένα ατελείωτο κοιμητήρι. Πολλές μελωδικές φωνές που αποτελούσαν την χορωδία έψαλλαν θαρρείς με κατάνυξη τα τραγούδια του. Όλα είχαν αλλάξει με μιας και η μαγεία κατέκλυσε την ατμόσφαιρα. Ακόμα και η καρδιά του γέρου γλυκάθηκε. Ξέχασε για λίγο την πίκρα του κι έπιασε τον εαυτό του να σιγοτραγουδά. Μόνο εκείνος -ο νεκρός- είχε απομείνει στο βάθρο του αμέτοχος σε όλα. Η μουσική είχε φτάσει στο φόρτε της, ο κόσμος αποθέωνε χτυπώντας ρυθμικά παλαμάκια και ο πρώτος εκνευρισμός είχε ξεχαστεί. Ο γέρος πίστεψε ξάφνου πως όλα ήταν ένα όνειρο... πώς εκείνος ζούσε και διεύθυνε πάλι την ορχήστρα του και τραγουδούσε μόνος του. μα η φωνή ήταν ξένη.. Γύρισε στο παρόν απότομα, στην καρδιά του η ίδια πάλι δαγκωματιά , στο στήθος η σιδερένια γροθιά, κάτι έσπασε μέσα του. Η κάμερα πάλι επάνω του κι αυτός δεν ήθελε να κλάψει.
Εκείνος έμεινε αμέτοχος από ψηλά… ψηλότερα από όλους αδιαφορούσε. Δεν τον άγγιζε τίποτε, ούτε η αποθέωση του κοινού, ούτε τα ψεύτικα δάκρυα των φίλων του, ούτε τα αληθινά του γέρου. Σε αυτή τη φωτογραφία κόλλησε ο γέρος τα μάτια του, περιεργάστηκε το γνώριμο πρόσωπο, τα πρόωρα ασπρισμένα μαλλιά, η ματιά φουρτουνιασμένη, το ύφος κατσούφικο, διέκρινε κανείς τη μελαγχολία, σαν να ήθελε τούτη η φωτογραφία να υποδηλώσει την ιδιαιτερότητα του καλλιτέχνη. Το ήξερε καλά τούτο το πρόσωπο ο γέρος, τόσο καλά που και πάλι ξεχάστηκε, πήγε να του μιλήσει αλλά συγκρατήθηκε πάλι - ευτυχώς- η κάμερα ήταν επάνω του και δεν ήθελε, διάβολε, με τίποτα δεν ήθελε να φανερώσει τη θλίψη του. Γιατί στα αλήθεια του κόλλησε τόσο επίμονα τη λέξη; “Αδικία” . Άδικα υπήρχαν πολλά μα τούτο το άδικο ήταν το μεγαλύτερο, έτσι έλεγε ο γέρος.. “ άδικο για μένα, άδικο για σένα” πάλι είχε παρασυρθεί και του μιλούσε σαν να ήταν ζωντανός. Το συνήθιζε τα βράδια που κοιτούσε τις φωτογραφίες του. Από τότε που είχε φύγει και η γυναίκα του, είχε απομείνει μοναχός, το συνήθιζε ν΄ανοίγει το άλμπουμ και να μιλά με τα στιγμιότυπα. Κάποτε ξεχνιόταν και τους μιλούσε σαν να μην είχαν φύγει, όταν συνερχόταν, η σουβλερή γροθιά τον έκανε να κλαίει. Άλλοτε πάλι δεν κατάφερνε να ξεχαστεί και τότε δεν παρηγορούνταν ούτε στιγμή, “Άδικο”, μουρμούρισε τώρα ο γέρος “και για μένα και για σένα”.
Τα κεριά κόντευαν να λιώσουν, η μουσική όμως συνεχιζόταν χωρίς διακοπή. Ο κόσμος τραγουδούσε με την ψυχή του, πήγε πάλι να ξεχαστεί, να πάψει να πονάει, να παρηγορηθεί για λίγο, μα δεν πρόλαβε, του ήρθε στο μυαλό η αποκαθήλωση της προηγούμενης φοράς. Έτσι ξαφνικά. Οι αναπτήρες είχαν σβήσει και η μουσική ακουγόταν τώρα κουρασμένη και υποτονική. Μόνο ο κόσμος παρέμεινε πιστός και τραγουδούσε με το ίδιο σθένος.… και εκείνος ψηλά το ίδιο αμέτοχος και αδιάφορος πάνω στο μελαγχολικό βάθρο του. “Αδικία”σκέφτηκε ο γέρος “ πάλι θα σε αποκαθηλώσουν και σε λίγο καιρό, πάλι θα ξανά πιουν το αίμα σου πάλι και πάλι μέχρι να στερέψει” “Αδικία”, μουρμούρισε πάλι και ο διπλανός τον κοίταξε παραξενεμένος. Τον αγνόησε. Κοίταξε πάλι το πρόωρα γερασμένο πρόσωπο της φωτογραφίας. Μέτρησε μία μία τις ρυτίδες και που μίλησε για άλλη μία φορά νοερά. “ Μόνο εσύ μένεις εκεί μακριά από όλους χωρίς να σε ενδιαφέρει τίποτα πια... Η να σε αγγίζει.” Εκείνος δεν απάντησε. Ξάφνου όλη η πίκρα, που χρόνια έκλεινε μέσα του, στέρεψε ξαφνικά δεν μπορούσε άλλο να την αντέξει. Σηκώθηκε απότομα και διέσχισε το πλήθος παλεύοντας να βρει την έξοδο, τυφλωμένος από τα δάκρυα, αγνόησε την κάμερα δεν τον ένοιαζαν πια τα σχόλια, έφτασε στην έξοδο ψηλαφίζοντας….
Και μόνο τότε γύρισε και κοίταξε τη φωτογραφία για τελευταία φορά την φωτογραφία του πεθαμένου γιου του και του μίλησε συνεπαρμένος. “ Τα κοράκια…” Εκείνος για πρώτη φορά βγήκε από την αταραξία του, συμφώνησε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι κι η ματιά του συννέφιασε πιότερο.
Όμως κανείς μα κανείς άλλος δεν το πρόσεξε.
Αθηνά Κοτσόβολου
Η φωτογραφία είναι από https://fr.depositphotos.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου